Ο ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΗΣ BRASÍLIA Ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

Επειδή ο πρόσφατος λόγος για άριες και καθότι δήλωσα ότι αυτό το μπλογκ ειδικεύεται στην όπερα μπούφφα, οφείλω ν΄αποτίσω φόρο τιμής στον Κουρέα, εν προκειμένω της Brasília. Ο οποίος τυγχάνει προσωπικός κουρέας της πυκνής και απαιτητικής μου κόμης, ο Ντον Πέντρου.

Πριν συναντήσω τον Ντον Πέντρου είχα δοκιμάσει τρεις κομμωτές και δυο κομμώτριες, σε τέσσερα κομμωτήρια, στα οποία βέβαια αξίζει να καθίσει κανείς, τουλάχιστον για να κόψει σαπουνοπερική κίνηση. Οι βραζιλιάνοι έχουν μανία με την εμφάνιση και σε κάθε γειτονιά θα βρεις δέκα κομμωτήρια που προσφέρουν απαραιτήτως και περιποίηση προσώπου και νυχιών, κι άλλα τόσα μπαρμπέρικα, χώρια τα ινστιτούτα αισθητικής, σπα και γυμναστήρια.

Με τέτοια αφθονία, τί πιο απλό από ένα κούρεμα. Με μια βασική παράμετρο. Οι περισσότερες βραζιλιάνες έχουν μακρύ έως πολύ μακρύ ίσιο μαλλί, οι μαλακτικές κρέμες πουλιούνται με τον κουβά στη λιανική! Οι άντρες πάλι έχουν σχεδόν όλοι πολύ κοντά μαλλιά, τα οποία φροντίζουν συχνά συν ξύρισμα γυαλί. Μια μάλλον ξεχασμένη στην Ελλάδα εικόνα είναι το μεγάλο μπαρμπέρικο με τους καλφάδες στη σειρά. Οι μπαρμπεαρίες έχουν ονόματα όπως Ησαΐας, Σαμψών, Ονούφριος, Αβεσσαλώμ, άμα έρθει κι ο Αρμαγεδδών να μας βρει τουλάχιστον φρεσκοκουρεμένους.


Στα δε κομμωτήρια, Σαλόις ντζι Μπελέζα, παρακολουθεί κανείς απίστευτα πράγματα, άντρες και γυναίκες να φέρνουν μαζί τους φυλλάδια με διάφορα μοντέλα ή ηθοποιούς και να συζητάνε επ΄άπειρον μεταξύ άπειρων καφεζίνιους με τους κομμωτές πώς θα πετύχουν την ίδια κουπ ή βαφή, μεγάλη πέραση έχουν κάτι σουηδοί με μαλλί αχυρέ ξέξασπρο, δεν αντέχω, προτιμώ τους μαύρους, μαύρους, όχι σουηδούς!

Όμως τόση περιρρέουσα χαλαρότητα δεν μ΄αφήνει ούτε να συγχιστώ, ας γίνουν και σουηδοί να δω τί θα καταλάβουν, εμένα πάλι το θέμα μου ήταν ότι πιο εύκολα μπορούσα να γίνω σουηδέζα από το να βρω ένα κούρεμα της προκοπής. Οι καμπελερέϊρους δεν έχουν ιδέα από πολύ κοντό γυναικείο μαλλί. Δεν υπάρχει καν στις παραστάσεις τους. Υποσυνείδητα το ψαλίδι τους αρνείται να κόψει. Οι βαφές είτε στα κομμωτήρια είτε στο εμπόριο είναι συνήθως πολύ καλές, αλλά από ψαλίδι έφτασα στο σημείο, ένα βράδυ πού ΄βρεχε πολύτονα κι είχα την άλλη μέρα χιλιόμετρο με τους ποδηλάτες, αφού έκανα γενική μπωτέ στο ποδήλατο, έπαιξα και τρεις ψαλιδιές στα μαλλιά μου να μη μ΄ενοχλούν.

Στο χιλιόμετρο βέβαια φορούσα το κράνος και δεν έτρεχε τίποτα, όμως μετά που το έβγαλα, κάτι έπρεπε να γίνει κι ας μου δώσανε ειλικρινή συγχαρητήρια για το κούρεμα, από κει να καταλάβει κανείς. Αθλιότης. Συχνά μπαίνω στον πειρασμό να μην ασχοληθώ πια και να τ΄αφήσω όπως παλιότερα, να γίνω γενοβέφα, αλλά το σχέδιο πάντα αποτυγχάνει κάποια κρίσιμη στιγμή που θα φρίξω από τη ζέστη και τότε βρήκα τον Ντον.

Ένα βράδυ σε μια quadra κοντά στο σπίτι μου είχα πάει για καφέ και τρωγόμουν με το μαλλί μου. Ήταν Παρασκευή και από κεκτημένη βαρεμάρα ανέβαλα όλη την εβδομάδα να πάω στο κομμωτήριο. Ο βαθύτερος λόγος όμως δεν ήταν η κλασική μου ραθυμία αλλά το ότι γνώριζα, πως πάλι θα πήγαινα για κούρεμα και θα έβγαινα με μαλλί, μυστήρια πράγματα! Έκανα λοιπόν την απλή λογική σκέψη, αφού κυρίως οι άντρες έχουν κοντό μαλλί εδώ, πρέπει να δοκιμάσω σε μπαρμπέρικο! Το΄χα βέβαια σκεφτεί και παλιότερα αλλά στ΄αστεία, τώρα όμως το θέμα τέθηκε σοβαρά!

Φέρνω την quadra γύρω γύρω, κοιτάζω δυο μπαρμπεαρίες, τις απορρίπτω. Αν ήταν για μπαρμπέρικο έπρεπε να είναι όχι απλά παραδοσιακό αλλά σκληροπυρηνικό. Όχι θεωρίες, όχι φρου φρου κι αρώματα. Για ποιο λόγο; Για να λάμψει η τέχνη! Βλέπω άλλα δυο. Το ένα γυμνό. Μπαίνω στο γυμνό.


Ο Ντον Πέντρου - έγραφε το όνομά του απέξω - έσβηνε με τη φαλτσέτα τις φαβορίτες ενός κοκκινοπρόσωπου γίγαντα. Ρωτάω αν έχει χρόνο, είχε, κάθομαι. Μάλλον απλώνομαι. Κι αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, που γενικά μ΄αρέσει πολύ, να παρατηρώ κάποιον την ώρα που φτιάχνει κάτι. Είναι μια οπτική μουσική.

Αφού ο γίγαντας έγινε άνθρωπος, σηκώθηκε να φύγει χαιρετώντας ανάλαφρος τον κουρέα και εμένα. Όσο ο Ντον με ετοίμαζε, εξήγησα την κατάσταση. Μετά τις συστάσεις, αρχίζει μια συζήτηση για τα έγχορδα δωματίου. Αυτή προέκυψε, όταν πέρασαν οι σπουδαστές ενός ωδείου εκεί κοντά με τα βιολοντσέλα στην πλάτη και διαπίστωσα, ότι συχνάζουν σ΄αυτόν. Παρότι άσχετη με μουσική, συμμετείχα, διότι εκείνο το διάστημα διάβαζα τον Δρ. Φάουστους του Μαν και βρισκόμουν στο κλίμα.

Ο μαέστρος λοιπόν είχε ελαφρύ χέρι. Με σκούρο ριγέ παντελόνι, μαύρα παπούτσια, άσπρο πουκάμισο, ήταν υπεύθυνος μιας ισορροπημένης ενορχήστρωσης, τα αλέγκρι ελεύθερα αλλ΄όχι έωλα, τα λέντι όσο δραματικά πρέπει, όχι όμως ανιαρά. Ένα σύνολο.

Αλλά την δεύτερη φορά που πήγα... τί ήταν αυτό, τί είχε συμβεί; Μήπως πήγα σε λάθος σημείο; Βόλταρα πάνω κάτω ψάχνοντας, μα τότε βγήκε από μέσα ο Ντον και χαιρετηθήκαμε, τότε κατάλαβα, πώς, ω, φρίκη, ω, άτεγκτη μοίρα! Είχε ανακαινίσει το κατάστημα, μάλιστα είχε βάλει τον καινούργιο πάγκο με τον καθρέφτη απέναντι στ΄αριστερά. Α, λέω, δεν το αναγνώρισα, εκείνος πανευτυχής το θεώρησε θετική παρατήρηση κι εγώ βυθιζόμουν στην απελπισία.

Σκάλωνε στο κορδόνι της ποδιάς γύρω από το λαιμό μου και δεν μπορούσα να το καταπιώ. Τελοσπάντων, σκέφτηκα για να παρηγορηθώ, ο χώρος άλλαξε, όχι το χέρι του κουρέα! Όμως ένα χτύπημα πιο φοβερό με περίμενε. Κάτι έλειπε αλλά δεν το είχα προσέξει αμέσως. Φριχτές υποψίες με είχαν βέβαια προϊδεάσει, όταν δεν είδα τη λουρίδα ακονίσματος. Οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα, όταν ένας περήφανος Ντον Πέντρου έβαλε σε λειτουργία μια μικρή ξυριστική μηχανή με επαναφορτιζόμενες μπαταρίες!

Η φαλτσέτα! Πού πήγε; Άφαντη! Κατέρρευσα. Με συνέφερε ένα ελαφρύ χτύπημα με την πετσέτα. Στήθηκα στα πόδια μου με κόπο και σύρθηκα μέχρι έξω. Α, λέει, πού είναι εκείνη η παλιά κούρσα; Γιατί είδε το καινούργιας κοπής βουνίσιο ποδήλατο και δεν φάνηκε να το χωνεύει. Η ερώτηση ενεργοποίησε τρομερά αισθήματα εκδίκησης! Πρώτα τον βασάνισα λίγο. Εξηγούσα σαδιστικά, ότι αυτό είναι πιο καλό, εκτός από χώμα και για ορισμένες δυσκολίες μέσα στην πόλη, πιο μοντέρνο, πιο ανθεκτικό. Εκείνος δεν πειθόταν, αναζητούσε την αντίκα. Τότε τον σέρβιρα. Η παλιά κούρσα; Εκεί ακριβώς που είναι κι η φαλτσέτα!


Υστερόγαμον:

Ο Picasso είχε στενή φιλία 26 χρόνων με τον κουρέα του Eugenio Arias, εξόριστο συμπατριώτη του, και συζητούσαν για τα νέα από την Ισπανία, όπως και για το κοινό τους πάθος τις ταυρομαχίες. Ο κουρέας χαρακτηρίστηκε από τον ζωγράφο ως "ένα μπαλόνι οξυγόνου για εμάς", τους εξόριστους δηλαδή, που σύχναζαν εκεί. Ο Arias απήγγειλε ισπανική ποίηση και ο Picasso σχεδίαζε κυρίως πάνω στα αντικείμενα του κουρείου. Σήμερα εκτίθενται ως "συλλογή Arias" στο Museo Picasso της Μαδρίτης. Από αυτήν την συλλογή το σχέδιο της κούπας ξυρίσματος με κεφάλι ταύρου στη δεύτερη εικόνα.

Στην πρώτη εικόνα ξυλογραφία του Albrecht Dürer, υποθέτω, γιατί δεν βρήκα πηγή.

Ο τίτλος της ανάρτησης παράφραση του "O Κουρέας της Σεβίλλης, ή η Άχρηστη Προφύλαξη".

Η ΤΡΕΛΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Άαααχ, καλοκαίριασε! Μεγάλωσε η μέρα, είδαμε φως, επιτέλους! Με την πανσέληνο προχτές στη θερινή ισημερία (sic), το εορταστικό σκηνικό στο κέντρο της Brasília ξεπέρασε σε σουρρεαλισμό τον Fitzcarraldo. Όχι, δεν βγήκαν πλοία στο Οροπέδιο, αν και η οικοδόμηση της πόλης στο Planalto Central είχε χαρακτηριστεί παραφροσύνη παρόμοιου είδους με του ήρωα του Herzog. Σήμερα οι εταιρείες προσφέρουν ρεβεγιόν με κρουαζιερόπλοια στον Αμαζόνιο, είδα τις διαφημιστικές πινακίδες ξαφνικά μες το σκοτάδι κι έχασα το τιμόνι, να φουντάρω, ποδηλάτης στη λίμνη! Το ποδήλατό μου για μια πιρόγα!

Όταν ήρθα εδώ, η περιοχή της κεραίας της τηλεόρασης στο κέντρο ήταν μια σκέτη ερημιά. Σκιαζόσουν να την διασχίσεις βράδυ, τρόμος, ρωτήστε καλύτερα την Βαρώνη που τής είχαν κοπεί τα γόνατα και δεν μπορούσε να περπατήσει, γιατί εγώ δεν πιάνομαι, είμαι τέρας της φύσεως και γελάω. Το πρώτο βράδυ που πέρασα από κει, ήταν με τα πόδια γιατί δεν είχα μοντάρει το ποδήλατο κι έκανα μια ώρα να πάω και νά΄ρθω μες το άγνωστο. Βγαίνει ένας τύπος στο ημίφως. Κανονικά θα έπρεπε τουλάχιστον να τσιρίξω. Αλλά δυστυχώς αδυνατώ να τσιρίξω. Είμαι απελπιστικά βαρύτονη. Κι ο τύπος ήθελε απλώς ένα τσιγάρο, όχι άριες κι εξεζητημένα πράγματα.

Στη βάση του λοφίσκου που είναι τοποθετημένη η κεραία δίνονται συχνά ελεύθερες συναυλίες και ο κόσμος κάθεται αμφιθεατρικά στο γρασίδι. Πότε πρωί, πότε βράδι, πότε ροκ, πότε κλασική, αλλά όχι όπερα. Μέχρι στιγμής, γιατί τελικά κανείς δεν γλίτωσε τις άριες! Φυσικά χρειαζόταν η κατάλληλη προετοιμασία. Δεν παίζει η όπερα όπως κι όπως στα γρασίδια, θέλει τη θεωρία, το μπούγιο της.



Στην αρχή ήρθαν τα φιλέτα - παρντάουν, τα τσιμέντα. Έφτιαξαν ένα δεύτερο εγκάρσιο πεζοδρόμιο δίπλα στο παλιό, στρώσανε τις γνωστές τρύπες ανοίγοντας καναδυό άλλες, εξαφάνισαν τις παλιές ράμπες, έβαλαν άλλες αλλού και περιέφραξαν έναν μεγάλο κυκλικό χώρο. Μέσα στήσανε κάτι υδραυλικά. Από κεί ξεπετάχτηκαν συντριβάνια. Το τέλος της βραδυνής ησυχίας. Λαός, αυτοκίνητα, χάος να μην ξέρεις από πού να περάσεις.

Ένα μεσημέρι όλος ο λόφος καλύφθηκε με χιλιόμετρα απλωμένων καλωδίων. Έκανα κύκλους να μην τα πατήσω. Ένας με στολή δύτη σκάλιζε κάτι μες το νερό. Το ίδιο βράδυ λύθηκε το μυστήριο. Τα καλώδια με τα λαμπάκια κρεμάστηκαν στον πύργο εν είδει χριστουγεννιάτικου δέντρου. Τα νερά κόκκινα κίτρινα μπλε πιτσίλιζαν ένα γύρω τον κόσμο, που έπινε μπύρες, χαριεντιζόταν και φωτογραφιζόταν. Εντάξει, σκέφτηκα, εορταστικός στολισμός. Αλλά είχα κι άλλα να δω.

Την επόμενη μέρα ο τόπος αδιάβατος από σιδεριές και αλουμίνια. Αυτά συναρμολογήθηκαν σε σκαλωσιές. Κοντά στο συντριβάνι τοποθετήθηκαν μεγάλα ηχεία σε τσιμεντένια κουβούκλια. Το βράδυ ακουγόταν σε θριαμβική διαπασών ...Μπετόβεν! Μάλιστα με υδρο-φωτορυθμική συνοδεία, τα νερά ανεβοκατέβαιναν κι έπαιζαν χρώματα αναλόγως της μουσικής. Εντάξει, σκέφτηκα, ήχος και φως. Και ύδωρ. Αλλά δεν είχα δει τίποτα ακόμα.

Η μεγάλη μέρα ήταν της ισημερίας που είχε και πανσέληνο. Στον κόσμο μου, έκανα τις χιλιομετρικές μου βόλτες και πέρασα κατόπιν από τον μοιραίο κόμβο, όπου γινόταν της Αΐντας. Στο όλο σκηνικό εγώ με κράνος, κοντά βρακιά κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί στην παγουροθήκη του ποδηλάτου ήμουν το ελάχιστο αξιοπερίεργο.


Όχι, δεν με γελούσαν τ΄αφτιά μου, αν και δεν μπορούσες να διακρίνεις αμέσως λόγω απόστασης, ψιλόβροχου και απτόητου κόσμου, ήταν ένας τενόρος in vivo, και μια σοπράνο! Ανεβασμένοι σε δύο αντικριστές εξέδρες με ροζ θόλους μες τα συντριβάνια, που άλλαζαν χρώματα ενώ στο τέλος κάθε άριας έσκαγαν πυροτεχνήματα από τις σκαλωσιές, σε μια από τις οποίες είχα στηρίξει αμέριμνα το ποδήλατο.

Δεξιά και αριστερά δύο γιγαντοθόνες εστίαζαν στους υψίφωνους πάνω και στην ορχήστρα κάτω. Ποπ κορν και θεάματα. Όπου το πλήθος αλάλαξε σεληνιασμένο όταν η σαπουνοπερική σκηνοθεσία απορρίπτοντας το δράμα έφερε την Ελβίρα αεροπλανικώς στην εξέδρα και την αγκαλιά του Αρτούρο! Συγκλονίστηκα! Το έδαφος χάθηκε απ΄ τα πόδια μου! Η σελήνη έπαθε ολική έκλειψη! Κι ούτε μια κόκκινη πολυθρόνα να σωριαστώ, μόνο ένα κόκκινο ποδήλατο να το πάρω να τρέχω fra la gioia ουρλιάζοντας!

Υστερόγαμον: Ο Fitzcarraldo ήταν πραγματικό πρόσωπο που απαθανάτισε ο W. Herzog στην ομώνυμη ταινία του 1982. Πιο σουρρεάλ κι απ΄την υπόθεση υπήρξε το εγχείρημα του σκηνοθέτη να δουλέψει με τον οξύθυμο Kinski. Ο οποίος σκηνοθέτης έντυσε με κελεμπίες τους Ινδιάνους του Περού και τους έκανε φελάχους! H άρια A te o cara, από τους Πουριτανούς του Bellini ακούγεται στην τελική σκηνή του φιλμ με την όπερα στημένη πάνω στο πλοίο στα νερά του Manaus και τον Kinski σε βελούδινη κόκκινη πολυθρόνα με φράκο και πούρο!

fra la gioia (ιταλ.), μέσα στη χαρά

Η ταινία υπάρχει online στα αγγλικά χωρίς υπότιτλους, μέρος α΄, μέρος β΄.

ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΨΗ

Χθες το βράδυ σε είδα. Και σε αναγνώρισα. Κοίταζα τί κυκλοφορούσε στο νετ προσπαθώντας να πληροφορηθώ για την κατάσταση εκεί. Όπου κάποια στιγμή γούρλωσα τα μάτια μου κι έμεινα σύξυλη.
Με μια ομάδα νεαρών καλυμμένων και ακάλυπτων. Εσύ ακάλυπτος και άνετος με τον ασύρματο. Πηγαδάκι όλοι σας με τ΄άσπρα αβγά. Έπειτα, μες τους καπνούς και τον πετροπόλεμο, κι εκεί άνετος. Μοντέλο.
Πού σε θυμήθηκα; Πάνε και δεκαπέντε χρόνια δηλαδή. Σούρουπο, επέτειος του Πολυτεχνείου, κατέβαινα την Στουρνάρη. Σχετική ερημιά και συ μιλούσες βιαστικά με κάτι πιτσιρίκους, του σχολείου. Μού έκανε εντύπωση και παρατήρησα. Οι μικροί σκαρφάλωσαν τον τοίχο και πέρασαν μέσα. Εσύ έμεινες απέξω με τον ασύρματο. Τη νύχτα εκείνη που γίνανε αίσχη.

Δεν σε ξέρω και δεν με ξέρεις. Ήρθες σαν φλασιά εδώ στου διαόλου τη μάνα. Κι έχεις ασπρίσει αλλά σαν πιο φρέσκος, μια αυτοπεποίθηση. Τότε φαινόσουν κάπως σαν αρουραίος, τώρα έχεις στήσιμο και φωτογένεια. Και η ομάδα σου έχει ανέβει ηλικιακά, δεν αποτελείται από μαθητές.

Κι αν γελάστηκα; Κι αν δεν είσαι εσύ κι είσαι ένας άλλος; Το ίδιο κάνει. Ένα φτύσιμο πρέπει, όσο ο Ατλαντικός και στους δυο σας, και στους ομοίους σας, να σας πνίξει.

ΤΡΙΦΑΣΙΚΟ


Έχει το χάζι του όταν βγαίνω βράδυ κι έχουν στολιστεί μέχρι τα παρτέρια μ΄ όλα τα εορταστικά παραφερνάλια, που σού φέρνουν αταβιστικά στο νου χειμώνες και χιόνια και τζάκια, κρασί και χουχουλιάσματα... αυτά το μυαλό, μα το πετσί καταλαβαίνει άλλα, κολλάει απ΄ την υγρή ζέστη και τρέχει ο ιδρώτας να βραχυκυκλώνουν τα λαμπάκια, όμως ο ουρανός είναι κοβαλτίου, Greco, Cezanne ή Van Gogh, άστους να ερίζουν για το μπλε, γιατί έχει και σύννεφα λευκά νεογέννητα, που σκαρφαλώνουνε θρασύτατα ένα γύρω να παίζουν θολωτές ψευδαισθήσεις, πως τάχατες η γη είναι επίπεδη, βγάζοντας τη γλώσσα στο αυστηρό δάχτυλο του φεγγαριού, ότι γυρίζει κι άλλους ψύχει κι άλλους ψήνει, θα μεγαλώσετε και θα δείτε τη γλύκα, πάρτε και δυο αστραπές μπουμπουνιστές να συμμαζεύεστε!


Κι άμα μεγαλώσει κανείς τη βλέπει τη γλύκα, κι είναι τόση πολλή και σιροπιαστή που πασαλείβεται όλος και πιάνεται σαν την μύγα, δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω αλλά έχει αυτοκίνητο που πάει αντί γι΄αυτόν και γάμο που προχωράει μόνος του. Πάει μέχρι το Posto da Torre από τη δεξιά λωρίδα. Όμως ξαφνικά διστάζει, κόβει, πάλι κόβει και τέλος σταματάει. Σκέφτομαι μην κάνει καμμιά όπισθεν, δεν είναι και μύγα, μπάμπουρας τεράστιος είναι, επίφοβο και να προσπεράσω, βγαίνω στο πεζοδρόμιο, ανοίγει αίφνης η πόρτα, πετιέται μια η μισή έξω και χτυπιέται, βοήθεια, βοήθεια! Μαινόταν κι ούτε έβγαινε ούτε έμπαινε. Briga casal, λέει τέλος ο τύπος. Οικογενειακός καβγάς, μάλιστα, Feliz Natal, καληνύχτα σας.


Τρεις φορές τρία βράδυα συνεχόμενα μού κόψανε τη χολή σ΄εκείνη την περιοχή, είναι ενεργειακός ο τόπος! Την επομένη της οικογενειακής ευτυχίας, κατέβαινα και σκεφτόμουν πρώτον ότι χρειάζομαι ένα μεταλλικό νερό και δεύτερον τί ωραία τραβάει το ποδήλατο αθόρυβα, είχε φύγει μπροστά ένας όγκος αυτοκινήτων, όταν τη σκέψη μου και την ησυχία έσκισαν στριγγλίσματα φρένων και λάστιχων, αναμπουμπουλιάζομαι, γυρίζω και βλέπω στην προηγούμενη διασταύρωση, ένα αυτοκίνητο έχει βγει με τρελά γκάζια και σπινιάρει μες τη μέση.

Κι αφού έφερε δυο βόλτες γύρω από τον εαυτό του, ακριβώς στο σημείο που είχα περάσει μόλις πριν, μούγκρισε κι ερχόταν καταπάνω μου, εντωμεταξύ κατέβαιναν από πιο ψηλά κι άλλα οχήματα. Έκανα ένα αλματάκι και ανέβηκα στην πρασιά, πέρασα το πεζοδρόμιο και κατηφόρισα λίγο στο χώμα δεξιά ψάχνοντας αν έχει άνοιγμα από τα δέντρα, όταν με ξύρισε ένα βουητό, ήταν ο ελεεινός που έσπερνε τον πανικό στην κεντρική λεωφόρο, κόσμος έφευγε από τις στάσεις, φρένα καίγονταν!


Έστειλα δυο μούντζες σταυρωτές επίσημες και πήγα να πάρω εκείνο το έρημο το νερό. Δυο βραδιές πριν, εκεί που είχε βγει ο παλαβός, μια ξανθιά με καινούργιο άσπρο αμάξι κι άλλους τρεις μέσα, τρομάρα της, είχε μόλις σταματήσει, κοιταζόμαστε, βεβαιώνομαι ότι έχει πράγματι σταματήσει και ξαφνικά εκεί που περνούσα βάζει μπρος και με κόβει! Ευτυχώς ήμουν ανοιχτά γιατί έχει φρεάτια πιο κάτω, πάτησα το πίσω φρένο, έσυρα το λάστιχο δεξιά και μ΄αυτό το φαλτσάρισμα παραλληλίζομαι μια τρίχα απ΄την πίσω αριστερή πόρτα της, να φύγει να γλιτώσω, αλλά πού, λίγο πιο κάτω, κι ενώ πήγαινα αργά αργά επίτηδες, την βλέπω νά΄χει μπει στο επόμενο στενό, σταματάει μες τη στροφή, γυρίζει επιτόπια και μού ξαναβγαίνει!

Στροφή και άλμα απελπισμένο στην είσοδο του ξενοδοχείου μπροστά στον πορτιέρη, την ώρα που εκείνη απότομα ρίχνεται στον κεντρικό, ένας άλλαξε λωρίδα, άλλος φρενάρισε και το πώς δεν γίνανε μπιλιάρδο ήταν το θαύμα των χριστουγέννων.

Εεε, και σφίγγουν οι ζέστες!

Υστερόγαμον: το Piauí είναι φτωχή επαρχία του βορρά και τίτλος μηνιαίου περιοδικού του São Paulo.

Απ! Ξέχασα. Τραγουδάκι!

ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ


Ένα τυπικό βραζιλιάνικο πιάτο μοιάζει με την ίδια την Βραζιλία. Το συνειδητοποίησα μόλις χθες το μεσημέρι, αργώ αλλά μαθαίνω, παρατηρώντας το πιάτο μου στο εστιατόριο Aropemba, ενόσω περίμενα το μάστορα να φέρει τον χυμό μαμάου, λυσσασμένη της δίψας στην πίσω αυλή, γιατί μετά από 15 συναπτές ώρες καταιγίδας η θερμοκρασία είχε ανεβεί 15 βαθμούς καρφωτά, το χώμα ανέδιδε ατμούς και γω ένοιωθα σαν το αρνάκι που σιγόβραζε στη σάλτσα μες τη γάστρα.

Ένα τυπικό βραζιλιάνικο εστιατόριο είναι η ίδια η Βραζιλία. Στο μεσημεριανό διάλειμμα καταφθάνει κόσμος όλων των επαγγελμάτων, των ηλικιών, των χρωμάτων με κοινό παρανομαστή την ασυγκράτητη επιθυμία για comida tipica nordestina, ήτοι βορειοβραζιλιάνικη κουζίνα. Η περιοχή έχει πράγματι ένα σωρό συνεργεία κι άλλα τόσα εστιατόρια. Το συγκεκριμένο, που προτιμώ, έχει έναν μάγειρα μπαϊάνου, ο οποίος κάθε μέρα φτιάχνει και μια σπεσιαλιτέ, για παράδειγμα τις Πέμπτες ετοιμάζει μπουσέτας, εντόσθια ψιλοκομμένα μέσα σε πουγκάκια χοιρινού δέρματος ψημένα στο φούρνο.

Όταν βέβαια θέλω να πάω εκεί για φαγητό δεν πρέπει να καθυστερήσω, διότι θα έχουν κάνει έφοδο οι νταρντάνες εξεκιουτίβες και δεν θα έχει μείνει φύλλο σαλάτας και σπόρος φρούτου, τί δηλαδή μόνο αυτές θα κάνουν υγιεινή δίαιτα, να μην κάνω και γω; Πράγμα που θέλει την τέχνη του, το πιάτο να μοιάζει με τη ζούγκλα του Αμαζονίου, όπου μέσα στην πυκνή βλάστηση κρύβεται μια ποικιλόμορφη πανίδα.






Το εθνικό φαγητό που δεν λείπει από κανένα μενού είναι τα φασόλια με ρύζι, κι ο βραζιλιάνος τρέμει να ταξιδέψει στο εξωτερικό και τυχόν δεν βρει φασολάδα! Ο τρόπος είναι ο εξής, βάζουμε ένα βουνό ρύζι, λευκό, μαύρο ή κίτρινο, αποπάνω τα φασόλια, κόκκινα ή μαύρα και αν θέλουμε να είναι completo, διάφορα κρεατικά και αλλαντικά και τραγανιστό χοιρινό λίπος. Τοποθετούμε και μερικά φυτίλια θανατερής κόκκινης πιπεριάς και έτοιμη η βόμβα!

Κρατούσα λοιπόν την κουτάλα γεμάτη λευκό ρύζι, για να ετοιμάσω την βάση των εκρηκτικών, γύρω γύρω είχα ήδη καλύψει τα χαρακώματα, τηγανιτές μπανάνες με κανέλλα, μαντιόκα φουρνιστή, γλυκοπατάτες, μανιτάρια πανέ και σουσού ανάμικτο με καρότα, όταν ήρθε ένας τύπος μπροστά μου ντυμένος με άσπρο παντελόνι και πουκάμισο, ζώνη και παπούτσια όλα λευκά, από το ρύζι βγήκε; Και τί μου λέει; Δύο πουλιά πετούμενα πετάνε στον αέρα! Έμεινα με την κουτάλα στον αέρα. Παρδόν; λέω. Αντρέ, απαντάει. Μπορώ να σε βοηθήσω! Coco, του λέω, πραζέρ!

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ανάμεσα η μύτη του μάστορα: Χυμό μάνγκα ή μαμάου; Διότι την πρώτη φορά είχα πάρει μάνγκα και το δέσανε κόμπο, το θυμούνται στην αιωνιότητα. Μαμάου! Και τίν΄αυτά τα πουλιά τα πετούμενα; Ξανά η μύτη του μάστορα: Ζάχαρη, παγάκια ή σκέτο; Natural! απαντάω. Ο Αντρέ εν λευκώ έδειξε την μπλούζα μου. Κοιτάω, είχε απάνω δύο πουλιά και έγραφε "καλύτερα δυο πουλιά πετούμενα στον αέρα παρά ένα στο κλουβί"! Πιάσε ένα μαμάου νατσουράου! ούρλιαξε ο μάστορας προς τα μέσα.





Εναλλακτικά πηγαίνω στο Bom Τempero, εκεί έχει και ψητά σούβλας, μόνο που του ψήστη τού ΄χει σφηνωθεί, ότι είμαι από την Βολιβία, και δεν του το βγάζεις ούτε με το σουβλί ούτε με την πηρούνα. Βολιβιάνα είσαι; με ρώτησε κόβοντας στο πιάτο μου φέτες μοσχάρι. Όχι, από την Ελλάδα! Ααα, γυρίζει στους άλλους, το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε, σκάνε στα γέλια, άκου Ελλάδα, τί άλλο; Μπουτάκια; Καρδούλες, του λέω. Ααα, κορασαουνζίνιας, ασ΄τ΄αστεία, βολιβιάνα είσαι, certo!


Υστερόγαμον: Στις εικόνες σχετικά σεμνά πιάτα, μαμάου μωρά στο δέντρο και η εξέλιξη ως τον χυμό, επίσης διάφορα γλυκά κουταλιού και το ποδήλατο στο δρόμο προς το ...συνεργείο!

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες αλλά εμένα δεν με κόβει, διότι έχω προ πολλού μεταμορφωθεί σε βατράχι και κινούμαι στο φυσικό μου περιβάλλον. Βρήκα τη φύση μου την υδροχαρή και λασπολάγνα, βρήκα και την τρύπα του συστήματος και την βούλωσα! Έχω εθιστεί αμετάκλητα στο τροπικό σπα, μια βροχή θα μας σώσει, κι άλλη μια, να σβήσουν οι φωτιές στο Χίου, πόλεμος εκεί κάτω, ή θα πνίγονται ή θα σκοτώνονται, αλλά εδώ στο ύψος μας, μόνο που βγάλαμε πτερύγια.


Έχουμε μπει για τα καλά στην περίοδο των βροχών, σπάνια να μη ρίξει καρύδες μια μέρα, ο καιρός έχει σύστημα, πρώτα οργώνει καλά καλά το κοκκινόχωμα, μετά ποτίζει, ύστερα κάνει μια κουφόβραση θερμοκηπίου, κατόπιν ψεκάζει, ύστερα λιάζει κι ο κύκλος επαναλαμβάνεται ανά μία δύο μέρες προκαλώντας φυτικές πυρηνικές εκρήξεις.

Περνάω την έξοδο, ψιλοβρέχει, μια γραία βραζιλιάνα μουρμουράει, δεν μας έφτανε η βροχή, έχουμε και τους τρελούς ποδηλάτες, αλλά ήμουν σχετικά μακριά για να της απαντήσω, ότι αν δε βρέξει, δεν θα θρέψει το μαμάου κι η γκοϊάμπα, και θα μας πιάσει όλους γκρίνια από την αναπόφευκτη δυσκοιλιότητα, ρίζα όλων των κακών της ανθρωπότητος. Τα ανέλυσε αυτά ο γερο-Φρόυδ, αλλά ποιός τον άκουγε, και ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα, όμως εγώ εφαρμόζω την διδασκαλία στην πράξη, άρα δεν πειράζει που έγινε το μισό βιβλίο χαρτοπολτός απ΄το πολύ νερό κι ας το είχα δέσει σε μια σακκούλα μες το σακκίδιο.


Άφθονο λοιπόν το ινδιάνικο φάρμακο, για όποιον δεν ακολουθεί αποπροσανατολιστικές προφυλάξεις του νευρωτικού πολιτισμού μας, μα βέβαια δεν τον χορεύανε αδαώς τον χορό της βροχής οι Ίντζιους, κάτι ξέρανε οπωσδήποτε, και γω δεν ξέρω πότε θα βγω έξω φορώντας μόνο το κόκκινο κολιέ από ασαΐ, αφού τα ρούχα πια κατήντησαν περιττά και ενοχλητικά, βρέξε-στέγνωνε, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;


Το μόνο πρόβλημα, ότι νυχτώνει σχετικά νωρίς ακόμη, όμως όσο προχωράει, καλοκαιριάζει και θα φωτίζει περισσότερο, γιατί συμβαίνουν και απρόοπτα, χθες έπεσα στην τρύπα του συστήματος, την οποία προανέφερα, κανονικά, μαζί με το ποδήλατο με κατάπιε η γη, κι όλα αυτά σε χωμάτινη έκταση δίπλα στο πεζοδρόμιο, στο κέντρο της πόλης, διότι ο λάκκος δεν φαινόταν, καλυμμένος όπως ήταν από το θεριεμένο γρασίδι. Ευτυχώς έπεσα στα μαλακά και η μπόρα που ακολούθησε με φρεσκάρισε.


Απόψε πάλι βρέθηκα στην χαμένη Ατλαντίδα των ποδηλατών, ποδηλάτησα στον βυθό της στολισμένης χριστουγεννιάτικα πόλης, διέσχισα υποθαλάσσια ποτάμια και καταρράχτες, πέρασα φράχτες αφιονισμένων νυχτολούλουδων, το χώμα ήταν μυρωδικό κι αφράτο, οι αστραπές χταπόδιζαν στ΄ανοιχτά, κι όταν επέστρεψα, αφήνοντας λίμνες στους διαδρόμους, ένοιωθα μιαν ευεξία σαν να βγήκα από καλοκαιρινή παράξενη θάλασσα με γλυκό νερό.

Υστερόγαμον: στις φωτογραφίες το υδρόφιλο και πολεμοχαρές Batuki! Ειδικά στην τελευταία, που τράβηξα κοντά στο σπίτι μου, δεν φαντάζεστε τί ρίχνει! Μασάαζζζ! Και "βρέξε βροχή"!

ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΒΟΛΑΝ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕΙ ΤΟ ΚΟΛΑΝ!

Από την χώρα της λασπωμένης βερμούδας μαθαίνω τα νέα της χώρας της φαιδράς πορτοκαλέας και θέλω να πετάξω το ποδήλατό μου απ΄το παράθυρο αλλά μετά θα έχω ένα πρόβλημα να εξηγήσω στους βραζιλιάνους φύλακες, που θα με μαζέψουν, ότι ήταν μια ελάχιστη κίνηση διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική ορθότης.

Έπειτα σκέφτηκα ότι θα πρέπει να κουβαλήσω το ποδήλατο μέχρι τον μάστορα να το σιώσει, κι αν μού πει ότι τα πράμματα είναι στραβά κι ανεπανόρθωτα, πώς θα πορευτώ του λοιπού; Επικράτησε λοιπόν η ψύχραιμη σκέψη στα πλαίσια της ποδηλατικής ορθοπεταλότητος. Ούτως ή άλλως ο μάστορας έχει μπόλικη δουλειά, να σφίξει να ρυθμίσει να προσαρμόσει, κι αυτά από Δευτέρα, ας μην δημιουργώ επιπλέον ζητήματα, χώρια που και ούτε σ΄αυτόν θα μπορέσω να εξηγήσω επαρκώς τους λόγους και θα μπλέξω, γιατί οι βραζιλιάνοι είναι μυστήρια πετάλια, ψοφάνε για αναλύσεις, κι αν δεν ικανοποιηθεί το επεξηγηματικό μέρος, δεν θα δω επισκευή ποτέ μου και θ΄ αναγκαστώ να κυκλοφορώ με δανεικό πατίνι.
Μια δεύτερη σκέψη που με συγκράτησε είναι ότι ρίχνει έναν κατακλυσμό και τώρα βρέχει και πριν έβρεχε και εδώ μέσα μοιάζει με κατασκήνωση που στεγνώνουν ένα γύρω τα βρεμμένα, γράφω περιμένοντας να στεγνώσει το ποδηλατικό βρακί, δεν είναι λοιπόν κόσμιο να με τραβολογάνε στις πολιτσίες αξημέρωτα και sans culotte.



Ce n' est pas un vélo!

Ένας ξαφνικός πόνος! Για όσους δεν γνωρίζουν, να αποκαλύψω ένα απλό πλήν απολύτως βασικό μυστικό του επαγγέλματος, ότι ο πόνος στον καβάλο από την σέλα κρατάει πολύ λίγο και μόνο στην αρχή, εάν είσαι αγύμναστος ποδηλατικώς, μετά εξαφανίζεται. Εκτός κι αν είναι ακατάλληλη η σέλα ή οι ρυθμίσεις, οπότε πάμε για ανασχηματισμό ή εκλογή άλλης σέλας.
Ένας πόνος αίφνης έπιασε τους άρχοντες! Αποδώ ποδήλατο αποκεί ποδήλατο παραπέρα πετάλι, στρώθηκε το οικολογικό ντεκόρ, ο ένας στήνει τελευταία στιγμή έξι όμοια καινούρια κι έρημα ποδήλατα άνευ αναβάτη μπροστά στο προεκλογικό του περίπτερο και οικειοποιείται την εξαγγελία ή την δημιουργία ποδηλατόδρομων ενώ στο μεταξύ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχετική συζήτηση κι ο άλλος προσεγγίζει τον παράλλον για καμμιά σταγόνα λάδι από το μπουκαλάκι του προηγούμενου γύρου στην αλυσίδα της κούρσας του αρχηγού.

Κι ακόμη πάρκα διαρρυθμίζονται και ποδήλατα διατίθενται στην τούρλα του Σαββάτου, νεολαίες παρελαύνουν πάνω σε ποδήλατα χωρίς να ιδρώνουν, αφίσες μπήκαν και ξαναβγήκαν απ΄τα τυπογραφεία, για να στολιστούν επιπλέον μ΄ένα ποδήλατο, όπου χωρέσει, μόνο οι χοντροκέφαλοι με τα ρόπαλα δεν σκέφτηκαν καθόλου επί του ποδηλατικού επικοινωνιακού θέματος, επειδή το ποδήλατο, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι τόσο εργονομικό όσο το ρόπαλο.
Όμως όλα αυτά σβήνουν μπροστά στον Ιππέα του Βορρά, τον θαύμασα τόσο πολύ, ώστε τον έβαλα στην επιφάνεια εργασίας να τον καμαρώνω, όποτε ανοίγω τον υπολογιστή, αλλά κατόπιν τον έβγαλα, γιατί χάζευα και δεν έκανα τίποτα άλλο μετά. Περήφανα πηγαίνει πάνω στο ραντισμένο με αγιασμό ασημένιο υποζύγιο, περνάει την παραλία, καβάλα πάει στην εκκλησιά, μιλιούνια ιπποκόμοι με ποδήλατα, ίδια όλα, καβάλα προσκυνάει!
Ορίστε, έχασα τα λόγια μου, δυσκολεύομαι να συνεχίσω, θαυμασμός κι έκσταση! Αν τέτοια συγκίνηση με κυριεύει από την πληροφόρηση και μόνο, τότε τί χάνω, τί χάνω, τί μού ήρθε να πάρω το ποδήλατό μου και να περάσω άσκεφτα τον Ατλαντικό, πού θα τα βρω αυτά στις σατραπείες, τα ανεκτίμητα, με ή άνευ κράνους! Και τί ποδήλατο χωρίς αυτά θα κάμω!

Υστερόγαμον: Ε, από αύριο!

HASTA A RASTA !

Μετά το χιλιόμετρο φυσικά χρειαζόμουν θερμίδα. Η τορτερία δεν είχε τη συνηθισμένη μου καμπανούλα από μαντζιοκάλευρο, κοτόπουλο και κατουπιρί, τυρί λιωμένο, και κόλλησα την ελληνοπρεπή μου μύτη στην βιτρίνα με τα γλυκά. Όχι πως χρειαζόταν να διαλέξω, για τους τύπους το έκανα, και βέβαια μια μοουγκαντόου, σοκολάτα με μόκα, φράουλα και ρούμι, ένα κολασμένο γλυκό, πολύ ταιριαστό με το ποδήλατο και ό, τι δεν ξεχνιέται, μα έχει κατασυκοφαντηθεί πια αυτή η έρημη η σοκολάτα, επιτέλους, έλλειψη εννοείται η συνεπαγόμενη, της θερμίδας! Να σημειώσω, ότι στη χώρα αυτή το άρωμα του κακάο έχει εμποτίσει ανεξίτηλα το χώμα, όλα μυρίζουν σοκολάτα, η μαύρη ζάχαρη μυρίζει σοκολάτα και την προτιμώ από την άσπρη γιατί δεν καταπιέζει παρά αναδεικνύει την γεύση του καφέ, που κι αυτός, όποια ποικιλία, μυρίζει σοκολάτα και δένει με τον καπνό, σκέτο υποτίθεται αλλά με έντονο άρωμα σοκολάτας και όλα μαζί συνοδεύουν το σοκολατένιο γλυκό, που μυρίζει πιο σοκολάτα κι από σοκολάτα!

Απ΄τα γλυκά στα αλμυρά και βρέθηκα στην απλάδα με τις ρέγγες, οι οποίες βγαίνουν κοπάδια μετά τη βροχή, αλλά για να μην λείψει το υγρό στοιχείο, τα καινούργια συντριβάνια των πρόσφατων εκλογών ψέκαζαν τα ράστα να διατηρούνται ακμαία. Κι επίσης ποτίζονταν με μπύρες και διάφορα αλκοολούχα από πλανόδιους, δεν υπάρχουν μπόμπες γιατί μπόμπα είναι η ίδια η κασάσα αν πρόκειται για μέτριας ποιότητας, μα αν είναι καλή σβήνει την βότκα και παρακαλώ να γίνω πιστευτή, διότι πάντα ομιλώ σοβαρώς. Κι όχι σαν αυτούς τους απίστευτους τους χασταφαχιάνους - και πάλι σοβαρολογώ, έτσι λέγονται - που ονειρεύονται την Ελλάδα ως όλως μυθική χώρα, η αλήθεια είναι ότι και γω δυσκολεύομαι να πιστέψω τα όσα συμβαίνουν στη χώρα του μύθου.



Στη συναυλία πάντως απίστευτα πολλά ποδηλατάκια ένα γύρω, απίστευτο κέφι, ο τρομπετίστας απίστευτος κι αυτός, όταν τέλειωσε το πρόγραμμα, τα πολύχρωμα κουρέλια τραγουδούσαν ακόμα και χόρευαν στο γρασίδι και τους τσιμεντένιους πάγκους στον απόηχο του Βάλε Φωτιά ν΄ανάψουμε!





Υστερόγαμον: Τα κουτσομπολίστικα περιοδικά που μελετάω να μορφωθώ στην τορτερία με επηρρεάζουν άσχημα και γίνομαι παπαράτσο...
Στην τελευταία φωτογραφία ο Αλεμί, η Κάρλα κι ο Μπάμπης ο Φλου! Μπορεί να τους πετύχετε σε καμιά Γαύδο το καλοκαίρι!

CAPIM!

Όταν ο Αλβέρτος Καμύς επισκέφτηκε την Βραζιλία πριν εξήντα χρόνια, την χαρακτήρισε "γη χωρίς ανθρώπους", διότι θεώρησε ότι η φύση εδώ πνίγει το ανθρώπινο στοιχείο κι οι τερμίτες θα φάνε τους ουρανοξύστες του São Paulo. Ο Κλαύδιος Λεβιστρώσσιος με τον οποίο συναντήθηκε κατόπιν ο Καμύς στη Νέα Υόρκη μάλλον είχε αντίθετη άποψη. Δεν γνωρίζουμε τί ειπώθηκε μεταξύ τους, παρά μόνο πως ο εθνολόγος ήταν σιωπηλός και συμμαζεμένος. Από την άλλη ο Καμύς δεν βρισκόταν σε καλή φυσική και συναισθηματική κατάσταση στο ταξίδι του εκείνο στην Λατινική Αμερική και το πρόγραμμά του ήταν παραφορτωμένο. Επιπλέον ένα βιβλίο του απαγορεύτηκε μόλις τότε από το καθεστώς της Αργεντινής, ενώ στην Χιλή ξεσπούσαν πολιτικές ταραχές. Την διάθεση τού έφτιαξε σε μια διάλεξή του στο Ρίο ένας ισπανός δημοκρατικός που είχε γνωρίσει στο Παρίσι και ο οποίος διένυσε εκατό χιλιόμετρα χωματόδρομο από την φαζέντα που δούλευε για να τον ακούσει και του πρόσφερε ένα πακέτο τσιγάρα, ελπίζοντας ότι βρίσκονται κοντά στο gosto français.


Ο συγγραφέας ήρθε την εποχή της ξηρασίας, όπου για μήνες δεν πέφτει σταγόνα, δεν πήγε στη ζούγκλα στα βορειοδυτικά αλλά είδε κάμποσο από τις νοτιοκεντρικές αχανείς εκτάσεις , σουρρεαλιστικές τις αποκάλεσε, και αν στην Ευρώπη ένοιωσε τον Ξένο, εδώ προφανώς αντίκρυσε τον Απόξενο. Η Brasília τότε δεν είχε χτιστεί ακόμα και αυτό έγινε σε μια προσπάθεια εποίκησης του εσωτερικού και αποσυμφόρησης των παραλιακών πόλεων. Παραταύτα διασχίζοντας σήμερα ένα τμήμα του Planalto Brasileiro, έστω και σε άσφαλτο, ανάμεσα σε απέραντες φυτείες, μπορεί να σκεφτείς ότι η γη κατάπιε τους ανθρώπους.
Η διαδρομή με ποδήλατο είναι καλύτερη για να νιώσεις το περιβάλλον. Άνθρωποι διακρίνονται πού και πού να ρεμβάζουν στην μεσημεριανή σιέστα, αλλά για να τους δεις πρέπει να ΄χει συνηθίσει το μάτι, επειδή είναι ελάχιστοι και καμουφλαρισμένοι στην ώχρα και το κεραμιδί του τοπίου. Τέλη Σεπτεμβρίου η ξηρασία είναι απελπιστική, η ατμόσφαιρα καίγεται μες το κοκκινόχωμα κι ο μοναδικός ήχος, ένα αδιανόητα συνεχές τρίξιμο, προέρχεται από τα σιγκάρας, τα τερατώδη βραζιλιάνικα τζιτζίκια. Εκατέρωθεν του αυτοκινητόδρομου ακολουθεί για εκατοντάδες χιλιόμετρα μια φαρδιά σκαμμένη και πυρπολημένη επίτηδες ζώνη με μαύρα δέντρα, που ωστόσο με το τεχνητό πότισμα έχουν βγάλει καινούργια πράσινα κλαδιά πάνω από μια σειρά ψοφίμια όλων των ειδών άτυχων ζώων και πουλιών που μπούχτισαν τα κοράκια.
Μετά από τόση ξηρασία και αρρώστια ο κόσμος περιμένει σαν τρελός την εποχή των βροχών, παρότι οι βροχές κάθε φορά πνίγουν ολόκληρες περιοχές, μόνο που αυτό οφείλεται περισσότερο σε κοινωνικούς λόγους, την άναρχη και πρόχειρη δόμηση σε επισφαλή κομμάτια γης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τροπική νεροποντή δεν είναι πράγματι επικίνδυνη, μπορεί να κρατήσει ώρες με αμείωτη ένταση και πριν λίγα χρόνια μια τέτοια κατεδάφισε το Nilson Nelson, το στάδιο της Brasília, ευτυχώς νύχτα και άδειο, το οποίο χτίστηκε εκ νέου.
Ήμουν στο κέντρο της πόλης, όταν έπεσε η πρώτη σταγόνα. Δεν ήταν τίποτα ακόμα, μια μικροψιχάλα, όμως ο κόσμος πετάχτηκε έξω από τα καταστήματα εκστασιασμένος, στους δρόμους όλοι ηδονίζονταν κοιτώντας τον ουρανό και ξεφωνίζοντας, ta chuvendo, karaaaa, a chuva! Βρέχει!!! Από μέρες ένοιωθες μια χαρούμενη αδημονία στην διάθεση των ανθρώπων, άκουγες παντού κουβέντες, ότι η βροχή έρχεται επιτέλους και μετρούσαν τα συννεφάκια. Τις επόμενες μέρες ο καιρός πήρε δυναμική απόφαση κι έσκασε σε καταιγίδες με οργιώδεις βροντές και αστραπές ευφάνταστες, που θρυψάλιαζαν τον ουρανό πάνω στο κεφάλι των κατοίκων του οροπεδίου, που μοιάζει τέτοιες ώρες με κουβέρτα πλοίου σε θύελλα.
Η τρικάταρτη padaria χτυπιόταν απ΄το δρολάπι, σκοτεινιά κι ανεμοσούρι μέρα μεσημέρι, ιστία θυέλλης! ούρλιαξε ο φούρναρης, μπαρδόν, ο πρώτος, και έπιασα να καργάρω με το νερό κόντρα στα μούτρα ενώ ο μούτσος πέταξε τον κουβά να πιάσει την άλλη πάντα. Μια φρεγάτα μαύρη με μαύρα πανιά, καταβρεγμένη μα απτόητη, κρατώντας μιαν άχρηστη σε τέτοιες περιπτώσεις μαύρη ομπρέλα εμφανίστηκε για μια στιγμή και χάθηκε στην ομίχλη. Η padaria μάζεψε μερικούς παρδαλούς ναυαγούς με ποδήλατα, σαγιονάρες, βρεγμένα σκυλάκια λουλού κι ένα καφέ άλογο, ο καμαρότος όλη αυτήν την ώρα διαφωνούσε με τον μάγειρα για την τακτική των Corinthians, κι ο μούτσος τράβαγε τα λασπόνερα απ΄ τη μια για να μπουν απ΄ την άλλη. Κάποτε κάλμαρε και το γύρισε σε σταθερό πότισμα που κράτησε όλη τη νύχτα.
Την άλλη μέρα δεν πίστευα στα μάτια μου. Αίφνης τα πάντα είχαν γίνει πράσινα. Το γρασίδι λυσσασμένο είχε καλύψει διαμιάς όλες τις πρώην κίτρινες εκτάσεις, ένα γρασίδι πυκνό, ύψους δέκα πόντων με φύλλα πλατιά λες και ποτίστηκε με ραδιενέργεια. Η πόλη πήρε την ευφορική όψη της, τα δέντρα άνοιξαν με φούξια και άσπρα λουλούδια, η ατμόσφαιρα δροσίστηκε, οι πυρετοί κι οι πονοκέφαλοι εξαφανίστηκαν. Κι επιτέλους γλύκαναν οι μπανάνες!

Υστερόγαμον: άλλο ένα γκράφιτι από την περιοχή της Asa Norte, και μια ...βαρκαρόλα: Barco Negro, το fado που έκανε διάσημη την Αμάλια με την ομώνυμη ταινία του 1955.

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ!

Dia os Finados σήμερα, των Νεκρών και βέβαια των τελειωμένων μπλόγκερς, σαν εμένα, και ναι, επιτέλους άνοιξαν οι ένατες πύλες και σκαρφάλωσα από τα καταχθόνια στην ιντερνετική επιφάνεια με το λάπτοπ στα δόντια!

Woooooowagrrrrrrrrrrrrrrrr!!!!!!!








(τα γκράφιτι από Brasília DF, ενταύθα!)

Ο ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΕΨΑΝΤΟΣ

Είχαμε αποικιοκρατία, λέει ο Φάμπιου. Ε, και μεις τουρκοκρατία, τού απαντάω. Δηλαδή τώρα τους λογαριασμούς με τα φέσια πού να τούς στείλω, στο Σουλτάνο ή στον Φερδινάνδο; Πάντως είστε ευγενικοί, σαν και μας! Δηλαδή, με ρωτάει. Κλέβετε από παντού, αλλά όλο και κάτι ψιλά αφήνετε για τον καφεζίνιου της παρηγοριάς! Κι αν δεν μείνουν ψιλά, θα πας να πεις τον πόνο σου στους ίδιους που σε κλέψανε και θα σε κεράσουν, δεν είναι θέμα!
Πρέπει επίσης να παραδεχθώ, ότι συνήθως δεν σε κλέβουν όταν κυκλοφορείς ούτε σε ξεγελούν ποτέ στα καταστήματα. Μπορεί βέβαια αυτό να συμβαίνει, γιατί όλοι γνωρίζουν, ότι μόνο τα ψιλά για τον καφεζίνιου σού έχουν μείνει. Γεγονός πάντως, ότι τουλάχιστον στην Brasília δεν υπάρχει άγχος ότι θα σε γδύσουν στον δρόμο, ίσως πάλι γιατί τί να γδύσουν, ένα βρακί και μια σαγιονάρα; Όταν λένε roubado, εννοούν κυρίως άνοιγμα του σπιτιού σαν κονσέρβα και άμεση κατανάλωση του περιεχομένου, γιατί δηλαδή να σού βουτήξουν το ποδήλατο ή την τσάντα, όταν μπορούν να μπουν άνετα στο σπίτι σου την ώρα που κοιμάσαι και να σουφρώσουν τον πολυέλαιο ήσυχα και πολιτισμένα; Έτσι λοιπόν μπορείς ν΄ αφήνεις το ποδήλατο λυτό έξω αλλά στο σπίτι μέσα πρέπει να το φυλάς με άγρυπνο μάτι και τον πολυέλαιο αναμμένο.
Επίσης δεν έχει νόημα να σού κλέψουν τα ψιλά του πορτοφολιού σου. Το πολύ πολύ να σού τα ζητήσει κανένας ξυπόλητος vagabundo έξω από τα εμπορικά κέντρα. Με τους έξωθεν vagabundos δεν έχω πρόβλημα προς μεγάλο σοκ καταστηματαρχών και φυλάκων. Αν πάλι είναι manobristas, παρκαδόροι, δεν ζητάνε ποτέ από μένα, με εξαίρεση μερικούς ηλίθιους φύλακες που μού λένε να το κατεβάζω στο estationamento, για να πληρώσω φυσικά, χώρια που είναι και σκέτη ταλαιπωρία. Επομένως ή το αφήνω χύμα στην είσοδο για λίγο και τους αναγκάζω να το φυλάνε, και στις μια δυο φορές τους μίλησαν σίγουρα κι από κεί που ψωνίζω, ή πάλι το δένω υποτυπωδώς στην περιοχή των μανομπρίστας. Ένας πλάκωσε στις σφαλιάρες έναν μικρό γιατί μού ζητούσε χρήματα τάχα να φυλάει το ποδήλατο και τού είπε να πάει να πλύνει κανένα αμάξι. Μια άλλη φορά που έβρεχε καταρρακτωδώς επί ώρες, ήρθε ένας να με πάρει με την ομπρέλα να με πάει στο υποτιθέμενο αυτοκίνητό μου. Το τί καζούρα έφαγε από τους άλλους που ξέρανε, ότι έχω ποδήλατο, δεν λέγεται. Λοιπόν τού λένε, στο τέλος, πήγαινε αλλά θα τρέχεις δίπλα στο ποδήλατο με την ομπρέλα!
Έχω όμως πρόβλημα με τους έσωθεν παγαπόντηδες, αυτούς που δεν επιτρέπουν στους ξυπόλητους να μπουν μέσα. Έρχεται λόγου χάρη ένας λογαριασμός του ηλεκτρικού δέκα φορές πάνω από τον κανονικό πού έχεις πληρώσει τον προηγούμενο μήνα. Εντωμεταξύ έχεις μείνει τέσσερις μέρες χωρίς φως. Δεν ξέρεις τί τρέχει. Ανάστατο το κοντομίνιου, φύλακες ανεβοκατεβαίνουν, πίνακες ανοιγοκλείνουν, τηλέφωνα στο μεσιτικό και την εταιρεία, τίποτα, σκότος. Πας στην ΔΕΗ. Τί γίνεται, ρε πατριώτες; Να, λέει, η ιδιοκτήρια είχε πει να κοπεί το ρεύμα, γιατί ο προηγούμενος ενοικιαστής δεν είχε πληρώσει. Μα δεν υπήρχε προηγούμενος ενοικιαστής, καινούργιο είναι το διαμέρισμα, εγώ ήμουν η πρώτη! Όχι, πρέπει να αλλάξει το ΑΦΜ! Κι αφού δεν έχω ακόμα ΑΦΜ; Δεν πειράζει, θα βάλουμε ενός άλλου!
Κι ο λογαριασμός ο φουσκωμένος; Αυτός είναι, λέει, τα χρωστούμενα! Ποια χρωστούμενα, αφού είπαμε δεν υπήρχε άλλος ενοικιαστής! Μάλιστα καθυστέρησα πάνω από μια βδομάδα να μπω στο σπίτι μέχρι να συνδέσετε το ρεύμα, και τώρα το κόψατε απροειδοποίητα! Χμ χμ, τότε θα είναι ο θερμοσίφωνας! Το μπόιλερ που είναι ενσωματωμένο στο ντους; Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά γιατί αφενός είχε ζέστη του θανατά, αφετέρου δεν ήξερα πώς λειτουργεί (το ανακάλυψε η Βαρώνη)! Α, όχι, να το προσέξετε αυτό το μπόιλερ, διότι καταναλώνει ρεύμα (ακολουθεί μισάωρη ανάλυση). Δεν κάνω ζεστά ντους για να κρατιέμαι σε φόρμα, για τις κρυολουσίες! Μήπως στοιχίζει τόσα πολλά η σύνδεση του ρεύματος; Όχι, δεν είναι αυτό, το μπόιλερ είναι (μισάωρη ανάλυση)!
Τελικά, τ΄ανοίξεις δεν τ΄ανοίξεις το καφτό, θα καείς! Επειδή το κοτόπουλο το ζεματάνε πριν το ξεπουπουλιάσουν! Κι αν δεν πληρώσεις τα κερατιάτικα; Ε, θα φαίνεται χρέος στην εφορία, θα μαυρίσει το πρόσωπό σου στην κοινωνία και δεν θα μπορείς να συναλλαγείς. Και γιατί να συναλλαγείς, εδώ που τα λέμε, για να σε κλέψουν κι άλλο; Συχνά βέβαια κάνεις φασαρία και δεν πληρώνεις, όλο αυτή η δουλειά γίνεται, κυρίως με τις ρουφιάνες τις τηλεφωνικές εταιρείες. Δεν είναι δε τυχαίο, ότι βρίσκομαι στην πόλη που βγάζει πιο πολλούς δικηγόρους από γρασίδι!
Υστερόγαμον: η παρούσα ανάρτηση είναι αφιερωμένη στον Vad αντί σχολίου που δεν πρόλαβα ν΄αφήσω, γιατί με ξωπέταγε το νετ, στις γεμιστές του πιπεριές!

ΣΑΠΟΥΝΟΠΕΡΕΣ

Εκ προοιμίου δηλώνω ότι είμαι ασυγχώρητη και ο λόγος, ότι ήρθα στην χώρα της σαπουνόπερας και όχι μόνο δεν το υπολόγισα εξαρχής αλλά το αγνόησα πλήρως, υποθέτοντας στρουθοκαμηλικώς, ότι μιας και δεν βλέπω τηλεόραση, δεν με αφορά το θέμα παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα σε στήνουν στο ραντεβού ή εξαφανίζονται, στην αρχή φαντάζεσαι διάφορα, όμως όχι, είναι απλώς η ώρα της δραματικής τηλενουβέλας και δεν κουνιέται φύλλο.
Υπήρξαν κάποιες προειδοποιήσεις αλλά δεν τις έλαβα υπόψη και πολύ περισσότερο δεν τις συσχέτισα με καταστάσεις που μού συμβαίνουν και δεν θα μπορούσαν ν΄αποδωθούν απευθείας στο κόλλημα των βραζιλιάνων με τα σήριαλ. Όταν λόγου χάρη ο κομμωτής μένει με το ψαλίδι μετέωρο πάνω απ΄το κεφάλι μου, η μανικιουρίστα τρώει τα νύχια της κι ένας παππούς κλαίει αγκαλιά με τον οπλισμένο φύλακα, ενώ μέσα σ΄ ένα σκηνικό που θα φθονούσε ο Αλμοδόβαρ επικρατεί το αδιαχώρητο από κόσμο που συνέρρευσε ξαφνικά για να μετάσχει στο τηλεοπτικό δράμα του Χουλιάνου, της Πάουλα και του Εντουάρντου, εγώ περιόρισα το φαινόμενο στο μισάωρο της προβολής και δεν έδωσα προεκτάσεις.
Λάθος, λάθος ασυγχώρητο και σκίζω τις περγαμηνές μου στην Πλατεία των Τριών Εξουσιών! Λάθος και μυωπία του μυαλού μου, που παρά τις πρώιμες ενδείξεις, αγνόησα το προφανές. Ο βραζιλιάνος δεν παρακολουθεί απλώς το σήριαλ, δεν παθιάζεται, έστω, με το σήριαλ, είναι ο ίδιος σήριαλ, κι όποιος σαν και μένα δεν το καταλάβει εγκαίρως, ας ετοιμαστεί για ανεξήγητες ταλαιπωρίες.
Αναρωτιόμουν μέχρι τώρα, η ηλίθια, καλά, όλα αυτά σε μένα συμβαίνουν μόνο, διότι είμαι ξένη, διότι δεν το χειρίζομαι καλά, διότι έχω τον μαγνήτη, ή τί, όοοχι, είναι απλό το πράγμα, δεν μπορείς, σινιόρα μου, να περιφρονείς το βασικό αυτό συστατικό της βραζιλιάνικης ζωής, κι αν δεν τό΄χεις καταλάβει, παίζεις ήδη έναν ρόλο στην σαπουνόπερα, και μάλιστα τον βλακωδέστερο, και να μην νομίζεις ότι είναι τυχαίο, που το σήριαλ προβάλλεται καθημερινώς και αδιαλείπτως, στο θυμίζαμε το πράγμα, μπροστά σου ήταν, φώναζε, αλλά εσύ διάβαζες Λακάν και την θεωρία του ανοιχτού γράμματος!
Τα γράφω αυτά, επειδή πριν λίγο εδέησε να ανάψει επιτέλους ένα λαμπάκι στο μυαλό μου σχετικά με τον απώτερο λόγο, που δεν έχω σωστή σύνδεση στο ίντερνετ από τότε που ήρθα. Μπορεί τα λαμπάκια στο μόντεμ να μην ανάβουν ή ν΄ αναβοσβήνουν, αλλά το κεφάλι μου χτύπησε μια Λάμψη, όλα τα επεισόδια έδεσαν σ΄ ένα μεγαλειώδες τηλεσαπούνι, που ξεπερνά τον Φώσκολο, για να τιμήσουμε και τα δικά μας. Εφόσον πρόκειται για άπειρα επεισόδια, είναι φυσικά αδύνατον να τα διεκτραγωδήσω με λεπτομέρειες, μπορώ όμως να σημειώσω δυο δυσοίωνες παραμέτρους. Ότι τα καθημερινά σήριαλ επαναλαμβάνονται με εξαντλητικούς ανούσιους διαλόγους και μικρές παραλλαγές μέχρις αηδίας και ότι ουσιαστικά δεν έχουν τέλος.
Στο αποψινό επεισόδιο που βρίσκομαι, υποψιάζομαι, πέρα από την απατεωνιά της τηλεφωνικής εταιρείας, μια ίντριγκα κάποιων υπευθύνων του κοντομίνιου, του οικήματος δηλαδή, και ο μάστορας που ήρθε από την εταιρεία, και με ξύπνησε, γιατί ήρθε τρεις ώρες αργότερα από το ραντεβού με την τηλεφωνήτρια, την οποία και απείλησα, ότι θα διακόψω την σύνδεση, αν συνεχιστεί το κακό, ο Μάρκου ντζι ου Νέγκρι λοιπόν υποσχέθηκε να έρθει και αύριο, γιατί στα τρία λεπτά αφότου έφυγε, έπεσε πάλι η γραμμή, και βάλε βγάλε την πρίζα θα χαιρετήσω σε λίγο τον γείτονα από τον τρύπιο τοίχο.
Αντιλήφθηκα όμως αυξημένη κίνηση στον όροφό μου και έπεσα πάνω στον σίντζικου, τον αρχιυπεύθυνο, ο οποίος κοιτούσε τάχα μου έξω από το παράθυρο, μια στα χίλια χρόνια ν΄ανεβεί στον όροφο, είπαμε γεια, και μετά έφυγε σαν σουπιά. Ο μάστορας το μόνο που έκανε ήταν να επανατοποθετήσει το καλώδιό μου στην αρχική του θέση, γιατί κάποιος το είχε βάλει σε φα διέση. Κατόπιν με πήραν τηλέφωνο από το θυρωρείο περίπου μισή ώρα, αφού είχε φύγει ο μάστορας, δήθεν να επιβεβαιώσουν, ότι ήρθε σε μένα η τεχνική βοήθεια. Αυτή την στιγμή η σύνδεση δείχνει μια κάποια σταθερότητα.
Στο αυριανό επεισόδιο περιμένω τον Ντζι ου Νέγκρι, και αποκαλύπτω στο κοινό, ότι σχεδιάζω να εμφανιστώ με απειροελάχιστα άνιμαλ πριντ, σαν τη Τζουλιάνα την Αγριόγατα, να δούμε για πότε φτιάχνουν οι συνδέσεις, ή μήπως είναι μεξικάνικο αυτό, δεν πειράζει, σαπούνι να΄ναι κι ό, τι νά΄ναι.

Υστερόγαμον: αύριο είπαμε, υπομονή!

ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ



Για τα βραζιλιάνικα λεωφορεία τα λόγια είναι περιττά! Είμαι όμως επιζήσασα και μπορώ να καταθέσω μια μαρτυρία ψυχής, θέλοντας να ενθαρρύνω τους Αθηναίους που χρησιμοποιούν τα μέσα μεταφοράς. Τα βραζιλιάνικα λεωφορεία σκοτώνουν! Είναι ο καμουφλαρισμένος στρατός ξηράς της Βραζιλίας, και για να μην χάσει την φόρμα του το δυναμικό σε καιρό ειρήνης, μεταφέρουν άμαχους επιβάτες και ανίδεους τουρίστες.

Τα απέφευγα συστηματικώς και επιμελώς, έως ότου η Βαρώνη εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει επιτέλους αυτή την εξαιρετική ατραξιόν της πόλης. Χρυσή την έκανα, προσωπικούς σωφέρ της έφερα, την εξόρκισα, μην μπει στα οχήματα του διαβόλου! Όλα μάταια, η περιέργειά της και η δίψα για συγκινήσεις υπερκέρασαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, και ένα μεσημέρι εισήλθε χωρίς περίσκεψη και χωρίς να έχει κάνει προηγουμένως την διαθήκη της, σε ένα από δαύτα. Επέμενε μάλιστα να την ακολουθήσω για να εκπολιτιστώ επιτέλους , να μην είμαι συνέχεια με το ποδήλατο.



Εγώ βέβαια, ως ανίδεη περί τα μέσα μεταφοράς εδώ, δεν ήξερα ποια λεωφορεία σταματούν σε ποια στάση, κι η Βαρώνη θεώρησε, ότι αυτό οφείλεται στην ποδηλατική μου naïveté, όμως δεν χρειαζόταν να γνωρίζω, απλούστατα διότι όλα τα λεωφορεία σταματούν σε όλες τις στάσεις απ΄όπου περνούν και δεν υπάρχει πίνακας δρομολογίων ούτε στις στάσεις ούτε στον κεντρικό σταθμό, αν ο προορισμός σου δεν είναι το τέρμα, τότε παραμένει σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.




Μέσα υπάρχει εισπράκτωρ. Μάλιστα. Ο οποίος λαμβάνει το αντίτιμο των 2 ή 3 χεάις, αδιευκρίνιστος ο λόγος της διακύμανσης στην τιμή για ίσες διαδρομές, και επιτρέπει την είσοδο από έναν σιδερένιο μύλο, γαλλιστί τουρνικέ, όπου μια χαρά μπορείς να σφηνώσεις μαζί με τα συμπράγκαλά σου και να μείνεις λάιβ αρτ. Αν περάσεις, λέω αν, τότε πρέπει να έχεις κρατηθεί γερά, το κόλπο είναι να σπρώξεις τον μύλο με το ένα χέρι και με το άλλο να κρατηθείς βγαίνοντας, αλλιώς, καθώς το πολεμικό άρμα βρίσκεται εν κινήσει, θα εκτιναχθείς κατευθείαν στο πίσω μέρος του οχήματος, ως οπίσθιο συμπληρωματικό σχόλιο στις πολιτιστικές αφίσες. Υπάρχει και μια ακόμη παγίδα, να σπρώξεις μεν αλλά ο εισπράκτωρ να μην έχει ελευθερώσει τον μύλο κι όταν το κάνει να βρεθείς στην καλύτερη περίπτωση με κάποιον αγκαλιά και στην χειρότερη με την κοιλιά χαρακίρι από κανένα ξύλινο δωδεκάποντο.

Είχαμε παραταύτα καθήσει σε δύο θέσεις, με τα δόντια σφιγμένα κρατιόμουν γερά και με τα δύο χέρια. Η Βαρώνη χαλαρή, σχολίαζε την έλλειψη δρομολογίων, πράγμα απαράδεκτον στη ...Γαλλία, αλλά της επεσήμανα, ότι μάλλον δεν χρειάζεται, δεν έχει ξέφραγους τουρίστες εδώ κι αυτό που προείχε ήταν να βγούμε ζωντανές από το busão, λεωφορειάρα, ή bau, φέρετρο, αλλιώς δεν θα ξαναδεί ούτε το Παρίσι, ούτε τα δρομολόγια των γαλλικών μέσων μαζικής μεταφοράς. Επομένως να κρατηθεί ....

...ίσα που πρόλαβε. Το λεωφορείο έστριψε αφηνιασμένο σ΄ένα balão, και έφερε αφρισμένους κύκλους στις ανηφοροκατηφόρες του κύκλου του θανάτου για να συνεχίσει μουγκρίζοντας μια αιμοχαρή προέλαση πάνω σε ανώμαλη άσφαλτο. Τα balão είναι κόμβοι για να μην κόβεται η ροή της κίνησης, αρχικά σε στέλνουν αρκετά πιο πίσω από κει που θες να πας, και μάλιστα αντίθετα, εφαρμόζοντας την κβαντική θεωρία στην οδική κυκλοφορία της Brasília.

Κι αν πρέπει να σηκωθείς για να πας στην πίσω πόρτα, από την οποία και μόνο μπορείς να κατεβείς, τότε αίρεται και ο νόμος της βαρύτητας. Έγινα έρμαιο, πετούσα δώθε κείθε κλαίγοντας από τα γέλια και προσπαθώντας να πιάσω το σκοινάκι για να στείλω σήμα στον οδηγό. Διότι υπάρχουν μεν κουδούνια αλλά είναι απενεργοποιημένα, το σύστημα έχει αντικατασταθεί αποτελεσματικότερα με ένα κορδονάκι πάνω από την οριζόντια μπάρα, ναι, εκείνη εκεί πάνω, τραβάς το σκοινάκι για το οξύ και παρατεταμένο σφύριγμα που θα διαπεράσει τους θορύβους των σιδερικών της κολάσεως και θα τρυπώσει στά αφτιά του οδηγού.

Σπίθες τινάζονταν, στριγγλιές έσκιζαν τον αέρα και το τέρας μας έφτυσε μ΄ένα τράνταγμα από τις παταγώδεις πόρτες του στον κεντρικό σταθμό. Φανταστείτε την Ομόνοια πριν το μετρό. Η μυθική Χοντοβιάρια! Εκεί στην Αυλή των Θαυμάτων είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσω να πληροφορηθώ, πού βρίσκονται τα υπεραστικά λεωφορεία. Σ΄ένα κιόσκι που έμοιαζε με σημείο πληροφοριών, ένας τύπος που έμοιαζε να είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες, μου είπε ότι τα λεωφορεία αυτά δεν ξεκινούν πια από εκεί, και από πού ξεκινούν, εεε...εεεμ, από τον καινούργιο σταθμό, πού; εεεε... εεεμ, κάπου πέρα, κατά κει μακριά... πιο μακριά και πιο μπερδεμένα κι απ΄ τα ράστα του τύπου, που ζητούσε αναπτήρα απ΄ την Βαρώνη.


Με την οποία αμετανόητη Βαρώνη επαναλάβαμε το απονενοημένο. Δεν της έφτανε που βγήκε ζωντανή, ήθελε διακαώς να μπει σε ένα λεωφορείο, που είχε την επιγραφή Circular, όταν το είδε άστραψε το μάτι της και δεν ανέβαλε λεπτό. Αφού μπήκαμε, σκέφτηκα να ρωτήσω, μήπως περνούσε από το Iguatemi, το καινούργιο εμπορικό κέντρο, όπου θέλαμε να πάμε, διότι η Βαρώνη είχε εντοπίσει κάτι σε ένα κατάστημα, που τελικά δεν υπήρχε, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.

Η εισπράκτωρ ήταν η βραζιλιάνικη μετενσάρκωση της Μπέλλου χωρίς γυαλιά και διαβεβαίωσε κοφτά, ότι περνάει. Άρα εντάξει, δεν χρειαζόταν να σταματήσουμε σε ένα ύψος, όπου έχει πιάτσα ταξί, θα πηγαίναμε μια και καλή... στο πουθενά. Περνάμε τον κόμβο του Lago Norte, την γέφυρα, την ανηφόρα και βλέπω σκοτάδια. Πού΄ναι το σουπερμάρκετ, το βενζινάδικο και πού είναι το εμπορικό κέντρο; Τίποτα, σκότος βαθύ και το λεωφορείο βρυκολάκιαζε στο άγνωστο.

Ρωτάω έναν που ετοιμαζόταν να κατεβεί, τί, μού λέει, πίσω είναι! Κατεβαίνουμε. Εκείνος εξήγησε, ότι έπρεπε να βγούμε απέναντι, να πάρουμε ένα άλλο λεωφορείο για δύο στάσεις και κατόπιν ένα ακόμα για μια στάση και ιδού, το Iguatemi, εκεί στα φώτα, πέρα στο λόφο! Το εμπορικό, δεν ήταν θέμα, ήξερα πού είναι, σε ένα τέταρτο από το σπίτι μου με το ποδήλατο πήγαινα, αλλά τώρα το κατηραμένο λεωφορείο μας επλάνησε. Διασχίζουμε έξι λωρίδες ταχείας κυκλοφορίας και περιμένουμε στη στάση απέναντι. Κάποτε πέρασε ένα, το παίρνουμε, όχι για το Iguatemi, αλλά για πίσω, μέχρι την πρώτη πιάτσα ταξί και πάλι πίσω, στο Iguatemi!

Υστερόγαμον: ξαπλώσου στο ταξί!

AGUA MINERAL Ή Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ


Μπορεί η Βαρώνη να ήρθε incognito εκ Παρισίων άνευ λανσέλ και συναφών, ωστόσο χρειαζόμασταν έναν σωφέρ για την μετάβαση στο Parque Nacional, καθότι προχωρημένο πρωινό και μια βαρώνη ιππεύει μόνο με την προϋπόθεση να έχει δροσιά, δηλαδή την αυγή ή το σούρουπο, συνήθως στην Βουλώνη.
Το πρώτο ταξί στην σειρά ήταν ολοκαίνουργιο, όπως άρμοζε. Το Εθνικό Πάρκο της Μπραζίλια είχε ελάχιστο κόσμο μιας και επελέχθη καθημερινή για να αποφευχθούν ο συνωστισμός και οι δημοσιότητες. Το Πάρκο έχει δυο φυσικά μονοπάτια, το Μονοπάτι του Καπιβάρα και το Χρυσό Μονοπάτι, διάρκειας είκοσι λεπτών και μιας ώρας αντίστοιχα. Εμείς όμως πήγαμε κατευθείαν για γοργονισμό στην καινούργια πισίνα, που εγκαινιάστηκε στις αρχές του έτους.


Η πισίνα αυτή τροφοδοτείται από φυσικό μεταλλικό νερό εξ ου και η ονομασία Agua Mineral που ισχύει για το πάρκο γενικά. Είναι αρκετά μεγάλη, στρωμένη με πλάκες των βραζιλιάνικων Πυρηναίων και στο μεγαλύτερο βάθος της φτάνει γύρω στο ενάμισι μέτρο, καλή για κολύμπι και ασφαλής για όσους δεν ξέρουν να κολυμπούν. Υπάρχουν ναυαγοσώστες, ιατρείο, τουαλέτες, ντους, καντίνα, περίπτερα με πάγκους και τραπέζια, μπάρες γυμναστικής και κυρίως ευρυχωρία και ησυχία. Το γλυκό νερό δεν σε σηκώνει αλλά κολυμπάς άνετα και αφήνει μια ευχάριστη αίσθηση και μυρωδιά φρεσκάδας στο σώμα. Δίπλα στην πισίνα τα νερά σχηματίζουν έναν δυνατό μικρό καταρράκτη ιδανικό για μασάζ.


Όλα ωραία λοιπόν και η Βαρώνη έκανε συγκρίσεις με τα ελβετικά σπα τρώγοντας μια παμόνια, πάστα καλαμποκιού με τυρί και βούτυρο τυλιγμένη και ψημένη σε καλαμποκόφυλλα, κι εγώ, που είμαι μεν μια μαρκησία, αλλιώς πώς θα έκανα παρέα με μια βαρώνη, αλλά μαρκησία των τροπικών, επειδή λοιπόν δεν είχα ιδέα για τα ελβετικά σπα, ρουφούσα με ευγενική κατάφαση την καρύδα μου. Δίπλα μας μια κοπέλα έκανε σαμανιστική ηχοθεραπεία σ΄ έναν νεαρό, χτυπώντας απαλά ένα ινδιάνικο τύμπανο πάνω από την πλάτη του.





Μετά από λίγο σηκώθηκα να πάω στο περίπτερο που είχαμε τα πράγματά μας να φέρω μια κοκακόλα και τον καπνό μου, όταν διέκρινα ένα μίκου να έχει αρπάξει το μπουκάλι με το αναψυκτικό σκοπεύοντας να το ανοίξει να το πιει, α, λέω, νάτος πάλι! Διότι αυτά τα πιθήκια είχαν αποθρασυνθεί προ πολλού, τότε εκείνος σάστισε κι άφησε το μπουκάλι, να φύγει ελαφρύτερος. Πηγαίνοντας τη κοκακόλα στην Βαρώνη, την ρώτησα, μήπως είχε δει πουθενά τον καπνό μου.


Ο καπνός είχε γίνει καπνός. Κοίταξα πάνω και κάτω μήπως πετύχω κανένα μίκου να καπνίζει κιόλας αλλά πλησιάζοντας ακούω ένα ντουπ και μια καρύδα έσκασε από ψηλά μισό πόντο από το πόδι μου. Ταυτόχρονα, ο πιο μεγάλος μίκου, ένας με γένεια αλά Λίνκολν και βασικός ύποπτος μού έκανε ένα απειλητικό χου! δείχνοντας μου τα δόντια του. Τού έκανα και γω χου! δείχνοντας του τα δικά μου και λέγοντας του, σιχαμένε, πού είναι ο καπνός; την ξέρεις την πομπή σου! στα ελληνικά. Μού έδειξε τον πισινό του. Ακολούθησε τρελό σούσουρο μέσα στα κλαδιά. Τα μίκου είχαν πάρτι.


Η επιστροφή ήταν περιπετειώδης. Ρώτησα τον φύλακα στην έξοδο, πού είναι η στάση του λεωφορείου, διότι σε όλα τα παρόμοια μέρη έχουν στάσεις αφενός και αφετέρου θα ήταν πολύ βολικό, μας πήγαινε σε δέκα λεπτά εκεί ακριβώς που θέλαμε. Αν είχε. Σύμφωνα με τους σουρρεαλιστικούς ισχυρισμούς του φύλακα που συνοδεύονταν από απλωτές χειρονομίες σαν να έκανε κουπί στις άπειρες δυνατότητες ενός άπειρου σύμπαντος, υπήρχε μια στάση απέναντι και μπορούσαμε να πάμε όπου τυχόν επιθυμούσαμε, στη Χοντοβιάρια; στην Άζα Σουλ; Στο Κρουζέιρου; στα άστρα;
Διασχίσαμε ένα χωράφι μες τ΄απομεσήμερο κοιτάζοντας απέναντι από τον αυτοκινητόδρομο, που δεν είχε κανενός είδους διάβαση, πού μπορεί να ήταν η στάση. Τίποτα. Παραπάνω ένας τύπος πουλούσε φρούτα, ο αέρας με το κοκκινόχωμα έπαιρνε κι αυτόν και την τέντα και τα φρούτα. Τον ρωτάω για λεωφορείο, μπα μου λέει, δεν έχει. Εκείνη την στιγμή σταματά ένα κόκκινο αυτοκίνητο, ένας μαύρος έκανε σήμα να μας πάρει αλλά πήγαινε αλλού ντ΄αλλού κι όπως και νά΄χει, δεν είχα όρεξη να βρεθούμε σε τίποτε άλλα χωράφια μεσημεριάτικα.
Βγαίνουμε στην φαρδιά πλατιά νησίδα με την προοπτική να περάσουμε και να στρίψουμε προς τα κάτω, όπου υποτίθεται είχε λεωφορεία. Εγκλωβιστήκαμε στην νησίδα κανένα τέταρτο. Μέχρι να καταφέρουμε να βγούμε απέναντι, η Βαρώνη είχε μεταφυσικές εμπειρίες και γω θα έφτυνα τον εαυτό μου, που δεν είχα καλέσει ταξί από την πύλη, αν φυσικά είχα σάλιο και δεν μασούσα σκόνη και πετραδάκια.
Λεωφορεία δεν είχε, επειδή η βόρεια αφετηρία ήταν αρκετά πιο κάτω. Ούτε κανένα ταξί φάνηκε. Επομένως περπατήσαμε όλο τον δρόμο κάτω, μέσα στην επόμενη νησίδα με το χώμα να στροβιλίζεται γύρω μας. Η πορεία κράτησε σχεδόν μια ώρα. Ήταν η εκδίκηση των καπιβάρα που δεν επισκεφτήκαμε το μονοπάτι τους και ο χλευασμός των μίκου, γιατί είχαμε γίνει κόκκινες σαν τον κώλο της μαϊμούς ακριβώς. Στην τορτερία φάγαμε και ήπιαμε το μισό μαγαζί, ελεεινές και πανευτυχείς ανάμεσα στα άψογα μοντελάκια που είχαν έρθει για τον απογευματινό καφέ τους. Η Βαρώνη μού εκμυστηρεύτηκε, ότι μετά από αυτήν την εμπειρία δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά. Εγώ δεν μίλησα. Ήμουν ένα σκονισμένο τοτέμ.


Υστερόγαμον: την επόμενη φορά θα δώσω ραντεβού στον ταξιτζή για την επιστροφή και να μην ξεχάσω να πάρω τσιγάρα για τα παιδιά...

Στην δεύτερη φωτογραφία μηρμηκοφωλιά με εφτά σουίτες και θέα. Στην πέμπτη, η παμόνια. Στην τελευταία φωτογραφία αριστερά ένας μίκου στα κλαδιά μετά από έφοδο.

ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ Ή ΝΤΡΑΜΕΡ;

Χθες το βράδυ κι απόψε έκανα δυο πενηντάρια κουρσάδικα γυρίζοντας την μισή λίμνη, να βρω τον εαυτό μου, τον οποίο είχα χάσει την Κυριακή στα βουνά, όταν αποφάσισα να αφήσω λίγο την κιθάρα και να πιάσω τα ντραμς. Κι αφού ήρθα στα ίσια μου, μπορώ τώρα να αφηγηθώ το βάφτισμα του χώματος, το οποίο συνέπεσε με την επέτειο των δύο χρόνων, από τότε που άρχισα πάλι μετά από χρόνια να κυκλοφορώ με ποδήλατο κάθε μέρα.
Ξημερώματα Κυριακής πέρασα από το κέντρο της πόλης, που το είχαν κλείσει για έναν μαραθώνιο, δρομείς ξεφυτρώναν από παντού, όσο για μένα έκανα μια διαδρομή σαρανταπέντε λεπτών ως το σημείο συνάντησης και πρόλαβα τους βουνίσιους ποδηλάτες στο παρά τρίχα. Είχαν φορτώσει τα ποδήλατα στ΄αυτοκίνητα και θα έφευγαν, περνάω την λεωφόρο, κοιτάζω να δω πού θ΄απευθυνθώ, βλέπω μπροστά μου έναν γνωστό από τους Νυχτερινούς, τον Χαφαέου, με αναγνωρίζει, του λέω, δεν έχω αυτοκίνητο, καρντιά μου, φορτώνουμε και το δικό μου ποδήλατο και πάμε για το σημείο zero.
Το σημείο zero ήταν η είσοδος της Fazenda Taboquinha, 20 χλμ. έξω από την Brasilia, πάνω από το προάστιο São Sebastião. Το κομβόι των ποδηλατοφόρων αυτοκινήτων ανεβοκατέβηκε μερικά χιλιόμετρα χωματόδρομου σηκώνοντας έναν σιμούν, και εισέβαλε στην φαζέντα. Λίγο αργότερα είμασταν έτοιμοι στην εκκίνηση για την trihla, δηλαδή τη διαδρομή στους λόφους μέσα από εξοχικούς δρόμους και μονοπάτια. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά. Στην πρώτη κατηφόρα μετά την στροφή διασχίσαμε μια λασπουριά και βγήκαμε στο πλάτωμα του ποταμού, εκεί, αν και ρηχά, οι περισσότεροι βουτήξαμε κανονικά τα πόδια μας μέσα για να περάσουμε. Έπειτα από την δροσιά, άρχισε η κόλαση!
Ανηφόρα τραγική μες το χαλίκι και την πέτρα. Εντελώς άσχετη εγώ από ποδηλασία βουνού, διαπίστωσα, ότι εάν σταματήσεις στην ανηφόρα, δεν είναι εύκολο μετά να φύγεις πάλι, δεν πιάνει το πετάλι, που βρίσκεται στην ευκολότερη ταχύτητα, συχνά ξεκινούσα με το ποδήλατο όρθιο στην πίσω ρόδα, συχνότερα έσπρωχνα, αλλά και στις κατηφόρες πάλι τύχαινε να πρέπει να σταματήσεις, κι εκεί τράβαγες το ποδήλατο, ή το φορτωνόσουν να κατεβείς απότομες πλαγιές ή το έδινες σε κάποιον άλλον που περίμενε στον πάτο μιας καταβόθρας, για να το παραλάβεις ύστερα και να συνεχίσεις πιο κάτω και πάνω μετά πάλι, ακροβατώντας πάνω σε ρίζες, που εξείχαν από τα κάθετα σημεία με το δίτροχο στον ώμο.

Τόσο που ρώτησα κάποια στιγμή δυνατά, πορκέ, ρε σεις, χρειαζόμαστε τα ποδήλατα μαζί μας; Την άλλη φορά θα πάω με άλογο! Πράγματι είχε κάτι ωραία άσπρα και κανελλί αλογάκια, κόβανε οι εκδρομείς βόλτες και έπιανα στο βλέμμα τους έναν οίκτο για την φριχτή ταλαιπωρία των κολασμένων στο ποδηλατοδρόμιο του Δάντη!




Δεν είμαι η Βεατρίκη, αλλά ως Coco, έβλεπα συχνά τον άγγελο-οδηγό Rafael, με την άσπρη φόρμα, το ασημί ποδήλατο και το σχεδιάγραμμα της διαδρομής με τα βελάκια! Αλλά είχα και τον περιχαρή διάβολό μου, τον επικεφαλής του συλλόγου, τον Gaúcho, o οποίος με είχε δει συμπτωματικά την προηγουμένη μέρα στο ποδηλατάδικο, αλλά δεν γνωριζόμασταν ακόμη. Έι! Τί κάνεις εκεί; ούρλιαξε, όταν με είδε στην σκιά της εισόδου μιας φάρμας να έχω βγάλει το κράνος και να δροσίζομαι. Εμπρός! Όχι δεύτερη ταχύτητα! Πρώτη! Εισπνοή, εκπνοή! Πάνω, μπρος! Αχά - άι!
Αυτός λοιπόν ο διάβολος του cerrado ανεβοκατέβαινε τα κατσάβραχα, έλεγχε την πορεία από ψηλά, ηδονιζόταν στις γκρεμίλες και ξεφύτρωνε απ΄τα πουρνάρια, τραγουδούσε στις ανηφόρες, φώναζε από πίσω μου σ΄ένα στριφογυριστό κατσικοδρόμι, μην πέσεις, ωωω, τραλα-λα, μην πέεεεεσεις! στον γκρεμό αποκάτω δηλαδή, ταυτόχρονα ούρλιαζε σε μια άλλη που είχε σταθεί πιο ψηλά και ατένιζε, ω, τί ποδηλατικό στιλ, κε εστσίλου σικλίστσικου! Κι όταν πεντέξι εξουθενωμένα όντα αντικρύσαμε με απελπισία μια κάθετη ανηφόρα, που έπρεπε να ανεβούμε από ένα μονοπάτι σχηματισμένο απ΄ την βροχή, ακούμε αποπάνω κραυγές, εκείνος και δυο τρεις άλλοι χοροπηδούσαν και φώναζαν, μπρος, τσακιστήτεεεεεεε, πάνωωωωω!
Εκεί κάπου βλέπω μπροστά μου τον Rafael, του είχε σπάσει η αλυσίδα, την έφτιαξε ο Gaúcho, που είχε το κλειδί, κατόπιν ο Rafael, που φαίνεται τον κυνηγούσε η ατυχία, γιατί στην εκκίνηση τού έφυγε το καλουπιέ απ΄το πετάλι κι ήταν η μόνη φορά που είχα εγώ μαζί μου κατσαβίδια, τρίτωσε λοιπόν, τον βρήκαμε με λάστιχο, και κατηφορήσαμε όλοι προς ένα κτίσμα, στην σκιά του οποίου κάθονταν κάμποσοι, μαζί και το ...τάντεμ, ναι, ο επικεφαλής της εκδρομής στο Piri με την κοπέλα του πήγαιναν με διπλό ποδήλατο, α, μου λέει εκείνη, ήρθες επιτέλους στο βουνό, ναι, της απαντώ, και δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό το πράγμα, το Piri ήταν οδοντόκρεμα!
Είχε πια μεσημεριάσει, ο τόπος έκαιγε, τρεις φορές βούτηξα τα πόδια μου με τα μποτάκια μες το νερό και στέγνωσαν σε δύο λεπτά, σε μια πηγή λέω, το νερό πίνεται; Όοοοχι, άκουσα δυο τρεις μυστηριώδεις φωνές απ΄τα κλαδιά, είχα ακόμα νερό στο παγούρι, αλλά ο Gaúcho, που ξεπετάχτηκε από το πουθενά επέμενε να μου προσθέσει, μη μού λείψει και εκλείψω, και χάσω την επόμενη trihla. Αν ετούτη χαρακτηριζόταν "μετρίου επιπέδου, για γυμνασμένους αρχάριους", δεν θέλω ούτε να φανταστώ μια "δύσκολη" διαδρομή!


Τρεις ώρες βολοδέρναμε στην natureza brasileira, και γευόμασταν μαζοχιστικώς την ηδονή της άμεσης επαφής μαζί της, όπως όταν λόγου χάρη παρεξέκλινε η ρόδα μου μέσα σ΄ένα χωράφι με αγκάθια, flores do cerrado, και μετά κάμποσα μέτρα με φρέναρε ένα πουρνάρι. Πίσω στις εγκαταστάσεις της φαζέντα αντίκρυσα μια εικόνα ειδυλλιακή, οι ποδηλάτες έπιναν χυμούς γύρω από την πισίνα! Εκεί είχε και θαυμάσιο φαγητό, εγώ διάλεξα μελιτζάνες, μαντιόκα και μπανάνες τηγανητές, αγγινάρες, φασολάκια μαυρομάτικα, πατζάρια, αγελαδινό τυρί και ένα τεράστιο κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας πάχους δύο πόντων ψητό στη σχάρα, χυμό γκοϊάμπα και καφέ. Πριν το παραδείσιο γεύμα όμως, πήγα στους καταρράκτες με μια μπύρα και βούτηξα κατά παράδοση πια με τα ρούχα!



Υστερόγαμον: Ο τύπος μες το λασπόνερο είναι μια φωτογραφία από την ίδια διαδρομή τον Φεβρουάριο. Κάτω από την φωτογραφία διάβασα το σχόλιο: με τις υγείες σας, σινιόρ Αρχιμήδη!

Άλμπουμ με φωτογραφίες από την πρόσφατη trihla - δικές μου, των Rebas do Cerrado, συν βιντεάκι!