ΝΕΑ ΕΛΒΕΤΙΑ

Χθες κατά τις οχτώμισι το βράδυ βρέθηκα στην πλατεία του Κλαυθμού με την πρόθεση να πάω στον Βύρωνα. Έπρεπε να πάρω το τρόλει 11, Ν. Ελβετία... Ετοιμάζομαι να διασχίσω τη Σταδίου και ΤΟ ΒΛΕΠΩ... να έρχεται, να σταματάει, να παίρνει τον κόσμο...και γω να μη μπορώ να περάσω το δρόμο! Όταν κατάφερα να περάσω, έβλεπα πια τα πίσω του! Κοιτώ τον ηλεκτρονικό πίνακα: το 11 σε 16΄. Μμμ, Ελβετία γίναμε. Κάθομαι στο παγκάκι της στάσης πολιτισμένα πολιτισμένα και περιμένω. Για να περάσει το τέταρτο έβγαλα ένα βιβλίο να διαβάσω. Με κοίταζαν σαν Ελβετίδα. Κοίταζα ανά 5΄. Κόσμος περνούσε, τρόλει περνούσαν. Κάποια στιγμή κοιτάω τον πίνακα, τί να δω; Το 11 σε 16΄! Φτου, απορροφήθηκα με το διάβασμα, ήμουν στο σημείο όπου ο ήρως περιφέρεται γυμνός στο Μπράουν Μάουντεν... και μάλλον πέρασε το 11. Ούτε που το είδα. Τί να κάνουμε, ας πάρω ένα ταξί, γιατί δεν είχα πολύ χρόνο.
Δεν πήγαινα με τα πόδια; Αν μάλιστα έβγαζα και τα ρούχα μου σαν τον ήρωα και άφηνα μόνο τα παπούτσια, θα με βλέπατε και στην τηλεόραση. Μετά από δυο τρεις ταξιτζήδες που με κοίταξαν με μίσος και σιχασιά στο άκουσμα της λέξης "Βύρωνα", μπήκα σε κάποιο. Οδηγός γύρω στα 50, άκουγε στο ράδιο αθλητικά. Πιο κάτω παίρνει κι έναν νεαρό, δε θυμάμαι πού πήγαινε. Μετά το Σύνταγμα κολλάμε. Όταν λέμε κολλάμε, κολλήσαμε με κόλλα ούχου.
Θεωρία του οδηγού: - Παίζει ο Παναθηναϊκός!
- Α, ναι, με ποια ομάδα; λέει ο νεαρός.
- Με τη Δυναμό Τιφλίδας!
- Και γιατί τόση κίνηση;
- Είναι πολύ σπάνιο για την ημέρα και την εποχή! Αλλά μάλλον φταίει που έχουν κλείσει την Κηφισίας! απαντάει ο οδηγός.
Κάποτε ξεκολλάμε. Μετά από λίγο όμως βρισκόμαστε πίσω από ένα τζιπ και ξανακολλάμε. Πίσω ουρά. Μπροστά ο υπεύθυνος: ένα τρόλει! Το 4! Πήγαινε δυο μέτρα, σταματούσε. Ξαναπήγαινε, ξανασταματούσε. Τί γίνεται, μονολογεί ο οδηγός. Παίζει ο Παναθηναϊκός με την Τιφλίδα, τού λέω. Γαμώτο, σήμερα έβαλα πετρέλαιο με 1,41, μού απαντά. Ο έλληνας είναι πλούσιος, σχολιάζει ο νεαρός. Εκεί ακούμε ένα μπαφγκ! Μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα πέφτει ο τρολές. Γενικό κόλλημα. Διπλόδρομος, χάος.
Μέχρι να φτάσουμε, λίγο ακόμα και θα μαθαίναμε τ΄αποτελέσματα του αγώνα.
Ηθικά διδάγματα: Μη διαβάζετε στις στάσεις για γυμνούς οδοιπόρους.
Μη βιάζεστε. Ίσως αύριο, ίσως μεθαύριο.

ΕΤΣΙ ΜΕ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ...


... ΠΟΛΥ Θ΄ΑΡΕΣΩ! Όχι, δεν επεδίωξα ν΄αυτοκτονήσω με σκοινί και σαπούνι και μάλιστα κρεμάμενη απ΄την λάμπα της κουζίνας που δεν θ΄άντεχε, ούτως ή άλλως. Αλλά ο στίχος του αυτόχειρος ποιητού, που φλερτάριζε με τα γύψινα του ταβανιού του, μού ερχότανε στο μυαλό κάθε τόσο σαν έβλεπα τον εαυτό μου τί γελοία που ήμουν με δύο σκάλες, κουβά και ταβανόβουρτσα, ρολά και πινέλα, και προσπαθούσα να συνεφέρω την από πενταετίας άβαφτη κουζίνα της μάνας μου, τα χάλια της οποίας μπορεί να φανταστεί κανείς αν προσθέσει το γεγονός ενός από καιρό χαλασμένου απορροφητήρα, αρχαίου, δις επιδιορθωμένου και τελειωτικά αποσυρμένου.

Ευτυχώς δεν κάλεσα κανέναν μάστορα. Το πράγμα είχε πολύ μπλέξιμο. Πρώτον μετακόμιση των πραγμάτων και απαγόρευση μαγειρέματος: θα παραγγέλνετε απέξω και θα πίνετε νερό από το μπάνιο!! Προτίμησαν να φύγουν εκδρομή!

Έπειτα νόμισα πως το πράγμα ήταν απλούν: ένα βάψιμο. Αμουδέ!

Πάω στον χρωματοπώλη της γειτονιάς μου. Ηλικιωμένος και με πάθος στα κονταροπίνελα. "Το κονταροπίνελον...."! Διάλεξη περί χρωμάτων και μεθόδων και επίδειξη χρήσης του κονταροπίνελου. Προμηθεύτηκα ένα κουβά κόλλα, τρία κουτιά ριπολίνη πολυτελείας γκλαμ, να γυαλίζει, το κοντάρι και το κονταροπίνελο, άλλο ένα πινέλο, μια βούρτσα ρολό μερινός "εξαιρετική για την νοικοκυρά και τον ερασιτέχνη", τέσσερα ρολάκια αφρολέξ μέτρια, ένα μεγάλο και δύο αντίστοιχες λαβές, δυο μπουκάλια νέφτι με την οσμή του, ένα κουτί στόκο άσπρο, ένα κουτί αστάρι, δύο γυαλόχαρτα ψιλά και τρεις χαρτοταινίες. Σκαφάκι, εφημερίδες, χρώμα μυκητοκτόνο, άσπρο και κόκκινο πλαστικό χρώμα, μυστρί και σκάλες είχα. Επίσης είχα κι ένα μπιμπερό που το έβαζα με νερό στην κατάψυξη να δροσίζει... ατέλειωτα λίτρα νερού κατανάλωσα!

Αφού η κουζίνα άδειασε από τα τζάτζαλα μάτζαλα πιάνω να δω τί γίνεται με το ταβάνι. Εκτός που από κρεμ είχε γίνει καφέ σκατουλί σαν τους τοίχους, είχε σκάσει σε κάποια σημεία όπως και κάποιες περιοχές στον τοίχο. Διατί; Διότι η σπιτονοικοκυρά έφερε πάλαι ποτέ μπογιατζή(δες), που για να τής κάνει τη δουλειά γρήγορα και φτηνά πασάλειψε τα πάντα μ΄ένα χέρι πλαστικό. Χωρίς να ασταρώσει. Και το ταβάνι, που πρώτα είχε κόλλα. Κι ο ηλίθιος ο μπογιατζής είχε φαίνεται κόλλα, αλλά πού την έβαλε, όχι στο ταβάνι, όχι εκεί που νομίζετε, πού; Σε όλον τον εξωτερικό τοίχο στην πίσω βεράντα, μάλιστα, ως την ταράτσα (πέμπτος όροφος). Ιδού γιατί η μαύρη γάτα μου ξαπλώνει στο μπαλκόνι και γίνεται άσπρη, ιδού γιατί σφουγγαρίζω το δωμάτιο και σε δύο δευτερόλεπτα τα πάντα γίνονται άσπρα...

Καθ΄υπόδειξιν του γηραιού χρωματοπώλου, ανεβαίνω στη σκάλα με το μυστρί κι αρχίζω να ξύνω το ταβάνι. Σίγουρα η στρίγγλα γειτόνισσα θα νόμισε πως αποφασίσαμε κατεδάφιση. Έγινε η κουζίνα καραγιαπί. Κάτω απ΄τις φλούδες του πλαστικού αποκαλύφθηκαν στίγματα υγρασίας απ΄τους υδρατμούς της κουζίνας. Τους ξύνω καλά καλά με γυαλόχαρτο και με σφουγγάρι. Ο Μιχαήλ Άγγελος, σκέφτηκα, όταν ζωγράφιζε το παρεκκλήσι, μάλλον θα περνούσε γενεές δεκατέσσερις πάπες και καρδινάλιους μαζί.

Έξυσα και μέρος του τοίχου. Μάζεψα τα μπάζα. Έκανα ένα ντους. Έφαγα κοτόπουλο ντελίβερι. Ακολούθησε ένα δεκάωρο στοκαρίσματος, γυαλοχαρτίσματος, χαρτοταινίες παντού (γαμώ τα ράφια με τα διακοσμητικά) ασταρώματος και πάλι το ταβάνι. Απλώνω την κόλλα. Ένα χέρι. Δύο χέρια. Πολλά χέρια. Μού ΄φυγαν τα χέρια. Αποτέλεσμα: ο χάρτης της υδρογείου. Διότι είχε μείνει πλαστικό που δεν έβγαινε με τίποτα σε κάποια σημεία και γενικά ήθελε για ν΄ ασπρίσει κάνα χέρι αστάρι και πάλι πλαστικό από πάνω να φανεί αποτέλεσμα. Έρχεται η μάνα μου: "Γιατί είναι κίτρινο;" "Εεε, η κόλλα θα ασπρίσει...αλλά όχι παντού... άστο ν΄αναπνέει!" Τελικά το άφησα έτσι. Αν ήξερα την ταλαιπωρία και τ΄αποτέλεσμα ίσως το πέρναγα με άσπρο μυκητοκτόνο και τέλος. Αλλά...αναπνέει!!

Την δεύτερη μέρα του εξαίσιου Σαββατοκύριακου έβαψα τα υπόλοιπα. Πολλά χέρια. Με τη ζέστη στέγνωνε γρήγορα και το πέρναγα ξανά και ξανά. Συμπαθητικά. Οργασμός βαψίματος. Ακολούθησαν έξι συρτάρια, εκ των οποίων το ένα το έβαψα κόκκινο, έτσι για χάζι, και μια μπαλκονόπορτα.

Την τρίτη μέρα βγήκα έξω. Ήμουν σαν το ζόμπι. Πάω σ΄ένα καφέ εδώ κοντά. Κάθομαι, παίρνω καφέ, αρχίζω να νοιώθω άνθρωπος.

Κεφάλαιο απορροφητήρ: "Μάνα, τί θα γίνει μ΄αυτό;" "Ε, θα το βγάλουμε, μια βίδα είναι". "!!!"

Άντε πάλι. Απλώνω εφημερίδες, παλεύω, τον ξεκολλάω. Μαζί του έφυγαν και κάτι σπασμένα από πρίν κομμάτια του κωλότοιχου. Βλέπω δύο τρυπάρες ως το τούβλο... Περνάω γύψο προσωρινά γιατί δεν είχα τσιμέντο... Περιμένουμε τον καινούριο απορροφητήρα...


Για το υπνοδωμάτιο, που ακολουθεί, λέω να καλέσω τίποτα γκραφιτάδες να το περιποιηθούνε...

ΕΦΥΓΑΝ ΟΛΟΙ...ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΠΙΝΣΟΝ!


Οι φίλοι έφυγαν. Στα χωριά τους, στα νησιά τους, στα σόγια τους. Οι συγγενείς έφυγαν. Στα χωριά των κουμπάρων για γάμους και χαρές. Οι γείτονες παραμένουν. Πάντα. Δεν έχουν χωριά; Δεν έχουν σόγια; Δεν έχουν κουμπαριές; Γιατί μού το χαλάνε; Τό΄χα κανονίσει τόσο ωραία! Να φύγουν όλοι και να μείνω εγώ στην αποκαλυπτικού τύπου έρημη Αθήνα. Αλλά όχι, οι γείτονες πάντα εδώ, μαζί ως την κόλαση. Κυρίως οι γειτόνισσες. Προχθές τη νύχτα ακουγόταν μια τηλεόραση. Κάπου πίσω αριστερά. Διαπασών, μέχρι το ξημέρωμα. Καλά, τ΄αφήνουμε. Διότι διάβαζα, είχα απορροφηθεί. Αίφνης μού κόβεται το αίμα. Γαδαροφωνάρα μιας στρίγγλας, κάπου πίσω, δεξιά: "Ε ε ε ε ε ε! Την τηλεόραση!!! @!%$#@^&!!!!". Εντύπωση προκαλούσε η φωνή, κάτι μεταξύ λαχαναγορίτισσας και τσατσούς με σάουντρακ πέτρες που κυλάνε σε κακοτράχαλη πλαγιά βουνού. Ο άλλος, μάλλον είχε κοιμηθεί με το διαπασών μές το δωμάτιό του. Κι έρχεται το συμπλήρωμα από την στρίγγλα: "Αντρέα! Ε, Αντρέα! #$^@$@"!!!

Συμπεράσματα: Ο κουφός λέγεται Αντρέας.

Η στρίγγλα δεν ξέρω πως λέγεται, κι ούτε θέλω να μάθω.

Ο Αντρέας δεν ξυπνάει με τίποτα. Όχι, αναπνέει.

Οι γείτονες γνωρίζονται και η παράσταση είναι για να διασκεδάζουν.

Από το Σαββατοκύριακο, παράλληλα με το κομπρεσέρ του τρόμου απ΄το πουθενά, εμφανίστηκε και δεύτερη στρίγγλα, καλύτερη απ΄την πρώτη. Κάθε μέρα περ. 3-7μμ. μεγαλουργεί. Ακούγεται από κάπου απέναντι. Ποια είναι; Με ποιον, ποιαν μιλάει; Πρόκειται για ακατάσχετη, συνεχή λογοδιάρροια. Ήχος: σαν φορτηγά που ξεφορτώνουν ανάκατα αμμοχάλικο και λαμαρίνες. Βγαίνει σήμερα η στρίγγλα α΄: "Σκααααάστε! Αμααααάν! #@$#!$%$#"! Η στρίγγλα β΄ ακάθεκτη. Το λυκόσκυλο του διπλανού σκιάχτηκε και γαυγίζει. Που αυτός ο σκύλος δεν γαβγίζει ποτέ. Τον νόμιζα μουγγό. Αφεντικό του σκύλου βγαίνει με τα σώβρακα: "Γαμώτο ξύπνησε ο σκύλος! Πτς, πτς έλα μέσα! Τί είναι αυτές οι φωνές; Δεν καταλαβαίνω! Ελληνικά είναι;" Στρίγγλα α΄: "Πάλι τα ίδια! $%#@^$%^$"! Ακαθόριστες φωνές απ΄την αυλή του ακάλυπτου. Ανδρική φωνή από κάπου αριστερά κάτω: "Σκασμός, μουρλές"!

Συμπεράσματα:
Παρά την πολύμηνη απουσία μου, η γειτονιά μου παραμένει απαράλλαχτη.

Οι περισσότεροι ένοικοι συνταξιούχοι μάλλον έχουν πλούσιο και ενδιαφέρον παρελθόν σε διάφορα επαγγέλματα γύρω από την οδό Αθηνάς και το Μεταξουργείο.

Οι υπόλοιποι πρέπει να έχουν νοσηλευτεί κατά διαστήματα στο Δαφνί και σε παρόμοια ευαγή ιδρύματα.

Εγώ διαβάζω Πίνσον!


Το Ουράνιο τόξο της Βαρύτητας, Πέρα απ΄ το μηδέν:

Μια κραυγή σχίζει τον ουρανό!


Υποσημείωση:

Η εικόνα από το

www.themodernword.com/pynchon/index.html,

όπου υλικό για Pynchonmaniacs!

Ο ΙΔΡΩΤΑΣ ΚΥΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ...


Επέστρεψα, αγαπητές γατούλες και γατούληδες, και κάνω μαγευτικές διακοπές στην Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάαααζιο κρίνο! Τώρα πιστεύω πως θα έχω καλύτερη και συχνότερη παρουσία στο διαδίκτυο, διότι ξέφυγα από τους περιοριστικούς όρους που εμπόδιζαν την πρόσβασή μου στα ιντερνετικά δρώμενα. Ένα σας λέω, ενώ υπήρχαν τρεις ολοκαίνουργοι υπολογιστές για κοινή χρήση εκεί που βρισκόμουν, μια κομπλεξικιά εξουσιομανής έβαλε κωδικό στον έναν, τον κεντρικό, για να μην μπορούμε τάχα μου να τους χρησιμοποιούμε εν απουσία της. Λες κι είχαν μέσα τα αρχεία του ΦΒΙ! Τίποτα δεν είχαν, ούτε τη δουλειά μας να κάνουμε. Το πιο ωραίο είναι ότι δεν παραδεχόταν ότι έβαλε κωδικό!!!

Άσε που όταν ήθελες φερ΄ειπείν να κοιτάξεις το mail σου ή τίποτ΄ άλλο σημαντικό, όλο και κάποιος βλαμμένος ρουφιάνος θα έβρισκε μια επείγουσα εργασία να κάνει εκεί γύρω, να πλύνει κάνα ποτήρι, να πάρει κάνα χαρτί, όλως τυχαίως ν΄ανοίξει το ντουλάπι πίσω σου για να δει ποια σελίδα κοιτάζεις... ούστ! Παρατηρημένο, και μη μού πείτε ότι είμαι υπερβολική, διότι ζήτημα είναι να χρησιμοποίησα το ίντερνετ πέντε φορές εκεί πέρα. Αλλά και τί γράφεις στον υπολογιστή να δουν και τί φάξ στέλνεις ... ούστ και πάλι, γεμίσαμε σκατόψυχους!

Θα μπορούσα να σπάσω τον κωδικό, σιγά το Ψηφιακό Οχυρό, μάλιστα να βάλω δικό μου και να παίζουμε τη γάτα με το ποντίκι. Αλλά δε βαριέσαι. Μού λέει η Sulpice, άστην την αποχαυνωμένη, με τους κωδικούς της θα μείνει, φεύγουμε, σκατά στα μούτρα της και αντιός! Έδειξα λοιπόν μια σπάνια μεγαλοψυχία, η οποία βόλευε και την φυσική μου ραθυμία και πήγα για καφέ και μπάνιο.

Όλα ξεκινούν από την αγαμία και την αποστροφή προς τα κατ΄ εξοχήν ερωτικά όντα, τις γάτες! Διότι δε μπορεί να σιχαίνεσαι τις γάτες και μάλιστα τις μαύρες, θα σού τύχει κακό! Η εν λόγω βαρεμένη παρήγγειλε ένα μεσημέρι μια μπριζόλα. Έρχεται η μπριζόλα. Ένα πεινασμένο ροζ γατάκι από τα πολλά που βρίσκονταν εκεί γύρω στην εξοχή, μύρισε την μπριζόλα, πλησίασε με την μύτη του ψηλά, εκστασιασμένο με τα μάτια μισόκλειστα και ακούμπησε τα ποδαράκια του στο τραπέζι. Τί θα κάνατε; Είτε ξουτ, είτε τού δίνετε λίγο κρέας. Τί έκανε η σιχαμένη; έδιωξε το γατί, δεν έφαγε την μπριζόλα και έφυγε. Σημειωτέον σε καθαρότατο εστιατόριο, εγγυημένο, με βραβευμένη σπιτική κουζίνα. Ερωτώ. Γιατί κάθησες να φας εκεί, αφού βλέπεις γάτες γύρω; Κι άλλη ερώτηση. Τί θα κάνεις, μωρή, του χρόνου με τους αρουραίους, διότι κάποιοι όμοιοί σου φολιάσανε ένα σωρό γάτες και φάνηκαν αρουραίοι φέτος, που γενικά δεν έβλεπα αποτέτοιους; (Ούτε φάρμακα τους πιάνουν).

Δεν περιγράφεται η βλακεία μέσα σ΄ένα ποστ, αλλά ούτε και σε χίλια ποστ. Η βλακεία είναι ανίκητη. Δίνει μια ιδέα του απείρου. Βλέπε το Εγχειρίδιο βλακείας του Χαριτόπουλου. Το διάβασα και κατατρόμαξα γιατί βρήκα μέσα πορτρέτα γνωστών, μάλιστα και το δικό μου που δίνω σημασία στις βλακείες. Αλλά δεν μπορείς, αναπόφευκτα θα παίξουν τα νεύρα σου κάποια στιγμή. Πόσες φορές δεν αιστάνθηκα φέτος σαν τον Σίσυφο με τις πατάτες. Ότι δηλαδή έσπρωχνα ένα κάρο με πατάτες πάνω σ΄ένα βουνό και σαν κόντευα να φτάσω, κάπου σκόνταφτε η ρόδα, κάτι, και γύριζε το κάρο με πλάκωνε και κυλούσαν κι οι πατάτες τρρρρντρρρρ... κάτω. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΜΜΕΝΟΥΣ!!! ΑΥΤΟΙ ΣΥΝΝΕΝΟΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΒΓΑΖΟΥΝ ΝΟΚ ΑΟΥΤ!

Ααααφ, αυτά! Λοιπόν κάνω διακοπές στην Αθήνα κι ο ιδρώτας κυλάει υπέροχα!
ΥΓ. Η φωτό είναι συνειρμική με δίκτυα και κεραίες.