ΟΛΑ ΜΑΖΙ ΚΑΝΟΝΙΚΑ

ΤΟ ΜΠΛΕ

Επειδή στους μούλτιπλεξ κινηματογράφους μ΄αρέσουν μόνο οι καραμελωμένες πιπόκας, χώρια ότι παντού  παίζουν αυτόν τον καιρό τα Σμουρφς, Δευτέρα κάτι έχω, την Τρίτη δεν αντέχω, αποφάσισα να μετατοπιστώ εντός του μπλου κάνοντας ένα ποιοτικό βήμα στη ζωή μου, λοιπόν κάθησα σπίτι μου μη αναπαυτικά, γιατί δεν έχω καναπέ και γιατί η τέχνη θέλει θυσίες κι άρχισα να βλέπω το Μπλου του Κισλόφσκι.  

Το αυτοκίνητο τρέχει και μέχρι να καρφωθεί στο δέντρο παίζει μια παράξενη μουσική που προκαλεί μια αίσθηση ονειρικής έντασης.  Στην επόμενη σκηνή η μουσική αλλάζει, αλλά μαζί υπάρχουν κάποιοι διάλογοι. Μμμ, σκέφτομαι, μήπως θέλει να δημιουργήσει μια εντύπωση, ας πούμε η μουσική θα σβήσει αργά και η ηρωίδα θα συνειδητοποιήσει την οδυνηρή πραγματικότητα; 

Η μουσική δεν έσβηνε. Η ηρωίς κατεβάζει ένα τζάμι του νοσοκομείου και κάτι χάπια.  Η μουσική αγρίευε.  Κάτι δραματικό θέλει να τονίσει ο ποιητής.  Η μουσική σταμάτησε κι όλα έγιναν μπλου. Ακολούθησε μια διαφήμιση. Ευτυχώς, αλλιώς ήμουν ικανή να συνειδητοποιήσω στο τέλος της τριλογίας,  ότι άκουγα παράλληλα έναν ραδιοφωνικό σταθμό.  


ΤΟ ΑΣΠΡΟ

Ίσως δεν δεν έπρεπε να μεταπηδήσω τόσο απερίσκεπτα από τα μεξικάνικα με πολωνικούς υπότιτλους στην πολωνογαλλική  διανόηση χωρίς υπότιτλους αλλά και τί μ΄αυτό αφού συμβαίνει παράλληλα να διαβάζω  τον Φουέντες ανάκατα, όχι ότι το έκανα επίτηδες αλλά μια μέρα μετά ανακάλυψα ότι το βιβλίο ήταν κακέκτυπο και μερικές σελίδες του επομένου κεφαλαίου είχαν μετατεθεί στο προηγούμενο, μ΄ αποτέλεσμα να μεταφέρομαι από ένα έξαλλο πάρτι στο Μέξικο Σίτυ αίφνης στην ενδοχώρα με τις γεροντοκόρες θείες  κι έπειτα πάλι ξαφνικά σε μια περιοχή με τρώγλες, το θέμα ήταν ότι συνεχίζονταν καλά οι προτάσεις κι ας ήταν οι σελίδες μπερδεμένες, χώρια που νύσταζα κι έβγαζα παραπάνω νόημα. Μάλιστα υπήρχε κι  ένα τρένο που έτρεχε και μετά μια άσπρη ξέξασπρη σελίδα.


 ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

Το πρωί με ξύπνησε πάλι η βουβουζέλα.  Δεν καταλάβαινα τί είναι αυτός ο φριχτός επαναλαμβανόμενος θόρυβος, δεν ήξερα που ήμουν, ποια ήμουν, αλλά ταραατατά, ναι, είμαι στην Βραζιλία κι αυτή είναι η καταραμένη βουβουζέλα, καφές, τί θα κάναμε χωρίς τον καφέ, πάντως δεν θα άνοιγε το μάτι να δούμε το θέαμα, πώς παίζουν ποδόσφαιρο οι βραζιλιάνοι με το ένα παπούτσι, το άλλο το βγάζουν για να κλοτσάνε καλύτερα.

Στάθηκα λίγο στον ήλιο κι έγινα κόκκινη.   Το βράδυ περιμένοντας τους ποδηλάτες ψόφησα στο κρύο. Τα μαύρα μεσάνυχτα πέρασα από μια φημισμένη καντίνα, βάλε απ΄ όλα, και κόκκινο πιπέρι, ναι, ήταν κι ένας ποδηλάτης λιώμα απ΄την προπόνηση για το "Εκτός Ορίων" κι ένας τύπος που σέρβιρε ιστορίες από το Μεξικό,  όλο έπεφτε σε γιορτές με σκελετούς και τέτοια.  Κι εγώ θυμήθηκα τον  Μάρκο Πόλο, που με ρωτάει τί θα πει "όλα μαζί κανονικά", τό΄χει ακούσει από την μάνα του, που  τ΄ άκουσε είκοσι χρόνια πριν, ποιος ξέρει από ποιον έλληνα στο Κάμπου Βέρτζι.

ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΜΗΝΕΣ ΑΓΓΛΙΚΑ

Η κομψή βραζιλιάνα γύρισε από τα Μιλάνα και τα Παρίσια εντυπωσιασμένη: πόσα πολλά ποδήλατα!  Ορισμένως το ποδήλατό μου απέκτησε νέο εφέ.  Θεωρείται πλέον "σίκι".  Πιο σίκι απ΄ το ν΄αλλάζω λάστιχο δίπλα στην πισίνα του βραζιλιάνου διπλωμάτη και να χαιρετάω τη Ντόνα ντζι κάζα με τα χέρια μες το γράσο, μπορείτε να φανταστείτε; Αν όχι, θα φανταστώ εγώ για σας.  

Είστε η νύφη και βρίσκεστε στην κουζίνα με την πεθερά σας.  Η πεθερά φυσικά σας έχει κάνει τη ζωή ποδήλατο.  Όμως τώρα δεν είναι πια ένα παλιοποδήλατο κει πέρα.  Είναι ένα σίκι ποδήλατο!  Διότι η πεθερά σας μιλάει αγγλικά!  

Τώρα δηλαδή που καίγεται η Ινγκλατέρα, καίγεται κι ο βραζιλιάνος να μάθει αγγλικά κι έχει βάλει και τέρμινο: δεκαοχτώ μήνες εντατικά.  Τα νεύρα μου, τις κρέμες μου κι ένα αεροπλάνο!  Δηλαδή όταν ήρθα και δεν ήξερε κανείς κιχ αγγλικά και γω κιχ πορτογαλικά, δεν συνεννοηθήκαμε μια χαρά; Τώρα η σερβιτόρα δεν λέει μόλιου, λέει κιτσούπι, και τρόμαξα να καταλάβω, κιτσούπι, κιτσούπι, επέμενε, με πυροβολούσε, κάποτε μπήκε μες το κεφάλι μου, ότι μού μιλάει αγγλικά:  Ketchup!

Δεν θέλω κιτσούπι! Θέλω μια καρύδα. Πάμε με παρέα σ΄ ένα πόστο στο πάρκο, που ήξερα ότι είχε παγωμένη καρύδα και ωραίες ριγέ καρεκλίτσες. Εκατό ή τρακόσια ιμέλι; Την καρύδα, λέω, τη νατουράου! Εκατό ή τρακόσια ιμέλι, συνέχισε ο τύπος με άγριο ύφος.  Καρύδα νατουράου!  Όχι, φρούτο δεν δίνω, μόνο βυζαγμένο σε ιμιλιλίτρι!  Αποκλείεται.  Δρόμο.  Θέλω την καρύδα ολόκληρη. Δεν θέλω πλαστικά ποτηράκια και ιμιλιλίτρι! 

Ο φύλακας του μουσείου μαθαίνει αγγλικά.  Όλοι οι φύλακες μαθαίνουν αγγλικά. Νάου ίντιρι φρούμι χίαρ! Ούδερι γουέι!  Φρούμαξα.  Τί;  Θέλετε να κάνετε την Μπραζίλια τουριστική;  Να παίξουν τα νεύρα μας; Να εξαφανιστούν οι καρύδες; Τώρα θα δείτε.  Έχω και γω χόμπι.  Κάθε Κυριακή απόγευμα που βγαίνει κι η φρουρά.  Κατεβαίνω τον Έισου Μονουμεντάου με τα χέρια πάνω ουρλιάζοντας και χαλάω τις φωτογραφίες, ρημάζω τις πόζες. Δοκιμασμένο φορ σουρ και ιντίντ!

CYCLOLIGHT ZONE - ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΒΟΥ

Άι, άι, Ντοτόου, κι κόιζα λόουκα, τό΄χασα και δεν το βρίσκω, πού νά΄ναι, στην λίμνη μέσα, στην λίμνη απόξω;  Πανσέληνος και σαρανταένας βαθμοί  και γω ν΄ανεμίζω στο Πλάνου, τί να λέω για σήμερα, ας πω για το άλλο το τρεχαλίδι.

Ούτε ξέρω πόσες κάθετες ανεβήκαμε αλλά στις κατηφόρες....  αρχίσανε τα έξαλλα, τα κόλπα της φαβέλας, όχι μόνο οι νεαροί, αλλά άνθρωποι τώρα μιας ηλικίας πάνω απ΄ τους βαθμούς του καύσωνα, ξύπνησε μέσα τους το μολέκι, και καλά αυτοί, αλλά και γω;  Μια δυο κι ο απόλυτος συγχρονισμός, φιγούρες αλήτικες εστσίλου μπραζιλέιρου, πριν δεν τις ήξερα ούτε αυτές ούτε άλλες, αν είναι δυνατόν,  την δεκαετία του ογδόντα δηλαδή είχα ύφος και  κούρσα, ωιμέ! 




Τώρα με τους κάφρους, στις φιγούρες προστέθηκαν τα γλέντια στην κατοικημένη περιοχή, να βγαίνουν στα μπαλκόνια άντρες να ραντίζουνε ποτά, μολέκες να χορεύουν, φωνές, συνεννοήσεις εν κινήσει για την διαδρομή, ούτε προγραμματισμός, ούτε ευγένειες, ούτε σφυρίχτρες, ούτε αυτοκίνητα συνοδείας, ούτε ασύρματοι, αλλά οι συζητήσεις συζητήσεις κι ας είναι να ουρλιάζουμε πάνω απ΄ τις λωρίδες.

Όσο για μένα, μετά την πρώτη τρεχάλα, αποδείχτηκε επικίνδυνο το ζέσταμα, τους πήρα τις βερμούδες, μελέτησα και την σύνθεση, τρεις τέσσερις είναι οι πορωμένοι, οι υπόλοιποι βελάζουν, κάποια στιγμή πήγαιναν μπουλούκι χαλαρά, είχαν πιάσει χαρούμενο ψιλό κουτσομπολιό, τσααααφ! ακούστηκε ο ήχος του μαστιγίου, τίν΄ αυτάααααα, θα πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον, κότεεεεεεες, κάντε πετάαααλιιιι, τσααααφ! μπρος, πετάααααλιιιιι!   Τελικά, επειδή κάνει παρήχηση, είχα παρακούσει, δεν λέγεται η ομάδα το Πετάλι της Μάνας, αλλά Κάνε Πιο Πολύ Πετάλι, μα κι η πρώτη εκδοχή καλή ακούγεται, γιατί κάποια στιγμή φτάνεις να λες, ωχ, μάνα!

Στενάξανε.  Εγώ είχα λυθεί στα γέλια η αχάριστη, γιατί οι ιππότες προσφέρθηκαν ανένδοτα να με γυρίσουν σπίτι μου, αχχχ, παφφφ, αυτή ποια κουάντρα είναι, ρωτάει ένας νεαρός, η τάδε τού απαντάνε, ακόμα τρεις του λέω, αααχ, βαααχ,  κι ένας να κλαψουρίζει με την  γλώσσα έξω, πάει η ομάδα, πάει το ...τρέινινγκ, θα έρθουν οι γυναίκες, όλο το γυναικομάνι, όλο, το βλέπετε, δεν το βλέπετε, έγινε ήδη η αρχή!  Μ΄ αυτόν εντωμεταξύ είχαμε κάνει κάτι τρομερές χειραψίες και την επόμενη φορά που τον είδα τού είπα ότι θα τον κυνηγάω, δεν γλιτώνει, ας πρόσεχε κι αυτός κι οι άλλοι να μην παίζουν με την φωτιά.  Εξάλλου με αναφέρουν πλέον ως  "Gatinha de Fogo"! 

CYCLOLIGHT ZONE

Έτρεχα λέει με το ποδήλατο κοντά στην γειτονιά μου εδώ και φορούσα ένα καπέλο κατεβασμένο χαμηλά ως τη μύτη για σκιά αλλά ήταν βράδυ, δεν έβλεπα μπροστά μου λόγω του καπέλου, που ήταν ένας ωραίος καινούργιος παναμάς, ανησύχησα στιγμιαία ότι δεν θα ΄βλεπα τ΄αυτοκίνητα, και πώς μεταμορφώθηκε το κράνος σε καπέλο, όμως συνέχισα σφαίρα, δεν μ΄ επηρέαζε τίποτα και δεν κολλούσα πουθενά.  

Αυτό ήταν ένα όνειρο που είδα χτες, το θυμήθηκα μετά την αποψινή εξωφρενική κατάσταση στην οποία βρέθηκα, σαν σε μια ιλιγγιώδη συνέχεια του ονείρου, και πώς συνέβη δηλαδή αυτό, αν πράγματι συνέβη, τσιμπήστε με, δεν πάω καλά, σινιόρ Φρόυδ μου, ούτε και σεις βέβαια, αλλά δεν θα το παραδεχθείτε ποτέ. 




Εγώ, που λέτε Ντοτόου, καθόμουν αξιοπρεπώς στην πλατεία του Μουζέου Νασιονάου περιμένοντας να περάσουν οι Νυχτερινοί Ποδηλάτες, διότι μέχρι να κάνω μπωτέ καθυστέρησα και δεν προλάβαινα να βρίσκομαι εγκαίρως στην  αφετηρία.  Η ώρα ήταν εννέα παρά και μαδούσα μαργαρίτες, είχαν περάσει δεν είχαν περάσει, τότε βλέπω να κατεβαίνουν, ανάβω φωτάκια, βάζω κράνος, αλλά έτρεχαν, ούτε να το κουμπώσω δεν πρόλαβα, πάω να τους πιάσω, λίγοι ήταν, σκέφτομαι αφελώς, ότι δεν μαζεύτηκαν πολλοί και αποφάσισαν να κάνουν έντονο πετάλι, εξάλλου τις Τρίτες και τις Πέμπτες πάντα είναι πιο πολλά τα χιλιόμετρα και γρηγορότερος ο ρυθμός, αχ, ωραία, φανάρι, σταμάτησαν, αλλά έγινε γρήγορα πράσινο, κατεβαίνω τη ράμπα, βγαίνω την κατάλληλη στιγμή, πάνω που σπάει την ποδηλατική γραμμή κι εμένα μαζί  ένας οδηγός ηλίθιος, να στρίψει δεξιά, μπαλέτο, γλιτώσαμε  το ατύχημα, τον περιέλουσαν βρισιές και απειλές τύπου, θα σού φάω τ΄αφτιά.

Τρέχαμε, μας βλέπει ένας ποδηλάτης, με ρωτάει, είσαι με το γκρουπ, ναι τού λέω, κολλάει, να παρακάτω άλλος, είστε με το γκρουπ, ναι, κολλάει κι αυτός, κι ένας ακόμα και τρέχαμε, τρέχαμε, γιατί οι δαιμονισμένοι είχαν πάρει την τρελή κατηφόρα, Μετέωρο, Πιάτα, Δικαιοσύνη Τύφλα πέρασαν σαν κομήτες, στροφή, αμάν θα βρεθώ σουβλισμένη στους Καντάγκους, αλλά όχι, άλλη μια στροφή, δεν γλιτώνω, αύριο θα βοούν οι τηλεοράσεις, ιπτάμενη ποδηλάτισσα πέρασε τη φρουρά, διαπέρασε τη τζαμαρία και γυάλισε τα μάρμαρα του σπιτιού της Ντζίουμα, ούτε, κι άλλη στροφή, τους φτάνουμε, μπαλάουν, τους χάνουμε, σπινάρουν στο βελοδρόμιο της κολάσεως, πού πάω, γιατί πάω, κάτι δεν πάει καλά, πριν το σκεφτώ, ιδού η Γέφυρα, για πότε φτάσαμε, δεν το πιστεύω, τίν΄τούτοι, δεν μπορεί να είναι οι Νυχτερινοί, αν και αναγνώρισα δυο τρεις φάτσες.  

Γυρίζω στο διπλανό να τον ρωτήσω αλλά φορούσε ακουστικά.  Μα πού έπεσα, σε κουρσάδες που βγήκαν για χρονόμετρο, μα μόνο δυο είχαν κούρσα, οι άλλοι βουνίσια, εντωμεταξύ είχαμε καταπιεί την γέφυρα, λες να είναι οι Πίκι, όμως αυτοί δεν κάνουν άσφαλτο σε ομάδα, μόνο σκόρπια σε άλλες ομάδες, κι ούτε πάλι ήταν αργοπορημένοι που έτρεχαν να προλάβουν τους Νυχτερινούς στην πρεσβεία του Ιράκ, την οποία δεν πρόλαβα καν να δω από το τρεχαλητό.  Κι αφού δεν βρήκαμε μπροστά μας τους Νυχτερινούς, με ποιους είμαι;

Μπαίνουμε τσακίζοντας στον ποδηλατόδρομο του Λάγκου Σουλ, λίγο παραπάνω δέησαν μια στάση δευτερολέπτων γιατί έψαχναν έναν που έψαχνε την αλυσίδα του κι ακούω να λένε ωραία, και οι δεκαοχτώ είμαστε, όχι φωνάζει άλλος, είμαστε εικοσιδύο, πώς γίναμε εικοσιδύο, ουρλιάζει τρίτος, όλα καλά, με ρωτάει ένας, καλά, λέω αλλά πάω πίσω να πάρω το στομάχι μου από τη γέφυρα.

Πολύ αργά.  Τώρα ανεβαίναμε σαν κυνηγημένοι την φοβερή ανηφόρα της Ματσίνια.  Σε μια φάση άρχισα να παραμιλάω ελληνικά.  Στα κομμάτια, φτου, ενέσεις γκουαρανά κάνανε, πιμέντα στον κώλο τούς μπήκε, πουφ, εγώ θα σταματήσω και θα πιω νερό, ορίστε μας, λύσσα κακιά, όλα καλά, ρωτάει πάλι ένας, μια χαρά αλλά γιατί τέτοιο κακό, α, λέει τιθ Τρίτεθ και τιθ Πέμπτεθ τρέχουμε οι Νυχτερινοί, μα τους Νυχτερινούς έψαχνα εγώ αλλά εσείς δεν είστε οι Νυχτερινοί, είμαθτε μια φράκθια των Νυχτερινών, Το Πετάλι τηθ Μάναθ! Με λένε Θαρλθ! Κοκό! Πραζέρ! Πραδέρ! Χαρήκαμε. 

Φράξια;  Πετάλι της Μάνας; 

(Τέλος πρώτης συνεδρίας.  Συνεχίζεται.)