ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΥΓΝΕΦΟ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΠΙΣΣΑ


Νωρίς το πρωί γύρισα με το ποδήλατο την Αθήνα. Από τα ξημερώματα είχαν βγει τα συνεργεία του Δήμου να καθαρίσουν τους δρόμους, στους οποίους είχαν μείνει τα σημάδια από καμμένους κάδους και αυτοκίνητα ενώ εργάτες κάλυπταν με φύλλα αλουμινίου ή κόντρα πλακέ ολοσχερώς κατεστραμμένα καταστήματα ή τράπεζες και με μάσκες στο πρόσωπο έβγαζαν έξω φορτία μ΄ αποκαΐδια. Στα ρείθρα και σε μερικά πεζοδρόμια είχαν απομείνει σωροί σπασμένα γυαλιά από μολότωφ ή θρύμματα τηλεφωνικών θαλάμων, στάσεων λεωφορείων ή βιτρίνων. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά, η κίνηση μέτρια, ο κόσμος λίγος και μουδιασμένος. Μια πόλη η σκιά του εαυτού της, εκείνου του ασυνάρτητου, του μπουκωμένου στο νέφος, του αγχώδους καθημερινού, του φωνακλάδικου, του συνηθισμένου αθηναϊκού εαυτού της.

Αλλά σήμερα ποιος είχε όρεξη για ο, τιδήποτε. Ήμουν ένα φάντασμα μεταξύ φαντασμάτων. Όλα σιωπηλά το πρωί και το βράδυ φωτιά, πέτρες και δακρυγόνα. Το πρωί στις συμβολές των μεγάλων οδών μια γεύση στάχτης. Δεν φωτογράφησα τίποτα, επίτηδες. Μόνο περνώντας μπροστά από την Εθνική Βιβλιοθήκη, την ταλαιπωρημένη από πλημμύρες, σεισμούς και την αμάθειά μας, τράβηξα μια πρόχειρη φωτογραφία με το κινητό. Το προαύλιο σπαρμένο θραύσματα μαρμάρου και γυαλιά, συνθήματα γραμμένα με σπρέι. Στο πίσω μέρος ένα απανθρακωμένο βαν. Στο Πανεπιστήμιο τα ίδια, μάρμαρα σπασμένα με λοστούς κι ένας κίτρινος σκύλος μισόκλεινε τα μάτια του απέναντι στον ήλιο μισοψεκασμένος με κόκκινη μπογιά.

Ταλαιπωρήθηκα να φτάσω στη Νομική. Δηλαδή το κουφάρι του κτιρίου, μαύρο, σφραγισμένο με φύλλα τσίγκου. Το οδόστρωμα και το πεζοδρόμιο κατά τόπους επικίνδυνο από γλιστερή μαύρη λάσπη και σκόρπια γυαλιά. Οι περιπτεράδες στην Ακαδημίας μάζευαν το εμπόρευμά τους μην καεί το βράδυ μαζί με το περίπτερο. Λίγα φύλλα εφημερίδων μόνο κρέμονταν με τίτλους όπως Ολοκαύτωμα και Τρόμος πάνω από μαυροκκόκινες φωτογραφίες.

Το Σύνταγμα, η Ερμού, το Θησείο, του Ψυρρή, η Ομόνοια, η Σταδίου, η Ακαδημίας, η Αλεξάνδρας... μια θλίψη. Τέτοια θλίψη, όση εκείνη των πυρπολημένων δασών του καλοκαιριού. Όση εκείνη των πόλεων της Ελλάδας, που έχουν παραδοθεί ταυτόχρονα σ΄ένα όργιο έμπυρης καταστροφής. Η Πατησίων κλειστή και τα Εξάρχεια... τα Εξάρχεια των νεανικών μου χρόνων τα έγλειψε μια τρελή φλόγα και τ΄ άφησε σκέτα μαύρα κόκκαλα. Το μόνο ζωντανό σημείο ένας λοφίσκος λουλούδια και κεριά, ο κόσμος καρφωμένος κι οι λέξεις άκυρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: