AGUA MINERAL Ή Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ


Μπορεί η Βαρώνη να ήρθε incognito εκ Παρισίων άνευ λανσέλ και συναφών, ωστόσο χρειαζόμασταν έναν σωφέρ για την μετάβαση στο Parque Nacional, καθότι προχωρημένο πρωινό και μια βαρώνη ιππεύει μόνο με την προϋπόθεση να έχει δροσιά, δηλαδή την αυγή ή το σούρουπο, συνήθως στην Βουλώνη.
Το πρώτο ταξί στην σειρά ήταν ολοκαίνουργιο, όπως άρμοζε. Το Εθνικό Πάρκο της Μπραζίλια είχε ελάχιστο κόσμο μιας και επελέχθη καθημερινή για να αποφευχθούν ο συνωστισμός και οι δημοσιότητες. Το Πάρκο έχει δυο φυσικά μονοπάτια, το Μονοπάτι του Καπιβάρα και το Χρυσό Μονοπάτι, διάρκειας είκοσι λεπτών και μιας ώρας αντίστοιχα. Εμείς όμως πήγαμε κατευθείαν για γοργονισμό στην καινούργια πισίνα, που εγκαινιάστηκε στις αρχές του έτους.


Η πισίνα αυτή τροφοδοτείται από φυσικό μεταλλικό νερό εξ ου και η ονομασία Agua Mineral που ισχύει για το πάρκο γενικά. Είναι αρκετά μεγάλη, στρωμένη με πλάκες των βραζιλιάνικων Πυρηναίων και στο μεγαλύτερο βάθος της φτάνει γύρω στο ενάμισι μέτρο, καλή για κολύμπι και ασφαλής για όσους δεν ξέρουν να κολυμπούν. Υπάρχουν ναυαγοσώστες, ιατρείο, τουαλέτες, ντους, καντίνα, περίπτερα με πάγκους και τραπέζια, μπάρες γυμναστικής και κυρίως ευρυχωρία και ησυχία. Το γλυκό νερό δεν σε σηκώνει αλλά κολυμπάς άνετα και αφήνει μια ευχάριστη αίσθηση και μυρωδιά φρεσκάδας στο σώμα. Δίπλα στην πισίνα τα νερά σχηματίζουν έναν δυνατό μικρό καταρράκτη ιδανικό για μασάζ.


Όλα ωραία λοιπόν και η Βαρώνη έκανε συγκρίσεις με τα ελβετικά σπα τρώγοντας μια παμόνια, πάστα καλαμποκιού με τυρί και βούτυρο τυλιγμένη και ψημένη σε καλαμποκόφυλλα, κι εγώ, που είμαι μεν μια μαρκησία, αλλιώς πώς θα έκανα παρέα με μια βαρώνη, αλλά μαρκησία των τροπικών, επειδή λοιπόν δεν είχα ιδέα για τα ελβετικά σπα, ρουφούσα με ευγενική κατάφαση την καρύδα μου. Δίπλα μας μια κοπέλα έκανε σαμανιστική ηχοθεραπεία σ΄ έναν νεαρό, χτυπώντας απαλά ένα ινδιάνικο τύμπανο πάνω από την πλάτη του.





Μετά από λίγο σηκώθηκα να πάω στο περίπτερο που είχαμε τα πράγματά μας να φέρω μια κοκακόλα και τον καπνό μου, όταν διέκρινα ένα μίκου να έχει αρπάξει το μπουκάλι με το αναψυκτικό σκοπεύοντας να το ανοίξει να το πιει, α, λέω, νάτος πάλι! Διότι αυτά τα πιθήκια είχαν αποθρασυνθεί προ πολλού, τότε εκείνος σάστισε κι άφησε το μπουκάλι, να φύγει ελαφρύτερος. Πηγαίνοντας τη κοκακόλα στην Βαρώνη, την ρώτησα, μήπως είχε δει πουθενά τον καπνό μου.


Ο καπνός είχε γίνει καπνός. Κοίταξα πάνω και κάτω μήπως πετύχω κανένα μίκου να καπνίζει κιόλας αλλά πλησιάζοντας ακούω ένα ντουπ και μια καρύδα έσκασε από ψηλά μισό πόντο από το πόδι μου. Ταυτόχρονα, ο πιο μεγάλος μίκου, ένας με γένεια αλά Λίνκολν και βασικός ύποπτος μού έκανε ένα απειλητικό χου! δείχνοντας μου τα δόντια του. Τού έκανα και γω χου! δείχνοντας του τα δικά μου και λέγοντας του, σιχαμένε, πού είναι ο καπνός; την ξέρεις την πομπή σου! στα ελληνικά. Μού έδειξε τον πισινό του. Ακολούθησε τρελό σούσουρο μέσα στα κλαδιά. Τα μίκου είχαν πάρτι.


Η επιστροφή ήταν περιπετειώδης. Ρώτησα τον φύλακα στην έξοδο, πού είναι η στάση του λεωφορείου, διότι σε όλα τα παρόμοια μέρη έχουν στάσεις αφενός και αφετέρου θα ήταν πολύ βολικό, μας πήγαινε σε δέκα λεπτά εκεί ακριβώς που θέλαμε. Αν είχε. Σύμφωνα με τους σουρρεαλιστικούς ισχυρισμούς του φύλακα που συνοδεύονταν από απλωτές χειρονομίες σαν να έκανε κουπί στις άπειρες δυνατότητες ενός άπειρου σύμπαντος, υπήρχε μια στάση απέναντι και μπορούσαμε να πάμε όπου τυχόν επιθυμούσαμε, στη Χοντοβιάρια; στην Άζα Σουλ; Στο Κρουζέιρου; στα άστρα;
Διασχίσαμε ένα χωράφι μες τ΄απομεσήμερο κοιτάζοντας απέναντι από τον αυτοκινητόδρομο, που δεν είχε κανενός είδους διάβαση, πού μπορεί να ήταν η στάση. Τίποτα. Παραπάνω ένας τύπος πουλούσε φρούτα, ο αέρας με το κοκκινόχωμα έπαιρνε κι αυτόν και την τέντα και τα φρούτα. Τον ρωτάω για λεωφορείο, μπα μου λέει, δεν έχει. Εκείνη την στιγμή σταματά ένα κόκκινο αυτοκίνητο, ένας μαύρος έκανε σήμα να μας πάρει αλλά πήγαινε αλλού ντ΄αλλού κι όπως και νά΄χει, δεν είχα όρεξη να βρεθούμε σε τίποτε άλλα χωράφια μεσημεριάτικα.
Βγαίνουμε στην φαρδιά πλατιά νησίδα με την προοπτική να περάσουμε και να στρίψουμε προς τα κάτω, όπου υποτίθεται είχε λεωφορεία. Εγκλωβιστήκαμε στην νησίδα κανένα τέταρτο. Μέχρι να καταφέρουμε να βγούμε απέναντι, η Βαρώνη είχε μεταφυσικές εμπειρίες και γω θα έφτυνα τον εαυτό μου, που δεν είχα καλέσει ταξί από την πύλη, αν φυσικά είχα σάλιο και δεν μασούσα σκόνη και πετραδάκια.
Λεωφορεία δεν είχε, επειδή η βόρεια αφετηρία ήταν αρκετά πιο κάτω. Ούτε κανένα ταξί φάνηκε. Επομένως περπατήσαμε όλο τον δρόμο κάτω, μέσα στην επόμενη νησίδα με το χώμα να στροβιλίζεται γύρω μας. Η πορεία κράτησε σχεδόν μια ώρα. Ήταν η εκδίκηση των καπιβάρα που δεν επισκεφτήκαμε το μονοπάτι τους και ο χλευασμός των μίκου, γιατί είχαμε γίνει κόκκινες σαν τον κώλο της μαϊμούς ακριβώς. Στην τορτερία φάγαμε και ήπιαμε το μισό μαγαζί, ελεεινές και πανευτυχείς ανάμεσα στα άψογα μοντελάκια που είχαν έρθει για τον απογευματινό καφέ τους. Η Βαρώνη μού εκμυστηρεύτηκε, ότι μετά από αυτήν την εμπειρία δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά. Εγώ δεν μίλησα. Ήμουν ένα σκονισμένο τοτέμ.


Υστερόγαμον: την επόμενη φορά θα δώσω ραντεβού στον ταξιτζή για την επιστροφή και να μην ξεχάσω να πάρω τσιγάρα για τα παιδιά...

Στην δεύτερη φωτογραφία μηρμηκοφωλιά με εφτά σουίτες και θέα. Στην πέμπτη, η παμόνια. Στην τελευταία φωτογραφία αριστερά ένας μίκου στα κλαδιά μετά από έφοδο.

ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ Ή ΝΤΡΑΜΕΡ;

Χθες το βράδυ κι απόψε έκανα δυο πενηντάρια κουρσάδικα γυρίζοντας την μισή λίμνη, να βρω τον εαυτό μου, τον οποίο είχα χάσει την Κυριακή στα βουνά, όταν αποφάσισα να αφήσω λίγο την κιθάρα και να πιάσω τα ντραμς. Κι αφού ήρθα στα ίσια μου, μπορώ τώρα να αφηγηθώ το βάφτισμα του χώματος, το οποίο συνέπεσε με την επέτειο των δύο χρόνων, από τότε που άρχισα πάλι μετά από χρόνια να κυκλοφορώ με ποδήλατο κάθε μέρα.
Ξημερώματα Κυριακής πέρασα από το κέντρο της πόλης, που το είχαν κλείσει για έναν μαραθώνιο, δρομείς ξεφυτρώναν από παντού, όσο για μένα έκανα μια διαδρομή σαρανταπέντε λεπτών ως το σημείο συνάντησης και πρόλαβα τους βουνίσιους ποδηλάτες στο παρά τρίχα. Είχαν φορτώσει τα ποδήλατα στ΄αυτοκίνητα και θα έφευγαν, περνάω την λεωφόρο, κοιτάζω να δω πού θ΄απευθυνθώ, βλέπω μπροστά μου έναν γνωστό από τους Νυχτερινούς, τον Χαφαέου, με αναγνωρίζει, του λέω, δεν έχω αυτοκίνητο, καρντιά μου, φορτώνουμε και το δικό μου ποδήλατο και πάμε για το σημείο zero.
Το σημείο zero ήταν η είσοδος της Fazenda Taboquinha, 20 χλμ. έξω από την Brasilia, πάνω από το προάστιο São Sebastião. Το κομβόι των ποδηλατοφόρων αυτοκινήτων ανεβοκατέβηκε μερικά χιλιόμετρα χωματόδρομου σηκώνοντας έναν σιμούν, και εισέβαλε στην φαζέντα. Λίγο αργότερα είμασταν έτοιμοι στην εκκίνηση για την trihla, δηλαδή τη διαδρομή στους λόφους μέσα από εξοχικούς δρόμους και μονοπάτια. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά. Στην πρώτη κατηφόρα μετά την στροφή διασχίσαμε μια λασπουριά και βγήκαμε στο πλάτωμα του ποταμού, εκεί, αν και ρηχά, οι περισσότεροι βουτήξαμε κανονικά τα πόδια μας μέσα για να περάσουμε. Έπειτα από την δροσιά, άρχισε η κόλαση!
Ανηφόρα τραγική μες το χαλίκι και την πέτρα. Εντελώς άσχετη εγώ από ποδηλασία βουνού, διαπίστωσα, ότι εάν σταματήσεις στην ανηφόρα, δεν είναι εύκολο μετά να φύγεις πάλι, δεν πιάνει το πετάλι, που βρίσκεται στην ευκολότερη ταχύτητα, συχνά ξεκινούσα με το ποδήλατο όρθιο στην πίσω ρόδα, συχνότερα έσπρωχνα, αλλά και στις κατηφόρες πάλι τύχαινε να πρέπει να σταματήσεις, κι εκεί τράβαγες το ποδήλατο, ή το φορτωνόσουν να κατεβείς απότομες πλαγιές ή το έδινες σε κάποιον άλλον που περίμενε στον πάτο μιας καταβόθρας, για να το παραλάβεις ύστερα και να συνεχίσεις πιο κάτω και πάνω μετά πάλι, ακροβατώντας πάνω σε ρίζες, που εξείχαν από τα κάθετα σημεία με το δίτροχο στον ώμο.

Τόσο που ρώτησα κάποια στιγμή δυνατά, πορκέ, ρε σεις, χρειαζόμαστε τα ποδήλατα μαζί μας; Την άλλη φορά θα πάω με άλογο! Πράγματι είχε κάτι ωραία άσπρα και κανελλί αλογάκια, κόβανε οι εκδρομείς βόλτες και έπιανα στο βλέμμα τους έναν οίκτο για την φριχτή ταλαιπωρία των κολασμένων στο ποδηλατοδρόμιο του Δάντη!




Δεν είμαι η Βεατρίκη, αλλά ως Coco, έβλεπα συχνά τον άγγελο-οδηγό Rafael, με την άσπρη φόρμα, το ασημί ποδήλατο και το σχεδιάγραμμα της διαδρομής με τα βελάκια! Αλλά είχα και τον περιχαρή διάβολό μου, τον επικεφαλής του συλλόγου, τον Gaúcho, o οποίος με είχε δει συμπτωματικά την προηγουμένη μέρα στο ποδηλατάδικο, αλλά δεν γνωριζόμασταν ακόμη. Έι! Τί κάνεις εκεί; ούρλιαξε, όταν με είδε στην σκιά της εισόδου μιας φάρμας να έχω βγάλει το κράνος και να δροσίζομαι. Εμπρός! Όχι δεύτερη ταχύτητα! Πρώτη! Εισπνοή, εκπνοή! Πάνω, μπρος! Αχά - άι!
Αυτός λοιπόν ο διάβολος του cerrado ανεβοκατέβαινε τα κατσάβραχα, έλεγχε την πορεία από ψηλά, ηδονιζόταν στις γκρεμίλες και ξεφύτρωνε απ΄τα πουρνάρια, τραγουδούσε στις ανηφόρες, φώναζε από πίσω μου σ΄ένα στριφογυριστό κατσικοδρόμι, μην πέσεις, ωωω, τραλα-λα, μην πέεεεεσεις! στον γκρεμό αποκάτω δηλαδή, ταυτόχρονα ούρλιαζε σε μια άλλη που είχε σταθεί πιο ψηλά και ατένιζε, ω, τί ποδηλατικό στιλ, κε εστσίλου σικλίστσικου! Κι όταν πεντέξι εξουθενωμένα όντα αντικρύσαμε με απελπισία μια κάθετη ανηφόρα, που έπρεπε να ανεβούμε από ένα μονοπάτι σχηματισμένο απ΄ την βροχή, ακούμε αποπάνω κραυγές, εκείνος και δυο τρεις άλλοι χοροπηδούσαν και φώναζαν, μπρος, τσακιστήτεεεεεεε, πάνωωωωω!
Εκεί κάπου βλέπω μπροστά μου τον Rafael, του είχε σπάσει η αλυσίδα, την έφτιαξε ο Gaúcho, που είχε το κλειδί, κατόπιν ο Rafael, που φαίνεται τον κυνηγούσε η ατυχία, γιατί στην εκκίνηση τού έφυγε το καλουπιέ απ΄το πετάλι κι ήταν η μόνη φορά που είχα εγώ μαζί μου κατσαβίδια, τρίτωσε λοιπόν, τον βρήκαμε με λάστιχο, και κατηφορήσαμε όλοι προς ένα κτίσμα, στην σκιά του οποίου κάθονταν κάμποσοι, μαζί και το ...τάντεμ, ναι, ο επικεφαλής της εκδρομής στο Piri με την κοπέλα του πήγαιναν με διπλό ποδήλατο, α, μου λέει εκείνη, ήρθες επιτέλους στο βουνό, ναι, της απαντώ, και δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό το πράγμα, το Piri ήταν οδοντόκρεμα!
Είχε πια μεσημεριάσει, ο τόπος έκαιγε, τρεις φορές βούτηξα τα πόδια μου με τα μποτάκια μες το νερό και στέγνωσαν σε δύο λεπτά, σε μια πηγή λέω, το νερό πίνεται; Όοοοχι, άκουσα δυο τρεις μυστηριώδεις φωνές απ΄τα κλαδιά, είχα ακόμα νερό στο παγούρι, αλλά ο Gaúcho, που ξεπετάχτηκε από το πουθενά επέμενε να μου προσθέσει, μη μού λείψει και εκλείψω, και χάσω την επόμενη trihla. Αν ετούτη χαρακτηριζόταν "μετρίου επιπέδου, για γυμνασμένους αρχάριους", δεν θέλω ούτε να φανταστώ μια "δύσκολη" διαδρομή!


Τρεις ώρες βολοδέρναμε στην natureza brasileira, και γευόμασταν μαζοχιστικώς την ηδονή της άμεσης επαφής μαζί της, όπως όταν λόγου χάρη παρεξέκλινε η ρόδα μου μέσα σ΄ένα χωράφι με αγκάθια, flores do cerrado, και μετά κάμποσα μέτρα με φρέναρε ένα πουρνάρι. Πίσω στις εγκαταστάσεις της φαζέντα αντίκρυσα μια εικόνα ειδυλλιακή, οι ποδηλάτες έπιναν χυμούς γύρω από την πισίνα! Εκεί είχε και θαυμάσιο φαγητό, εγώ διάλεξα μελιτζάνες, μαντιόκα και μπανάνες τηγανητές, αγγινάρες, φασολάκια μαυρομάτικα, πατζάρια, αγελαδινό τυρί και ένα τεράστιο κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας πάχους δύο πόντων ψητό στη σχάρα, χυμό γκοϊάμπα και καφέ. Πριν το παραδείσιο γεύμα όμως, πήγα στους καταρράκτες με μια μπύρα και βούτηξα κατά παράδοση πια με τα ρούχα!



Υστερόγαμον: Ο τύπος μες το λασπόνερο είναι μια φωτογραφία από την ίδια διαδρομή τον Φεβρουάριο. Κάτω από την φωτογραφία διάβασα το σχόλιο: με τις υγείες σας, σινιόρ Αρχιμήδη!

Άλμπουμ με φωτογραφίες από την πρόσφατη trihla - δικές μου, των Rebas do Cerrado, συν βιντεάκι!