ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ!

Πάστορες λυσσιασμένοι, λάβροι ιεροκήρυκες με τα μικρόφωνα, μού σπάσατε τ΄αφτιά, μού βομβαρδίσατε τα κύτταρα, πόσο χαίρομαι που πέρασε το Πάσχα, ούτε στον εχθρό μου τέτοια συμφορά, επιτέλους ακούω  πάλι κάθε μέρα δίπλα μου το σχολείο διπλοβάρδια να κοπανιούνται κει μέσα και να ευφραίνομαι σαν με αγγελικές χορωδίες!  

Μαρτύρησα, φέτος ξεπλήρωσα τις αμαρτίες του νότιου ημισφαιρίου από την εποχή του  Κολόμβου, λεπτό δεν μπορούσα να σταθώ στο σπίτι, μέρα ή νύχτα, ξημερώματα ή καταμεσήμερο, έγινε το μυαλό μου πουρές, τα νεύρα μου συρματόσχοινα, μάσησα τα βιβλία μου, τραγάνησα τα σιντί μου, καύσωνας  γλυκυβραστός να σού΄ρχεται τρέλα, τα κουνούπια να γαζώνουν και να μην θέλει πολύ να το χάσεις, το λίγο π΄απέμεινε, να ορμήσεις σαν δαιμόνιο της κολάσεως στην σύναξη των χαρισματικών να δαγκώσεις τον ρήτορα, αλλά θα βγουν άλλοι δέκα ωρυόμενοι σαν τον πάστορα του Ναντάκετ και όφελος μηδέν. 

Νά΄τανε μαύροι να βαράν τις μπατερίας και να ξύνουν το μπεριμπάου, μαύρες να τραγουδάνε τίποτα σάμπες τίποτα γκόσπελ, πού τέτοια τύχη, παρά έκαναν το σχολείο πολυήμερη κατασκήνωση και στήσανε συναυλιακό εξοπλισμό, κι αυτό που δεν κατάλαβα είναι γιατί το κήρυγμα στην Brasília θα πρέπει ν΄ακούγεται ξεκάθαρα  από τις εφτά το πρωί ως τις δώδεκα το βράδυ μέχρι την Goiania, μα κάποιος λόγος θα υπάρχει, πρέπει να εξιλεωθεί ο αμαρτωλός πληθυσμός σε όσο δυνατόν μεγαλύτερη ακτίνα, να μην μείνει ρυπαρή ή καλύτερα καμμιά σκέψη μες το κεφάλι του και να περιέλθει κεκαθαρμένος σε έκσταση!

Κι άμα νιώσεις έτσι, θα πάρεις κι εσύ το μικρόφωνο και θα διδάξεις ουρλιάζοντας  επαναλαμβανόμενες φράσεις σε ντο μι φα, όπως ο γκέστ σταρ τηλεπάστορας, που ομολογουμένως έδωσε ρέστα επί δυόμισι ώρες οδηγώντας το ποίμνιό του στην υπέρτατη ανύψωση, κι όταν τόνισε, Τώρα κάναμε ένα συμβόλαιο με τον Θεό, πάτε στην ευχή του Θεού, εγώ σκέφτηκα, Δόξα τω Θεώ, τετέλεσται, αλλά όχι ακόμη, επανέκαμψε μαινόμενος άλλη μια ώρα, τρεις το μεσημέρι, Μεγαλοσάββατο, κάψα κι η ψυχή μου εξέλιπεν, Θέλω νά΄μαι ευτυχισμένος, θέλω νά ΄μαι ευτυχισμένος, άφριζε το ποίμνιο, Μετανοώ, μετανοώ, Είστε ευλογημένοι, καταιγισμός τυμπάνων, σάλπιγγες της αποκαλύψεως, τέλος του μάταιου κόσμου, δεν θυμάμαι τίποτ΄ άλλο, ξύπνησα τρεις μέρες μετά μεσοπέλαγα μες την κοιλιά του φαλαινοθηρικού. 

Υπογραφή:  Ισμαήλ - Ιωνάς

ουφ...

ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Πουρνό πουρνό τις προάλλες, ξημερώματα άραχλα με μισό μάτι αλλά μάλλον ολόκληρο αυτί, γιατί έπιασε κάτι παράξενα μουρμουρητά πολύ κοντινά, σκέφτηκα, η  αποκάτω  η μουρλή θα είναι ή καμμιά απόμουρλη επίσκεψή της, αλλά δεν μού ταίριαζε, τόσο πρωί κιόλας, οπότε με τα πολλά, κι αφού ήπια λίγο καφέ να λειτουργήσει το οπτικοακουστικό μου σύστημα, πήρα την δύσκολη απόφαση και άνοιξα το παράθυρο, το κάτω, γιατί το πάνω το΄χω μονίμως ανοιχτό, και τί να δω.  Όπου άνοιξε το μάτι μου διάπλατα σαν το παράθυρο.  Την Πόμπα Ζίρα αυτοπροσώπως!

Αραπίνα με κόκκινο μακρύ φόρεμα, κόκκινο της φωτιάς και τσεμπέρι άσπρο, στο ένα χέρι κλαδιά κι έρραινε, στο άλλο ένα τσιγάρο, λιβάνι στα σύμπαντα ο καπνός, και ψαλμούδιζε πάνω κάτω με στάσεις στις γωνίες ανακατεύοντας τους Ισούς με τον  Γιεζού και την Μαρία Παντζίνια, του Ελέους με  την Σινιόρα των Εφτά Οδών, την Τσιγγάνα, πριν σβήσει ο ήλιος τον Αυγερινό, να πιάσουν οι ευχές, το δέσαμε το κτίριο, φτου αποδώ φτου αποκεί, έφυγε η Μάι ντου Σάντου, η ιέρεια και μέντιουμ της θεάς κι εμένα μού μπήκαν σκέψεις άθλιες.

Αυτό ήταν ξεκάθαρα μια ευοίωνη τελετή ουμπάντα,  σπάνιο να δεις κάτι τέτοιο στα φόρα, αλλά μάλλον πίεζε η σελήνη πού΄χε φτάσει στα μισά.  Επειδή η Πόμπα Ζίρα με τα άπειρα παρωνύμια είναι μια θεά σαν την Αφροδίτη, τρομερή κι επικίνδυνη, άμα είναι στις καλές της πίνει σαμπάνια, άμα τσαντιστεί βαμπιριάζει και πίνει αίμα.  Βέβαια οι τελετές ουμπάντα επικεντρώνονται σε θετικές επικλήσεις, ποιος ξέρει όμως πότε λαχαίνει να γίνουν κιμπάντα και να μαυρίσουν;



Κι εδώ επικεντρώνονται οι άθλιες σκέψεις που προανέφερα.  Κάτι πρέπει να κάνω να τούς τρομάξω αυτούς εδώ που μου κλέβουν τα ποδήλατα!  Μπορώ ας πούμε να βρω την μάγισσα, να κάνουμε ένα νεγκόσιου, να της δώσω τα χρειαζούμενα, την ταρίφα, ένα κοτόπουλο, κεριά, γαρύφαλλα,  τσιγάρα αρωματικά και ποτά και να ψάλλει τον εξάψαλμο στους ποδηλατοκλέφτες, θα το κάνει κρυφά μεν αυτό, αλλά τίποτα δεν μένει κρυφό εδώ γύρω, θα μαθευτεί εν ριπή ότι η γκρέγκα, δηλαδή εγώ, έρριξε κατάρες επίσημες μπραζιλιάνικες να μην κοιτάνε το ποδήλατό της!

Άλλη μια εξαιρετική ιδέα, αν δεν βρω την μάγισσα, είναι κάτι πιο υποχθόνιο, να πάω ν΄αφήσω στο σταυροδρόμι εδώ κοντά, τις ως άνω προσφορές σε κύκλο και στη μέση ένα χαρτί που θα γράφει αντί για τ΄ όνομα, που δεν το γνωρίζω, λαντράουν ντζι μπισικλέτα, ποδηλατοκλέφτης, συν τις κατάρες από κάτω, να τον αναλάβει η Πόμπα Ζίρα, να γίνει λουλακής και να του μαραθεί η τσουτσού, όποιου κοιτάξει έστω το ποδήλατό μου, και για επικύρωση καρφωμένο το χαρτί στο χώμα μ΄ ένα μαχαίρι με δοντάκια, tramontina inox stainless Brazil, σαν αυτό πού πήρα από την κουζίνα της κοινότητας και με παρακολουθούσαν διακριτικά μεν αλλά με ανησυχία τί το ήθελα, και τίν΄αυτός ο Ελύτης και γιατί έχει κολλημένες τις σελίδες.

Κι αν δεν σκιαχτούν μ΄αυτά, απίθανο βέβαια, γιατί είναι μελετημένα και πατροπαράδοτα αφρομπραζιλιάνικα μυστικά, καλό είναι να τα ενισχύσω απόλυτα με ένα σιντί που θ΄αφήσω εκεί σ΄ένα πλαστικό μέσα, όπως και το χαρτί, να μην βραχεί κιόλας, θα το πάρουν να τ΄ακούσουν και θα τα κάνουν πάνω τους, και το σιντί θα παίζει αυτό, όμως χωρίς την μουσική, α καπέλα και δυσοίωνα!

KASHMIR

Πότε φτάσαμε στα τέλη της εποχής των βροχών δεν το κατάλαβα, αλλά το κατάλαβε η πλάτη μου και κοιμάμαι μπρούμητα δυο μέρες τώρα, γιατί  τί τό΄θελα το φανελάκι, δεν είδα που γεμίσανε οι βιτρίνες χειμωνιάτικα, δηλαδή φοράς το πρωί το ξωπλατομανικόβυζο, να καείς καλά καλά, να σε τρώει το βράδυ το τουήντ  60% ακρυλικό, 40%  μαλλί κλωνοποιημένου προβάτου, όπου βράδυ από τις 6μμ. που αρχίζει και νυχτώνει και κάνει φριουζίνιου.  Όμως δεν ζω στο Πόρτου Αλέγκρι, που εκεί αλήθεια θες παλτό τον Αύγουστο, στην Μπραζίλια μένω και τά΄χω δει όλα, ν΄απλώνω σήμερα κρέμες για το κάψιμο και έξω μέρα μεσημέρι σκοτάδι, καταστροφή, καταποντισμός.

εντός του ανελκυστήρος με το αδικοχαμένο ποδηλατάκι

Αν φαίνονται πολύ μπερδεμένα όλα αυτά,  λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, βρίσκομαι κάτω από τον Ισημερινό και γράφω αυτά που νιώθω, δηλαδή σουβλιές στην πλάτη, τους ώμους και την μύτη.  Το εμφανισιακό μου σύνολο έχει χρώμα ροζ, κόκκινο, άσπρο, καφέ ξεφλουδισμένο τόπους τόπους, ένα χάλι πολύ τροπικάλ.  Είχα βγει με κουφόβραση, συννεφιά και ψιχάλες, αλλά η μπόρα αναβλήθηκε. Όμως σιγά μη φορέσω τουήντ, αυτά είναι για την μόδα, που πάνε οι ψωνισμένες και ψωνίζουν μπότες και χειμωνιάτικα σακάκια να φανούν ευρωπαίες, κι από μέσα το μαγιώ σε παπαγαλί χρώματα,  και κολλητά τζιν μες την κάψα με υψηλή ραπτική ανόρθωσης  του οπισθίου,  τις βλέπω και βγάζω σπυριά,  που έχω να βάλω μακρύ ένα χρόνο, μα τη νόσσα σινιόρα την απαρεσίντα.

Θα προτιμούσα δε πιο συχνά την εναλλακτική, δηλαδή το όλως αντίθετο, όπως αρμόζει εδώ, όλο αντιθέσεις, ακραίες μάλιστα, δηλαδή  καφτά σορτσάκια, αλλά τίθεται ένα σοβαρό ποδηλατικό πρόβλημα, διότι αν καθήσω επάνω στην σέλα, αφού θα έχει μείνει εκτεθειμένη έστω και ένα λεπτό σ΄αυτόν τον ήλιο, το έγκαυμα στα μαλακά κι ευαίσθητα το έχω εγγυημένο και μετά θα πηγαίνω για ένα διάστημα μόνο ορθοπεταλιά.  Αφού κιόλας υπάρχουν στιγμές που ανησυχώ σοβαρά μήπως αναφλεγεί το συνθετικό ποδηλατικό βρακί κατά την επαφή του με την φλεγόμενη σέλα.


το άγριο κινέζικο αδερφάκι της Σκουπιδιάρας
       
Ακραίες συνθήκες, τίποτα δεν γλιτώνει, καταστροφή σκέτη, χώμα, λάσπες, ήλιος κερατάς, βροχή παλουκιασμένη!  Υγρασία, καύσωνας, ξηρασία να πίνω ένα λίτρο νερό μονορούφι, μπόρες αλύπητες, κι όλα ταυτόχρονα, πώς γίνεται αυτό δηλαδή, άμα ξαναδιαβάσω γλυκανάλατη περιγραφή για τους ρομαντικούς τροπικούς ορίζοντες θα κυνηγήσω τον συγγραφέα και θα τον πιάσω απ΄τον λαιμό, θα τον γονατίσω μέχρι να πει ήμαρτον, τα έγραψα από την φαντασία μου!


εκδρομή στα νοτιοδυτικά:  γιαούρτι, μάνγκα, φράουλες (μοράνγκου), βατόμουρα (αμορά)



Κατά τ΄ άλλα είμαι υπερικανοποιημένη από την Σκουπιδιάρα,  καταπληκτικό ποδήλατο για τις  βασικές μου διαδρομές, απροβλημάτιστο γενικά και καλά έκανα που επέμενα να το φτιάξω, αν και  απαξίωσαν  περιφρονητικά δυο μάστορες, ο τρίτος υπέκυψε.  Σ΄αυτόν  ετοιμάζω κι ένα μάουνταιν μπασταρδεμένο κι αρχιδάτο για περιπέτειες στο κοκκινόχωμα της άγριας δύσης. Ο μάστορας έφριξε με τα πειραγμένα που τού ζήτησα αλλά υπέκυψε εκ νέου. 

Όμως η Σκουπιδιάρα είναι κάτι ασύγκριτο.   Χώρια που διαφημίστηκε τελευταία σε μια νουβέλα (βλ. σαπουνόπερα) που χαλάει κόσμο, ανήκει στο βαρύ πυροβολικό της εταιρείας Χιούστον, που φέτος χτύπησε στα ίσια την Καλόι,  εν πάσει περιπτώσει είναι ένα μονδέλο αξιόπιστο στην χρήση του για τα χρήματά του, την στιγμή που ακριβότερα  ποδήλατα  συχνά σε κρεμάνε.  Προβληματιζόμουν πώς και αν θα βγάλει κάτι ανηφόρες και δεν κατάλαβα τίποτα.  Δεσπόζει στον δρόμο, κυρία, δεν κολλάει πουθενά, ξαναβρήκα την χαμένη αίσθηση της στροφής με μεγάλη ρόδα,  με κακόμαθε με το μονοτάχυτο, ενίοτε την απογειώνω  και την προσγειώνω μέσα σε χλαπαταγή σιδερικών, επιπλέον διαπίστωσα ότι γνωρίζει τους δρόμους, προφανώς διότι είναι περπατημένη κι ακόμη παρουσίασε από την πρώτη μέρα ασυγκράτητη λιβιδική έλξη! 


Υστερόγαμον:  αυτό αφιερωμένο στο χιλιόμετρο της εποχής της ξηρασίας που έρχεται ολοταχώς... γιατί εδώ από κασμίρι,  μόνο σε τραγούδι!  Κι εδώ εικόνες από το  προχθεσινό Tweed Run του Λόνδον βεβαίως βεβαίως

Η ΑΜΒΡΟΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΤΟΥ ΕΛΝΤΟΡΑΝΤΟ

Στους Ίνκας άρεσαν τα χρυσά λιλιά και όσοι είχαν ένα σκαλί στην πυραμίδα  φορούσαν κάμποσες  οκάδες ντόπιο μασίφ να μένουν σταθεροί.  Το μυρίστηκαν οι Ισπανοί βασιλιάδες και στείλανε τα πιο ελεεινά ρεμάλια ν΄αρπάξουν τα λιλιά απ΄ τους ινδιάνους, να μην εποφθαλμιούν τα δικά τους, να πάρουνε και ποσοστά.

Τρακόσια τριάντα χρόνια αργότερα και μια μέρα ακριβώς, γύρισα σπίτι μου μ΄ ένα σακούλι περουβιάνικο χρυσάφι, απ΄αυτό που λέγαν οι ιστορίες των ταξιδευτών, πώς οι Ίνκας το έτρωγαν να λαμπυρίζουν σαν τον ήλιο.  Τό΄χα κρύψει ανάμεσα σε καλαμπόκια, μήλα, μπανάνες νανίκας, αχλάδια, κρεμμύδια και γιαπωνέζικα αγγουράκια.  Μετά μαγείρεψα με κρέας τον θησαυρό: την Πατάτα Βαρώνη!


Η πατάτα των 'Ανδεων, αρακάτσα ξανθόριζα, πατάτα σάλσα ή  βαρώνη ή  μαντιοκίνια ή σελινοπατάτα και η λύσσα των σεφ σε Βόρειο Αμερική και Ευρώπη, γιατί μια τέτοια νωχελική αριστοκράτισσα, που θέλει ως δέκα μήνες να ωριμάσει  τους χυμούς της συντροφιά με τα  φασόλια, τα καρότα και τον καφέ, πρέπει να καταναλωθεί μέσα σε μια βδομάδα από την συγκομιδή της και δεν αντέχει τις καταψύξεις και τέτοιους απαράδεκτους μοντερνισμούς.

Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός του Rio ανακάλυψε τον θησαυρό επίσημα μόλις το 1907 και οι πονηροί μπραζιλιάνοι επέσπευσαν την ωρίμανση της ρίζας στο μίνιμουμ των επτά μηνών, ποντάροντας στο  εύφορο κοκκινόχωμα και στο δεδομένο ότι η βαρώνη δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη  λιπάσματος.  Παραταύτα ακόμα και σήμερα στην παραλία είναι σχετικά άγνωστη γιατί καλλιεργείται σε υψόμετρο στην ενδοχώρα, εδώ γύρω δηλαδή, από μικρούς παραγωγούς λόγω και της υψηλότερης τιμής της.  Η βαρώνη επεκτάθηκε αργά από την γενέτειρά της στις γύρω χώρες, όμως διόλου τυχαία επέλεξε εδάφη που σχετίζονταν με την αριστοκρατική καταγωγή της, τις περιοχές των παλιών ορυχείων χρυσού.

Εγώ γνώριζα την κοινή πατάτα ή πατάτα ινγκλέζα, την γλυκοπατάτα, στο κόκκινο χρώμα του ραπανιού και την μαντιόκα. Με την βαρώνη συναντήθηκα όλως τυχαίως. Την πρώτη φορά, ανίδεη εντελώς,  θεώρησα πώς είναι κει πέρα μια κάποια ποικιλία βραζιλιάνικης πατάτας και την άφησα με κοτόπουλο να βράζει στην κατσαρόλα.  Ύστερα άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα.  Μού μύριζε σέλινο.  Λέω, η ιδέα μου θα΄ναι, παραπείνασα και ονειρεύομαι σελινάτο.  Έγκυος δεν ήμουν.  Μετά από λίγο μού μύριζε φουντούκι και σέλινο.  Λέω, δεν είμαι καλά, είναι από την ίωση.  Δεν είχα και καλή όσφρηση.

Κατόπιν μού μύριζε σέλινο, φουντούκι, σοκολάτα, κάστανο, καρότο και μέλι.  Σκιάχτηκα.  Ανοίγω με επιφύλαξη το καπάκι και κοιτάω.  Η πατάτα είχε αποκτήσει το χρώμα του σαφράν και μοσχοβολούσε.  Όταν ετοιμάστηκε, η σάλτσα ήταν κάτι απερίγραπτο.  Λίγο από τις πατάτες είχε λιώσει, το περισσότερο έστεκε κανονικά.  Το κοτόπουλο είχε γίνει εξαιρετικό κι εγώ μεταμορφώθηκα ξαφνικά από μαγείρισσα της πυρκαγιάς σε σεφ!  Χωρίς πρόβλημα παρουσίαζα το πιάτο σ΄οποιοδήποτε τραπέζι και περιττό να πω,  δεν άφησα ούτε σταλιά από την αμβροσία!

Το δεύτερο πείραμα έγινε με μοσχάρι ποντίκι.  Θεϊκό.  Στο μεταξύ ερεύνησα τους θυρεούς της βαρώνης.  Απελπισμένοι αμερικανοί μάγειροι γράφουν σε φόρα να βρουν λίγη για τα σουφλέ και τα νιόκι τους,  ενώ ανύποπτες μαμάδες στο Περού, την Κολομβία, την Βολιβία, το Εκουαδόρ, την Βραζιλία και την Βενεζουέλα την κάνουν πουρέ για τα μωρά τους, διότι είναι θρεπτική, διουρητική κι ευκολοχώνευτη.  Ωμή είναι υποκίτρινη και πιο σκληρή από την κοινή πατάτα, αλλά  με το μαγείρεμα σκουραίνει και μελώνει.  Περιέχει τέσσερις φορές περισσότερο κάλσιο από την κοινή πατάτα, βιταμίνες άλφα και σε, ποτάσιο, σίδηρο, υδατάνθρακες και καροτίνη σε βαθμό, που αν τρώει κανείς συχνά γίνεται χρυσαφής. Επιπλέον κερδίζει τον Χρυσό Σκούφο!

Υστερόγαμον:  ποιες τρούφες και αηδίες...