Ο ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΗΣ BRASÍLIA Ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

Επειδή ο πρόσφατος λόγος για άριες και καθότι δήλωσα ότι αυτό το μπλογκ ειδικεύεται στην όπερα μπούφφα, οφείλω ν΄αποτίσω φόρο τιμής στον Κουρέα, εν προκειμένω της Brasília. Ο οποίος τυγχάνει προσωπικός κουρέας της πυκνής και απαιτητικής μου κόμης, ο Ντον Πέντρου.

Πριν συναντήσω τον Ντον Πέντρου είχα δοκιμάσει τρεις κομμωτές και δυο κομμώτριες, σε τέσσερα κομμωτήρια, στα οποία βέβαια αξίζει να καθίσει κανείς, τουλάχιστον για να κόψει σαπουνοπερική κίνηση. Οι βραζιλιάνοι έχουν μανία με την εμφάνιση και σε κάθε γειτονιά θα βρεις δέκα κομμωτήρια που προσφέρουν απαραιτήτως και περιποίηση προσώπου και νυχιών, κι άλλα τόσα μπαρμπέρικα, χώρια τα ινστιτούτα αισθητικής, σπα και γυμναστήρια.

Με τέτοια αφθονία, τί πιο απλό από ένα κούρεμα. Με μια βασική παράμετρο. Οι περισσότερες βραζιλιάνες έχουν μακρύ έως πολύ μακρύ ίσιο μαλλί, οι μαλακτικές κρέμες πουλιούνται με τον κουβά στη λιανική! Οι άντρες πάλι έχουν σχεδόν όλοι πολύ κοντά μαλλιά, τα οποία φροντίζουν συχνά συν ξύρισμα γυαλί. Μια μάλλον ξεχασμένη στην Ελλάδα εικόνα είναι το μεγάλο μπαρμπέρικο με τους καλφάδες στη σειρά. Οι μπαρμπεαρίες έχουν ονόματα όπως Ησαΐας, Σαμψών, Ονούφριος, Αβεσσαλώμ, άμα έρθει κι ο Αρμαγεδδών να μας βρει τουλάχιστον φρεσκοκουρεμένους.


Στα δε κομμωτήρια, Σαλόις ντζι Μπελέζα, παρακολουθεί κανείς απίστευτα πράγματα, άντρες και γυναίκες να φέρνουν μαζί τους φυλλάδια με διάφορα μοντέλα ή ηθοποιούς και να συζητάνε επ΄άπειρον μεταξύ άπειρων καφεζίνιους με τους κομμωτές πώς θα πετύχουν την ίδια κουπ ή βαφή, μεγάλη πέραση έχουν κάτι σουηδοί με μαλλί αχυρέ ξέξασπρο, δεν αντέχω, προτιμώ τους μαύρους, μαύρους, όχι σουηδούς!

Όμως τόση περιρρέουσα χαλαρότητα δεν μ΄αφήνει ούτε να συγχιστώ, ας γίνουν και σουηδοί να δω τί θα καταλάβουν, εμένα πάλι το θέμα μου ήταν ότι πιο εύκολα μπορούσα να γίνω σουηδέζα από το να βρω ένα κούρεμα της προκοπής. Οι καμπελερέϊρους δεν έχουν ιδέα από πολύ κοντό γυναικείο μαλλί. Δεν υπάρχει καν στις παραστάσεις τους. Υποσυνείδητα το ψαλίδι τους αρνείται να κόψει. Οι βαφές είτε στα κομμωτήρια είτε στο εμπόριο είναι συνήθως πολύ καλές, αλλά από ψαλίδι έφτασα στο σημείο, ένα βράδυ πού ΄βρεχε πολύτονα κι είχα την άλλη μέρα χιλιόμετρο με τους ποδηλάτες, αφού έκανα γενική μπωτέ στο ποδήλατο, έπαιξα και τρεις ψαλιδιές στα μαλλιά μου να μη μ΄ενοχλούν.

Στο χιλιόμετρο βέβαια φορούσα το κράνος και δεν έτρεχε τίποτα, όμως μετά που το έβγαλα, κάτι έπρεπε να γίνει κι ας μου δώσανε ειλικρινή συγχαρητήρια για το κούρεμα, από κει να καταλάβει κανείς. Αθλιότης. Συχνά μπαίνω στον πειρασμό να μην ασχοληθώ πια και να τ΄αφήσω όπως παλιότερα, να γίνω γενοβέφα, αλλά το σχέδιο πάντα αποτυγχάνει κάποια κρίσιμη στιγμή που θα φρίξω από τη ζέστη και τότε βρήκα τον Ντον.

Ένα βράδυ σε μια quadra κοντά στο σπίτι μου είχα πάει για καφέ και τρωγόμουν με το μαλλί μου. Ήταν Παρασκευή και από κεκτημένη βαρεμάρα ανέβαλα όλη την εβδομάδα να πάω στο κομμωτήριο. Ο βαθύτερος λόγος όμως δεν ήταν η κλασική μου ραθυμία αλλά το ότι γνώριζα, πως πάλι θα πήγαινα για κούρεμα και θα έβγαινα με μαλλί, μυστήρια πράγματα! Έκανα λοιπόν την απλή λογική σκέψη, αφού κυρίως οι άντρες έχουν κοντό μαλλί εδώ, πρέπει να δοκιμάσω σε μπαρμπέρικο! Το΄χα βέβαια σκεφτεί και παλιότερα αλλά στ΄αστεία, τώρα όμως το θέμα τέθηκε σοβαρά!

Φέρνω την quadra γύρω γύρω, κοιτάζω δυο μπαρμπεαρίες, τις απορρίπτω. Αν ήταν για μπαρμπέρικο έπρεπε να είναι όχι απλά παραδοσιακό αλλά σκληροπυρηνικό. Όχι θεωρίες, όχι φρου φρου κι αρώματα. Για ποιο λόγο; Για να λάμψει η τέχνη! Βλέπω άλλα δυο. Το ένα γυμνό. Μπαίνω στο γυμνό.


Ο Ντον Πέντρου - έγραφε το όνομά του απέξω - έσβηνε με τη φαλτσέτα τις φαβορίτες ενός κοκκινοπρόσωπου γίγαντα. Ρωτάω αν έχει χρόνο, είχε, κάθομαι. Μάλλον απλώνομαι. Κι αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, που γενικά μ΄αρέσει πολύ, να παρατηρώ κάποιον την ώρα που φτιάχνει κάτι. Είναι μια οπτική μουσική.

Αφού ο γίγαντας έγινε άνθρωπος, σηκώθηκε να φύγει χαιρετώντας ανάλαφρος τον κουρέα και εμένα. Όσο ο Ντον με ετοίμαζε, εξήγησα την κατάσταση. Μετά τις συστάσεις, αρχίζει μια συζήτηση για τα έγχορδα δωματίου. Αυτή προέκυψε, όταν πέρασαν οι σπουδαστές ενός ωδείου εκεί κοντά με τα βιολοντσέλα στην πλάτη και διαπίστωσα, ότι συχνάζουν σ΄αυτόν. Παρότι άσχετη με μουσική, συμμετείχα, διότι εκείνο το διάστημα διάβαζα τον Δρ. Φάουστους του Μαν και βρισκόμουν στο κλίμα.

Ο μαέστρος λοιπόν είχε ελαφρύ χέρι. Με σκούρο ριγέ παντελόνι, μαύρα παπούτσια, άσπρο πουκάμισο, ήταν υπεύθυνος μιας ισορροπημένης ενορχήστρωσης, τα αλέγκρι ελεύθερα αλλ΄όχι έωλα, τα λέντι όσο δραματικά πρέπει, όχι όμως ανιαρά. Ένα σύνολο.

Αλλά την δεύτερη φορά που πήγα... τί ήταν αυτό, τί είχε συμβεί; Μήπως πήγα σε λάθος σημείο; Βόλταρα πάνω κάτω ψάχνοντας, μα τότε βγήκε από μέσα ο Ντον και χαιρετηθήκαμε, τότε κατάλαβα, πώς, ω, φρίκη, ω, άτεγκτη μοίρα! Είχε ανακαινίσει το κατάστημα, μάλιστα είχε βάλει τον καινούργιο πάγκο με τον καθρέφτη απέναντι στ΄αριστερά. Α, λέω, δεν το αναγνώρισα, εκείνος πανευτυχής το θεώρησε θετική παρατήρηση κι εγώ βυθιζόμουν στην απελπισία.

Σκάλωνε στο κορδόνι της ποδιάς γύρω από το λαιμό μου και δεν μπορούσα να το καταπιώ. Τελοσπάντων, σκέφτηκα για να παρηγορηθώ, ο χώρος άλλαξε, όχι το χέρι του κουρέα! Όμως ένα χτύπημα πιο φοβερό με περίμενε. Κάτι έλειπε αλλά δεν το είχα προσέξει αμέσως. Φριχτές υποψίες με είχαν βέβαια προϊδεάσει, όταν δεν είδα τη λουρίδα ακονίσματος. Οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα, όταν ένας περήφανος Ντον Πέντρου έβαλε σε λειτουργία μια μικρή ξυριστική μηχανή με επαναφορτιζόμενες μπαταρίες!

Η φαλτσέτα! Πού πήγε; Άφαντη! Κατέρρευσα. Με συνέφερε ένα ελαφρύ χτύπημα με την πετσέτα. Στήθηκα στα πόδια μου με κόπο και σύρθηκα μέχρι έξω. Α, λέει, πού είναι εκείνη η παλιά κούρσα; Γιατί είδε το καινούργιας κοπής βουνίσιο ποδήλατο και δεν φάνηκε να το χωνεύει. Η ερώτηση ενεργοποίησε τρομερά αισθήματα εκδίκησης! Πρώτα τον βασάνισα λίγο. Εξηγούσα σαδιστικά, ότι αυτό είναι πιο καλό, εκτός από χώμα και για ορισμένες δυσκολίες μέσα στην πόλη, πιο μοντέρνο, πιο ανθεκτικό. Εκείνος δεν πειθόταν, αναζητούσε την αντίκα. Τότε τον σέρβιρα. Η παλιά κούρσα; Εκεί ακριβώς που είναι κι η φαλτσέτα!


Υστερόγαμον:

Ο Picasso είχε στενή φιλία 26 χρόνων με τον κουρέα του Eugenio Arias, εξόριστο συμπατριώτη του, και συζητούσαν για τα νέα από την Ισπανία, όπως και για το κοινό τους πάθος τις ταυρομαχίες. Ο κουρέας χαρακτηρίστηκε από τον ζωγράφο ως "ένα μπαλόνι οξυγόνου για εμάς", τους εξόριστους δηλαδή, που σύχναζαν εκεί. Ο Arias απήγγειλε ισπανική ποίηση και ο Picasso σχεδίαζε κυρίως πάνω στα αντικείμενα του κουρείου. Σήμερα εκτίθενται ως "συλλογή Arias" στο Museo Picasso της Μαδρίτης. Από αυτήν την συλλογή το σχέδιο της κούπας ξυρίσματος με κεφάλι ταύρου στη δεύτερη εικόνα.

Στην πρώτη εικόνα ξυλογραφία του Albrecht Dürer, υποθέτω, γιατί δεν βρήκα πηγή.

Ο τίτλος της ανάρτησης παράφραση του "O Κουρέας της Σεβίλλης, ή η Άχρηστη Προφύλαξη".

Η ΤΡΕΛΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Άαααχ, καλοκαίριασε! Μεγάλωσε η μέρα, είδαμε φως, επιτέλους! Με την πανσέληνο προχτές στη θερινή ισημερία (sic), το εορταστικό σκηνικό στο κέντρο της Brasília ξεπέρασε σε σουρρεαλισμό τον Fitzcarraldo. Όχι, δεν βγήκαν πλοία στο Οροπέδιο, αν και η οικοδόμηση της πόλης στο Planalto Central είχε χαρακτηριστεί παραφροσύνη παρόμοιου είδους με του ήρωα του Herzog. Σήμερα οι εταιρείες προσφέρουν ρεβεγιόν με κρουαζιερόπλοια στον Αμαζόνιο, είδα τις διαφημιστικές πινακίδες ξαφνικά μες το σκοτάδι κι έχασα το τιμόνι, να φουντάρω, ποδηλάτης στη λίμνη! Το ποδήλατό μου για μια πιρόγα!

Όταν ήρθα εδώ, η περιοχή της κεραίας της τηλεόρασης στο κέντρο ήταν μια σκέτη ερημιά. Σκιαζόσουν να την διασχίσεις βράδυ, τρόμος, ρωτήστε καλύτερα την Βαρώνη που τής είχαν κοπεί τα γόνατα και δεν μπορούσε να περπατήσει, γιατί εγώ δεν πιάνομαι, είμαι τέρας της φύσεως και γελάω. Το πρώτο βράδυ που πέρασα από κει, ήταν με τα πόδια γιατί δεν είχα μοντάρει το ποδήλατο κι έκανα μια ώρα να πάω και νά΄ρθω μες το άγνωστο. Βγαίνει ένας τύπος στο ημίφως. Κανονικά θα έπρεπε τουλάχιστον να τσιρίξω. Αλλά δυστυχώς αδυνατώ να τσιρίξω. Είμαι απελπιστικά βαρύτονη. Κι ο τύπος ήθελε απλώς ένα τσιγάρο, όχι άριες κι εξεζητημένα πράγματα.

Στη βάση του λοφίσκου που είναι τοποθετημένη η κεραία δίνονται συχνά ελεύθερες συναυλίες και ο κόσμος κάθεται αμφιθεατρικά στο γρασίδι. Πότε πρωί, πότε βράδι, πότε ροκ, πότε κλασική, αλλά όχι όπερα. Μέχρι στιγμής, γιατί τελικά κανείς δεν γλίτωσε τις άριες! Φυσικά χρειαζόταν η κατάλληλη προετοιμασία. Δεν παίζει η όπερα όπως κι όπως στα γρασίδια, θέλει τη θεωρία, το μπούγιο της.



Στην αρχή ήρθαν τα φιλέτα - παρντάουν, τα τσιμέντα. Έφτιαξαν ένα δεύτερο εγκάρσιο πεζοδρόμιο δίπλα στο παλιό, στρώσανε τις γνωστές τρύπες ανοίγοντας καναδυό άλλες, εξαφάνισαν τις παλιές ράμπες, έβαλαν άλλες αλλού και περιέφραξαν έναν μεγάλο κυκλικό χώρο. Μέσα στήσανε κάτι υδραυλικά. Από κεί ξεπετάχτηκαν συντριβάνια. Το τέλος της βραδυνής ησυχίας. Λαός, αυτοκίνητα, χάος να μην ξέρεις από πού να περάσεις.

Ένα μεσημέρι όλος ο λόφος καλύφθηκε με χιλιόμετρα απλωμένων καλωδίων. Έκανα κύκλους να μην τα πατήσω. Ένας με στολή δύτη σκάλιζε κάτι μες το νερό. Το ίδιο βράδυ λύθηκε το μυστήριο. Τα καλώδια με τα λαμπάκια κρεμάστηκαν στον πύργο εν είδει χριστουγεννιάτικου δέντρου. Τα νερά κόκκινα κίτρινα μπλε πιτσίλιζαν ένα γύρω τον κόσμο, που έπινε μπύρες, χαριεντιζόταν και φωτογραφιζόταν. Εντάξει, σκέφτηκα, εορταστικός στολισμός. Αλλά είχα κι άλλα να δω.

Την επόμενη μέρα ο τόπος αδιάβατος από σιδεριές και αλουμίνια. Αυτά συναρμολογήθηκαν σε σκαλωσιές. Κοντά στο συντριβάνι τοποθετήθηκαν μεγάλα ηχεία σε τσιμεντένια κουβούκλια. Το βράδυ ακουγόταν σε θριαμβική διαπασών ...Μπετόβεν! Μάλιστα με υδρο-φωτορυθμική συνοδεία, τα νερά ανεβοκατέβαιναν κι έπαιζαν χρώματα αναλόγως της μουσικής. Εντάξει, σκέφτηκα, ήχος και φως. Και ύδωρ. Αλλά δεν είχα δει τίποτα ακόμα.

Η μεγάλη μέρα ήταν της ισημερίας που είχε και πανσέληνο. Στον κόσμο μου, έκανα τις χιλιομετρικές μου βόλτες και πέρασα κατόπιν από τον μοιραίο κόμβο, όπου γινόταν της Αΐντας. Στο όλο σκηνικό εγώ με κράνος, κοντά βρακιά κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί στην παγουροθήκη του ποδηλάτου ήμουν το ελάχιστο αξιοπερίεργο.


Όχι, δεν με γελούσαν τ΄αφτιά μου, αν και δεν μπορούσες να διακρίνεις αμέσως λόγω απόστασης, ψιλόβροχου και απτόητου κόσμου, ήταν ένας τενόρος in vivo, και μια σοπράνο! Ανεβασμένοι σε δύο αντικριστές εξέδρες με ροζ θόλους μες τα συντριβάνια, που άλλαζαν χρώματα ενώ στο τέλος κάθε άριας έσκαγαν πυροτεχνήματα από τις σκαλωσιές, σε μια από τις οποίες είχα στηρίξει αμέριμνα το ποδήλατο.

Δεξιά και αριστερά δύο γιγαντοθόνες εστίαζαν στους υψίφωνους πάνω και στην ορχήστρα κάτω. Ποπ κορν και θεάματα. Όπου το πλήθος αλάλαξε σεληνιασμένο όταν η σαπουνοπερική σκηνοθεσία απορρίπτοντας το δράμα έφερε την Ελβίρα αεροπλανικώς στην εξέδρα και την αγκαλιά του Αρτούρο! Συγκλονίστηκα! Το έδαφος χάθηκε απ΄ τα πόδια μου! Η σελήνη έπαθε ολική έκλειψη! Κι ούτε μια κόκκινη πολυθρόνα να σωριαστώ, μόνο ένα κόκκινο ποδήλατο να το πάρω να τρέχω fra la gioia ουρλιάζοντας!

Υστερόγαμον: Ο Fitzcarraldo ήταν πραγματικό πρόσωπο που απαθανάτισε ο W. Herzog στην ομώνυμη ταινία του 1982. Πιο σουρρεάλ κι απ΄την υπόθεση υπήρξε το εγχείρημα του σκηνοθέτη να δουλέψει με τον οξύθυμο Kinski. Ο οποίος σκηνοθέτης έντυσε με κελεμπίες τους Ινδιάνους του Περού και τους έκανε φελάχους! H άρια A te o cara, από τους Πουριτανούς του Bellini ακούγεται στην τελική σκηνή του φιλμ με την όπερα στημένη πάνω στο πλοίο στα νερά του Manaus και τον Kinski σε βελούδινη κόκκινη πολυθρόνα με φράκο και πούρο!

fra la gioia (ιταλ.), μέσα στη χαρά

Η ταινία υπάρχει online στα αγγλικά χωρίς υπότιτλους, μέρος α΄, μέρος β΄.

ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΨΗ

Χθες το βράδυ σε είδα. Και σε αναγνώρισα. Κοίταζα τί κυκλοφορούσε στο νετ προσπαθώντας να πληροφορηθώ για την κατάσταση εκεί. Όπου κάποια στιγμή γούρλωσα τα μάτια μου κι έμεινα σύξυλη.
Με μια ομάδα νεαρών καλυμμένων και ακάλυπτων. Εσύ ακάλυπτος και άνετος με τον ασύρματο. Πηγαδάκι όλοι σας με τ΄άσπρα αβγά. Έπειτα, μες τους καπνούς και τον πετροπόλεμο, κι εκεί άνετος. Μοντέλο.
Πού σε θυμήθηκα; Πάνε και δεκαπέντε χρόνια δηλαδή. Σούρουπο, επέτειος του Πολυτεχνείου, κατέβαινα την Στουρνάρη. Σχετική ερημιά και συ μιλούσες βιαστικά με κάτι πιτσιρίκους, του σχολείου. Μού έκανε εντύπωση και παρατήρησα. Οι μικροί σκαρφάλωσαν τον τοίχο και πέρασαν μέσα. Εσύ έμεινες απέξω με τον ασύρματο. Τη νύχτα εκείνη που γίνανε αίσχη.

Δεν σε ξέρω και δεν με ξέρεις. Ήρθες σαν φλασιά εδώ στου διαόλου τη μάνα. Κι έχεις ασπρίσει αλλά σαν πιο φρέσκος, μια αυτοπεποίθηση. Τότε φαινόσουν κάπως σαν αρουραίος, τώρα έχεις στήσιμο και φωτογένεια. Και η ομάδα σου έχει ανέβει ηλικιακά, δεν αποτελείται από μαθητές.

Κι αν γελάστηκα; Κι αν δεν είσαι εσύ κι είσαι ένας άλλος; Το ίδιο κάνει. Ένα φτύσιμο πρέπει, όσο ο Ατλαντικός και στους δυο σας, και στους ομοίους σας, να σας πνίξει.

ΤΡΙΦΑΣΙΚΟ


Έχει το χάζι του όταν βγαίνω βράδυ κι έχουν στολιστεί μέχρι τα παρτέρια μ΄ όλα τα εορταστικά παραφερνάλια, που σού φέρνουν αταβιστικά στο νου χειμώνες και χιόνια και τζάκια, κρασί και χουχουλιάσματα... αυτά το μυαλό, μα το πετσί καταλαβαίνει άλλα, κολλάει απ΄ την υγρή ζέστη και τρέχει ο ιδρώτας να βραχυκυκλώνουν τα λαμπάκια, όμως ο ουρανός είναι κοβαλτίου, Greco, Cezanne ή Van Gogh, άστους να ερίζουν για το μπλε, γιατί έχει και σύννεφα λευκά νεογέννητα, που σκαρφαλώνουνε θρασύτατα ένα γύρω να παίζουν θολωτές ψευδαισθήσεις, πως τάχατες η γη είναι επίπεδη, βγάζοντας τη γλώσσα στο αυστηρό δάχτυλο του φεγγαριού, ότι γυρίζει κι άλλους ψύχει κι άλλους ψήνει, θα μεγαλώσετε και θα δείτε τη γλύκα, πάρτε και δυο αστραπές μπουμπουνιστές να συμμαζεύεστε!


Κι άμα μεγαλώσει κανείς τη βλέπει τη γλύκα, κι είναι τόση πολλή και σιροπιαστή που πασαλείβεται όλος και πιάνεται σαν την μύγα, δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω αλλά έχει αυτοκίνητο που πάει αντί γι΄αυτόν και γάμο που προχωράει μόνος του. Πάει μέχρι το Posto da Torre από τη δεξιά λωρίδα. Όμως ξαφνικά διστάζει, κόβει, πάλι κόβει και τέλος σταματάει. Σκέφτομαι μην κάνει καμμιά όπισθεν, δεν είναι και μύγα, μπάμπουρας τεράστιος είναι, επίφοβο και να προσπεράσω, βγαίνω στο πεζοδρόμιο, ανοίγει αίφνης η πόρτα, πετιέται μια η μισή έξω και χτυπιέται, βοήθεια, βοήθεια! Μαινόταν κι ούτε έβγαινε ούτε έμπαινε. Briga casal, λέει τέλος ο τύπος. Οικογενειακός καβγάς, μάλιστα, Feliz Natal, καληνύχτα σας.


Τρεις φορές τρία βράδυα συνεχόμενα μού κόψανε τη χολή σ΄εκείνη την περιοχή, είναι ενεργειακός ο τόπος! Την επομένη της οικογενειακής ευτυχίας, κατέβαινα και σκεφτόμουν πρώτον ότι χρειάζομαι ένα μεταλλικό νερό και δεύτερον τί ωραία τραβάει το ποδήλατο αθόρυβα, είχε φύγει μπροστά ένας όγκος αυτοκινήτων, όταν τη σκέψη μου και την ησυχία έσκισαν στριγγλίσματα φρένων και λάστιχων, αναμπουμπουλιάζομαι, γυρίζω και βλέπω στην προηγούμενη διασταύρωση, ένα αυτοκίνητο έχει βγει με τρελά γκάζια και σπινιάρει μες τη μέση.

Κι αφού έφερε δυο βόλτες γύρω από τον εαυτό του, ακριβώς στο σημείο που είχα περάσει μόλις πριν, μούγκρισε κι ερχόταν καταπάνω μου, εντωμεταξύ κατέβαιναν από πιο ψηλά κι άλλα οχήματα. Έκανα ένα αλματάκι και ανέβηκα στην πρασιά, πέρασα το πεζοδρόμιο και κατηφόρισα λίγο στο χώμα δεξιά ψάχνοντας αν έχει άνοιγμα από τα δέντρα, όταν με ξύρισε ένα βουητό, ήταν ο ελεεινός που έσπερνε τον πανικό στην κεντρική λεωφόρο, κόσμος έφευγε από τις στάσεις, φρένα καίγονταν!


Έστειλα δυο μούντζες σταυρωτές επίσημες και πήγα να πάρω εκείνο το έρημο το νερό. Δυο βραδιές πριν, εκεί που είχε βγει ο παλαβός, μια ξανθιά με καινούργιο άσπρο αμάξι κι άλλους τρεις μέσα, τρομάρα της, είχε μόλις σταματήσει, κοιταζόμαστε, βεβαιώνομαι ότι έχει πράγματι σταματήσει και ξαφνικά εκεί που περνούσα βάζει μπρος και με κόβει! Ευτυχώς ήμουν ανοιχτά γιατί έχει φρεάτια πιο κάτω, πάτησα το πίσω φρένο, έσυρα το λάστιχο δεξιά και μ΄αυτό το φαλτσάρισμα παραλληλίζομαι μια τρίχα απ΄την πίσω αριστερή πόρτα της, να φύγει να γλιτώσω, αλλά πού, λίγο πιο κάτω, κι ενώ πήγαινα αργά αργά επίτηδες, την βλέπω νά΄χει μπει στο επόμενο στενό, σταματάει μες τη στροφή, γυρίζει επιτόπια και μού ξαναβγαίνει!

Στροφή και άλμα απελπισμένο στην είσοδο του ξενοδοχείου μπροστά στον πορτιέρη, την ώρα που εκείνη απότομα ρίχνεται στον κεντρικό, ένας άλλαξε λωρίδα, άλλος φρενάρισε και το πώς δεν γίνανε μπιλιάρδο ήταν το θαύμα των χριστουγέννων.

Εεε, και σφίγγουν οι ζέστες!

Υστερόγαμον: το Piauí είναι φτωχή επαρχία του βορρά και τίτλος μηνιαίου περιοδικού του São Paulo.

Απ! Ξέχασα. Τραγουδάκι!

ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ


Ένα τυπικό βραζιλιάνικο πιάτο μοιάζει με την ίδια την Βραζιλία. Το συνειδητοποίησα μόλις χθες το μεσημέρι, αργώ αλλά μαθαίνω, παρατηρώντας το πιάτο μου στο εστιατόριο Aropemba, ενόσω περίμενα το μάστορα να φέρει τον χυμό μαμάου, λυσσασμένη της δίψας στην πίσω αυλή, γιατί μετά από 15 συναπτές ώρες καταιγίδας η θερμοκρασία είχε ανεβεί 15 βαθμούς καρφωτά, το χώμα ανέδιδε ατμούς και γω ένοιωθα σαν το αρνάκι που σιγόβραζε στη σάλτσα μες τη γάστρα.

Ένα τυπικό βραζιλιάνικο εστιατόριο είναι η ίδια η Βραζιλία. Στο μεσημεριανό διάλειμμα καταφθάνει κόσμος όλων των επαγγελμάτων, των ηλικιών, των χρωμάτων με κοινό παρανομαστή την ασυγκράτητη επιθυμία για comida tipica nordestina, ήτοι βορειοβραζιλιάνικη κουζίνα. Η περιοχή έχει πράγματι ένα σωρό συνεργεία κι άλλα τόσα εστιατόρια. Το συγκεκριμένο, που προτιμώ, έχει έναν μάγειρα μπαϊάνου, ο οποίος κάθε μέρα φτιάχνει και μια σπεσιαλιτέ, για παράδειγμα τις Πέμπτες ετοιμάζει μπουσέτας, εντόσθια ψιλοκομμένα μέσα σε πουγκάκια χοιρινού δέρματος ψημένα στο φούρνο.

Όταν βέβαια θέλω να πάω εκεί για φαγητό δεν πρέπει να καθυστερήσω, διότι θα έχουν κάνει έφοδο οι νταρντάνες εξεκιουτίβες και δεν θα έχει μείνει φύλλο σαλάτας και σπόρος φρούτου, τί δηλαδή μόνο αυτές θα κάνουν υγιεινή δίαιτα, να μην κάνω και γω; Πράγμα που θέλει την τέχνη του, το πιάτο να μοιάζει με τη ζούγκλα του Αμαζονίου, όπου μέσα στην πυκνή βλάστηση κρύβεται μια ποικιλόμορφη πανίδα.






Το εθνικό φαγητό που δεν λείπει από κανένα μενού είναι τα φασόλια με ρύζι, κι ο βραζιλιάνος τρέμει να ταξιδέψει στο εξωτερικό και τυχόν δεν βρει φασολάδα! Ο τρόπος είναι ο εξής, βάζουμε ένα βουνό ρύζι, λευκό, μαύρο ή κίτρινο, αποπάνω τα φασόλια, κόκκινα ή μαύρα και αν θέλουμε να είναι completo, διάφορα κρεατικά και αλλαντικά και τραγανιστό χοιρινό λίπος. Τοποθετούμε και μερικά φυτίλια θανατερής κόκκινης πιπεριάς και έτοιμη η βόμβα!

Κρατούσα λοιπόν την κουτάλα γεμάτη λευκό ρύζι, για να ετοιμάσω την βάση των εκρηκτικών, γύρω γύρω είχα ήδη καλύψει τα χαρακώματα, τηγανιτές μπανάνες με κανέλλα, μαντιόκα φουρνιστή, γλυκοπατάτες, μανιτάρια πανέ και σουσού ανάμικτο με καρότα, όταν ήρθε ένας τύπος μπροστά μου ντυμένος με άσπρο παντελόνι και πουκάμισο, ζώνη και παπούτσια όλα λευκά, από το ρύζι βγήκε; Και τί μου λέει; Δύο πουλιά πετούμενα πετάνε στον αέρα! Έμεινα με την κουτάλα στον αέρα. Παρδόν; λέω. Αντρέ, απαντάει. Μπορώ να σε βοηθήσω! Coco, του λέω, πραζέρ!

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ανάμεσα η μύτη του μάστορα: Χυμό μάνγκα ή μαμάου; Διότι την πρώτη φορά είχα πάρει μάνγκα και το δέσανε κόμπο, το θυμούνται στην αιωνιότητα. Μαμάου! Και τίν΄αυτά τα πουλιά τα πετούμενα; Ξανά η μύτη του μάστορα: Ζάχαρη, παγάκια ή σκέτο; Natural! απαντάω. Ο Αντρέ εν λευκώ έδειξε την μπλούζα μου. Κοιτάω, είχε απάνω δύο πουλιά και έγραφε "καλύτερα δυο πουλιά πετούμενα στον αέρα παρά ένα στο κλουβί"! Πιάσε ένα μαμάου νατσουράου! ούρλιαξε ο μάστορας προς τα μέσα.





Εναλλακτικά πηγαίνω στο Bom Τempero, εκεί έχει και ψητά σούβλας, μόνο που του ψήστη τού ΄χει σφηνωθεί, ότι είμαι από την Βολιβία, και δεν του το βγάζεις ούτε με το σουβλί ούτε με την πηρούνα. Βολιβιάνα είσαι; με ρώτησε κόβοντας στο πιάτο μου φέτες μοσχάρι. Όχι, από την Ελλάδα! Ααα, γυρίζει στους άλλους, το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε, σκάνε στα γέλια, άκου Ελλάδα, τί άλλο; Μπουτάκια; Καρδούλες, του λέω. Ααα, κορασαουνζίνιας, ασ΄τ΄αστεία, βολιβιάνα είσαι, certo!


Υστερόγαμον: Στις εικόνες σχετικά σεμνά πιάτα, μαμάου μωρά στο δέντρο και η εξέλιξη ως τον χυμό, επίσης διάφορα γλυκά κουταλιού και το ποδήλατο στο δρόμο προς το ...συνεργείο!