PIRI! (3)

ΜΕΡΟΣ 3: Ο ΣΤΕΓΝΟΣ,Ο ΒΡΕΓΜΕΝΟΣ ΚΙ Η ΑΣΧΕΤΗ!




Την επαύριο, ήταν Κυριακή και σχόλη και η γιορτή της Meia Lua, του μισοφέγγαρου του Ιουλίου, που φαινόταν στον ουρανό απ΄το πρωί. Στο Πιρί είχαν καταφτάσει τουρίστες και κόσμος, γινόταν και παζάρι με πανηγύρι. Συνάντησα τους δικούς μου χαλαρά, ψάχνοντας καφέ, αλλά ο Αντρέ μου είπε, άσε τον καφέ, θα πάμε σε μια churracharia, δηλαδή εστιατόριο με κρέας, λέω μα είναι νωρίς ακόμα, δεν έχω φάει και δεν έχω πιει καφέεε, όχι λέει πάμε και θα δεις, ε, καλά, πάμε. Στην εκκλησία μπροστά ήρθε και μας παρέλαβε το σχολικό, που εκτελούσε χρέη τουριστικού.
Βγήκαμε από το Πιρί, τέλειωσε η άσφαλτος κι ανεβαίναμε σε χωματόδρομους, ίσια μες το βουνό. Αριστερά ένα κάμπινγκ, πιο πάνω ένα νταμάρι, μετά πιο στενοί χωματόδρομοι, τραμπαλιζόμασταν δεξιά ζερβά, σκόνη σύννεφο, περνάμε ένα γεφύρι και κάποτε βλέπουμε μια πινακίδα Churracharia Velha "Meia Lua". Μπαίνουμε στον εσωτερικό δρόμο, αλλά πού, περάσαμε κάμποσες πινακίδες και μια φοβερή ανηφόρα όλο πέτρες, για να δούμε επιτέλους το παραδοσιακό εστιατόριο, ήτοι καντίνα - ψησταριά με ξύλινους πάγκους στην κορυφή του βουνού.
Πήραμε παγωμένες μπύρες, χωθήκαμε στην πυκνή βλάστηση και κατεβαίναμε πέτρινα σκαλιά από σχιστόλιθο της περιοχής. Τότε συνειδητοποίησα, ότι εκτός από τους καταρράκτες πριν το Πιρί, που είχαμε δει, έχει κι άλλους, αυτούς εδώ, κι εγώ βέβαια δεν είχα φορέσει το μαγιώ μου, το είχα αφήσει στην πανσιόν μαζί με την πετσέτα! Φυσικά αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα. Όχι ότι παρουσιάστηκα σαν την Εύα μέσα απ΄τα φυλλώματα και σκανδάλισα τους πιστούς καθολικούς, απλά δεν σκοτίστηκα κιόλας με βάλε - βγάλε και επευφημίστηκα καθώς βούτηξα ακριβώς όπως ήμουν με τα ρούχα στο δροσερό νερό.




Γλίστρησα και προσγειώθηκα στα πόδια του Λήο, που ήταν ακόμα όρθιος και με κρατούσε να μπω μέσα, οι υπόλοιποι κάθονταν μες την γούρνα και έκαναν υδρομασάζ στον καταρράχτη που έπεφτε από πάνω, ενώ δυο παπαράτσες είχαν σταθεί σε στρατηγικό σημείο και απαθανάτιζαν όλες τις φάσεις για την ιδιωτική κουτσομπολίστικη συλλογή τους! Χαριεντιζόμενοι όλοι μες το νερό δεν πήραμε αμέσως είδηση, ότι είχαμε καλυφθεί από σάνγκι- σούγκας, βδέλλες! Επομένως πριν τις βουτιές που ακολούθησαν στα πιο βαθιά νερά παρακάτω, προηγήθηκε ενδελεχής αποβδέλλωση. Ένας, δυο πιο τριχωτοί είχαν μαζέψει πάνω τους τις περισσότερες και κυρίως καθαρίσαμε αυτούς, οι υπόλοιποι δεν είχαμε ιδιαίτερο πρόβλημα!


Ούτε με τα βρεγμένα ρούχα είχα πρόβλημα, μάλιστα καλό μου έκανε, ο ήλιος έκαιγε κι εγώ δροσιζόμουν. Ανεβαίνοντας πάνω είχαμε λυσσάξει όλοι πια της πείνας, αλλά τσιμπήσαμε μόνο λίγο κρέας σε μπουκίτσες, ήταν θαυμάσιο, μα δεν υπήρχε χρόνος πια για κανονικό φαγητό, επειδή θα ερχόταν το σχολικό, το οποίο όσο άργησε, θα μπορούσαμε να είχαμε φάει την καντίνα μαζί με τον καντινιέρη αλλά ήπιαμε άλλη μια μπύρα και θα τρώγαμε κάτω στο Πιρί. Κατεβαίνοντας, ο οδηγός μας πέρασε μες το νταμάρι να δούμε την περίφημη πέτρα των βραζιλιάνικων Πυρηναίων. Είναι ένας σχιστόλιθος με καταπληκτική ποικιλία αποχρώσεων, χρυσός, ασημί, κόκκινος, λευκός, γκριζογάλαζος, ανάλογα με την πρόσμιξη των στοιχείων.


Το ότι δεν φάγαμε πάνω παρουσιάστηκε ως ευκαιρία για να δοκιμάσω το αυθεντικό empadão, γκοϊάνικη πίτα, συνήθως με κοτόπουλο, αλλά και λουκάνικο, ελιές, τυρί, σάλτσα κοτόπουλου ή άλλοτε ντομάτας κι όπως έγραφε η πινακίδα στο μαγαζί, με "παουμίτου προαιρετικό"! Κι αυτό μάλλον διότι γενικά οι πίτες είναι κυρίως δυο ειδών, ή με κοτόπουλο ή με palmito (το δροσερό ψαχνό του φοίνικα). Στην Brasília επιστρέψαμε αριστοκρατικά με βαν και τρέιλερ για τα ποδήλατα πίνοντας cachaça pirineirinha!



Υστερόγαμον: Το φυλακισμένο καναρίνι, καντάδα γκοϊάνικη !

PIRI ! (2)

ΜΕΡΟΣ 2: ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΕΣ!

Ένα τεράστιο καρπούζι στη μέση και γύρω γύρω ποδηλάτες απλωμένοι στα ρουστίκ ανάκλιντρα της Fazenda dos Pirineus, αυτή η σκηνή ευδαιμονίας μετά από οχτώ ώρες καφτής ποδηλασίας δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους πίνακες του Βατώ! Η Fazenda σ΄έναν στεγνό κόμβο λίγο πριν το Πιρί είναι στην πραγματικότητα εστιατόριο, μπαρ και βενζινάδικο, στη δροσερή σκιά του κυρίως καταστήματος διακρίνονται βάζα και πακέτα με παραδοσιακά γλυκά με βάση το ζαχαρούχο αγελαδινό γάλα και ξεμυτίζουν άκρες από μακριά βούκινα φτιαγμένα με πολλά κέρατα βοδιού το καθένα, τα οποία χρησιμοποιούνται για να οδηγούν τα ζώα. Στα τζάμια αφίσες αναγγέλουν εκδηλώσεις όπως ιπποδρομίες, ζωοπανηγύρεις, ταυρομαχίες και φολκ μουσικά σχήματα, υπάρχει ακόμα κι ένα σκάμμα για κοκορομαχίες στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Στις βακεζάντας, αγελαδομαχίες ή ταυρομαχίες, αμολούν στην αρένα το δύστυχο ζωντανό, το οποίο λίγο πριν μασούσε ήσυχα το χορτάρι του στην σκιά, και το κυνηγούν δυο καβαλλάρηδες, ο ένας το αρπάζει από την ουρά με το ένα χέρι και προσπαθεί να το ακινητοποιήσει ενώ με το άλλο χέρι αγκαλιάζει το λαιμό του αλόγου του να μην πέσει, συνήθως το ζώο τα παρατάει, καμμιά φορά όμως ο βακεζέιρου τρώει σκόνη.

Εμείς ωστόσο φάγαμε το καρπούζι και μετά το δροσιστικό ιντερλούδιο ήμασταν έτοιμοι ν΄αντιμετωπίσουμε τις εφτά φημισμένες ανηφόρες του Πιρί! Εγώ ως ανέμελη ποδηλάτισσα αφενός κι αφετέρου επειδή είχα ακούσει αντικρουόμενα πράγματα, μέχρι ότι είναι μια ενιαία ανηφόρα είκοσι χιλιομέτρων, δεν το έψαξα περισσότερο, είπα εδώ είναι, θα το δούμε, ενίσχυσα το παγούρι μου με παγάκια και κατηφόρησα το ανάχωμα αφήνοντας ένα πυκνό κόκκινο σύννεφο.


Ο δρόμος ήταν πιο στενός, για καλά γυριστός μες το βουνό και πότε απότομος κατήφορος πότε απότομος ανήφορος. Χαρακτηριστικά η επόμενη ανηφόρα δεν φαινόταν αμέσως, τόσο που έλεγες πώς δεν υπάρχει άλλη, όμως εκείνη κάπου κρυβόταν και αίφνης έκανε μια μεγαλόπρεπη εμφάνιση, που συνοδευόταν από φωνές δέους - όλια, όλια! α σουμπίνταααα! νόο-σσαα!, πελα αμόου τζι ντέους, α σουμπιντζίνιαααα! νάτη, νάτη! αμάν παναγιά μου, μα την αγάπη του θεού, ανηφορίτσαααα!
Μετά την δεύτερη που ήταν διπλή, δηλαδή έκοβε σε στροφή και συνέχιζε πιο άγρια, στις υπόλοιπες, που είχαν κλίση και διάρκεια, από μια στιγμή και μετά σαν να εθίζεσαι στην ανάβαση και δεν σε νοιάζουν πια όχι εφτά αλλά εβδομηνταεφτά ανηφόρες, δώσε κι άλλο στους άρρωστους! Ήταν απομεσήμερο περασμένες τέσσερις, οι fazendeiros συνέχιζαν το ποτό μετά το φαγητό, και από τα υψώματα πάνω μας συχνά βλέπαμε καπέλα να πετούν μόνα τους στον αέρα και ακούγαμε ουρλιαχτά, aiiii, pedalaαααndo! coragem! óiiiiiii, ciclistas loucos! ανάμικτα με ήχους μουσικής sertaneja.


Όπου στο δίωρο και κάτι, μη μου ζητάτε ακρίβειες, γιατί με τα ρολόγια έχω άθλιες σχέσεις, μπήκαμε στο Πιρί πριν το ηλιοβασίλεμα, και πεζέψαμε για λίγο μπροστά στην ψηφιδωτή επιγραφή Pirenópolis για να βγάλουμε φωτογραφίες και να πιστέψουμε ότι φτάσαμε. Είχαμε διανύσει με την ησυχία μας 150 χλμ. σε δέκα ώρες συν σύνολο στάσεων δύο ώρες. Κι αφού στολιστήκαμε με αναμνηστικά μετάλλια, γιατί αυτή η διαδρομή γίνεται μια φορά τον χρόνο, τον Ιούλιο, εισβάλαμε θριαμβευτικά στην κεντρική λιθόστρωτη οδό αλαλάζοντας.





(Συνεχίζεται)

PIRI!

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΗΛΙΟ

Το χώμα ήταν κόκκινο, ο ήλιος έκαιγε κόκκινος και οι δεκαοχτώ καβαλλάρηδες είχαν γίνει κόκκινοι από τον ήλιο και το χώμα που κόλλαγε πάνω τους ο αέρας της Serra Dourada. Μετά δυο ώρες ποδηλασίας στον περιφερειακό με τις εγκαταστάσεις ξυλείας, είχαν αφήσει πίσω την Brasilia, την Ceylandia και την Tanguatinga, στο ύψωμα της οποίας έκαναν μια μικρή στάση σ΄ ένα βενζινάδικο για καφέ και pão de queijo και συνέχισαν προς την άγρια δύση και πίσω στον χρόνο.

'Ισια για την Braslandia στρωνόταν παράλληλα καινούργιος δρόμος, σε δύο περίπου ώρες οι ποδηλάτες πέρασαν διαδοχικά από σύννεφα κόκκινου χώματος, σκόνης άσπρου χαλικιού και τέλος βαριάς πίσσας, αλλά τα ποδήλατα ανέβηκαν σαν πούπουλα τον λόφο, προσπερνώντας μια λίμνη και διέσχισαν τον μοναδικό κεντρικό δρόμο της κωμόπολης με τα μηχανουργεία και τα καταστήματα με υλικά κατασκευών, κάνοντας άλλη μια στάση σε βενζινάδικο και παίρνοντας δυνάμεις με σάντουιτς, φρούτα, χυμούς, νερό και παγάκια από το όχημα ποδηλατικής υποστήριξης, που ήδη τους περίμενε εκεί.

Την έξοδό τους από την πόλη συνόδευσαν βλέμματα μελαψών γυναικών με βαμμένα έντονα κόκκινα χείλια και ιαχές αντρών με καουμπόυκα καπέλα, που τα έπιναν έξω από διάφορα παραπήγματα βαμμένα με μπλε, πορτοκαλί και πράσινα χρώματα. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν, ότι από εκεί και μετά μπαίνει κανείς για τα καλά στα σεχάντους, και εκεί τον τελικό λόγο έχουν τα κοράκια.

Ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Ανηφόρα, κατηφόρα, με διάρκεια. Στο βάθος λόφοι με βλάστηση, καλλιεργημένες εκτάσεις, στα νοτιοδυτικά διακρίνεται η Serra de Santa Marta, στα βορειοδυτικά η Serra Dourada, της οποίας τα ποτάμια κατέβαζαν χρυσό και η περιοχή προσέλκυσε παλιά χρυσοθήρες από την Ευρώπη, που ονόμασαν την ενδιάμεση περιοχή Pirineus, Πυρηναία. Σήμερα η περιοχή αυτή της επαρχίας της Goias προσελκύει τουρίστες και εκδρομείς για την φυσική της ομορφιά, την δυνατότητα διάφορων σπορ και βέβαια για το αποικιακό της στολίδι, την Pírínopolis, χαϊδευτικά Πιρί.

Όμως ακόμη το Πιρί ήταν ένα όνειρο. Προς το παρόν στις άκρες του δρόμου στοχάζονταν την κοινή μοίρα ξερά κρανία αγελάδων και τα κοράκια εμφανίστηκαν να φέρνουν βόλτες κατά δεκάδες πάνω απ΄ τα κεφάλια μας. Τα αυτοκίνητα ήταν πλέον λιγοστά, κανένα σκονισμένο παλιό στο χρώμα της σκουριάς με τον οδηγό να φοράει το καπέλο του και κυρίως βαριά οχήματα με κλασικές επιγραφές όπως Βαρονέσσα και Παναγία βόηθα, κι όλοι ανεξαιρέτως οι νταλικιέρηδες μας χαιρετούσαν με την κόρνα, ιαχές, και ενθουσιώδεις χειρονομίες. Αυτό βοήθησε μάλλον στο να μην αρχίσουμε να έχουμε οφθαλμαπάτες του μεσημεριού, και ναι, στην μέση της ερήμου, δεν ήταν παραίσθηση, ήπιαμε όλοι μονορούφι από ένα παγούρι παγωμένο νερό με σκόνη λεμονιού, σώθηκε η ζωή μας και άνοιξε το μάτι μας για να δούμε τον υψομετρικό χάρτη της διαδρομής. Είχαμε κάνει τα τρία τέταρτα. Το τελευταίο ήταν μακράν το καλύτερο, για απαιτητικές ιδιοσυγκρασίες.



(Συνεχίζεται)

PARE E OHLE!

Επ, boa noite!



Que?


Τί καί, κέρνα κι ένα τσιγάρο...


Νάτος πάλι!


Πάντα εδώ ήμουν! Μα δυο ώρες να στρίψεις... πούρο νά΄τανε...


Κοίτα, έκανα αμάν να σε ξεφορτωθώ, ρόμπα
μες την Πανεπιστημίου, πώς στο δαίμονα βρέθηκες εδώ;


Τί νόμισες, πού άλλαξες τέσσερις κομμωτές, θα μ΄έσβηνες, αχουού..
Και τι αηδία καπνός;



Άμα δεν σ΄αρέσει, μην τον καπνίζεις!


Χάρισα την πίπα μου... Λοιπόν, τί κάνεις εδώ;


Τίποτα!


Πώς τίποτα! Αυτό θέλει τον τρόπο του!


Άρχισαν οι τρίχες!


Κι οι τρίχες θέλουν τα χτένια τους!


Χτενίζεσαι κιόλας!


Λέγε εσύ... όλο αντιφάσεις... και μετά... τίποτα και πουφ, τάχα ξέμπλεξες, χα!


Δηλαδή, μια στιγμή... κουβαλήθηκες εδώ...


Δεν κουβαλήθηκα, ήμουν!


Ήσουν στην Πανεπιστημίου! Όχι στον Σειτόου ντζι Μανσόις!


Βαρέθηκα, ποδήλατα, όλο λάστιχα παθαίνετε..


Πάρε το λεωφορείο...


Πάνω που το διασκέδαζα, ωραίο παγωμένο αεράκι, πράσινοι φράχτες στο σκοτάδι, φώτα στη λίμνη... θυμίζει λίγο τα χωράφια μου...


Δεν γυρίζεις στα χωράφια σου να γλιτώσω από την γκρίνια...


...διακρίνεται ο Σταυρός του Νότου!


Ναι, βέβαια, στα βρομοχωράφια του δεν έβλεπε ο κύριος τον Σταυρό του Νότου...


Φυσικά τον έβλεπα! Αλλά μόνο εγώ!


Μια χαρά, εφόσον εδώ τον βλέπει όλος ο κόσμος, ε, δρόμο δεν σου κάνει, εγωίσταρε...


Κι εγώ σου λέω πώς δεν τον βλέπει κανείς! Ούτε τα φώτα στη λίμνη δεν βλέπουν!


Ο Μπεν τον βλέπει!


Ποιος είναι αυτός ο Μπεν;


Μπεν από το Ρομπέν! Ζήλειες;


Πού τον πήγες τον αναπτήρα πάλι; Αν δεν είχε αυτούς τους κίτρινους προβολείς, θα φαινόταν καλύτερα! Αλλά και πάλι δεν θα τον βλέπανε... μερικοί νομίζουν πώς τον βλέπουν, στήνουν τα τηλεσκόπιά τους στις ταράτσες!


Εγώ βλέπω πώς θέλεις κούρεμα να το βουλώσεις κάποτε!


Κι αυτός ο Μπεν δηλαδή, που νομίζει πώς βλέπει την Αρκούδα και το Αρκουδάκι και μετά μαγειρεύει σάλτσα για τη μακαρονάδα με σκόρδο...


Δεν είναι όλοι φαντασμένοι σαν και σένα!


...και ανακατεύει τον πουρέ από καλαμπόκι με κασάσα κι έχει πιαστεί ο σβέρκος του να ξεχωρίσει τις Τρεις Μαρίες...


Θα βάλω το κράνος και θα εξαφανιστείς!


Για κοίτα εκεί!


Τί είναι εκεί, ένα ζευγάρι...


Εσύ κοιτάς το ζευγάρι... την πινακίδα δίπλα δες τί λέει, μα όλο λάθος κοιτάς πια!


Την πινακίδα, του στοπ; Ε, τί;


Δεν λέει μόνο σταμάτα! Λέει στάσου και κοίτα!


Ε, ο βενζινάς το πρόσθεσε αυτό! Να προσέχουν οι οδηγοί στην έξοδο! Δεν σκέφτηκε ότι θα κάτσει ένα ζευγάρι να φιλιέται δίπλα!


Μα κανείς δεν προσέχει ούτε το ζευγάρι ούτε την πινακίδα!


Τον βενζινά τον προσέχουν, όμως!


Επειδή έχει το βενζινάδικο! Αλλά δεν χρειάζεται να σταματήσεις γι΄αυτό το λόγο!


Μωρέ τί μας λες, έπιασε και κρύο...


Και τότε γιατί σταματήσατε;


Γιατί μας έπιασε λάστιχο!


Για να δείτε δηλαδή μια τρυπούλα στο λάστιχο!


Κι εσύ πού κάνεις τον έξυπνο, γιατί σταμάτησες;


Πάλι τον εξαφάνισες τον αναπτήρα;

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΩΜΑ!



Στις 2 Ιουλίου είναι η μέρα του Corpo de Bombeiros, του βραζιλιάνικου Πυροσβεστικού Σώματος, όμως φέτος απεδείχθη αποφράς ημέρα για την Selecão, και πίκρας για τους οπαδούς της, που δεν χάρηκαν την αργία αλλά περιφέρονταν μαραμένοι μην μπορώντας να πιστέψουν την στραβοκεφαλιά του Φελιπίνιου, οι δε οπαδές εφόρμησαν στα εφημερεύοντα σουπερμάρκετ και κατέβασαν όλα τα ποτά από τα ράφια, όχι για να γιορτάσουν αλλά για να ξεχάσουν, θλίψη στα καφενεία και ωιμέ στις γωνίες, λίγο αναζωογονήθηκαν με την Ουρουγουάη, αλλά το βράδυ νέκρα, εθνικό πένθος, όσο για μένα πήγα με άλλους τρεις ποδηλάτες την βόλτα της παρηγοριάς, 90΄, δυο καλούς γύρους, έναν για κάθε αποτρόπαιο γκολ!



Επομένως τα γενέθλια για τα 154 χρόνια του πυροσβεστικού σώματος μεταφέρθηκαν την Κυριακή το απόγευμα, στο κέντρο της πόλης, όπου στήθηκαν εξέδρες, κερκίδες και τέντες, εκεί είχε μαζευτεί ο μισός πληθυσμός του οροπεδίου για να υποδεχθεί τον άλλον μισό, που συμμετείχε στην Corrida των 10χλμ., βέβαια πυροσβέστες, αθλητικοί σύλλογοι και μεμονωμένοι δρομείς. Τα δε βεγγαλικά που περίσσεψαν από το Mundial, προστέθηκαν σ΄εκείνα που είχαν ήδη οι πυροσβέστες και σηματοδότησαν εκκωφαντικά και φαντασμαγορικά την έναρξη και την λήξη του αγώνα σηκώνοντας ένα τεράστιο σύννεφο κοκκινόσκονης στην αλάνα κάτω από τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων.



Όσο κατέφθαναν οι τελευταίοι ταλαίπωροι, μερικούς από τους οποίους αναγνώρισα γιατί είναι ποδηλάτες, είπα και γω να ξεμουδιάσω και πήγα με το ποδήλατο ίσαμε κάτω όλον τον Eixo Monumentão, και γύρισα, αλλά προσπαθώντας να βγω πάλι στην περιοχή των κερκίδων, αντί γι΄αυτό κι επειδή είχαν κλείσει την άνοδο εκεί κοντά, βρέθηκα αναπόφευκτα στον χώρο τερματισμού, δεξιά μου οι εκφωνητές, αριστερά ο κόσμος και μπροστά μου το κόκκινο χαλί, τότε κατάλαβα πού ήμουν, αλλά συνέχισα, κάπως στην άκρη βέβαια για να μην εμποδίζω τους δρομείς, διέπρεψα πάλι.

Μερικές τέντες πιο κάτω στέγαζαν ομάδες φυσιοθεραπευτών και νοσοκόμων, άλλες ήταν διαφόρων ομάδων, αλλού είχαν αθλητικά είδη ή φαγητό και ποτά και γύρω γύρω είχαν σταθμεύσει τα κόκκινα πυροσβεστικά οχήματα. Οι bombeiros χαίρουν εκτίμησης εφόσον τρέχουν όπου γάμος και χαρά, δηλαδή πλημμύρες, πνιγμοί, λασποβουλώματα, ατυχήματα, και εννοείται φωτιές, εδώ πρόσφατα σώσανε κάποιον στη λίμνη. Βέβαια πέρισι διαμαρτυρήθηκαν για τους οικτρούς μισθούς τους και υποθέτω ότι πέτυχαν κάποια αύξηση, πράγμα που ενίσχυσε την αυτοεκτίμησή τους, την οποία τονώνουν με το σύνθημα "το πυροσβεστικό σώμα είναι αιώνιο"!