TROPICICLISMO!

Πώς να αιστανθώ χριστουγεννιάτικα και χουχουλιαστά με αυτόν τον ήπιο καιρό της Αθήνας, όπου τα άρτι αποκτηθέντα παγοδρόμια μετατρέπονται σύντομα σε λιμνοδρόμια; Κι όταν μάλιστα ετοιμάζομαι να ταξιδέψω σε μια χώρα, όπου το βασικό αξεσουάρ της φθινοπωρινής - χειμερινής μόδας είναι το μαγιώ, όπως δείχνουν και οι φωτογραφίες από ένα περσινό σετ του Sartorialist με μόδα του Rio de Janeiro!


Όταν εμείς έχουμε τυπικά χειμώνα, εκεί έχουν καλοκαίρι, μα είναι ένα περίεργο καλοκαίρι, ζεστό και βροχερό, με μια λέξη τροπικό. Εκεί δηλαδή που κάθεσαι στην παραλία και πίνεις την μπατίντα ντε κόκο σου, αίφνης ξεσπάει μια καταιγίδα και φεύγεις γρήγορα γρήγορα χωρίς να προλάβεις να φορέσεις τις σαγιονάρες σου, που δεν τις πολυχρειάζεσαι κιόλας.

Οι βροχές σταματούν κατά τον Απρίλη, τότε ξεκινά η δεύτερη εποχή, της ξηρασίας, ο "χειμώνας", με μέση θερμοκρασία γύρω στους 15 C., εκτός από τα πολύ νότια της χώρας, όπου μπορεί και να χιονίσει, και όπου το καλοκαίρι η κουφόβραση είναι πιο ανυπόφορη.


Κι επειδή εκεί που θα πάω δεν έχει θάλασσα, με βλέπω να κάνω ποδήλατο τροπικάου, δηλαδή ποδηλατάδα γύρω από τη λίμνη, περιμέτρου 80χλμ, με την επικρεμάμενη πιθανότητα βροχής, άστην να πέσει!
Κυρίως μετά την περίοδο των βροχών, προσφέρονται και πιο κουρσάδικες εξορμήσεις. Μάλιστα φέτος έγινε μια επιχείρηση καθαρισμού του ποδηλατόδρομου έξω από την πόλη, από τις λάσπες και το χορτάρι που είχε θεριέψει.

Με την συνεργασία του δημοτικού προγράμματος Pedala DF, κατόπιν έκκλησης των ποδηλατών, η κόκκινη λάσπη καθαρίστηκε με φτυάρια και κασμάδες. Όσο για το χορτάρι, η λύση ήταν ακόμη οικο-λογικότερη: δύο αγελάδες τράφηκαν καθ΄όλο το μήκος μέχρι σκασμού!

ΓΑΤΙΚΙΟΥΡ

Απόψε πήγαμε με την αδελφή μου την πριμαντόνα τις δύο γάτες στη γιατρό. Η αδελφή μου ως ντίβα της όπερας κάλεσε ραδιοταξί. Οι κυρίες γάτες μεταφέρθηκαν η καθεμιά στο καλαθάκι της χωρίς να κάνουν κιχ, μιχ, τίποτα. Είχα μιαν ανησυχία, ότι ο κώλος της δικιάς μου της μαύρης Κοκούς δεν θα χωρούσε πια στο πάνινο σακκίδιό της. Όμως ευτυχώς, όχι μόνο χώραγε αλλά και περίσσευε. Κανείς δεν την βλέπει μέσα απ΄αυτό το σακκίδιο, και καλύτερα, γιατί είναι μαύρη και σκιάζονται, αφού είναι μια γάτα σκιά. Η άλλη πάλι, η Φουφού, καμάρωνε στο πλαστικό καλάθι της μ΄ένα κόκκινο κολιέ με στρας και κουδουνάκι, αν είναι δυνατόν, η δε Κοκό δεν φορούσε παρά τη γούνα της.
Στην γιατρό περιμέναμε υπομονετικά στο σαλονάκι. Μέσα είχαν σειρά κάτι κουνέλια. Έξω έφερναν βόλτες δυο μαύρες γάτες, που ζουν στο διπλανό ρημάδι. Κάτι περίμεναν. Ήξεραν. Γιατί σε λίγο έφτασε μια κυρία και τότε η μικρότερη γάτα, που αποδείχτηκε κόρη της μεγαλύτερης, στάθηκε στην είσοδο και άρχισε κάτι μγίου-μγχιιι, ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ μη γελάσω, γιατί η φωνή της γάτας είχε την ίδια χροιά με την φωνή της κυρίας. Η οποία γάτα αναγνώρισε το αυτοκίνητο της κυρίας και έτρεξε για την τροφή της. Μετά έμαθα, ότι το γατί αυτό είναι μέλος μιας ολοένα αυξανόμενης ομάδας στειρωμένων γατιών, τα οποία μαζεύει μια ομάδα ζωόφιλων, τα δίνει στην εν λόγω κυρία, που έχει το κλειδί του ιατρείου, και μες τη νύχτα τ΄ αφήνει εκεί να τα βρει η γιατρός το πρωί και να τα στειρώσει ή περιποιηθεί, αν έχουν κάποιο πρόβλημα. Η ίδια η γιατρός είχε ασχοληθεί για χρόνια με το σπορ, να σκαρφαλώνει τοίχους και να σέρνεται κάτω από αυτοκίνητα, μα τώρα ανέθεσε σε νεότερες το έργο του μπόγια του ελέους.
Πρόσφατα βρέθηκε ένας ταλαιπωρημένος σκύλος με τρία πόδια, μικρόσωμης ράτσας και έψαχναν κάποιον να τον υιοθετήσει. Κάποιος έβαλε μια αγγελία στο φατσοβιβλίο και την άλλη μέρα βρέθηκε μια κυρία, που έχει σκοπό της ζωής της να μαζεύει τ΄αναξιοπαθούντα αδέσποτα και να τα φροντίζει. Τηλεφώνησε στη γιατρό, που δεν πίστευε σε τέτοια ταχύτητα, γιατί ένα άλλο σκυλάκι το είχε κρατήσει μήνες μέχρι να δοθεί κάπου, και παρότι η γιατρός της έλεγε, μα ξέρετε, έχει τρία πόδια... είναι μεγάλο στην ηλικία... η άλλη κυρία της εξήγησε τι ακριβώς κάνει, και όχι μόνο το πήρε, αλλά θα φέρει κι έναν γιατρό ειδικό για την αποκατάσταση του ποδιού του αναλαμβάνοντας και τα έξοδα!
Όσο για τα δικά μας οικόσιτα... όταν πηγαίνουν στο ιατρείο ευτυχώς φέρονται αξιοπρεπώς. Που σημαίνει, ότι η Φουφού δεν μας έφαγε για να της κόψει η γιατρός τα νύχια, μιας και όταν το επιχειρήσαμε στο σπίτι, κόντεψε να έρθει η αστυνομία από τις γοερές της κραυγές, χώρια οι λυσσασμένες νυχιές, και μόνο που την άγγιζες, γιατί καταλάβαινε, πως θα αμβλυνθούν τα φονικά της όπλα! Ένα σπυρί που είχε βγάλει στο μουσούδι μάλλον δεν είναι ανησυχητικό, ούτε έρπης, σαν τον υποτιθέμενο που είδε σε μένα η γιατρός, αλλά της εξήγησα πως δεν πρόκειται για έρπητα, παρά έχω καεί με μια ...κασερόπιτα, εδώ και μια βδομάδα, και δυσκολεύομαι να φάω και να χασμουρηθώ! Η Κοκό πάλι απέκτησε διαβατήριο για τη Βραζιλία και μικροτσίπ! Ουσιαστικά το γατί χρειάζεται πιο πολλά χαρτιά και τυπικούρες από μένα για να ταξιδέψει! Ta legal!

ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΙ

Στο δρόμο προς τα υποχθόνια καθόντουσαν, λέει ο μύθος, τρεις γριές! Οι τρεις θείτσες του Άδη! Κι είχανε λέει ένα μονάχα μάτι, που το δάνειζε η μια στην άλλη, παρότι όμως μισόστραβες, το στόμα τους ροδάνι και κουτσομπολιό σκέτο, κανείς δε γλίτωνε τον έλεγχο!
Όμως εγώ δεν σκόπευα να κατεβώ στον Άδη, μέχρι το Σύνταγμα ήθελα να πάω. Κι έτσι φαίνεται πως αντιστράφηκαν τα πράγματα, και δεν απάντησα γριές μα γέρους. Κι όχι μαζί αλλά χώρια, με τη σειρά. Ο ένας ήρθε κάτω απ΄την ελιά, ο δεύτερος έκανε ποδήλατο κι ο τρίτος βάσταγε μια λάμπα!
Τούτο τον καιρό στα χωριά όχι μόνο τις έχουνε μαζέψει τις ελιές παρά έχουνε βγάλει και το λάδι. Εγώ κάθησα από κάτω απ΄ την ελιά γιατί είχε βγει το δικό μου το λάδι, κι είχε αρχίσει να βρέχει πάλι, να μαζευτώ κάπως και να συνεχίσω. Κι αν νομίζετε πως δεν έχει πια ελιές στην Αθήνα και το περίχωρο κάνετε μέγα λάθος και δηλώνω ότι δεν ήταν μία αλλά τρεις ελιές, πυκνές πυκνές και δροσισμένες.
Όπου μες την ερημιά καταφθάνει ο πρώτος γέρος, εκατό ετών ευθυτενής με παλτό, τραγιάσκα και χαρτοφύλακα, χωρίς ομπρέλα, και μου λέει buongiorno! Αυτό τι μοντέλο είναι, ποιού έτους; Του '89, απαντώ. Α, bellissima, και κάνετε αθλητισμό; Όχι, μόνο για το γούστο μου! Κι έχετε αλλάξει το κέντρο, τις ταχύτητες (το μάτι του είχε πέσει από μακριά στον πίσω τροχό), ναι, και τα λάστιχα είναι κι αυτά γαλλικά, όχι αμερικάνικα, α, στην ιταλία είχε ωραία ποδήλατα, bicicleta το λέγαμε το ποδήλατο, μπι-τσι-, μα δεν το συνέχισε, κι εγώ τό΄χω το χούι να μη ρωτάω ποτέ τίποτα, εκεί έφυγε το μάτι του απ΄τον τροχό, πήγε στις ελιές και πάνω απ΄τις ελιές, ciocc, pinarello, colnago! του πετάω, τον πέτυχα ανελέητα στομάχι, καρδιά και δόξα πατρί, τραύλισε λίγο, να...να προσέχετε, οδηγούν απρόσεχτα...
Στη λεωφόρο παρακάτω, στη δεξιά λωρίδα βλέπω μπροστά μου μια κιτρινορόζ χελώνα με γυαλιά του σκι απάνω σ΄ένα κουρσάκι ξυράφι, πλησιάζω, άλλος εκατοχρονίτης αθλητής, ένα κουβάρι δεμένο με το ποδήλατο, ανακλαστικά έλαμπαν, πράσινο σακκίδιο, κόκκινες κεραίες, κουμπωτά πετάλια, και μ΄αρχίζει τις κόντρες! Όταν τον περνούσα, κι αυτό λόγω της κίνησης, γιατί αλλιώς είχα παραλύσει από τα γέλια, πάταγε μια κόρνα με φούσκα, πρρρρρρρ..! Τότε εγώ άφηνα το πετάλι χαλαρό κι ο κουμπωτός έσκιζε το χιονόνερο μες τον κόντρα αέρα!
Κέντρο και για να ξεπαγώσω, να συνεχίσω μια δουλίτσα που είχα, σταματάω να πάρω έναν καφέ, αφήνω λοιπόν το ποδήλατο κοντά μου στηριγμένο στο πεζοδρόμιο, έπινα τον καφέ και ατένιζα το μέλλον μ΄ αισιοδοξία, έναν λόφο σκουπίδια απέναντι, τον κόσμο να κάνει άλματα, κι απορροφημένη καθώς ήμουν απ΄ το θεσπέσιο θέαμα δεν πήρα είδηση αμέσως τη λάμπα! Εδώ ήταν ένας γέρος πιο γέρος απ΄τους προηγούμενους δύο, θά΄χε ήδη πάει στα καταχθόνια και γύρισε, από κει φέρνοντας μια λάμπα, την κόλλησε κάτω απ΄ τη μύτη μου επίσημα και με τα δυο του χέρια, στον δεξιό αγκώνα βαστούσε και μια λευκή πάνινη τσάντα με κάτι χαρτιά μέσα, υψωμένος ο κλασικός στρογγυλός γαλακτερός γλόμπος με βάση και καλώδιο, κρεμόταν το καλώδιο, κι αν ο πρώτος γέρος φορούσε καφέ, ο δεύτερος παρδαλά, ετούτος όλος κρεμ, μπουφάν, παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Και τί μου λέει; Μη χαζεύεις, κι έχε το νου σου, να μην τον χάσεις και να κοιτάς και το ποδήλατο, γιατί μετά θα ψάχνεις με τη λάμπα! Είπεν και κατηφόρησε.

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

στην πλατεία την κυριλέ
φύλλα κίτρινα και μπλε
τα δεντράκια στο τσιμέντο
πίνουν τον καφέ τους φρέντο

στην πλατεία την λακκούβα
κάποιος έκοψε μια βρούβα
ξύλο μες τις τσέπες βάζει
κι οι τριγύρω κάνουν χάζι

στην πλατεία την παραπάνω
πού σε βρίσκω πού σε χάνω
πριν στηθούνε παστρικά
φράχτες κι εργολαβικά

TANGO TERRIBILE!

Θυμήθηκα σήμερα ένα όνειρο που είδα ...προχθές. Νωρίς το θυμήθηκα, θα πει κανείς, αλλά αυτό συνέβη μ΄έναν συνειρμό, όταν άκουσα στο ράδιο ένα τάνγκο. Το όνειρο βέβαια ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια, όμως όλα είναι συγκεχυμένα πια, εκτός από το συγκεκριμένο επεισόδιο, που ήρθε στο νου μου μ΄ αφορμή τη μελωδία.
Μπαίνω, που λέτε, σ΄έναν αρκετά σκοτεινό χώρο, έναν προθάλαμο με σανίδι στο πάτωμα, και το μόνο που φέγγιζε κάπως ήταν δυο τσιμεντένιες κολώνες και το δοκάρι αποπάνω. Ησυχία.
Όπου εμφανίζεται μια λευκή θηριώδης μορφή, κάτι σαν παλαιστής του σούμο, αλλά πανύψηλος, τέρας, το κεφάλι του έφτανε στην οροφή και το σώμα του μ΄εμπόδιζε να προχωρήσω, κι όχι μόνο αυτό, είχε αρχίσει να κινείται αργά κατά πάνω μου με απειλητική διάθεση, με προκαλούσε να παλέψουμε και γω ήξερα πώς δεν τίθεται μεν θέμα να το σκάσω, όμως ήταν μάταιο και να παλέψω, στο μεταξύ το μουγγό μαμμούθ αργοσάλευε και σε λίγο θα μ΄έλιωνε σαν μυρμήγκι.
Κάνω λοιπόν ένα βήμα, κολλάω πάνω του και τότε ακούστηκε από κάπου αριστερά ένα τάνγκο, υποτίθεται μάλιστα πως εκεί γύρω υπήρχε και κόσμος, αλλά το τέρας ήταν δική μου υπόθεση. Κι ενώ δεν ήξερα καθόλου να χορεύω, άρχισα να ωθώ τον γίγαντα στο ρυθμό μαζί μου, κι εκείνος ανταποκρίθηκε και κάναμε και φιγούρες!
Υπήρξε μια προτροπή να προχωρήσουμε πιο μέσα, συνεχίσαμε να χορεύουμε σχεδόν πετώντας, ανάμεσα σ΄άλλους χορευτές σαν σκιές, σε μια τεράστια γυμνή αίθουσα, με μεγάλα γυμνά παράθυρα που φωτιζόταν μόνο απ΄το φεγγάρι!
Υστερόγαμον: παραμονές πανσελήνου όλ΄ αυτά, ε!

ΚΟΜΜΑΤΙΑ

Είμαι κάπως κομμένη και μέσα στη μαύρη νύχτα, εφόσον δεν μπορώ να κάνω τίποτα της προκοπής, αυτήν ειδικά τη μαύρη νύχτα, διότι τις άλλες διαπρέπω, ενώ τώρα είπαμε είμαι κομμένη και σκέφτομαι τα παράγωγα και τις εκφράσεις του κόβω, κι αυτό είναι βέβαια ο ιός της γρίπης του μπαμπινιώτη, με πολύ σοβαρά συμπτώματα, ορθογραφικά φταρνίσματα και λεξικολογικό ντελίριουμ τρέμενς.
Είμαι κομμένη λοιπόν, κομμάτια, αλλά και έκοψε η μαγιονέζα, του κόπηκε ο βήχας, κόψε και μοίρασε, δεν έκοψα το τσιγάρο, έκοψα μ΄αυτόν κι ας ήταν κόμματος, κομμένη δηλαδή και δεν θέλω πολλές κουβέντες, βαρέθηκα τα κομματικά!
Έχω κοπεί στις εξετάσεις αν και μ΄έκοβα για ικανή, κι ότι κόβει το μάτι μου αλλά δεν κόπτομαι για σαχλαμάρες, κομμένο το ρεύμα και το νερό, κόπος και κοπετός κι η βροχή δεν έκοψε!
Κόβω τα άκοπα φύλλα μ΄ένα κοπίδι κοφτερό άκοπα!
Μ΄έπιασε κόψιμο στην εθνική και δεν έκοβε η κίνηση, κάποτε έκοψα δεξιά και τό΄κοψα στα πόδια!
Μού΄κοψες τη χολή, δηλαδή με κοψοχόλιασες αλλά θα σ΄αφαλοκόψω, θα σε κάνω κομματάκια, λίγο θα καθήσω, πέρασα μόνο να κάνω το κομμάτι μου και να κόψω κίνηση!
Κομμάτια να γίνει, κόβω ρόδα μυρωμένα!
Κόμμα και τελεία!
Υστερόγαμον: αφορμή από ένα ξεδιάντροπο σχόλιο για το κόψιμο που είχα αφήσει στην Αλεπούδα!

ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΨΗΛΑ ΕΚΕΙ


Ανεβαίνω, ανεβαίνω...ανεβαίνει... πφ... ουφχ... στροφή... κι άλλη στροφή... σκοτάδι... αμάν, βαγγελίστρα μου, πού είναι κείνο το μοναστήρι... πιο πάνω ή το πέρασα... μπορεί και να το πέρασα... έτσι που είμαι με τη μύτη στη μύτη του παπουτσιού, ο κώλος ψηλά κι ο ιδρώτας μες το μάτι... καλέ ποιος χειμώνας, υποτίθεται κι εξοχή εδώ πάνω, τάχα δροσιά, έβρασα στο ζουμί μου...άτιμε Νταβέλη...
Ήθελες διαδρομή, πουλάκι μου, ε, και πρόκληση νυχτερινή; Ορίστε και μια στάση ατμοσφαιρική στον πύργο της δούκισσας, τον μισοτελειωμένο και ξενοδοχείο λουξ των νυχτερίδων! Από χρόνο πάντως όχι κι άσχημα, κοντά μισή ώρα από το κέντρο Χαλανδρίου, μια ώρα από το κέντρο της Αθήνας, καιρό ήθελα να την κάνω τη διαδρομή, βράδυ δόθηκε η αφορμή, εμ βέβαια, δεν αποδίδω εγώ άλλες ώρες!
Κι η θέα... λογικά πρέπει να είναι θαυμάσια, αλλά δεν την βλέπω! Πρώτον, διότι σκότος βαθύ, κάτι φωτάκια σαν αυτό που ξερρίζωσε ένας βλάκας απόψε απ΄το ποδήλατό μου! Δεύτερον διότι έβγαλα τα γυαλιά, έφευγαν με τον ιδρώτα, που πότισε το πεντελικόν όρος, κι αύριο θα φυτρώσουν ιδρωτόχορτα, του γένους idrotus orthopodilatus!
Στις επίσημες εκδηλώσεις ο κόσμος πάει με τα καλά του, μάλιστα όταν πρόκειται ν΄απονεμηθούν βραβεία, άσχετα με τα ποδηλατικά ανδραγαθήματα. Ο κόσμος ο σωστός δηλαδή, αλλ΄ο ποδηλάτης ο κόσμιος, που δεν είναι ούτε στα καλά του ούτε στα σωστά του, διότι ευκαιρία ζητάει να δοκιμάσει διαδρομές, αλλιώς γιατί να πάει, πάει με το ποδήλατό του και παρουσιάζεται άθλιος κι ευτυχής με τις μουσκεμένες δάφνες στο κεφάλι!
-Βρέχει;

-'Οχι!

- Μα, πώς;

-Ε, εντάξει, ψιχάλες!



Υστερόγαμον: Όμως τί κατηφόρα!!! Κρέμα!

ΚΕΜΑΛ

Έλα τώρα που δεν τόνε ξέρεις τον Κεμάλ! Είναι κείνος κει ο βλάκας ο δανός, που νόμιζε πως θα κάνει κάτι, μια επανάσταση, ένα κάτι, ν΄αλλάξει τον κόσμο τον τρύπιο, μια τρύπα στο νερό δηλαδή, και για τούτο τα παράτησε όλα σύξυλα, μα έρωτες μα παραμύθια, εδώ ψάχνουμε τον αλή μπαμπά και τους σαράντα πεχλιβάνηδές του, άντε κι έφυγε μ΄ένα ποδήλατο λέει, να γυρίσει τον κόσμο, που δεν άλλαζε μεν, μη σώσει στην τελική, ας τον γυρίσουμε τουλάχιστον.
Που λέτε στην αρχή ήτανε το ίσιωμα, πήγαινε το πετάλι αφρόγαλο, αεράκι και ιδέα. Στο δρόμο συνάντησε και τον Σεβερίνο τον αλλοπαρμένο και τη Ρόζα με τα ξανθά μαλλιά, καλή παρέα κάνανε, μα κείνοι στάθηκαν στο Βερολίνο, να ζωγραφίζει ο Σεβερίνο και να ποζάρει η Ρόζα, και τότε έμεινε πάλι μονάχος του ο Κεμάλ, αντάλλαξαν εθιμοτυπικά ευχές και πάει πέρα.
Ένας γέρος αφγανός στην Πράγα του ζήτησε τσιγάρο και για το ευχαριστώ του είπε, παλληκάρι μη κατά το νότο, τον πνίγουν τα τραγούδια, μα ο Κεμάλ, το είπαμε, ξερό κεφάλι και δεν άκουγε. Κει πάνω στα βουνά ζορίστηκε, μπρος το ποδήλατο, ξωπίσω σπρώξιμο, τι θέλω απ΄τη ζωή μου, μα δεν το έλεγε στ΄ απόξω του, παρά στο απομέσα του μην και το πάρει ο άνεμος και ξεφτιλιστεί.
Τράβα και τράβα το λοιπόν ακούει μια γλώσσα του σχολείου, γνωστή άγνωστη, την μέ-ε-νιν ά-ο-ί-δεν θεά, μόυσαν, από πούθε έρχεσά-ι, Denmark, απαντά ο βόρειος ποδηλάτης, αλλά ψοφάω στην πείνα, πώς το λένε τώρα αυτό το αρχαίο, ο κόσμος όλος γουργουρίζει.
Κι έπειτα όλο κατηφόρα, αραχτός στο Θησείο παίζει πια μια κιθάρα, το ποδήλατο δίπλα, καλές φιλίες έχει πιάσει με τον Βλαδίμηρο τον άραβα που πουλάει τα κομπολόγια, πήρα κι εγώ ένα πέρυσι από δόντι καρχαρία, αν θυμάστε, και με τον Κώστα που χαράζει πύρινα σχέδια πάνω σε ζώνες πέτσινες και την Μαρία που τραγουδάει για τον Κρίσνα όλο ερωτικά μακρόσυρτα κι ακόμη την Κριστίν, που φτιάχνει σκουλαρίκια με σπόρους και κάποτε ήτανε αγόρι.
Κι αν όχι καλύτερα, καλά είναι, κι ας είναι κάτι πάντα σάπιο μες τη Δανιμαρκία την κρύα και μακρυνή, πού να τρέχουμε τώρα να βγάλουμε άκρη, καληνύχτα σας.
Υστερόγαμον: το παρόν αφιερωμένο στη Θούλη για την ωραία βραδιά στο Έναστρον!
Και το βιβλίο να το διαβάσετε, ή μάλλον να βάλετε έναν άλλον να σας το διαβάσει, εμένα μ΄άρεσε πιο πολύ που το άκουσα!

ΦΥΣΗΞΕ ΒΑΡΔΑΡΗΣ!

Για να είμεθα ειλικρινείς δεν εφύσηξε κανένας Βαρδάρης! Μάλιστα είχε σχεδόν άπνοια και τέσσερις καιρούς. Ψύχρα το πρωί, ζέστη του διαβόλου το μεσημέρι, άνοιξη το απόγευμα και κρύο με υγρασία το βράδυ, απ΄ αυτήν που τρυπάει τα κόκκαλα και τα κάνει φλογέρες, αλλά είπαμε δεν φύσηξε ο βαρδάρης να καθαρίσει μια, ν΄ακουστεί και μουσική δυο, απ΄τα κόκκαλα βγαλμένη! Επειδή όμως Θεσσαλονίκη χωρίς βαρδάρη είναι μπουγάτσα χωρίς άχνη και κανέλλα, κάπου θα τον βρούμε κι αυτόν, αναμείνατε στ΄ ακουστικό σας!
Ένα σουρρεάλ όνειρο που είδα, και τι σας λέω, όλα τα όνειρα, ακόμα κι αυτά που θυμόμαστε μέσες άκρες σουρρεάλ είναι, κι οι μέσες κι οι άκρες, ότι πήγα λέει στη Σαλονίκη ξημερώματα, δηλαδή τα ξημερώματα ξύπνησα, αλλά και πάλι κοιμόμουνα και είχε το τρένο σμηνίτες με σάκους και γριές με περμανάντ, κι ακόμη είχε το αυτοκίνητο ήλιο και κάποτε φτάσαμε κι είδαμε τον πύργο τον φαιό, εντάξει, μη θυμώνετε, λευκός είναι.

Κι απ΄το ξενοδοχείο βλέπαμε το Θερμαϊκό, έκταση εκστατική δις της ημέρας, πρωί κι απόγευμα, το βράδυ δεν θυμάμαι ακριβώς τι φαινότανε, εκεί ανάμεσα στα τσίπουρα θάτανε κι ένας Θερμαϊκός, δεν μπορεί, το πιστεύω. Και μέσα στ΄όνειρο έμπλεκε ένας γάμος μ΄εξαπτέρυγα και παπάδες φουριεμένους σκαστούς απ΄τ΄ Όρος και γλέντι εξάωρο στους Ταγαράδες, ύστερα άλλοι έφυγαν να κοιμηθούνε να ξυπνήσουνε νωρίς με τα σήμαντρα, άλλοι μπορεί και να το συνέχισαν αλλού με ουίσκι και κατόπιν πατσά, κι εμείς στο ενδιάμεσο, τη χαραμάδα του χρόνου, που κινούνται οι γκάγκαροι τουρίστες, αποφασίσαμε μια βόλτα μεταμεσονύχτια στην Τούμπα, εμένα μου λες.
Γιατί στο ύψος του Αριστοτελείου, ιδού εκεί εφύσηξε ο άνεμος, ομίχλη λέει η μια, ο ... βαρδάρης την έφερε, αν είναι δυνατόν, δεν βλέπαμε τη μύτη μας, μα δεν φύσαγε ντιπ καταντίπ, αν φύσαγε θά΄χε διαλυθεί ο πουρές, αδαείς νότιοι, τι μυρίζει λέει ο άλλος, κάτι καίγεται πετάω κι εγώ, πράγματι κάτι είχε καεί, αλλά το έμαθα αργότερα, εκείνη τη στιγμή στοπ, κενό, χημικά, καιγότανε η μύτη, ο λαιμός, απ΄τα ληγμένα τα ισραηλινά ήτανε, κορδέλες, τα ματ κατέβαιναν, είχε σχολάσει ο γάμος, Salonica alternative by night, εσπευσμένη επιστροφή από παραλία, κι όσο να βρεθεί στάθμευση πήρα μπουγάτσες να στρώσουμε, αυτό ναι, ήταν όνειρο!

Ένα όνειρο ποτέ δεν είναι μόνο του, χρειάζεται κι άλλα όνειρα μέσα στα όνειρα, πλουμιστά κατά το δυνατόν, έγχρωμα κι ασπρόμαυρα, απ΄όλα νά΄χει, κι είχε τα σχέδια, τα χαρακτικά και τους καμβάδες του Μιρό, παλαβός ο καταλανός, έσπειρε τη διχόνοια, τί΄ναι τούτο, τό ΄χουνε βάλει ίσια ή είναι ανάποδα, όχι ίσια είναι, αλλά πάει και διαγώνια σαν θες, αρκεί να βάλεις το καρφί στη γωνία, ποια γωνία, όποια θες, τι θέλει να πει ο ποιητής, ό, τι θέλεις λέει, αλλά εσύ θες να σου πούνε, τρομερό κόλλημα και μάστιγα του πολιτισμού. Κουλτούρα σουρρεαλιστική επομένως στο Τελλόγλειο, μόνο καφέ μην πιείτε εκεί, πάτε όπου αλλού θέλετε, διότι ο καφές εκεί δεν πίνεται, είναι όπως βουτάς το πινέλο στο νερό, ένα κάτι τέτοιο καλλιτεχνικό.
Καφές στην παραλία. Α, τι γίνεται κάτω, αργά κυλάνε όλα και χαλαρά, πασαρέλα από τη μια τα μοντέλα στην τρίχα, πασαρέλα κι απ΄την άλλη τα ποδηλατάκια πέρα δώθε, αχ, και γω δεν είχα το δικό μου, τι να κάνουμε, έμεινα να χαζεύω το φεστιβάλ όξω απ΄ το φεστιβάλ, ευχαρίστως θα έδερνα έναν ποδηλάτη για το άχτι συν τη φουσκάλα απ΄το περπάτημα, από πέρισι το χειμώνα στις πορείες είχα να περπατήσω, αλλά κράτησα χαρακτήρα πολιτισμένο και περπάτησα, όλη την πόλη γύρισα, την κάτω δηλαδή, γιατί πάνω, που είχε μείνει απωθημένο, πήγαμε με το Ρουλιώ στον Κεδρηνό, όχι μόνο καφέ, θέλουμε και θέα πανοραμική.

Τ΄όνειρο έσκασε σε μια μεγαλειώδη έκρηξη, όταν το κοτόπουλο έφαγε τα σκουλήκια 4-1, πυρ, χάλαζα και σεισμός στην Τούμπα, αλλά εγώ κοιμόμουν είπαμε, αν το πιστεύετε, ξυστά στο γήπεδο, αλήθεια, σ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα, δεν υπάρχω, το ξέρω, κάντε πως δεν ακούτε, η λιακάδα το μεσημέρι στην Καλαμαριά ήταν υπέροχη, το τσίπουρο υπεροχότερο, κι η φιλοξενία του Ρουλιώ υπεροχώτατη, αν τυχαίνει και δεν ξέρετε απ΄ αυτά, λυπάμαι, πρέπει να πάτε πάνω να μορφωθείτε, δεν γράφονται κι όλα, επιτέλους!
Υστερόγαμον: Ο πίνακας είναι Μιρό, χέρι και πουλί, με το συμπάθειο... αλλ΄εμένα μού φαίνεται σαν το λευκό τον πύργο φυσημένο απ΄τον βαρδάρη... και πάλι με το συμπάθειο...

Η ΒΙΔΑ


δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

που έχει το μαλλί του πια μακρύνει

το πλέκει και το δένει σε κοτσίδα

μη βρει στου ντεραγιέ τη βίδα

δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

φεύγει όλη στο πετάλι η καφεϊνη

και ό, τι τρώει γίνεται θερμίδα

να ΄ναι παχιά του ντεραγιέ η βίδα

δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

που το ποδήλατό του δεν αφήνει

κι αν στα μισά ξεσπάσει καταιγίδα

ρέστα στου ντεραγιέ τη βίδα


FORMAT

Είμαι κρυωμένη... έχω κρυώσει... sinto resfriado... κρύωσα... είμαι σε αδράνεια... δεν έχω κέφι για τίποτα.... είμαι ζόμπι... μπορεί να είναι και ίωση... με γυρίζει η ρουφιάνα... φεύγει κι έρχεται... δεν την πνίξανε οι πορτοκαλάδες... η σιχαμένη... μου χάλασε το σαββατοκύριακο... σηκώθηκα νωρίς χθες να πάω εκδρομή στο Βόλο... τίποτα, λιώμα, ματαίωση... έχασα και το μάθημα των πορτογαλικών...
..................................
Όλη τη βδομάδα ταλαιπωρήθηκα με τον υπολογιστή μου. Δεν μπορούσα να αποθηκεύσω κείμενο word, να κατεβάσω προγράμματα ή ν΄αποθηκεύσω ιστοσελίδες. Παλιά αρχεία από CD ή μνήμες τα έβρισκε άδεια και δεν επέτρεπε την πρόσβαση. Εγκατέστησα τα '03 τρεις φορές από δύο διαφορετικούς κωδικούς. Έδιωξα τα OpenOffice στο πυρ. Διάβασα ένα σωρό sites προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα. Ό, τι αποθήκευα απ΄το Word έμπαινε σε ένα αρχείο normal, το οποίο μετά δεν άνοιγε, κι ό, τι κατέβαζα από το νετ χανόταν, αν κατέβαινε δηλαδή.
Έκανα μια σειρά ελέγχων για πρόσθετα, μακροεντολές κι άλλα κινέζικα, απέρριψα την ιδέα εγκατάστασης προσαρμογέα από dotm σε dot, διότι τα ΄07 δεν ήταν ούτως ή άλλως εγκατεστημένα, προσπάθησα να μετατρέψω το πρότυπο normal dotm σε dot... τζίφος... Κάτι από την αρχική δοκιμαστική έκδοση του Office '07 στα Vista εμπόδιζε το Office '03 και ό, τι άλλο νόμιζε.
Μίλησα με δύο ειδήμονες και δεν βγήκε άκρη. Έτσι επαναφέροντας μετά από τρία μερόνυχτα δοκιμών τις εργαστηριακές ρυθμίσεις (restore), είδα ότι απουσίαζε η ηλίθια δοκιμαστική έκδοση, που τράβηξε από το νετ πρόσθετα ή υπόθετα ή δεν ξέρω τι. Πέταξα και τον antivirus ESET, που τό΄χω ακόμη άχτι, ότι τον αγόρασα μαζί με τον υπολογιστή, και ο οποίος σε τρεις μήνες ζητούσε την καινούρια έκδοση, και κατέβασα άλλον απ΄το ίντερνετ.
Κατέβασα κι ένα spyware, που μπερδευόταν με το wall των Windows, δεν μπορούσα να μπω στο ίντερνετ και το απεγκατέστησα. Με παρακάλεσε τρεις φορές να μην το κάνω, αν δεν μου άρεσε κάποια από τις ρυθμίσεις του να την αλλάξω, ή να στείλω μαιλ στον προγραμματιστή, αλλά ήμουν άτεγκτη.
Όμως κατόπιν πάλι δεν μπορούσα να μπω στο ίντερνετ, γιατί ο antivirus είχε εντοπίσει ένα πρόγραμμα που δεν του άρεσε σ΄ένα παλιό CD, και δίνοντάς του εγώ την εντολή να μην επιτρέψει σ΄αυτό το πρόγραμμα την πρόσβαση από το νετ, έβαλε ρύθμιση για offline εργασία, και ψαχνόμουν μέχρι να βρω τι φταίει και ν΄αλλάξω την ρύθμιση, η άσχετη.
.................................
Διαβάζω την Κόκκινη Μασσαλία του Attia... αμέσως μετά το Μαύρο Αλγέρι... ο σινεφίλ μπάτσος Πάκο Μαρτίνεθ σε περιπέτειες... έχει πάθει τα πάντα εκτός από γρίπη... και δεν είχε υπολογιστή...
................................
Σύρθηκα ως το σινεμά... στο ταμείο η κοπέλα μου λέει, καθίστε όπου θέλετε... αυτό είπανε και στην πάπισσα Ιωάννα και δεν έχασε την ευκαιρία... διάλεξε τον παπικό θρόνο, απαντάω στην κοπέλα... άμα είμαι κρυωμένη, γκρινιάζω και λέω κρυάδες...
................................
Επειδή είμαι off σκέφτηκα ν΄ασχοληθώ και με τον παλιό υπολογιστή μου, τον οποίο έχει η αδελφή μου αποκλειστικά για να μπαίνει στο φέις... στέλνοντας αρκουδάκια και λαμβάνοντας αγελαδίτσες, κόλλησε ιό. Έκανα ό, τι μπόρεσα, και τώρα μπαίνει πάλι στο φατσοβιβλίο. Ο pc συνήλθε, εγώ ακόμη. Θέλω φορμάτ...

ΣΒΟΥΡΕΣ, ΣΤΡΟΜΒΟΙ, ΣΤΡΟΒΙΛΟΙ

Ποιό κοινό έχουν ο Λεβί Στρως, η Ζατέλη και το ποδήλατό μου; Εμένα;! Όχι, όχι, ναι μεν είμαι ψωνάρα, αλλά λάθος. Ποιό λοιπόν; Χμ... ναι... όχι... κοντά είστε... το παίρνει το ποτάμι... ο χείμαρρος... ο καταρράκτης... ναι, αυτό είναι, η βροχή! Είναι υδρόφιλα είδη!
Πολύ νερό, αδέλφια μου, αλήτες, βρεγμένοι ποδηλάτες! Τρεις μουρλούς είδα σήμερα με ποδήλατο και να ρίχνει σαλοτραπεζαρίες, η μια ήμουν εγώ. Να περνάει από δίπλα η πλατφόρμα με τρία αυτοκίνητα πάνω και να πυκνοψεκάζει πλαγίως φσσσσστχχχ..... αααχ, λάδι και νερό, μια ηδονή για λίγους!
Κι ο Στρως; Αυτός ήταν μουλιασμένος μες την τσάντα. Την αδιάβροχη... Διαβάζω τις περιπέτειές του στο Μάτο Γκρόσσο, στα βραζιλιάνικα οροπέδια. Αλλά δεν έκανε ποδήλατο ο γάλλος. Με μουλάρια πήγαινε, με άλογα, με ποταμόπλοια, με τρένα, κουβαλώντας την αιώρα και την κουνουπιέρα του. Κι είμαι στο σημείο που χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά με την ομάδα του να προφυλαχθούν κάπως από την τροπική καταιγίδα, κι ενοχλήθηκαν οι νυχτερίδες, που μόλις είχαν κρεμαστεί ανάποδα μες τον υπνόσακό τους, και τσατίστηκαν, όλα τά΄χαμε, ήρθαν κι οι εθνολόγοι, πουθενά δεν μπορεί να βρει κανείς ησυχία πια, χάλια η κατάστασις, και φτεροκόπησαν ξινισμένες.

Σήμερα ο εθνολόγος είναι εκατονενός ετών, δεν τον έφαγαν τα φίδια, ούτε η ακαδημαϊκή ζωή, και στα δικά μας, να μπούμε στις τροπικές ζούγκλες, να βρούμε τα βοτάνια της μακροζωίας και να κάνουμε ποδήλατο μέχρι να χαθεί το σύμπαν. Άραγε θυμάται τίποτα απ΄όλα αυτά ο επιστήμων, ή έχει πάθει τίποτα άνοια, ή πάλι κάτι τύπου, εγώ σας τά΄λεγα, το δάσος ψοφάει, οι Ινδιάνοι φοράνε αρμάνι ή μπλέξανε με άλλο χαρμάνι, και χάθηκαν, τους φάγανε, δε βαριέσαι...
Φεύγω όμως από τους τροπικούς, κι ανοίγω τη Ζατέλη, στεγνή ήτανε, να βρω ένα στεγνό τόπο, με το σφουγγαρόπανο στο χέρι σήμερα, κατασκήνωση έχει γίνει το σπίτι μου, μπάζει απ΄το μπαλκόνι, ράι-θρου, δεν έβρισκε η γάτα τόπο να κάτσει, άθλιες πολυκατοικίες του εξήντα!

Διαβάζω και τι διαβάζω; Σβούρες, στρόμβοι, στρόβιλοι, ενδεικτικά ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, μια ανεμοδούρα, ένας χαλασμός, βροχή κι αντάρα! Χώρια το ατμοσφαιρικό μέρος, θανατερό σασπένς, είχε και πανσέληνο χθες, δεν μας σώζει τίποτα, ούτε αδιάβροχο, ούτε ομπρέλα, που δεν έχω ποτέ μου, μια είχα ψωνίσει σουβενίρ απ΄το Ορσέ, ε βουαλά, ελληνιστί όρσε, την ξέχασα στο ταξί μιας ταξιτζούς, κάποτε που πήρα ταξί και πρώτη μου φορά ομπρέλα, όπου γιορτάστηκε το γεγονός με λαμπρότητα απ΄όλη την ελληνική ομογένεια.

Υστερόγαμον: Στις φωτό σχέδια των ινδιάνων Cadiveu
Update 4/11: Δεν είχα ακούσει ειδήσεις αλλά πριν λίγο έλαβα ένα mail από ένα ξένο επιστημονικό group, ότι ο Λεβί Στρως απεβίωσε χθες στο Παρίσι. Εις μνήμην...

ΚΙΤΡΙΝΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ


Δεν ξέρω αν το ΄χουν παρατηρήσει κι άλλοι, δεν μπορεί, θα το έχουν, συμβαίνει να περνάει κανείς διαστήματα στη ζωή του, όπου δεν διαδραματίζεται τίποτα, η ρουτίνα κυβερνάει και οι προσπάθειες ν΄αλλάξει κάτι στέφονται μεθ΄απολύτου αποτυχίας, καθώς οι κόποι σκυλοπνίγονται χωρίς ν΄αφήσουν ίχνη μέσα σ΄ένα τέλμα βαρεμάρας, όπου μόνο οι μύγες και τα κουνούπια κάνουν πάρτι και διαγωνισμούς χασμουρητού.
Κι άλλοτε πάλι, εκεί που κάθεσαι και σκέφτεσαι περί της ματαιότητας των ανθρωπίνων, με ψόφια τη λίμπιντο και κοιμισμένη την αδρεναλίνη, χτυπάει το τηλέφωνο, τό΄χεις στη δόνηση και μες την τσάντα, και θα μπορούσες να μην το ακούσεις, αλλά στην πηχτή ανία το ακούς, και λες, ποιος να΄ναι, και μου ταράζει τα τρίγωνα, βλέπεις ένα άγνωστο νούμερο, τελικά απαντάς και τότε η ζωή σου κάνει τρελή αναστροφή επί τόπου, πατάς τέρμα το γκάζι να προλάβεις, έρχονται νταλίκες, κάποτε τελειώνει η βενζίνη, παρατάς τ΄αμάξι, πιάνεις ένα ποδήλατο, καταλήγεις στην παραλία, ανταλλάζεις το ποδήλατο με μια σανίδα, πετάς τα ρούχα, ανεβοκατεβαίνεις στα κύματα, γυρίζεις ανάποδα, κοντεύεις να πνιγείς, σ΄έχει τραβήξει το ρεύμα μακριά, αλλά να, βουίζει ένα ελικόπτερο, ρίχνει τη σκάλα, σε σώζει, δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε, μιλάνε άλλη γλώσσα, κι εσύ ζητάς έναν καφέ, που είναι διεθνής λέξη και την καταλαβαίνουν όλοι.
Κι ο καφές είναι εσπρέσσο, μάλιστα, τα ελικόπτερα φτιάχνουν τον καλύτερο εσπρέσσο, πίνεις τον καφέ στο πιλοτήριο, ανάβεις και τσιγάρο, ο πιλότος δεν έχει κανένα πρόβλημα, έχει ήδη φλομώσει την καμπίνα με καπνό πίπας, άρωμα βανίλια, οι ενδείξεις των οργάνων δεν διακρίνονται καλά, ποιος νοιάζεται, αυτό το ελικόπτερο τραβάει με την διαίσθηση. Και τόσο ωραία είναι η πτήση, που πίνεις τον καφέ ολόσκετο, συνήθως βάζεις λίγη μαύρη ζάχαρη αλλά τώρα το ξέχασες.
Με νοήματα ο βοηθός πιλότου ρωτάει πού βολεύει να σε αφήσουνε, στο Λυκαβηττό λες, κανένα πρόβλημα, νάμαστε κιόλας, ευχαριστείς, κατεβαίνεις την ανεμόσκαλα και βρίσκεσαι στη μέση της οδού Λυκαβηττού, μπροστά σ΄ένα κατάστημα με παπούτσια, κοιτάς τον εαυτό σου στη βιτρίνα, φοράς μια κίτρινη φόρμα, δώρο του πληρώματος, και τότε βλέπεις ν΄ ανηφορίζει ένας μάλλον γνωστός, πράγματι είναι ένας παλιός συμφοιτητής, που ξαφνιάζεται γιατί εσύ φοράς μια κίτρινη φόρμα κι εκείνος ένα γκρι κουστούμι, τον κοιτάς επίμονα, δεν μιλάει, είναι σοβαρός, αλλά εσύ σκας στα γέλια.


Υστερόγαμον: Η φωτό από εδώ.

ΨΥΛΛΟΙ ΣΤ΄ ΑΦΤΙΑ ΜΟΥ

Την Παρασκευή το απόγευμα είχα γυρίσει σπίτι και μιλούσα στο κινητό ακούγοντας από το δεξί αφτί χωρίς ακουστικό, δεν έχω άλλωστε, ένα που αγόρασα κάποτε ήταν προωθημένης τεχνολογίας, δηλαδή τριών με πέντε μηνών νεότερο, και δεν ταίριαζε το βύσμα, θα υποχρεωθώ όπως και νά΄χει να πάρω άλλο κινητό, γρήγορα τά΄φαγε τα bites του τούτο, άτιμη καταναλωτική κενωνία.
Όπου στ΄αριστερό αφτί ακούω ένα ζζζτττ...φφρρρρρ.... επίμονο, σαν να είχε εγκλωβιστεί ένα φτερωτό έντομο και κουνούσε τα φτερά του προσπαθώντας να βγει. Αλλά δεν έβγαινε. Από την άλλη δεν αισθανόμουν τίποτα, ούτε γαργαλητό ούτε πόνο, μόνο το φτεροκόπημα άκουγα.
Άρχισα να φρικάρω, ήμουν και κουρασμένη, τι ήτανε πάλι αυτά τα ζζζ και τα φρρ μες τ΄ αφτί μου, πότε σταματούσαν και πότε ξανάρχιζαν. Κλείνω και το τηλέφωνο, με την Sulpice μιλάγαμε, και της λέω κλείσε, δεν μπορώ, κάτι φτερουγίζει στ΄ αφτί μου σαν έντομο, αλλά μήπως είναι τίποτ΄άλλο, δεν μού΄χε ξανασυμβεί. Μάλλον έντομο, μου λέει, μα πότε μπήκε, δεν κατάλαβα τίποτα και τι γίνεται τώρα.
Στο μεταξύ κάνω μπάνιο, τρώω, πίνω, το φτερούγισμα εκεί. Σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα, θα πέσω να κοιμηθώ, και αν επιμείνει θα πάω σε κανέναν γιατρό, να δει τι είναι, είχα περάσει και ένα κάτι μεταξύ ίωσης, αλλεργίας, κρυώματος, μήπως είναι από αυτό, μήπως έχει καμμιά φλεγμονή, γιατί ένιωθα και πότε πότε σαν να κυλάει προς τα έξω κάποιο υγρό, όμως ήταν απλά μια αίσθηση, υγρό δεν υπήρχε.
Πέφτω να κοιμηθώ λίγο, και τις επόμενες μέρες μέχρι το βράδυ της Κυριακής το φτερούγισμα δεν ξανακούστηκε. Μόνο μια δυο φορές αυτή η αίσθηση με το υγρό. Στο μεταξύ είχα διαβάσει στο νετ ό,τι βρήκα σε τρεις γλώσσες για τις εμβοές στ΄αφτιά, να πάρω μια ιδέα, σε σημείο να σκέφτομαι μήπως είναι ένα σύμπτωμα χαμηλού αιματοκρίτη, φυσήματος ή στρες, άλλο που ένιωθα γενικά καλά πέρα από μια φυσιολογική κούραση, και ο ήχος που άκουγα μπορεί να ήταν από την καρδιά, τα δόντια ή τους στρεσαρισμένους για κάποιο λόγο μύες "της αριστερής παρειάς", ή πάλι από κείνη την μηχανή που με προσπέρασε με τέρμα γκάζια μού΄μεινε το βούισμα στο αφτί;
Μήπως το αριστερό μου αφτί είναι πιο εκτεθειμένο στην κίνηση και κάτι έπαθε από τον αέρα και τον θόρυβο; Άρχισα να κουφαίνομαι; Είμαι κατά φαντασίαν ασθενής; Διάβασα επίσης, ότι σε πολλές περιπτώσεις, αφού γίνουν ένα σωρό εξετάσεις, δεν βγαίνει διάγνωση και ο ταλαίπωρος ζει με το σύμπτωμα, την πίκρα του και τη κλασική σύσταση να κόψει το κάπνισμα και τον καφέ.
Τελικά ήταν ο καφές! Όχι ότι είχα πιει πολύ καφέ και βούιξε το αίμα μου. Το βράδυ της Κυριακής λύθηκε το μυστήριο, πάνω που το είχα ξεχάσει. Μηχανικά έκανα μια με το δάχτυλό μου στο αριστερό αφτί γιατί κάτι μ΄έτρωγε και είδα πάνω στο δάχτυλο κάτι σαν διαμελισμένο μυρμήγκι, δυο τρία απειροελάχιστα μαύρα μόρια, ήταν σίγουρα έντομο, νομίζω ότι διέκρινα το κεφάλι του και δύο κεραίες! Κι ο καφές; Αργά το μεσημέρι της Παρασκευής είχα πιει καφέ στα Εξάρχεια και δίπλα στο κεφάλι μου υπήρχε ένα δεντράκι με φύλλα, ακουμπούσα στα φύλλα...
Αναπόφευκτον υστερόγαμον: Τι μπορεί να πάθει κανείς άμα πίνει καφέ στα Εξάρχεια... απροστάτευτοι είμαστε... πού είναι η προστασία του πολίτη, πού είναι το κράτος!

FUTURISMO


Το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε, ο κύβος ερρίφθη! Αρχές Φεβρουαρίου θα πάω στην Μπραζίλια! Ήθελα χώρο, άνεση και άπλα; Πάρε άρρωστη νά΄χεις! Αλλάζω επίπεδο και περνάω στο Πλανάλτο, το οροπέδιο που κτίστηκε αυτός ο διαστημικός σταθμός, δηλαδή η πρωτεύουσα της Βραζιλίας. Τιν΄τούτο; Πού είναι ο κόσμος, η κίνηση, η φασαρία, το στριμωξίδι; Τα ταξί; Τίποτα, σιωπή του εξωδιαστήματος! Που και που κανένα άλιεν κινείται σαν μύγα μες το γάλα. Μπαίνει από μια αόρατη είσοδο στο πουθενά. Κι έπειτα πάλι σιωπή.
Άπλετος χώρος, αλλά κυκλοφορούν μόνο αυτοκίνητα. Είναι μια πόλη σχεδιασμένη για αυτοκίνητα, η χαρά του οδηγού, αλλά και του αρχιτέκτονα, με τεράστια οικοδομικά τετράγωνα των έντεκα πολυκατοικιών το καθένα. Το κέντρο της πόλης αποτελεί έναν μοντερνιστικό όργιο με κυβερνητικά κτίρια, μουσείο, καθεδρικό ναό και την κεραία της τηλεόρασης. Για να πας από το ένα κτίριο στο άλλο θες οπωσδήποτε ποδήλατο! Αλλά ιδού το φλέγον θέμα: πού θα το δέσω; Ούτε ένα κολωνάκι! Ούτε ένα δεντράκι! Ούτε ένας κρίκος στο έδαφος! Ούτε μια σκιά! Ούτε ένα σκουπιδάκι! Κρανίου τόπος!
Ψάχνω στο ίντερνετ να βρω στοιχεία. Γλυπτικές φόρμες. Καμπύλες, τόξα, σφαίρες, τεθλασμένες ακίδες, σπείρες, οφθαλμαπάτες. Κάτι φώτα το βράδυ. Νερά, γκαζόν και άσπρο σκυρόδεμα ξέξασπρο παντού. Πού πήγανε όλοι; Κρύβονται; Τα καταστήματα πού είναι; Μέσα στα malls. Κι εγώ που σιχαίνομαι τα κλιματιστικά; Ωιμέ! Θα βρω τουλάχιστον έναν ποδηλατά; Καφέ, τσιγάρα, εφημερίδες, γατοτροφή; Θα πρέπει να κάνω προμήθειες σαν φαντάρος στη βραχονησίδα;
Βρήκα στο νετ λοιπόν μια ομάδα ποδηλατών! Είναι στ΄αλήθεια ποδηλάτες ή ολογράμματα; Κάνουνε πότε πότε ένα CMR. Προπορευόταν η αστυνομία ή τροχαία δεν ξέρω, δύο μηχανές δηλαδή κι ένα βαν στο πλάι, πίσω σκούπα δυο ποδηλάτες... Οι ciclistas δίνουν ραντεβού, πού αλλού, στη χαοτική πλατεία, μπροστά στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Εάν κάποιος κάνει μόνος του ποδήλατο, διακρίνεται σίγουρα από εξωγήινους δορυφόρους πέρα από το ηλιακό μας σύστημα.
Μπορείς όμως να χωθείς στο μετρό, αν θες να καλυφθείς κάπως από τα λαίμαργα εξωγήινα βλέμματα. Ναι, υπάρχει πλέον μετρό, από το 2001, θα φτιαχτούν και κάποιοι σταθμοί που λείπουν, προφανώς μέχρι τους Ολυμπιακούς. Στα νότια απλώνεται μια μεγάλη τεχνητή λίμνη, η Λαγκούνα Παράνοια, συγγνώμη, Παρανοά. Επίσης ένα πάρκο, για πικνίκ, με πισίνα και ζαχαροκάλαμα. Στα βόρεια ένας φυσικός δρυμός με προστατευόμενα ζωντανά, αρμαδίλλος, μαϊμούδες, χελώνες και τουρίστες. Στη μέση, είπαμε, το κενό, η φαγούρα του Μπέκετ, το μπαστούνι του Μπόρχες!
Κι απ΄ τους δικούς μας, ο Εμπειρίκος έγραψε κείνο τον ορισμό για την ποίηση ως ανάπτυξη του στίλβοντος ποδηλάτου. Κατόπιν φαντασιώθηκε μια ουτοπία, της οποίας η Μπραζίλια αποτελεί τη σκιά. Θα συνδεθούν αυτά. Θα γίνω μια brasiliensa futurociclista!
Υστερόγαμον:
η φωτογραφία από http://fiveprime.org/hivemind/Tags/brasilia, όπου κι άλλες πολλές, για όποιον θέλει να πάρει μια ιδέα του φουτουριστικού δράματος!
Κι άλλο υστερόγαμον: οι επαφές τρίτου τύπου που περιγράφονται σε διάφορες προηγούμενες αναρτήσεις βρήκαν το νόημά τους... ήταν προάγγελοι...

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

Στην κούρσα πάνω δεν έχω βάλει σχάρα κι έτσι ο,τιδήποτε κουβαλάω το σέρνω στην πλάτη. Πάει η εποχή που τραβολογιόταν ο Πίντσον πάνω στη σχάρα του Σίμου, και με ρώταγαν στις ποδηλατοβόλτες, έφερες και βιβλίο, τι θα μας διαβάσεις, μα κι εκείνη τη σχάρα την έβγαλα. Μ΄έφαγε ο μινιμαλισμός... Ουσιαστικά αν δεν βάλω μες το σακίδιο βιβλίο, το μόνο υπολογίσιμο βάρος είναι τα κλειδιά, πού μαζεύτηκαν τόσα, και τα ψιλά στο πορτοφόλι.
Όμως το ζήτημα είναι ότι πάντα κουβαλάω το βιβλίο, ένα κάποιο βιβλίο. Τρακόσιες εξηνταπέντε μέρες το χρόνο, το βρακί μου μπορεί να το ξεχάσω, τα γυαλιά μου επίσης, μια φορά μάλιστα το αντιλήφθηκα κάπου στη μέση της διαδρομής, ότι έλειπαν τα γυαλιά, όχι το βρακί, όμως ποδήλατο και βιβλίο δεν τα ξεχνάω ποτέ. Μόνο χθες, που υπολόγισα να κάνω κάτι δουλειές μετά τη δουλειά, είπα να μην πάρω βιβλίο και με βαραίνει στις διαδρομές που θα ήταν τρίδιπλες, ε, πήρα μόνο το μικρό πορτογαλικό λεξικό, μην ξεμείνω από λέξεις και τι θα κάνουμε στη μούγγα.

Αλλά για δες, τη μέρα που συνειδητά δεν πήρα βιβλίο, άλλαξε το πρόγραμμά μου ξαφνικά, το αλλάξανε δηλαδή, και πότε προλάβανε, είχα ξυπνήσει άδικα των αδίκωνε από τις εξήμισι, ήρθαν όλα τούμπα, και να μην τα πολυλογώ, οι δουλειές μου αναβλήθηκαν κι απόμεινα από πάνω με αρκετό κενό χρόνο στους πέντε δρόμους χωρίς βιβλίο, φρίκη, μα και χωρίς να μπορώ ν΄απομακρυνθώ ιδιαίτερα, προς την παραλία ας πούμε για καμμιά κουρσάδικη βόλτα!

Πήγα πρώτα λοιπόν να πιω έναν καφέ της προκοπής, βρέθηκα σ΄ένα γιάπικο, κοστούμια από δω, γόβες από κει, λαπτόπ παραπέρα, μιλάμε για οχτώ κι εικοσιέξι το πρωί, πίνω τον καφέ αργααααά, πολύ αργά, διάβασα κι όλες τις πορτογαλικές λέξεις από s, μία θυμάμαι τώρα, sair, φεύγω. Πριν φύγω, βλέπει ο σερβιτόρος το λεξικό, εκστασιάζεται, ξέρεις πορτογαλικά, νάου, του κάνω αλλά θα τα μάθω, τα ζητάει η εταιρεία, ε, ποια εταιρεία, καλέ, ο οργανισμός μου τα ζητάει!

Ιδού τώρα τα χειρότερα, κάνω γύρω στα τρία τέταρτα ποδήλατο, λυσσάω, είναι ωραίο το πρωινό φως, σ΄αυτή τη χαραμάδα των ωρών αιχμής, πηγαίνω να πληρώσω και επί τη ευκαιρία τον απαίσιο ΟΤΕ, μην το κόψουν και δεν μπορώ ν΄ αναρτήσω ποστ, αλλά μεγάλο άχτι του΄χω, τα χάλια του απ΄τον Απρίλη, μαύρα χάλια, ειδικά το τηλέφωνο, και τελικά, τελείως κατά τύχη, εκεί που χάζευα, χμ, ήταν η βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου εκεί που χάζευα!

Όπου έλαβε χώρα μια θυελλώδης εσωτερική σύγκρουση, η οποία εκφράστηκε σωματικά, το ένα μου πόδι παρορμητικό επάνω στο κατώφλι, το άλλο καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, τόσα βιβλία μισοδιαβασμένα έχεις, κι άλλα τόσα αδιάβαστα, και θα πάρεις κι άλλα να τα κουβαλάς κιόλας, πάρε μια εφημερίδα, πήγαινε στο ποδηλατάδικο, κάτι θα χρειάζεσαι, μπες στα καλλυντικά, μέχρι να βρεις την απόχρωση του κραγιόν θα έχει περάσει η ώρα, έλεγε το ένα πόδι, το άλλο όμως ακολουθούσε το χέρι που έσπρωχνε την πόρτα, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, δηλαδή κανένα λογικό επιχείρημα πλην του πάθους, τελικά η μύτη έλυσε τη διαμάχη, μέσα και γρήγορα γιατί εδώ έξω για κάποιο λόγο βρομοκοπάει αφόρητα! Πράγματι κάτι βοθροαποφράξεις, κάτι λάσπες που τρέχανε, κάτι τις ανελέητον.
Μοναδική πελάτισσα πρωί πρωί αλώνισα από δω σκάλισα από κει και βγήκα με δύο βιβλία, για το πείσμα της λογικής, και κοιτάξτε να δείτε πώς γίνεται, ακουμπάμε το βιβλίο πάνω στα πόδια, οι αριστερές σελίδες στο αριστερό πόδι, οι δεξιές στο δεξιό και στο εσωτερικό άνοιγμα του βιβλίου, εκεί στη μέση, η μύτη!

Υστερόγαμον: ο τίτλος από την Τύφλωση (Die Blendung) του Κανέτι, για έναν τρελό που ζούσε με τα βιβλία του ανάμεσα σε άλλους τρελούς, χωρίς βιβλία, ποδήλατα δεν αναφέρονται, απ΄όσο θυμάμαι δηλαδή, αλλά μπορεί να μη θυμάμαι και καλά, βιβλία είχε, σκάκι είχε, ποδήλατα γιατί να μην είχε;


ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Μπορεί να μη λύθηκε το καυτό θέμα του ποδηλατόδρομου στα Μελίσσια αλλά επιλύθηκε έστω και μετά από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια το πρόβλημα του τραγέλαφου! Επιβεβαιωμένα υπάρχει το ιδεατόν τέρας! Κυκλοφορεί ανάμεσά μας!
Το ελληνικό ερώτημα βρήκε ταιριαστά την απάντησή του σε ελληνικό έδαφος, παρέχοντας νέα δεδομένα και ώθηση στη φιλοσοφία και τον πολιτισμό. Με χίλιες δυο σοφιστείες που θα ζήλευε κι ο Γοργίας, καταψηφίστηκε εκ νέου ο ποδηλατόδρομος, το μέγα διαμφισβητούμενο έργο των Μελισσίων, το οποίο πιθανώς θα αφεθεί έκθετο στην πόρτα της Νομαρχίας να νιαουρίζει.

Πλατωνικοί - Σοφιστές 0-1! Καθώς ο διαιτητής σφύριξε το τέλος του αγώνα, οι θεατές επιβεβαίωσαν ανεξάρτητα τα εξής θαυμαστά, ότι είδαν στον αέρα τον Αριστοτέλη να πετάει καβάλα στον τραγέλαφο και τον Πλάτωνα να χάνεται με γρήγορο πετάλι στην κίνηση της Λεωφόρου Δημοκρατίας. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι οι σοφιστές πήγαν με τα τζιπ τους για παϊδάκια.

Στη μνήμη του Σπύρου Κλαδίτη, ποδηλάτη 30 ετών, που σκοτώθηκε στις 26/9 από φορτηγό στην Πανεπιστημίου μπροστά στο Τιτάνια, μέρα μεσημέρι, ημέρα Σάββατο...

ΔΑΓΚΩΤΟ!

Πολλές φορές καθώς κάνω ποδήλατο μ΄έχουν πάρει στο κατόπι σκύλοι, συνήθως οι γνωστοί κιτρινοκαφέ, χρώμα αντίστοιχο μ΄αυτό το χαρακτηριστικό του ωραίου αττικού ορίζοντα ήδη από τις εφτά το πρωί, ειδικά μάλιστα άμα έχει έρθει και σκόνη αφρικάνικη είναι πολύ πετυχημένη απόχρωση, εμπνέει το καλλιτεχνικό ένστικτο. Στους σκύλους αυτούς δεν δίνω σημασία, δηλαδή τους έχω υπόψη μου, αλλά κρατάω ψυχραιμία και συνεχίζω σταθερά.
Είναι δε διαφόρων χαρακτήρων, αν και όλοι ανεξαιρέτως έχουν μια μανία με τις ρόδες που γυρίζουν, αλλ΄ επίσης και με τα πόδια που γυρίζουν στο πετάλι, ορισμένοι χυμούν αμέσως γαβγίζοντας για εκφοβισμό και φεύγουν γρήγορα, άλλοι ακολουθούν λίγο περισσότερο, κάποιοι επιχειρούν να δαγκώσουν, ακουμπάνε και φεύγουν, μερικοί γαβγίζουν από μακριά, μια μερίδα απ΄αυτούς είναι πολύ βαριεστημένοι, πάνε να γαβγίσουν και να σηκωθούν αλλά τελικά μόνο χασμουριούνται και ξύνονται, κάτι τέτοιους πετυχαίνω στην Αγορά, άλλοι όμως, παραμονεύουν και ορμάνε να δείξουν δόντια, τέτοια είναι τρία μπατσόσκυλα στην Ηρώδου Αττικού, ευτυχώς έχουν ωράριο, αν είναι πολύ νωρίς το πρωί ή μετά τη δύση του ήλιου δεν κουνιούνται, το πρόβλημα εκεί είναι καμμιά φορά η πυκνή κίνηση, κι αυτά με κόβουν από μακριά που κατηφορίζω και πετάγονται. Υπάρχουν και ορισμένοι που ακολουθούν ποδηλατικές πορείες για μεγάλες αποστάσεις, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, μάλλον μας περνάνε για ένα είδος αγέλης και μας περιτρέχουν μ΄ένα σκυλίσιο αίσθημα ευθύνης.
Ανεβαίνοντας σήμερα την μετεκλογική Σκουφά το πρωί, μετά το συνηθισμένο σλάλομ στην Ιπποκράτους, χαλάρωσα γιατί ήταν άδεια και πήγαινα στα δεξιά, όπου λίγο πριν την πλατεία ακούω γαβγίσματα, όρμησαν από αριστερά, έξω από μια καφετέρια, δυο σκύλοι κίτρινοι, ο ένας επέμενε, δεν ταράζομαι, συνεχίζω, αλλά εκείνος στόχευε το αριστερό μου πόδι, κάνει μια έφοδο και με δοκιμάζει λίγο απέξω, κατόπιν έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να με φάει καλύτερα και εφάρμοσε το σαγόνι του γύρω από τον αστράγαλο, μάλλον του άρεσε η κρέμα σώματος με γεύση κακάο.
Στην τρίτη πια άρχισε να με μασουλάει καλύτερα, τινάζω λίγο το πόδι μου, άι αποκεί, του λέω, που δαγκώνεις κιόλας....άουτςςς, αληθινό το άουτς, φωναχτό, κάποιοι περαστικοί ανησύχησαν και στάθηκαν, αλλά έφυγε επιτέλους, πόναγε το πόδι μου αλλά ευτυχώς έμειναν μόνο μώλωπες, τρία τέσσερα σημάδια στον έξω και έσω αστράγαλο από τις δοντάρες του. Τώρα που το κοιτάω, και λίγο πιο πάνω, στο πιο ψαχνό. Μ΄έφαε το θηρίον! Το αστείο είναι ότι σήμερα είπα να μην φορέσω μποτάκια, που φόραγα όλες τις προηγούμενες μέρες, μόνο που δεν ξέρω αν θα΄μουν πιο προφυλαγμένη, ίσως έτρωγε κατευθείαν ψαχνό. Σκυλί που φωνάζει, λένε, δεν δαγκώνει... ετούτο όμως και φώναζε και δάγκωνε! Τουλάχιστον δοκίμαζε!
Ελύσσαξαν οι σκύλοι στο Κολωνάκι; Μήπως έγιναν περικοπές στην τροφή τους; Πάνιασε το προσούτο, έσωσε το παντεσπάνι; Άγρια τα πράματα!

ΛΟΥΛΑ, ΛΟΥΛΑ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΛΟΥΛΑ

Το απόγευμα της Κυριακής νωρίς νωρίς πήγα να ψηφίσω. Η μάνα μου με είχε πεθάνει με την ώρα δύσης του ηλίου και την ώρα κλεισίματος της κάλπης. Εγώ είχα ακούσει εφτά με εφτά. Εκείνη πάλι επέμενε, ότι η δύση του ηλίου είναι στις έξι και κάτι, άρα θα έπρεπε να πάω νωρίτερα. Μην και δεν προλάβω να ψηφίσω, δεν έχω μετά δικαιολογία, μου απαγορεύσουν τάχα την έξοδο από τη χώρα και δεν πάω στην Βραζιλία! Κι άμα, της λέω, δεν πάω στην Βραζιλία; Αφού τη μια λες να πάω και την άλλη να καθήσω εδώ για να μην πάρω μαζί μου τη γάτα! Δεν βγάζει κανείς άκρη, ιδίως αν δεν έχει πιει ένα σωστό καφέ.
Έπρεπε ωστόσο να περιμένω την αδελφή μου. Η οποία τό΄χει ένα είδος εθίμου να πηγαίνουμε να ψηφίζουμε μαζί. Όπου έχουν συμβεί διάφορα, τύπου να μου φωνάζει από το διπλανό παραβάν, Cocooo, πόσους σταυρούς πρέπει να βάλουμε;;; Το πιο αστείο όμως είναι ότι δεν ξέρει η μια τι ψηφίζει η άλλη, το λέμε μετά. Φέτος η αδελφή μου καταπάτησε τον κανόνα και είπε ότι είναι απογοητευμένη γιατί δεν βρίσκει μια δουλειά της προκοπής και θέλει να βάλει μια διάφανη φέτα παστουρμά μέσα στο φάκελο, να πάρει ο χάρος κι άλλα ψηφοδέλτια, αλλά εγώ (που έχω δουλειά) της είπα ότι είναι βρομερό και ντεκαντάνς. Μετά κατά σύμπτωση ψηφίσαμε το ίδιο, όμως δεν σας λέω τι, γιατί η ψήφος είναι κρυφό και άτιμο πράγμα. Πάντως ούτε άκυρο ούτε παστουρμά, τον είχε φάει όλο, όσο για το λευκό, ε, ξενέρωτο εντελώς.
Πάμε λοιπόν στο εκλογικό κέντρο ανυποψίαστες, δίνει πρώτα η αδελφή μου την ταυτότητά της, την βρίσκουνε αμέσως, χώνεται στο παραβάν, δύο ήτανε, δίνω και γω τη δική μου, με ψάχνανε, κι όταν με βρήκανε κάτι λέγανε. Αποφασίζουν να μου δώσουν τα ψηφοδέλτια, μπαίνω μέσα, φρίκη, ανακατωμένα, τα μισά ανάποδα, πάνω πάνω κάτι κόμματα που χάζευα και με πιάσανε τα γέλια, κάποια από αυτά τ΄αποδέλοιπα, που πιάσανε μία ή τρεις ψήφους, δημοκρατία έχουμε, να γελάμε λίγο, να μην κλαίμε μόνο, it's OK!
Τραβάω τέσσερις σταυρούς, κλείνω γρήγορα γρήγορα το φάκελο μη μετανιώσω, ό, τι και να ψηφίσεις σ΄αυτήν τη χώρα θα το μετανιώσεις εκτός κι αν είσαι στόκος ή πωρωμένος στόκος, και πάω να ρίξω τον φάκελο στην κάλπη. Κοντοστάθηκα να δω αν είχε κάμερες, κρίμα δεν είχε. Ένας μουσάτος όμως είπε: Ναι, είναι! Και μια μελαχρινή με κάρφωσε και είπε: Α, έτσι! Με το χέρι μετέωρο, κοιτάζω την ξανθιά μπροστά στην κάλπη και της λέω: Ορίστε; Είστε! μου απαντάει η ξανθιά. Τι είμαι; ρωτάω και αφήνω το φάκελο να πέσει επιτέλους μέσα στην κάλπη.
Οπότε η μελαχρινή ξεσπαθώνει: Είστε εφορευτική επιτροπηηηή! Πού ήσασταν; Δεν ήρθατεεεεε!
Γιατί δεν ήρθατε; ρώτησε η ξανθιά.
Να καθήσει τώρα; πρότεινε ο μουσάτος.
Τώρα είναι αργά! απάντησε η μελαχρινή και μου επέστρεψε την ταυτότητα με περιφρόνηση.
Τι μου λέτε, δεν ειδοποιήθηκα! είπα τελικά και γω.
Μα πώς, πού μένετε, εδώ δίπλα ακριβώς, λέω, όμως θέλανε πιο συγκεκριμένα, να τους πω οδό και αριθμό, δεν το βλέπανε, τελοσπάντων το λέω, γιατί δεν ήρθατε, θα κανονίζαμε αλλιώς τις βάρδιες, το καταλαβαίνω ότι πήξατε, και θα σας έσωζα, με περιμένατε σαν το ρόδο στο μαντίλι, αλλά δυστυχώς, δεν ήξερα τίποτα, δεν έφερε κανένας κανένα χαρτί, εκτός κι αν χάθηκε, το δώσανε στο διαχειριστή, δεν έχουμε διαχειριστή, το κολλήσανε στον πίνακα ανακοινώσεων, αποκλείεται, πρέπει να το παραλάβω και να υπογράψω, εγώ ή δύο άλλοι, σας πήρανε τηλέφωνο, πφ, σιγά μην καθόμουν να βαστάω σκοπιά στο τηλέφωνο, ας έστελναν τηλεγράφημα! Λέτε να κρυβόμουν και ήρθα να ψηφίσω μετά; Αλλά ίσως το έκανα επίτηδες να έρθω αργά...
Δεν ξέρατε τίποτα; Ορκιστείτε!! λέει η ξανθιά! Ε, μ΄έπιασαν τα διαόλια μου. Λέω στην αδελφή μου πάμε να φύγουμε πια, μαζεύτηκε ουρά. Μήπως πρέπει να καθήσεις; λέει εκείνη, βαλτή ήτανε; Όχι της λέω, αν ήτανε θα είχα έρθει το πρωί, τώρα πάω να πιω καφέ! Αφού δεν ήρθατε σήμερα, θα έρθετε στις επόμενες εκλογές, στρίγγλισε η μελαχρινή!
Βγήκα γρήγορα στο διάδρομο μην παρεκτραπώ και την παραπέμψω στον ...Λούλα...

ΕΚΕΙ, ΕΚΕΙ, ΣΤΗΝ Α΄ ΕΘΝΙΚΗ!

Υπάρχουν λοιπόν κάτι μέρες που ξεκινάς το πρωί σαν πούπουλο και νωρίς το απογευματάκι έχεις πήξει σαν τυρί του τοστ. Στριμωγμένο σε δυο φέτες ψωμί, χαμένο ανάμεσα σε ζαμπόν, ντομάτα, ελιές, ταραμοσαλάτα, πιπεριές, σαρδέλες, καλαμπόκι, πατατάκια, σπανάκι, μπόλικο βούτυρο... ένα απαίσιο Σάντουιτς, Λόρδε μου!
Αλλ΄ ως τυρί ξεφεύγω, κάθε τυρί ξεφεύγει λίγο, είτε σαν κομματάκια που εξέχουν, είτε λιωμένο, είτε πάλι μεταμορφωμένο σε τυροσαλάτα, όλο και κάποιος τρόπος, ανεβαίνω στο ποδήλατο, εγκαταλείπω τα πιεστικά ψωμάκια, τις κουτσομπόλες ελιές, τις λυσσασμένες σαρδέλες και τα γλοιώδη βούτυρα και κάνω χαλαρό πετάλι στη Συγγρού.
Όπου αισθάνομαι μια ώθηση στην πλάτη, ένα χέρι πάνω στην πλάτη μου, τι γίνεται, δεν μπορεί να΄βγαλε το χέρι του κανένας οδηγός και να σπρώχνει, αλλά να, ένας ποδηλάτης είναι, με φάτσα ηλιοκαμμένη, αθλητής με τα κολάν του και τα χρονόμετρά του, τότε βλέπω με προσπερνούν κι άλλοι τρεις τέσσερις πάνω σε κούρσες, του σκοτωμού.
Γεια χαρά και πώς από δω, προπονησούλα μεσημεριάτικα στο καυσαέριο, και γω να είμαι με το mountain, πηγαίνω σαν την κότα, και τι μου λέει, είδα πώς πεταλάρεις και σκέφτηκα, δικιά μας είναι! Τι δικιά σας καλέ, σεις τι είστε; Της Εθνικής, μου απαντά, πωπω, συγκίνησις, αλλά φοράτε παρδαλά, δεν φαίνεστε, εγώ όμως είμαι αστικός τύπος και φαίνομαι, χαλλλαρά και κόβω στο φανάρι!
Παρακολουθείς τα ποδηλατικά, τι να του πω, ε εε, εγκυκλοπαιδικά! Ε, και γω δεν είμαι τίποτα ακόμη, επιπέδου μάστερ μόνο! Να, εκείνος εκεί μπροστά είναι αξιώσεων! Μάστερ, χαχα, καλά εγώ είμαι σκέτο τίποτα και κρίμα που δεν έχω σήμερα την κούρσα να παίζαμε λίγο! Δεν πειράζει, δεν έχεις και άγχος!
Πράγματι, δεν έχω καθόλου άγχος με το ποδήλατο, αυτό μου έλειπε, να μου γίνει άγχος το ποδήλατο, οπότε η ομάδα χάθηκε σαν φτερό και γω κόλλησα όπως πάντα στην κίνηση στο Φιξ, αναπτερωμένη ωστόσο με μια αίσθηση δυναμισμού πάνω στη λεωφορειολωρίδα. Χαιρέτησα κι έναν σπαστούλη, που τον πετυχαίνω συχνά να βγαίνει απ΄το μετρό. Η αλήθεια είναι έφτασα σε υποκειμενικό χρόνο dt στο Σύνταγμα, αυτά κάνει η ποδηλατική λίμπιντο!

Υστερόγαμον: Πάω Βραζιλία na certa, τον Φλεβάρη, υπογράφτηκαν τα κιτάπια την Δευτέρα!

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ

ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΜΑ ΚΑΙ ΜΟΥ

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ

Δεν είναι δυνατόν, δεν παίζει, δεν υφίσταται! Υπάρχει ένα σημείο στη οδό Σταδίου, στο οποίο φαίνεται πως πάλλονται σχιζοφρενικά ενεργειακά ρίγη μεταξύ 10-11 μμ. καθ΄εκάστην! Δεν είναι τυχαίο, ότι δυο τρεις φορές που έχω σταθεί εκεί βράδυ, ανοίγει η πύλη της παράνοιας. Δύο από αυτά τα φαινόμενα είχα αναφέρει παλιότερα, και βαριέμαι να παραπέμψω τώρα, κάπου μέσα στα προηγούμενα ασυνείδητα ποστ μου θα βρίσκονται, καλύτερα λοιπόν να μιλήσω για το τρίτο φαινόμενο, διότι σημειώθηκε πρόοδος! Το πρώτο το άκουσα, με το δεύτερο μίλησα και το τρίτο τ΄αποψινό... το ΑΓΓΙΞΑ!
Περνάω τη διάβαση και ανεβαίνω με το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο με σκοπό να το δέσω κάπου εκεί. Ανεβαίνοντας κάνω δυο τρία μέτρα και σταματώ στην δεύτερη κολώνα από την απέξω πλευρά ξυστά. Το πεζοδρόμιο πλατύ, άδειο, όχι όμως ολόαδειο! Ένας τύπος με μούσια κι εφημερίδες στ΄αριστερό του χέρι ερχόταν προς το μέρος μου, κι όπως σταματάω, επαναλαμβάνω, ξυστά στην κολώνα, και μισοκατεβασμένη απ΄το ποδήλατο, ακούμπησε ο αριστερός μου αγκώνας τον αριστερό του αγκώνα, ελαφρά.
Τι ήτανε να τον ακουμπήσω! Έφριξε! Το μούσι του έγινε βούρτσα! Σε άλλη περίπτωση, λες ένα ωπ, ένα συγγνώμη, ένα κάτι τελοσπάντων και το θέμα λήγει εκεί! Και γω είχα φωνάξει μες την Ακαδημίας για το ταξί που με χτύπησε, αλλά το χέρι μου και προπάντων το γόνατο πονούν ακόμη, και το κουρσάκι κάθεται γιατί δεν πρόλαβα να το φτιάξω! Ο μουσάτος όμως ήθελε να βγάλει κάποιο άχτι. Και τότε άνοιξε η πύλη της παράνοιας:
Πού πας έτσι; Και θα μας σκοτώσεις! Κι εδώ είναι πεζοδρόμιοοοοοο! Κι αν ήτανε η μάνα μου που΄ναι γριά κι ανήμπορη θα την σκότωνες; Κι είν΄αυτός τρόπος που κυκλοφορείς; Κι αν είχα χτυπημένο χέρι με πρόβλημα; Εντωμεταξύ του είπα ότι ήμουν σταματημένη πριν φτάσει δίπλα μου κι ότι ίσα που ακουμπήσαμε καθώς κατέβαινα απ΄το ποδήλατο, για ένα άγγιγμα κάνει έτσι; Και τότε στο μετρό ή τα λεωφορεία ή το πρωί στο ίδιο πεζοδρόμιο δεν κυκλοφορεί για να μην τον σκουντάνε; Και να, πόσα μηχανάκια ανεβαίνουν σαν νά΄ναι δρόμος και να μην φωνάζει για ένα ποδήλατο σταματημένο. Κι ότι μάλλον εγώ έπρεπε να του φωνάξω που με ακούμπησε γιατί ο δικός μου αγκώνας είναι χτυπημένος και πονάει! Αυτά του τα είπα επίτηδες για να φρίξει. Πράγματι έφριξε κι άρχισε να ουρλιάζει φεύγοντας, ε, μα είσαι βλάκααααας! Βλάκαααας! Με τις φωνές βέβαια είχαμε αρχίσει να γινόμαστε θέαμα. Τελικά ο μυγιάγγιχτος έφυγε αφρίζοντας.
Στην αρχή χαλάστηκα λίγο γιατί γενικά προσέχω αλλά μετά με έπιασαν γέλια. Ο τύπος ήταν στον κόσμο του και το άγγιγμα τον προσγείωσε ανώμαλα. Χώρια που πήγαινε κοντά κοντά στις κολώνες, γιατί ίσως και να φοβόταν τ΄αυτοκίνητα που ανέβαιναν τη Σταδίου! Ή πάλι η κολώνα που διάλεξα να σταματήσω ήταν ο σύνδεσμός του με τον πλανήτη Γη, μια είσοδος σε κρυφή υποχόνδριο σκουληκότρυπα και δεν ήθελε να στέκονται ποδήλατα εκεί να ταράζουν την ενεργειακή ροή... ποιος ξέρει...

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΗΣΗ

Την προηγούμενη βδομάδα με χτύπησε η πόρτα ενός ταξί στην Ακαδημίας. Σταματάει ξαφνικά αριστερά μου μες τη μέση, γινόταν χαμός από την κίνηση, ανοίγει η πίσω πόρτα, την βλέπω που ανοίγει, βγάζω μια καλή γκαριξιά, αλλά ο βιαστικός απομέσα δίνει δεύτερη ώθηση και χαριστική, και πετάει ανενδοίαστα την πόρτα διάπλατα πλέον, ούτε που κοίταξε, ούτε που πήρε χαμπάρι, πού είστε κύριε, στο χωράφι σας και πετάτε πόρτες, να μας σκοτώσετε λίγο πριν την Όπερα;
Δεν προλαβαίνω λοιπόν πια τίποτα, με πιάνει η άκρη της πόρτας γόνατο, χέρι, δεν καταφέρνω ισορροπία, πέφτω δεξιά, ευτυχώς ανάμεσα στο περίπτερο και τα κάγκελα του καγκελάριου, βγαίνει ο περιπτεράς απ΄το πορτάκι, μένει το ταξί σταματημένο, μένει κι ο επιβάτης να με κοιτάει, ρωτάει αν είμαι καλά και τα λοιπά, έχω τσαντιστεί, καλά είμαι του λέω, στρέφομαι στο κυκλοφοριακό χάος και φωνάζω σοπράνο, γαμώ τα ταξί!!! Μούγγα ο ταξιτζής, η φωλιά του λερωμένη.
Πονούσα κανά δυο μέρες αλλά εντάξει. Βέβαια η Sulpice με την οποία είχαμε ραντεβού για καφέ πιο κάτω με παρέλαβε στα κακά χάλια και συρθήκαμε σε μια γνωστή μας καφετέρια, όπου η κοπέλα εκεί μου έφερε κάμποσο πάγο στο Πανοπτικόν των καπνιστών που καθήσαμε. (Πανοπτικόν= ειδική γυάλα κοινωνικού διαχωρισμού επιβλαβών στοιχείων. Αντιστρόφως ανάλογη σχέση μικρού εμβαδού και μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας).



Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά και με το ποδήλατο. Ο πίσω τροχός έπαιζε και κόλλαγε στο φρένο. Μόλις δε που είχα αλλάξει σαμπρέλες και λάστιχα μετά από κάποια ταλαιπωρία, δηλαδή πρώτη του μηνός για τον καλό μήνα, τσφφφ, κόβει το μπροστινό ένα γυαλί, το αλλάζω και κατόπιν διαπιστώνω, ότι έχανε και το πίσω απ΄τη βαλβίδα, βάζω και καινούργια λάστιχα επί τη ευκαιρία, γιατί τα άλλα μέσα σε τρισήμισι μήνες είχαν βγάλει μαλλιά, ραγάδες και κοψίματα.
Το ωραίο ήταν πως ήθελα να κάνω και το μάστορα. Πρόσεξα κάτι ακτίνες χαλαρές και πήρα τον ακτινολόγο να ακτινολογήσω! Στην είσοδο της πολυκατοικίας ξημερώματα Σαββάτου, ο κόσμος έμπαινε και έβλεπε μια γνωστή πια ποδηλατομανή, ανίατη περίπτωση, σε εμφάνιση νεγκλιζέ με τα χέρια όλο γράσο, να σκαλίζει το ποδήλατο ίσια κι ανάποδα και να βγάζει και να βάζει την πίσω ρόδα.
Αποτέλεσμα; Συν ένα! Δηλαδή τα έκανα χειρότερα. Ο τροχός δεν ευθυγραμμιζόταν με τίποτα και επιπλέον κόλλησε εντελώς πάνω στα φρένα, σε σημείο ν΄ αναρωτιέμαι, πώς θα το σύρω ως τον ποδηλατά. Είναι πάντως αλήθεια, ότι χρειάζομαι ένα σταντ, γιατί αλλιώς δεν γίνεται μια σωστή δουλειά. Άραγε σε πια δυσθεώρητα ύψη μαστροχαλασιάς θα έφτανα αν είχα και το σταντ, εκτός από τον ακτινολόγο, που τον είχα αγοράσει για να μάθω λέει να κάνω ακτινολόγηση!
Ο Μήτσος στις τρεις και το μεσημέρι (έκλειναν τέσσερις) είδε τον τροχό και αναφώνησε, πα πα πα! Δεν βλέπεις;;; κάνει οχτάρια! (Εγώ έβλεπα). Πήγαινε να κλαφτείς στο αφεντικό μέσα να έρθει να στρώσει τη ζάντα, μάλλον στράβωσε! Έρχεται ο αρχιμάστορας, κάνει μια ακτινολόγηση, λέει του Μήτσου: Πφ! Εντυπωσιάστηκα! Ο δε Μήτσος έχει ένα καλό, είναι καλός μάστορας, κι ένα κακό, αγχώνεται. Ένας άλλος βοηθός, του είπε μια φορά, ψυχραιμία, μωρέ, κι εκείνος ούρλιαξε, αν ήμουν ψύχραιμος δεν θά΄μουνα ο Μήτσος!
Ελπίζω, ότι τελικά δεν έχει πάθει τίποτα η ζάντα ή το πίσω πηρούνι. Η αλήθεια είναι, ότι εκτός από το πέσιμο εξαιτίας του ταξί, έχω περάσει και αρκετούς λακκουβόδρομους. Πάντως μετά την ακτινολόγηση πηγαίνει καλά. Κι εκεί που έφευγα από τον ποδηλατά, αφού του παρήγγειλα και φτεράκια για τη βροχή, άρχισε να βρέχει.
Τότε συνάντησα έναν τύπο, που έχω δει συχνά σε βόλτες ποδηλατικές αλλά είχα αρχίσει να πιστεύω πως είναι μουγγός. Στέκεται κιόλας ώρες ακίνητος και θυμίζει σφίγγα. Τον χαιρετάω και τότε, ναι, απίστευτο, μίλησε! Είχε φωνή! Ότι να προσέξω, γιατί με την χαζουλοβροχή, ο δρόμος έγινε σκέτη γλίτσα με λάδια και γλιστράει του θανατά. Είπαμε και κάτι επιστημονικά για λάστιχα και χωρίσαμε.
Αποφάσισα να καθίσω για καφέ, να διαβάσω και να περιμένω να στεγνώσει ο δρόμος. Μετά από λίγο βλέπω τον τύπο στην άλλη άκρη του τετραγώνου, σε άλλο καφέ, είχε την ίδια στρατηγική ποδηλατικής επιβίωσης. Μόνο που αυτός δεν διάβαζε. Ατένιζε τη Σαχάρα...

ΜΕΡΕΣ ΑΔΕΣΠΟΤΕΣ

Μόλις γύρισα σπίτι μετά από τέσσερις ώρες στους πέντε δρόμους. Ιδού τι συνέβη. Ανεβαίνοντας τη Συγγρού στο ύψος μεταξύ Νέας Σμύρνης και Νέου Κόσμου πρόσεξα στη μέση της λεωφόρου ένα γατάκι χτυπημένο να φτύνει αίμα. Φτάνοντας μερικά μέτρα παρακάτω, σταματάω σε ασφαλές σημείο, γυρίζω πίσω και στέκομαι στη νησίδα του παράδρομου να δω το γατί, ένα μικρούλι κατάμαυρο. Σκέφτηκα να το μαζέψω τουλάχιστον στην άκρη.
Μέχρι να κόψει κάπως η πυκνή κυκλοφορία και να καταφέρω να βγω να το πιάσω πέρασε κανένα τέταρτο. Κι ενώ νόμιζα πως ήταν ψόφιο, είδα πώς κούνησε λίγο το κεφάλι του. Τελικά το πιάνω και το ακουμπάω χάμω στη νησίδα. Ανέπνεε ακόμη και δεν έβγαζε άλλο αίμα. Το χτύπημα ήταν στο κεφάλι και η αιμορραγία από τη μύτη. Ψαχνόμουν τί να κάνω.
Πήρα τηλέφωνο τις πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου να μου δώσουν το νούμερο καμμιάς φιλοζωικής εκεί κοντά. Μου λένε Αμπελοκήπους και καλώ. Όταν πλέον έπιασα γραμμή, απαντάει μια κυρία, και τι μου λέει, ότι βρίσκεται στο Κορωπί και έχει κάνει εκτροπή! Της εξηγώ την κατάσταση και εκείνη κοιτάει να βρει βοήθεια στην γύρω μου περιοχή, αμφίβολο όμως.
Εντωμεταξύ δεν θυμόμουν το επώνυμο της κτηνιάτρου των γατιών μου, το μυαλό μου είχε κολλήσει. Στο σπίτι δεν ήταν κανένας, αλλά τηλεφώνησα στην Sulpice εκτός Αθηνών, βρήκε το τηλέφωνο, γιατί πηγαίνει το γάτο της στην ίδια γιατρό και της τηλεφώνησε. Μετά μου έδωσε τον αριθμό και κανόνισα να πάω το γατί στο ιατρείο της, στο Κουκάκι.
Με το ποδήλατο ήταν δέκα-δεκαπέντε λεπτά απόσταση, αλλά πώς θα μετέφερα το ζωάκι; Τελικά βρήκα μια σακκούλα μικρή καθαρή κι ένα χαρτόνι μαλακό από συσκευασία πάνω πάνω στον κάδο έξω από ένα συνεργείο, τίποτ΄άλλο δεν υπήρχε γύρω κι εγώ δεν είχα ούτε χαρτομάντηλο. Έστρωσα το χαρτόνι και τη σακκούλα μέσα στο κράνος, βόλεψα το γατί και κρέμασα το κράνος στο τιμόνι. Το γατάκι σήκωσε λίγο το κεφάλι του και ανοιγόκλεισε τα μάτια του.
Πήγα στο ιατρείο σιγά σιγά και τηλεφώνησα στη γιατρό να έρθει. Την στιγμή που απάντησε, αντί να της πω τα σχετικά, έβγαλα κάτι φωνές, νερόοο, εεε, ήρθαν πάνω μου, πάνω στο γατί και το ποδήλατο δυο κουβάδες νερό από το μπαλκόνι του πρώτου! Τελοσπάντων πάω απέναντι και σε λίγο έφτασε η γιατρός.
Του έκανε μια ένεση κορτιζόνης για το εσωτερικό εγκεφαλικό οίδημα, και αφού το καθάρισε από τα αίματα, στην ίδια φλέβα του τοποθέτησε έναν ορό και το κράτησε σ΄ένα κλουβί. Είναι αρσενικό περίπου τεσσάρων μηνών, προφανώς από τα γεννητούρια του καλοκαιριού, και φαίνεται πως κάπου έτρωγε καλά. Τώρα βρίσκεται σε κώμα και θα είναι κρίσιμο το επόμενο σαρανταοκτάωρο. Ίσως έχει μια ελπίδα, να επιζήσει χωρίς βλάβες και να του βρούμε διαμονή. Κάθομαι στα καρφιά!
Update: Πάει το πανθηράκι...

ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ!


Επιτέλους, επιτέλους! Την Πέμπτη δέχθηκα ένα τηλεφώνημα, ότι άνοιξε η θέση που αιτούμαι τρία χρόνια τώρα για την Βραζιλία! Αυτό σημαίνει ότι, αν όλα πάνε καλά, υπογραφούν τα σχετικά διατάγματα και δεν προκύψει κανένα μπαμπέσικο μαγείρεμα, τον Φεβρουάριο, μετά τα καρναβάλια, θα μεταβώ εις τους τροπικούς!
Σε ποια πόλη δεν ξέρω ακόμη, Σάουν Πάουλου ή Μπραζίλια. Αλλά αυτό θα το μάθω, ελπίζω σύντομα. Αυτό που πρέπει να μάθω επίσης σύντομα είναι βραζιλιάνικα (ω, Χοσέ!). Μέχρι στιγμής το μόνο που ξέρω είναι, ότι σαν γλώσσα έχει πολλά ου και μπ και παχιά ζ! Ξέρω ακόμη, ότι όποιος μου παρακολλάει φέτος θα ακούει κανένα ατέ αμανιάν (= άστα μανιάνα)!
Όμως ένα περίεργο πράγμα! Το θέμα της Βραζιλίας το είχα σχεδόν ξεγράψει. Υποτίθεται ότι στα τέλη Ιουλίου έπρεπε να έχω τ΄ αποτελέσματα, αν θα πάω Βραζιλία ή Περού, αλλά δεν άνοιξαν οι θέσεις. Ωστόσο προκηρύχθηκαν εκλογές στην κλεινή μας χώρα με την διεθνή ακτινοβολία! Και, ω του θαύματος, μιάμιση μέρα μετά, πήραν τ΄άρματα φωτιά... Σας μιλάω για πολύ νέφτι! Παρόμοια κατάσταση μου έχει συμβεί άλλες δύο φορές, εκεί που έχω πει, τέλος, αν δεν γίνει κάτι με την τρίτη, τα παρατάω ν΄ασχοληθώ με τίποτ΄ άλλο, τότε ακριβώς, ανατρέπεται απροσδόκητα το σκηνικό!
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο είναι, ότι η υπεύθυνη προσπάθησε να με πείσει να μην δεχθώ να πάω, γιατί είναι μαύρα τα πράμματα κει πέρα και ακριβά και με τα ψίχουλα που θα παίρνω θα ψοφήσω της πείνας, θα φύγω ουρλιάζοντας, θ΄αναγκαστώ να δουλέψω στριπ σόου σε κακόφημο μπαρ και άλλα παρόμοια, όπως τα γράφω. Κλείνω το τηλέφωνο και είχα είκοσι λεπτά καιρό ν΄αποφασίσω (το νέφτι που λέγαμε).
Βγαίνω έξω από τον επαγγελματικό χώρο, περνάω το πεζοδρόμιο και ανάβω το τσιγάρο των αποφάσεων. Το ζήτημα δε αυτό με το τσιγάρο είναι υπέροχο, αλλά εκτός θέματος. Φυσώντας τα συννεφάκια του εξοβελιστέου καπνού στον ελεύθερο αέρα, και ατενίζοντας το ωραίο μου ποδήλατο, που είχα δέσει πιο κει, συνειδητοποίησα τη λαδιά. Ποιος υπάλληλος σε κρατάει μισή ώρα στο τηλέφωνο και σου φουσκώνει σαν τσουρέκι το μυαλό να αναθεωρήσεις; Προς στιγμήν μάλιστα με απογοήτευσε κιόλας.
Αλλά όχι! Το όνομά μου ήταν πρώτο ή δεύτερο για Βραζιλία τρεις φορές αλλά άνευ λοιπών συστάσεων. Ένα όνομα σκέτο: Coco! Και μπορεί να μην το ξέρουν αλλά αυτό το όνομα ταιριάζει γάντι με το ύφος της Βραζιλίας! Θα πάω λοιπόν και να κουρεύονται α λά γκαρσόν! Τρίτη και φαρμακερή! Μόλις το αποφάσισα, ένοιωσα την απόλυτη πεποίθηση! Όλα είχαν μπει στη θέση τους. Πετάω.....!
Υστερόγαμον: Ο πίνακας παριστάνει έναν μαιτρ του berimbau, συνοδεύει την καποέιρα και το καντόμπλε!

ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤO! ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Προς αποφυγή πολλών και δυσάρεστων παρεξηγήσεων με ανεξέλεγκτες συνέπειες στην τέχνη, τον τουρισμό και τη διεθνή ποδηλατική κουλτούρα, επισημαίνω ότι το ποδήλατό μου είναι αυτό της φωτογραφίας, που τράβηξε η σκιά μου κάτω αριστερά. Η δε παραλία βρίσκεται στον Διαγόρα, όπου κάποτε είχα κάνει κι ένα ωραιότατο χειμερινό μπάνιο μες τον Δεκέμβρη.

Λίγη ώρα πριν πάρω τη φωτογραφία υπήρχαν κι άλλα δύο ποδήλατα δεμένα εκεί. Κάποια από τα ποδήλατα που είδα γενικά στο νησί ήταν πολύ σκουριασμένα μεν, λειτουργικά δε, εκτός ίσως από ένα απερίγραπτο, ένα κίτρινο, το οποίο είχε βαφτεί με σπρέι χωρίς να λυθεί, και ο πίσω τροχός ήταν σαν πατημένος από λεωφορείο, αλλά έδινε την εντύπωση, ότι έστω κι έτσι κάποιος το χρησιμοποιεί!

Στην παλιά πόλη επιτρέπονται από τον Ιούλιο τα ποδήλατα, αλλά εγώ το έδεσα απέξω διότι αν ήθελα να μπω εκεί μέσα καβάλα, δεν ενδείκνυνται τα λεπτά λάστιχα αλλά άλογο με πέταλα. Περικεφαλαία πάντως έχω μια μοντέρνα ελαφριά με αεροτομές. Γενικά την παλιά πόλη την έχω τριγυρίσει και άλλοτε, αλλά είχα πέσει και σε φάσεις επισκευών με δρόμους σκαμμένους και κάποιους χώρους κλειστούς. Αυτή τη φορά κρίμα που η Δημοτική Πινακοθήκη ήταν κλειστή και δεν είδαμε μια έκθεση του Φασιανού. Το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν δροσερό και με το Πούρο συνήλθαμε από την ζέστη και την υγρασία.

Για συναυλία στο στάδιο Διαγόρας έτυχε να έρθει ο Χατζηγιάννης ("χεράκια ψηλά"!) και πήγαμε, μάλιστα κάποια στιγμή καθήσαμε στην πίστα του ποδηλατοδρομίου, μου φάνηκε μικρούλι το καημένο! Η Ρόδος δεν είναι ένα ποδηλατικό νησί με την έννοια της Κω, που ο κόσμος μετακινείται πολύ με ποδήλατο, αλλά είναι γνωστή στον αθλητικό χώρο, λόγω του παλιού ποδηλατοδρομίου, των Ροδιτών αθλητών που διακρίθηκαν και της μοναδικής ελληνικής εταιρείας κατασκευής σκελετών ποδηλάτων.

Μπορεί μέσα σε λίγες μέρες να μην πρόλαβα να κάνω όλα όσα είχα φαντασιωθεί, όμως ορισμένα μέρη εξάπτουν τη φαντασία, όπως εκτός απ΄ την μεσαιωνική πόλη, η περιοχή Εφτά Πηγές, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Ρόδο, ένα φυσικό πάρκο με ποτάμι, πάπιες μέσα στο ποτάμι, παγώνια έξω απ΄το ποτάμι κι έναν πύθωνα βολεμένο στο τουριστικό κατάστημα, κι ακόμη φράγμα και λίμνη, στην οποία βγαίνεις περνώντας με τα πόδια στο παγωμένο νερό από ένα αρκετά μακρύ, στενό και εντελώς σκοτεινό υπόγειο τούνελ, πολύ μυστηριώδες. Στα λουτρά πάλι της Καλλιθέας, το σκηνικό του Δολώματος με την Βουγιουκλάκη, άφησα την παρέα μου στο μπαρ επάνω να ξεκινήσουν με μπύρες και απόλαυσα παρά τον αέρα ένα θερμό νυχτερινό μπάνιο σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον!

Τις διαδρομές αυτές πήγαμε με τ΄αυτοκίνητο, με ορισμένα ευτράπελα, καθώς δεν υπήρχαν κατατοπιστικές πινακίδες από την πόλη της Ρόδου, παρά μόνο προς την πόλη, έτσι ώστε παρασυρόμασταν λίγο πιο πέρα και κατόπιν γυρίζαμε πίσω ή πηγαίναμε λαβυρινθοειδώς! Το ποδήλατο το χρησιμοποίησα για μετακίνηση κάθε μέρα στην πόλη, το λιμάνι και λίγο παραέξω, και ικανοποίησα το παλιό μου απωθημένο, να κάνω το γύρο έξω από τα τείχη πολλές φορές. Άφησα βέβαια ένα σωρό χρωστούμενα, το νησί είναι κυρίως για κουρσάδικες διαδρομές, μάλιστα κυκλικές, τις οποίες κάνουν οι Ροδίτες ποδηλάτες τα Σαββατοκύριακα. Όμως κάτι μου λέει, ότι θα ξαναπάω!

ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ!


Επέστρεψα από τη Ρόδο το Σάββατο, πλήρης μετά ποδηλάτου και σακκιδίου πλάτης! Το είχα αποφασίσει πριν μια βδομάδα χωρίς να το έχω προγραμματίσει, λες και έχω προγραμματίσει ποτέ τίποτα, έβαλα δυο βρακιά στο σακκίδιο, πήγα να πάρω εισιτήρια πλοίου, ευτυχώς υπήρχαν τα τελευταία κυριολεκτικά, και κατέβηκα στον Πειραιά σαν σίφουνας. Στη Ρόδο φυσούσε.



Μια καταπληκτική αίσθηση είναι να βγαίνεις απ΄ το πλοίο πάνω στο ποδήλατο και να φέρνεις γύρω την πόλη μέσα σε δέκα λεπτά. Πού άλλες φορές, που τραβολογιόμουν με σακ ασήκωτα και αεροδρόμια και ανταποκρίσεις και κυρίως χωρίς ποδήλατο! Βέβαια πουρνό πουρνό που έφτασα, άυπνη και λυσσασμένη της πείνας έπρεπε να κάνω κάτι, γιατί δεν θα άντεχα μέχρι τις δέκα-έντεκα που η Ρόδος ξυπνάει. Όσοι νομίζετε ότι η Θεσσαλονίκη είναι χαλλαρή, μάλλον αγνοείτε τη Ρόδο!

Ακολούθησε λουκούλειο πρόγευμα. Διαλέγω ένα ξενοδοχείο με θέα τη θάλασσα και τεράστιο μπουφέ. Συνεννοούμαι με τον μαιτρ και σε λίγο έρχεται ο καφές. Εντωμεταξύ είχα πιεί δύο πορτοκαλάδες και τρία νερά, και περιμένοντας το Πούρο, με την οποία θα μέναμε μαζί στο σπίτι που μας παραχώρησε η Garfield, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να έρθει, έχοντας δώσει ραντεβού εκεί λοιπόν, γιατί ήταν εννοείται πιο ευχάριστα απ΄το λιμάνι, άρχισα να τρώω αδιακρίτως, αβγά μάτια και χτυπητά, μπέικον, διάφορα τυριά, ψωμάκια φρυγανισμένα, ψωμάκια αφρυγάνιστα, μαρμελάδα βερύκοκο και βύσσινο, κι ακόμη μορταδέλα και ...παστουρμά, τυροπιτάκια, λεμονοπιτάκια, βάφλα με μερέντα, φέτες πορτοκάλι και αποπάνω άλλον ένα καφέ κι ένα λίτρο νερό... Για την ιστορία σημειώνω, ότι αντιστάθηκα στις σαρδέλες και το γιαούρτι! Τ΄άλλα τραπέζια είχαν αδειάσει και ξαναγεμίσει τρεις φορές κι εμείς ακόμη τρώγαμε!

Όχι, δεν έπαθα τίποτα! Η αϋπνία έπρεπε ν΄αντισταθμιστεί με φαγητό, διότι υπήρχαν άγρια σχέδια. Πρώτος προορισμός το Πρασονήσι, στη μύτη του νησιού, κατά σύσταση της Garfield, να πάτε να δείτε το Πρασονήσι! Πήγαμε με το αυτοκίνητο του Πούρου από την καινούργια κεντρική οδό, φτάνουμε μεσημέρι πια, και τι να δούμε; Ένα βράχο ενωμένο με μια γλώσσα αμμουδιάς με το ακρωτήρι, από τη μια κι από την άλλη παραλία, στη μια φυσούσε πιο πολύ, αλλά και στις δυο γινόταν του χαμού από kite surfs, διάφοροι τρελλαμένοι τύποι με τον κώλο στο νερό και το κεφάλι στον άνεμο. Περπατήσαμε πάνω στον βράχο, ήταν μαύρος με χαραγμένα μονοπάτια από σεληνιακούς ανέμους, πέρα διακρινόταν η Κάρπαθος αναμαλλιασμένη.

Κι αφού ψυχανεμιστήκαμε και γίναμε βεδουϊνες απ΄τη σκόνη και τον ήλιο, θά΄ταν καλό να βουτούσαμε και στη θάλασσα επιτόπου, αλλά προτιμήσαμε να πάμε σε μια λιγότερο ανεμοπαρμένη παραλία. Σ΄ένα τουριστικό υπερπαντοπωλείο που πήραμε νερό, σνακς και παγωτό, έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το λάστιχο και πήγαινα ξυπόλυτη, διότι τα αθλητικά δεν εξυπηρετούσαν πλέον. Η απόλυτη χαλάρωση ανάμεσα σε Γάλλους που έφτιαχναν ψωμάκια με ντομάτα και λουκάνικο, και να μου πει ένας άνθρωπος πώς τα καταφέρνουν οι ξένοι να πίνουν μπύρα μες την πύρα, με τον ήλιο κατακέφαλο και δεν παθαίνουν, να μου το εξηγήσει κάποιος αυτό, θα το εκτιμήσω.

Για μπάνιο και ...φαγητό καταλήξαμε το απόγευμα στην ήσυχη Λίνδο. Εννοείται ότι στον γυρισμό εγώ κοιμόμουν μες τ΄αυτοκίνητο και το βράδυ δεν βγήκα με τους άλλους αλλά ξεράθηκα επιτόπου. Εύλογα ξύπνησα στα τρία χαράματα, κι όταν διαπίστωσα ότι αποκλείεται να κοιμηθώ άλλο, σκέφτηκα, ευκαιρία για μια ποδηλατική διαδρομή στη δροσιά! Πήρα τον παραθαλάσσιο δρόμο προς τ΄αεροδρόμιο και πήγαινα κόντρα στον άνεμο, ο οποίος περιέργως δεν μ΄ενοχλούσε, κι είχα σκοπό να φτάσω στην Κάμειρο, καμμιά 30ριά χλμ, αλλά σταμάτησα στα 25-26, λίγο πιο έξω από τη Σορωνή, γιατί λάσκαρε η πίσω ρόδα, και τότε πρόσεξα την ώρα, καλά θα ήταν να γυρίσω γιατί είχαμε πει με το Πούρο να πάρουμε πρωινό.

Η παραθαλάσσια αυτή διαδρομή ήταν υπέροχη νωρίς το πρωί, χωρίς πολλά αυτοκίνητα και πούλμαν, και συνάντησα κι άλλους ποδηλάτες, μόνους ή σε ομάδες που είχαν βγει με πλήρη εξάρτυση αλλά και τουρίστες για βόλτα. Λίγο πριν τον Διαγόρα στην επιστροφή παραλίγο κιόλας να φτύσω έναν ποδηλάτη. Είχα μια γεύση σκόνης και όπως ήμουν πάνω στο ποδήλατο έφτυσα δεξιά στον άδειο δρόμο αλλά τότε είδα από τ΄αριστερά μου να με προσπερνάει ένας ποδηλάτης με τη στολή του και όλα του, ευτυχώς γλίτωσε τα σκάγια, πωπω όνειδος, και απλώς χαιρετηθήκαμε!

Και τώρα διακόπτω το Χρονικό της Ρόδου, για μια διαδρομή και μπάνιο στα αττικά κρυστάλλινα ύδατα!

Υστερόγαμον: Ρουφιάνοι τα κάψατε όλα...

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ


Χθες το πρωί ξύπνησα από τα πέντε ξημερώματα και κατά τις εννιά πια, που είχα πιαστεί, μεταξύ άλλων να διαβάζω τη Ζατέλη, κόλλημα κι αυτό, σκέφτηκα να κάνω καμμιά βόλτα, με το ποδήλατο εννοείται, έφτασα σε δέκα λεπτά στο Κολωνάκι, διότι είχα όρεξη για κρουασάν με σοκολάτα, έφαγα δύο, τρία θα ήταν πολύ, κι αναλογιζόμουν πού να πάω, διότι βαριόμουν να κινηθώ στο κέντρο, ήθελα κάτι περισσότερο, κατηφορίζω λοιπόν και αφήνομαι.
Ο δρόμος έβγαζε με μαθηματική ακρίβεια στη θάλασσα. Από ένα σημείο μάλιστα και ύστερα, με τραβούσε ο θαλασσινός αέρας από τη μύτη. Κι όπως αυτήν την εποχή οι δρόμοι έχουν μετριότατη κίνηση, πήγαινα άνετα, με κουρσάδικο ρυθμό, έφτασα στην παραλία της Γλυφάδας σε κανένα μισάωρο, κι έκανα και τη μισή Γλυφάδα γύρω γύρω, πέρα δώθε, ώσπου εδέησε ν΄αποφασίσω να κατεβώ να πιω έναν καφέ και νεροοοοό, είχα πια κορακιάσει, διότι προνοητική όπως είμαι, εκτός απ΄το μαγιώ λησμόνησα και το παγούρι, σιγά μη σταματάμε τώρα στο περίπτερο, δύσκολο το σταμάτημα.
Το πιο καλό όμως είναι ότι είχα πάρει μαζί μου και το βαρίδι, δηλαδή το βιβλίο της Ζατέλη, διότι, είπαμε κόλλημα, γινόταν να μην το πάρω, μιας κι αναγκάστηκα να βγω απ΄το σπίτι; Εδώ να σημειώσω ότι ένας από τους λόγους που έφυγα κοπανηδόν, είναι το κομπρεσέρ του δήμου από τις εφτά το πρωί. Κουβαλούσα λοιπόν το βιβλίο των εφτακοσίων εβδομήντα σελίδωνε στην πλάτη, κατά τα άλλα, ούτε τρόμπα, ούτε σαμπρέλα ούτε εργαλεία για την κακιά στιγμή, ούτε αντηλιακό του συνειδητοποιημένου ποδηλάτη, όχι σαν και μένα που άρπαξε το αριστερό μου χέρι, το αριστερό μου πόδι, και το αριστερό μου μάγουλο, από αριστερά έδινε.
Πρωί ακόμη, ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει για μπάνιο ή για ψώνια, όσοι δούλευαν μάλλον ήταν ήδη κλεισμένοι, δε ρεμάλιαζαν σαν και του λόγου μου, πίνω τον καφέ, μιλάω στο τηλέφωνο, διαβάζω το βιβλίο μου και κάποια στιγμή νιώθω έτοιμη να γυρίσω, είχα κανονίσει για φαγητό.
Η επιστροφή ήταν καθαρά κουρσάδικη, σφαίρα, συνεχές πετάλι, ταχύτητα μέτρια, Γλυφάδα-Σύνταγμα 30΄. Ένας σωστός χρόνος για ερασιτέχνες ποδηλατόβιους πλην βιβλιοφάγους και κρουασανοφάγους. Στο Σύνταγμα πήρα ένα νερό από περίπτερο, αλλά δεν πρόσεξα και μόλις πίνω την πρώτη γουλιά παρολίγο να την φτύσω στα μούτρα ενός τουρίστα. Ήταν ανθρακούχο, φτφφφφ.... Κατόπιν πήρα ένα νερό νεράκι, είναι το καύσιμο τελοσπάντων.
Αυτή η βόλτα ήταν ανανεωτική, τα πάντα γύρω μου μού φαίνονταν μετά σαν καινούργια. Ουσιαστικά ήταν τα τελευταία γεμάτα χιλιόμετρα για το κουρσάκι ως έχει. Διότι σε τρεις μήνες έχει τρέξει μίνιμουμ 1800 χλμ. και ήρθε η ώρα μιας ανανέωσης και για εκείνο, το πήγα επομένως απόψε στον ποδηλατά ν΄αλλάξει πίσω κέντρο, κασέτα ταχυτήτων, σασμάν και λεβιέδες ταχυτήτων. Κι από βδομάδα δεν θα προλαβαίνει κανείς να δει τι ήταν αυτό που πέρασε!
Υστερόγαμον: Για τις μέρες της στέρησης, έπλυνα απόψε τον Σίμο, το παλιό κόκκινο MTB, τον γυάλισα, τον λίπανα, τον έλεγξα, τον άφησα αλήτικο χωρίς σχάρα και σταντ... σαν καινούργιο!

ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ

Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου πολλά δράματα παίζονται. Το τελευταίο είχε να κάνει με το θανατηφόρο γιαούρτι. Παρολίγο ένα γιαούρτι ν΄αφήσει μια γραία κι εμένα στον τόπο από συγκοπή.
Είχα αφήσει τα ψώνια μου στον πάγκο του υποτιθέμενου θυρωρείου και καθάριζα μ΄ένα βουρτσάκι το ποδήλατο, όταν κάποια ψώνια κύλησαν πάνω σε άλλα και ακούστηκε ένα κραατς... δυο γιαουρτάκια στο πήλινο είχαν πέσει μες το θυρωρείο μ΄έναν κρότο, σχεδόν ταυτόχρονα ακούω μια τσιρίδα αγωνίας απ΄τον πρώτο, Μεμάααα, Μεμάαααα...
Σηκώνομαι, κοιτάω πάνω, κατέβαινε η γυναίκα του Μεμά, εκατό χρονώ εκείνος, μόλις είχε ξεπορτίσει, αχχχχ, τι έγινε, τη βλέπω κοψοχολιασμένη στη σκάλα, εντωμεταξύ μού΄χε κοπεί κι εμένα το αίμα, το...το γιαούρτι έπεσε... της λέω, δεν συμβαίνει τίποτα, την πληροφόρησα κι ότι ο Μεμάς ήταν μια χαρά, τον είχα δει να βγαίνει. Εκείνη τώρα να κλαίει απ΄την τρομάρα της, διότι "δεν έχει τα μυαλά του", εγώ με τον σπασμένο κεσέ στο χέρι, τι να πω, το γιαουρτάκι του εγκλήματος.
Κατά το βραδάκι παρατηρώ μια πόρτα του ισογείου μισάνοιχτη και το κλειδί απάνω. Την χτυπάω όχι πολύ δυνατά, ακούω απομέσα ένα αααα... εεεε.... και σκάει μύτη ένας αγουροξυπνημένος με τα σώβρακα, που με κοίταζε σαν να έβλεπε τον άγγελο με το σπαθί. Του εξηγώ, ότι δεν είχε κλείσει καλά την πόρτα του, τρομάζει περισσότερο, πώς τό ΄παθε αυτό, ποιο άραγε, ότι δεν έκλεισε καλά την πόρτα, ότι άφησε το κλειδί πάνω ή που τον πήρε ο ύπνος στην τηλεόραση, τρομερά πράγματα.
Κι η γυναίκα που έβγαλε μια κραυγή, όταν ερχόμενη με μια τούρτα για επίσκεψη κάπου, άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ στο ισόγειο και είδε μέσα εμένα με άσπρο κράνος, μαύρα γυαλιά, κόκκινα γάντια και ένα πριόνι στο χέρι;

ΑΛΛΑ ΛΕΕΙ Η ΘΕΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΚΟΥΝ Τ΄ ΑΦΤΙΑ ΜΟΥ


Το ποδήλατο είναι μια απλή κατασκευή. Τουλάχιστον εξ όψεως, διότι μια βιδούλα απειροελάχιστα χαλαρή, ή μια τόση δα μπιλίτσα λίγο φαγωμένη μπορεί αντιστρόφως ανάλογα να δημιουργήσουν περίπλοκα προβλήματα με προεκτάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Οι βόλτες με την Sulpice ήταν πολύ ωραίες, και ειδικά η μεγάλη παρθενική του καινούργιου Dahon Espresso της στο Φλοίσβο με μια πανσέληνο να, σαν τη ρόδα του ποδηλάτου! Το οποίο Dahon, μεγάλο σπαστό ποδήλατο, πηγαίνει άνετα, μαλακά, ένα ποίημα!

Αλλά ιδού, που ο δαίμων αγαπά τις λεπτομέρειες! Πριν το πάρει, θυμήθηκα να της πω, να της το ρυθμίσουν στο κατάστημα και να το σφίξουν καλά. Στην βόλτα που κάναμε, ακουγόταν ένα χς χς στον μπροστινό τροχό, κόλλαγε λίγο το τακάκι του φρένου. Λίγο όμως, δεν το πειράξαμε και συνεχίσαμε.

Το ίδιο φρένο κόλλαγε από το προηγούμενο βράδυ πιο πολύ και το είχε ρυθμίσει ο άντρας της, γιατί όπως φάνηκε, ο μάστορας είχε βάλει στραβά τον τροχό και ακολούθως ρυθμίσει στραβά το φρένο. Ή πάλι δεν είχε σφίξει πολύ καλά τις βίδες και λασκάρανε.

Τελοσπάντων το βράδυ της βόλτας με το φεγγάρι, όλοι ακούσαμε τη ρόδα να κάνει χς χς! Την άλλη μέρα όμως, σήμερα δηλαδή, που το ξανακοίταξαν εκείνοι, δεν ακουγόταν κανένα γράδο! Επίσης ένα μικρό τρίξιμο στο τιμόνι, κι αυτό σταμάτησε. Όταν πήγε δηλαδή ο άντρας της Sulpice να το ελέγξει, σταμάτησαν όλα τα χς χς και τα τσικ τσικ. Η Sulpice έλεγε, μα χθες ακουγόταν! Και τώρα γιατί δεν ακούγεται τίποτα, απαντούσε ο άντρας της.

Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι εγώ σήμερα ήθελα να βάλω ένα παγουράκι στο δικό μου ποδήλατο, πριόνισα δυο βίδες για σωστή διευθέτηση του στηρίγματος του πετάλου λίγο πιο ψηλά, και κατόπιν το καθάρισα με ειδικό λάδι, το έπλυνα και ...δεν το λίπανα, διότι πηγαίνοντάς το από το μπαλκόνι στο σπίτι μέσα, άκουσα από τον πίσω τροχό ένα τίκι τίκι τικ, έντονο.

Χάνω την βόλτα με το μπάνιο που ήθελα να πάω, και αρχίζω τις βρώμικες δουλειές. Βγάζω τον πίσω τροχό και επιβεβαιώνω, ότι ο θόρυβος ήταν από το κέντρο του. Αχ, οι μπιλίτσες...

Επανατοποθετώ τον τροχό, έρχεται εντωμεταξύ ο πατέρας μου, του λέω, ακούς; Ναι μου λέει, όντως την άκουγε την κουδουνίστρα.

Τηλεφωνώ τον νυκτόβιο ποδηλατά, πηγαίνω, στον δρόμο ακουγόταν ένα θορυβάκι ψιθυριστό, τσικ...τικ...τκ..., βάζει εκείνος το ποδήλατο ψηλά στο στήριγμα, δοκιμάζει, κανένα πρόβλημα. Βγάζει τον τροχό, ελέγχει τούτο, ελέγχει κείνο, δεν βρίσκει τίποτα και δεν ακουγόταν τίποτα! Κρυβόταν! Αλλά κι ένα μικρό κόλλημα στο τιμόνι, ένα γρατς, όπως τό΄στριβα δεξιά, στον μάστορα πια είχε βγάλει το σκασμό!


Εκδοχές:
1. Η Suplice κι εγώ σεληνιαστήκαμε κι ακούμε θορύβους ανύπαρκτους.

2. Τα ποδήλατά μας μάς δουλεύουν ψιλό γαζί.

3. Μπροστά στους άντρες που θέλουν να τα μαστορέψουν, κάνουν την πάπια.


Υστερόγαμον: Το δικό μου θα πάει οπωσδήποτε για μια επισκευή - αναβάθμιση, και της Sulpice για ρύθμιση και σφίξιμο καλό, θέλουνε δε θέλουνε!
Α! Το σκιτσάκι πάνω είναι από Brazil!

ΕΝΑ ΚΟΡΜΙ

E, λοιπόν αυτό το κατηραμένο feed δεν φτιάχνεται με τίποτα. Θέλεις, μωρό μου, θέλεις; Θέλεις θάλασσα; Θες βουνό; Θες με το καλό; Θες με το άγριο; Δεν μιλάει. Μούγγα. Μέχρι σε κινέζικο τεχνικό site μπήκα, με αυτόματη μετάφραση και μεταφρασμένα, πάλι κινέζικα ήτανε, αλλά έδειξα ένα φιλότιμο τελοσπάντων. Είμαι βέβαιη ότι πρόκειται για κάτι απλό, έναν κωδικούλη σε σχέση με το namespace μου, υποχρέωση της Google, εγώ τι να κάνω, αφού δεν είμαι προγραμματίστρια, ο blogger ενημερώνεται μεν από τον FeedBurner, αλλά η διεύθυνσή μου στα άλλα μπλογκς δεν ενημερώνεται, λέει ο Feed Validator τα δικά του, συγχαρητήρια μανδάμ, έχετε έναν εξαίσιο Atom Feed, αλλά να, μ΄ένα μικρό ελαττωματάκι, τι να γίνει, καμμιά σχέση δεν είναι τέλεια, πάντως τα συγχαρητήριά μου και πάλι!
Ωστόσο, μιας κι έπιασα τη σφουγγαρίστρα και τα πατσαβούρια, είπα να προχωρήσω στη φασίνα. Πρώτον εγκατάσταση καινούργιου αντιβιοτικού, κυκλοφορούνε λέει, γρίπες. Κατόπιν αναβάθμιση του Internet Explorer 6 σε 8, κάπου διάβασα εντυπώσεις από e-ιδήμονες, τον χαρακτηρίζουν "απόξω κούκλα, απομέσα πανούκλα", και διαπίστωσα ότι δεν υποστηρίζει DTD τροφοδοσίες, δηλαδή αυτήν εδώ τη σελίδα, αλλά τι να κάνουμε, όταν τόλμησα τον χειμώνα να εγκαταστήσω τον Mozilla στον άλλο μου υπολογιστή, δεν εμφανιζόταν σωστά το μπλογκ, τον απεγκατέστησα και κρέμασε ο ήχος, απεγνωσμένος.
Στη συνέχεια με περίμεναν έντεκα ενημερώσεις των Vista, συν μία που άφησα απέξω και δυο στον πάγκο. Δέχτηκα τις ενημερώσεις (η μία ήτανε ο Explorer) για να μη στραβομουτσουνιάζει ο antivirus και να μην γκρινιάζει το τείχος προστασίας των Windows. Το τείχος εντάξει, αλλά ο antivirus βγάζει μια κόκκινη κάρτα και λέει ότι δεν έχει την μέγιστη προστασία, ότι δεν ενημερώνεται σε πραγματικό χρόνο κι άλλα τέτοια, τύπου μπουμπούκι με πήρες και με κατέστρεψες και με παραμελείς. Εντωμεταξύ αυτός είναι αγοραστός με τη βούλα και τα παράσημα (ESET), κι όμως του δίνω εντολή για update και με φτύνει, μήπως επειδή στο μεταξύ έχει βγει καινούρια έκδοση, κι αυτό σε διάστημα 3 μηνών, ο ποιητής εννοεί ότι πρέπει ν΄αγοράσω την καινούργια ή έστω να εγκαταστήσω την δοκιμαστική; Και αν είναι έτσι, αυτήν που αγόρασα τι να την κάνω; (σστττ, έχω και γω ιδέες!).
Προσπάθησα μετά να κατεβάσω το Adobe 9 αλλά δεν κατεβαίνει. Κι ένα free πρόγραμμα για φωτογραφίες, τα ίδια. Δοκίμασα άλλα προγράμματα, τίποτα, κι ας έχω κάνει ρύθμιση να ερωτώμαι, αν θέλω να κατεβάσει το ένα ή το άλλο και να μην τα μπλοκάρει όλα αυτόματα. Κάτι μού διαφεύγει. Μπορώ να διαβάσω μια προκήρυξη σε μορφή PDF μα τ΄αποτελέσματα του ίδιου διαγωνισμού δεν τ΄ανοίγει. Ο Adobe 9 δεν κατέβηκε ποτέ του. Για τις φωτογραφίες αρκέστηκα στο Picassa που το είχε μέσα και βλέπουμε, αφού έληξε και ένα άλλο δοκιμαστικό πρόγραμμα (νομίζω έχασα μερικές φωτογραφίες). Όσο για το feed, είναι μια περίπτωση αμαρτωλή. Έκανα τα πάντα. Τι άλλο να κάνω; Ένα κορμί είναι αυτό!
Υστερόγαμον 1 - προειδοποίησις: παρακαλώ, μη μου πει κανείς να έπαιρνα Mac, γιατί αν τα διέθετα, θα τά΄χα δώσει σε μια κούρσα υπερηχητική, που δεν θα κατέβαινα απ΄το πετάλι για ν΄ασχοληθώ και με το νετ!
Υστερόγαμον 2 - αυτοκριτική: λες και κατεβαίνω απ΄το πετάλι!

Η ΜΥΓΑ

μίας μυγούλας κάποτε
χωρίς ντροπή μια στάλα
της άρεσε να κάνει σκι
μες του καφέ το γάλα
σε καφετέριες σύχναζε
πάντα πολυτελείας
προς αναζήτηση γλυκιάς
κι αφροκρεμώδους λείας
βούιζε τάχα αδιάφορα
γύρω απ΄τα τραπεζάκια
περιφρονώντας με τουπέ
άλλα γνωστά μυγάκια
που ακροπετούσαν πονηρά
τριγύρω απ΄ τον φραπέ
ή γλύφανε μ΄απόλαυση
τη φράουλα σορμπέ
όχι, εκείνη γύρευε
πίστα αφροδρομίου
να εφορμήσει κάθετα
στου ώριμου κυρίου
τον φραπουτσίνο τον γλυκό
το δευτερόλεπτο ακριβώς
της πρώτης του γουλιάς
κι έτσι όπως ήταν νευρικός
το χέρι του απότομα
κι απρόσεκτα τινάζει
να διώξει το παράσιτο
μα τον καφέ του στάζει
στης νεαρής το ασημί
και ξώπλατο φουστάνι
μυγιάστηκε το ραντεβού
κι η μύγα ποιος την πιάνει..

Π.Ο.Π.

Αν τρέχεις μες την κάψα του ιστορικού τριγώνου στις δύο το μεσημέρι, το πιθανότερο να είσαι τουρίστας. Ο Αθηναίος ο σωστός δεν τραβολογιέται ντάλα μεσημέρι στ΄αρχαία, άρα κάτι δεν πάει καλά με μένα. Βεβαίως επιβεβαιώθηκε. Διότι αργότερα, δίπλα στο τραπέζι που καθόμουν, ήρθε να καθήσει μια παρέα, οι δύο ηθοποιοί, και μου λέει ο ένας για να περάσει, excuse me, it's O.K., πετάω εγώ την αμερικανιά, στο αδιάφορο, διάβαζα και δεν τον είχα κοιτάξει, μα τι της λες της κοπέλας, ελληνίδα είναι, του λέει ο άλλος, που είδε ότι διάβαζα ελληνικό βιβλίο, και γελάει, όμως απαντά ο πρώτος, αφού δείχνει πιο ξένη από τις κοπέλες εκεί, εκείνες μοιάζουν με ελληνίδες! Πήγε να το σώσει, εγώ έμεινα άναυδη με στρογγυλά μάτια στο κενό, κοιτάω τις ισπανίδες, μια παρέα που γελάγανε και τσιρίζανε και άρχισα ν΄αναρωτιέμαι.
Μην ειν΄οι κόκκινες τιράντες; Μην είναι το ποδήλατο; Μην είναι το σανδάλι; Μην είναι το βιβλίο;
Παλιότερα είχα πάθει τα ίδια, μ΄ένα ψάθινο καπέλο που κυκλοφορούσα, μου μιλούσαν σ΄όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες κι εγώ για πλάκα απαντούσα με καμμιά λέξη τούρκικη ή πάλι σ΄έναν εστιάτορα που μου τα΄πρηξε, τον ρώτησα στ΄αγγλικά, αν έχει χωριάτικη σαλάτα, ναι, με ντομάτα, ναι, ναι, και αγγούρι, και κρεμμύδι, και ελιές, και φε- φέ-, Φέτα! λέει θριαμβευτικά, φέιττα, προφέρω, κι έχει και όλιβ όιλ; ρωτάω, μα ναι, περάστε, καθίστε, Καλά, μωρέ πατριώτη, μην την κόψεις ακόμη τη ντομάτα, να κάνω μια βόλτα πρώτα, και μετά τα ούζα...

BLASEE ET FATALE


Πάντα σιχαινόμουν την έκφραση "εξωσχολικά βιβλία" όπως και τα σχολικά βιβλία. Τα οποία παρατούσα στην άκρη και διάβαζα τα κατηραμένα "εξωσχολικά", δηλαδή πραγματικά βιβλία, που έπαιρνα από τα βιβλιοπωλεία, ή μου χάριζαν ή δανειζόμουν από φίλους και συγγενείς, και μην ακούσω για δανειστικές βιβλιοθήκες, ο Τοτό έχει πέσει ανάσκελα από τα γέλια.
Τα βιβλιοφαγικά μου ελαττώματα είναι να διαβάζω πολλά κι άσχετα μεταξύ τους βιβλία ταυτόχρονα, να παρατάω κάποια δέκα-είκοσι σελίδες πριν το τέλος και να τα τελειώνω μετά από μήνες, να ξενυχτάω δραματικά, να τρώω τα νύχια μου με τα αστυνομικά, να κουβαλάω βιβλία στην τσάντα μου σαν φετίχ μην πάει και ξεμείνω πουθενά και δεν έχω βιβλίο μαζί (!), να παίρνω μισή βαλίτσα βιβλία στις διακοπές για τον ίδιο λόγο και να ξεκινάω ν΄αγοράσω παπούτσια ή ρούχα και τελικά να παίρνω, τι άλλο, βιβλία, που σχηματίζουν στοίβες να κάθονται τα γατιά μου ν΄ατενίζουν αφ΄υψηλού.
Καθόμουν λοιπόν στην είσοδο της πολυκατοικίας μου με μια σακκούλα του σουπερμάρκετ γεμάτη βιβλία και περίμενα να περάσει η Sulpice με τ΄αυτοκίνητο να της επιστρέψω τα δανεισμένα, μαζί με κάτι δικά μου, και να μου δώσει κάτι άλλα, κι εκεί που περίμενα έξω, καθισμένη χάμω στα σκαλιά, άρχισα να διαβάζω ένα που είχα θεωρήσει ότι δεν θα το διάβαζα, κόλλησα, κι αποφάσισα να το κρατήσω. Πάνω εκεί περνάει ένας γέρος και λέει, πωπω βιβλία! Τι κάνεις, θα τα διαβάσεις όλα αυτά; Δανεικά είναι, του λέω, και περιμένω την κινητή βιβλιοθήκη να περάσει να τα επιστρέψω!
Στα επόμενα βιβλία που η Sulpice θεώρησε απαραίτητο να μου δανείσει, ή μάλλον να με βομβαρδίσει, πάρε κι αυτό πάρε κι εκείνο, περιλαμβάνεται και το τελευταίο του Τζούμα, Complete Unknown, μόνο που αυτό μού το χάρισε με αφιέρωση, που λέει ότι είμαι μπλαζέ και φατάλ, οπότε έρχεται, σε λίγο την ψωνίζω πια, πόσο ν΄αντέξει κανείς.
Είχα διαβάσει το πρώτο της αυτοβιογραφίας του, στο δεύτερο πάει περιοδεία στην Αμερική, χοροί, έρωτες, εγώ πάλι δε έχω πάει στην Αμερική, ούτε χορεύω, κάνω μόνο ποδήλατο κι από έρωτες, σπάνιο πράγμα το καλό το πράγμα, πιο πολύ φάσεις ξενέρωτες, γιατί το κλίμα έχει χαλάσει, τα μεταλλαγμένα μας έχουν πειράξει ανεπανόρθωτα και τα βιβλία, τα ποδήλατα και ο ξένοιαστος χρόνος είναι είδη μπλαζέ πολυτελείας.
Όμως κι αυτή η νοοτροπία, του πρέπει να κάνεις αυτό και να προγραμματίσεις εκείνο, να πάρεις πέντε δάνεια και σε τριάντα χρόνια ίσως σύνταξη... πεθαίνω από αηδία! Χρειάζεται προσοχή μ΄αυτήν την αγχωμένη αφυδάτωση, πυρώνει και θείος Ιούλιος μήνας! Όπου τα διάφορα υστερικά υπερεγώ και τα τουπέ μπορούν να πεταχτούν από πάνω μας και να χαθούμε μέσα σε κανένα beach party like a complete unknown!
Υστερόγαμον: αφιερωμένο στο Νατασσάκι!