RELAXANDO!



Για την Brasilia DF υπάρχει μια προφητεία λέει, πριν από εκατό και βάλε χρόνια, όταν το οροπέδιο ήταν καραφλό και έρημο, κοκκινόχωμα μέχρι να βαρεθείς και κοράκια αποπάνω, έλεγε λοιπόν όχι ο Νοστράδαμος, ο ντον Μπόσκο, που τού έχουνε εδώ και κτίσματα αφιερωμένα, ότι θα χτιστεί μια πόλη κατά το πρότυπο της Ηλιουπόλεως της αρχαίας Αιγύπτου και θα έχει η κάτοψη το σχήμα του γερακιού με απλωμένα φτερά συμβολίζοντας τον Ώρο.
Τελικά πριν πενήντα χρόνια θέλησαν να υλοποιήσουν την προφητεία και χαράχτηκε το σχήμα στο έδαφος, αλλά δεν το είπανε Ώρο μα Πλάνου Πιλότου, διότι πλέον το αεροπλάνο είχε γίνει πιο οικεία εικόνα από το γεράκι, ακόμη κι απ΄το κοράκι, μόνο κάτι πεισματάρικα πουλιά, που τα λένε κιέρου-κιέρου, θέλω-θέλω, μαύρα και φασαριόζικα, επιμένουν και δεν το κουνάνε από τις συστάδες του μπαμπού στα δέλτα των αυτοκινητόδρομων.
Έγινε πρωτεύουσα η πόλη στη μέση του πουθενά, και πήρε τα κυβερνητικά πρωτεία από το Χίου, αλλά οι πρεσβείες δεν το κουνάγανε, τί λέει να κάνουμε κει πέρα στην ερημιά, αλλά έπαιξε το δυνατό της χαρτί η Μπραζίλια, πού μένετε στο Χίου; Σε κάτι στριμωγμένα κτίρια και γραφεία, νοικιασμένα κιόλας, όμως ορίστε εδώ σας παραχωρούμε δωρεάν άπλα, τόσα στρέμματα στον Σεϊτόου ντας Εμπαϊσάντας, κι έτσι βρέθηκε και η ελληνική πρεσβεία με πισίνα, γήπεδο τέννις και κήπο με φοίνικες και εξωτικούς παπαγάλους.
Σήμερα το Πλάνου Πιλότου είναι προστατευόμενη πολιτιστική κληρονομιά, από τα πιο πρόσφατα κτίρια είναι καναδυό ανοικοδομημένα ξενοδοχεία στο κέντρο, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο το Iguatemi στα βορειοδυτικά προς τη λίμνη και η περιοχή που μένω, η Asa Norte, η βόρεια πτέρυγα, που το ανατολικό τμήμα της πριν μερικά χρόνια ήταν χωράφια και σκόρπιες φαβέλες. Η οικοδομική δραστηριότητα έχει μεταφερθεί πιο έξω σε αναπτυσσόμενους οικισμούς και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του οροπέδιου κατοικεί στις πόλεις -δορυφόρους, σιντάτζις σατέλιτσις, της Brasilia, εκ των οποίων η πιο παλιά είναι η Taguatinga.



Εθαύμασε λοιπόν ο Οσβάλντου, που είναι μαύρος, α, μα είσαι πλούσια, αφού μένω δηλαδή στην βόρεια πτέρυγα. Κι όσο αυτός θαύμαζε, εγώ είχα πνιγεί από τα γέλια, βέβαια και όχι μόνο πλούσια, αλλά εκκεντρική πλούσια, που δεν έχει αυτοκίνητο κι ας έχει ασορτί με το διαμέρισμα γκαράζ (για τους πλούσιους εκκεντρικούς επισκέπτες), πράγμα που όταν δήλωσα σε ένα έγγραφο, ο υπεύθυνος έμεινε με ανοιχτό το στόμα, το διάβασε δύο φορές, με κοίταξε και ξεροκατάπιε, δεν έχετε αυτοκίνητο;! γιατί δεν νοείται να μην έχεις αυτοκίνητο εδώ! Όχι ότι όλοι έχουν αλλά να μένεις εδώ και να μην έχεις, πάει πολύ! Επειδή τον λυπήθηκα, μην πάει από συγκοπή πάνω στο άνθος του, δεν διευκρίνησα, ότι δεν επιθυμώ κιόλας να έχω, καλύτερα να μην λέμε περιττά πράγματα, που δεν απαιτούν εξάλλου τα τυπικά έγγραφα και ίσως έχουν άσχημες συνέπειες και για μένα, μπορεί να με πιέζανε να καθήσω ήσυχα στη σκιά μέχρι να έρθει η ψυχολογική υποστήριξη, κι εγώ βιαζόμουν να κάνω ποδήλατο στη λιακάδα!
Όπως ανεπίτρεπτον όλως είναι και το να κυκλοφορώ με τα παπούτσια χειρότερα κι από γκαραζιέρη, γιατί συχνά δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να φρενάρω τον πίσω τροχό με το πόδι, ούτε στις φαβέλες δεν φορούν τέτοια παπούτσια, αν δεν είναι στην τρίχα, προτιμούν ξυπόλητοι. Δεν φτάνει δε που δεν έχω αυτοκίνητο αλλά μπαίνω και στο ντράιβ θρου, όχι ιν, θρου, με το ποδήλατο και παίρνω κανονικά σειρά ανάμεσα από δέκα δώδεκα αυτοκίνητα και γελάμε με τις πωλήτριες, αλλά το συνήθισαν κι αυτό, πάει.
Υστερόγαμον: Εξάσκησα αιγυπτιακές αλχημείες για ν΄ανεβάσω τα αριστουργήματα, ο εμπνευσμένος τίτλος είναι Αιγυπτιακά μεσημέρια στην Brasilia DF, στο πρώτο είμαι εγώ και στο δεύτερο ...ο μαύρος! Όμως τον έφτιαξα άσπρο, γιατί όλοι οι μαύροι δωπέρα θέλουν να ασπρίσουν και οι άσπροι να μαυρίσουν!

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ

Χθες είχα αργήσει. Τί έχεις Γιάννη, τί είχα πάντα. Για ένα δεκάλεπτο έχασα τους Νυχτερινούς. Στον τόπο της συνάντησης, που για να λέμε και το δικό μου το δίκιο, είναι στου βοδιού το κέρατο και θέλω τρία τέταρτα να πάω, αλλά πήγα σε μισή ώρα γρήγορο, είδα πεντέξι αυτοκίνητα με σχάρες, αλλά οι ποδηλάτες άφαντοι. Όμως ήταν και τρεις που ετοιμάζονταν για δική τους προπόνηση, πιάνω και τους ρωτάω, άι, άργησα, φύγανε; Λένε ναι, αλλά όχι πολλή ώρα, α, από δω; Γελάνε, άιντε μήπως και τους φτάσω.
Στο δρόμο πιο κάτω συναντώ και μια μόνη της, που την χαιρέτησα μεν αλλά την προσπέρασα. Βγαίνω στον κεντρικό και σκέφτομαι, αριστερά, να πήρανε την Έπια ή δεξιά κάτω την Χοντοβιάρια; Μάλλον δεξιά και μετά για Λάγκος, οπότε πήρα τον Έισου Μονουμεντάου, κοίταξα ίσαμε κάτω, τα υπουργεία μου, ίχνος από ποδηλάτες, μα καλά, πού φτάσανε σε δέκα λεπτά, μάλλον δεν φαίνονταν, γιατί ανεβοκατεβαίνει ο δρόμος, τραβάω κάτω, μια ωραία βραδιά, ό, τι έπρεπε για πετάλι, αυτό ήταν το θέμα.
Κάποια στιγμή σταμάτησα να φωτογραφήσω τα Διαστημικά Πιάτα, στ΄αριστερά μου και τότε ήρθε η άλλη κοπέλα, που την είχα προσπεράσει νομίζοντας ότι είχε βγει για βόλτα στο πάρκο, Μαρλί την λένε κι έψαχνε και κείνη τους άλλους, οπότε κλείσαμε τη λωρίδα και συνεχίσαμε όλο κάτω. Πηγαίνοντας είδαμε μια ομάδα ν΄αλλάζει λάστιχο, μας είπαν την κατεύθυνση των πρώτων, έπειτα μετρήσαμε μια σειρά πρεσβείες, μέχρι την τελευταία, του Ιράκ, που είναι αρκετά μακριά από τις άλλες, και κει σταματούν συνήθως κάνα δίλεπτο για κατούρημα, και ναι, μετά από έξαλλο πετάλι πάνω από μισή ώρα στην Εθνική Αθηνών - Λαμίας, ιδού τα φωτάκια στην κορυφή μιας ανηφόρας, και ναι, τους πιάσαμε!
Είδα και αρκετούς γνωστούς και κυρίως τον Κλοβίς Β΄, με την βραχνιασμένη βουβουζέλα, που είχα δυο μήνες να τον πετύχω, και τον άθλιο παπαράτσο τον Εντουάρντου, τον οποίο δεν μπορώ ν΄αποφύγω με τίποτα, εντάξει η φωτογραφία ανφάς, αλλά τί να δω, στο πλήρες ποδηλατικόν αρχείον την άλλη μέρα ένα κοντινό οπίσθιον επί ποδηλάτου συν ένα προφίλ κοντινό κι αυτό εν κινήσει, είδηση δεν πήρα, μανιακοί της αρχειοθέτησης! Τους είπα δε να με ειδοποιήσουν για μια εκδρομή που θα γίνει στο Πιρί Πιρί ή κάπως έτσι, για να ξέρω λεπτομέρειες, και μου λένε έχεις ουρκούτσι, τί λέω, τιν΄τούτο, ουρκούτσι, δεν άκουγα και καλά μες τον δρόμο, μα όταν λένε το orkut, ουρκούτσι, φταίω εγώ που δεν καταλαβαίνω, η αδαής περί την πορτογαλικήν; Ε, ναι τους λέω, έχω, αλλά βεργκόνια, ντροπή σας, γιατί είχα ειδοποιήσει από την Αθήνα κιόλας τόσους μήνες ότι έρχομαι, να είστε έτοιμοι, είχα και φωτογραφία του ποδηλάτου μου, και σεις δεν με πήρατε σοβαρώς, αλλά εγώ είμαι οπωσδήποτε σοβαρότατον άτομον και πάντα σοβαρολογώ.
Απόψε όμως ήμουν πιο χαλαρή. Κατ΄αρχήν πείνασα. Πήγα λοιπόν σε μια καντίνα με καλό κρέας κι εδώ πρέπει να πω ότι έχω έρθει σε μια πόλη κατάλληλη για μένα, ποδηλατική πίστα παγκόσμιας φήμης και το καλύτερο μοσχαρίσιο κρέας, συν που τον τελευταίο καιρό δεν δένω πουθενά το ποδήλατο, ό, τι κι αν κάνω, καβάλα πάω στην εκκλησιά, τί άλλο θέλω απ΄την ζωή μου. Κάθομαι και τρώω σουβλάκια μοσχαρίσια, το χοιρινό εδώ το εκτιμάνε κυρίως σε λουκάνικα, αν πεις κρέας είναι πάντα βοδινό, και το περνάνε σε σάλτσα κόκκινη, αν θες, και καλαμποκάλευρο, φαρόφα, πολύ ωραίο, μαζί με σουβλάκι τυρί.
Εκεί με ξέρουν γιατί κατά εντελώς τυχαία σύμπτωση είναι ένα ποδηλατάδικο που συχνάζω, ο πιο πρόσφατος ποδηλατικός γρίφος είχε να κάνει με ένα λάστιχο που τραβούσε μια θλίψη, μια ντεκαντάνς, δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί έχανε, παρότι δεν είχε τίποτα, δεν του έκανε ούτε η τρόμπα χειρός, ούτε η ποδός, ούτε πέντε διαφορετικά βενζινάδικα, η πίεση ήταν πάντα ακατάλληλη, κάποτε συνήλθε, έσφιξε, κι έκανε πολύ χιλιόμετρο αποφασιστικά, υπαρξιακές αναζητήσεις θα ήταν.
Στην ψησταριά είχαν μαζευτεί οι γελαδάρηδες, παλιοί και νέοι και έλεγαν, ε, για γελάδια φυσικά, και δυο, ο Χονάλντου κι ο Οτάβιο είχαν κάποτε στην Αμαζόνας τραβήξει πολύ κουπί με κάτι εμπορεύματα, αλλά γύρισαν στα γνωστά κατόπιν, και τα γνωστά είναι τί θα γίνει με τα γελάδια και αν βοηθάει το γκουβέρνου τους πτωχούς καουμπόηδες. Κι αφού έφαγα και ήπια και χαιρέτησα, καβάλησα το περήφανο άτι μου και χάθηκα κατά την πανσέληνο.
Στην άλλη πλευρά της σελήνης βρήκα μόνο τρεις και τον κούκο. Οι τρεις ήτανε τρεις ποδηλάτες και ο κούκος ο Αντρέ που είναι κινεζοβραζιλιάνος και είχε έρθει πεζή, δηλαδή δεν είχε ποδήλατό απόψε, περνοδιάβαινε τη λεωφόρο με το μαλλί ν΄ανεμίζει και σκυλοβαριόταν, τελικά ήρθαν κι άλλοι δύο, αλλιώς θα έμενα με την εντύπωση πως θέλανε να γιορτάσουν την επέτειο της ομάδας, όταν πρωτοξεκίνησαν τρεις ήτανε.
Αφού συμφωνήθηκαν κάτι λεπτομέρειες της διαδρομής, κάναμε έξι άτομα μιάμισι ώρα γρήγορο. Στην αρχή μετά το ζέσταμα τους βλέπω να επιταγχύνουν, σκέφτηκα είμαστε λίγοι, άρα με την ευκαιρία, θέλουν γρήγορο, ωραία, τρέχανε, λύσσα κακιά, περνάμε σφαίρα μπροστά από το σπίτι μου, καταπίνουμε μια ανηφόρα, κατεβαίνουμε βορειοδυτικά, και στα μισά μιας κλίσης ανηφορικής με αρκετή διάρκεια, διαπιστώνω ότι είμαι μόνη μου μπροστά, ε, και είναι δράμα να κόβεις στην ανηφόρα, κοιτάω, το είχαν πάρει με πίεση και ζορίστηκαν, και μετά στις ανηφόρες του κέντρου σερνόντουσαν τα μάουνταιν, λέω δεν μπορεί, κάτι δεν πάει καλά απόψε, όλο πίσω πήγαινα κι όλο μπροστά βρισκόμουν, αφού δεν τρέχω και τους εξόντωσα; Το φεγγάρι του Ζήνωνα, τί να υποθέσω.
Εντωμεταξύ είχα πεθάνει στη δίψα, γιατί είμαι σοβαρόν άτομον είπαμε, και δεν είχα πάρει νερό, αφήνοντας έναν ποδηλάτη που πήγαμε μαζί μέχρι μια διασταύρωση, είδα κατόπιν φως μες την μαύρη ερημιά και μπήκα σ΄ένα χαμαιτυπείον, όπου ένας έπαιζε μαντολίνο, κι οι υπόλοιποι καμμιά τριανταριά άτομα γλάρωναν κοντεύοντας ν΄απομεθύσουν, φυσικά και κει ψήνανε, τσικνοπέμπτη κάθε μέρα, διασχίζω τον κόσμο ως την είσοδο του σαλούν με το ποδήλατο στο χέρι και το κράνος στο κεφάλι, δεξιά κάτι μαύροι μάγκες, αριστερά ένας με μάτι αζούλ μου λέει να στο κρατάω, κράτα το, το αφήνω πάω παραμέσα, ένας τύφλα άρχισε να λέει πως θέλει να κάνει ποδήλατο να δει αν ισορροπεί, τί να ισορροπεί, που έπεφτε πάνω στον μαγαζάτορα, αλλά ο μαγαζάτωρ χοντρός κι απτόητος, εγώ πάλι δεν έβλεπα μπροστά μου από τη δίψα τους άλλους που δεν έβλεπαν από το ποτό, από νωρίς πρέπει να πίνανε, γιατί έπαιζε Βραζιλία - Πορτογαλία, και συμβιβάστηκαν με ισοπαλία, μην χαλαστούν οι πορτογαλόφωνοι αναμεταξύ τους, ότι σνομπάρουν οι μεν τους δε για την προφορά και την διαφορά στον χαρακτήρα, άλλο θέμα, οι βραζιλιάνοι είναι πιο άνετοι, οι πορτογάλοι φιλόλογοι ακριβείας, ρωτάς, πάει ο δρόμος από δω για το τάδε μέρος, και σου απαντούν, όχι ο δρόμος δεν πάει, ο άνθρωπος πάει, και σεις πού θέλετε να πάτε, κι αυτά δεν είναι ανέκδοτα, είναι βγαλμένα από τη ζωή την άτιμη.
Υστερόγαμον: σεντόνιιιιιι..! Η φωτό στο λινκ φυσικά δεν είναι η δική μου, δεν μπορώ ν΄ανεβάσω, παρά μόνο σεντόνια στην ταράτσα.

DEPOIS ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ MESMO ASSIM!

Εδώ στον λυσσασμένο τροπικό του Αιγόκερω είναι βέβαια χειμώνας, αλλά για μένα, τον μεσογειακό τύπο, είναι καλοκαίρι, να πω όμως και την μορένα την αλήθεια, όλο τον χρόνο νοιώθω πια πώς είναι καλοκαίρι, και ναι, κοιτάχτε, χειμών λέει, και το μόνο που κρατάω καμμιά μπλούζα για τον ψόφο το βράδυ, τη μέρα ψήνομαι και με τρώνε οι τιράντες. Σαχάρα λοιπόν, και καταραμένη εποχή για τους ινδιάνους, γιατί η τροφή λιγόστευε και βγάζαν κάλους να την βρούνε, και το βράδυ τρεμουλιάζανε πλάι στ΄αποκαϊδια, μπλέκανε τα μπούτια τους να ζεσταθούν, αποκοντά και τα οικόσιτα μαϊμούδια, που την ημέρα ταξιδεύανε κρατημένα πάνω σε κανένα μαλλί ή πόδι.
Ένα ινδιάνικο καλοκαίρι επομένως, με χυμούς και σκασμένα χείλια, την μύτη να τρέχει και το ίντερνετ να σούρνεται, μα μέρες τώρα δεν μπορώ ν΄ανεβάσω ανάρτηση, να δούμε αν τούτη θα την αποθηκεύσει, ήθελα εντωμεταξύ και φωτογραφίες, έλειψε ο φερετζές! Τηλέφωνα στα τηλέφωνα, στην πανάθλια εταιρεία, βαριέμαι και να περιγράψω τον τραγέλαφο, ν΄αλλάξω πλάνου να βάλω κάτι πιο γρήγορο, με παραπέμπανε αποδώ κι αποκεί, σε αυτόματους τηλεφωνητές, δίνω τον κότζικου ντζι παγκαμέντου, μου δίνουν το νούμερου ντζι προτοκώλου, σωστά το γράφω, όσο με πήρε τηλέφωνο ο Ρεχάγκελ, με πήρανε κι αυτοί, μπαίνω στο σάιτ να κάνω την διαδικασία ηλεκτρονικά, τίποτα, ο λαβύρινθος με τους καθρέφτες, θα ξαναπάρω τηλέφωνο και αν δεν γίνει τίποτα, θα πάω εκεί, αλλά σαν έχω κέφια, γιατί είπαμε, ο ήλιος σκοτώνει κι οι εγκαταστάσεις βρίσκονται κάπου στην βιομηχανική ζώνη.
Ας σούρνεται όμως το ιντερνέτσι, παίζει η Εθνική το μεσημέρι, και δεν πρέπει να σούρνεται εκείνη, γιατί διακόσια εκατομμύρια Βραζιλιάνοι μας υποστηρίζουν, μπάσου ντζ΄Αρζεντσίνα, να χάσει, γιατί της έχω και προσωπικό άχτι, κι επειδή θα πρόκειται για θαύμα εξαίρετον, ορίστε τάζω ένα κομπολόι ελληνικό δυσεύρετο δωπέρα και εκατό χιλιόμετρα με το ποδήλατο στην Νόσσα Σινιόρα Μαρία Απαρεσίντα! Όσο για την Σελεσάουν, μιλάμε για πάθος και παλμό, κατ΄αρχήν τα κτίρια είναι διακοσμημένα με φαρδιές ταινίες πράσινες και κίτρινες αποπάνω ως κάτω και σ΄όλο το πλάτος και την σημαία μπροστά, και οι περισσότεροι κυκλοφορούν εδώ κι ένα μήνα με κίτρινες μπλούζες και σημαίες στ΄αυτοκίνητα, αυτό είναι ένα είδος πρόληψης, γούρι δηλαδή να νικήσει η ομάδα! Κι έπειτα το χάος, ό, τι βρόμικο παιχνίδι και να παίξανε οι Ιβοριανοί, πήρανε απλά τα τρία, με τις υγείες τους!
Τρέλα ακόμη και στην Brasilia, που είναι σνομπ και κρυόκωλη, μ΄ένα λόγο organisada, παίζανε ποδόσφαιρο στους δρόμους ξυπόλητοι, σε κάθε quadra, και μού εξηγούσε ο Vinicius, ανάμεσα σε δύο μπύρες, τί σημαίνει το ποδόσφαιρο και το καρναβάλι για τους φτωχούς στην Βραζιλία, είναι τα ων ουκ άνευ, και τί να κάνουμε, που άλλοι κερδίζουν δις και άλλοι πνίγονται στις παράγκες, είναι τα ριζωμένα αυτά, το χαμόγελο, γλυκό από μια ήπια μελαγχολία, μια saudade, μόνο οι povos χαίρονται στ΄αλήθεια, κερδίσουν, χάσουν, θα κάψουνε τον τόπο, και πήρανε τα λεωφορεία απ΄ τα περίχωρα να ζωντανέψουν λίγο το σεληνιακό κέντρο, κι έχουνε εναποθέσει λέει τις ελπίδες τους στον Λούλα, μα και πώς να συμβιβαστούνε τ΄ασυμβίβαστα, δύσκολα τα πράγματα, άλλη μια μπύρα σε χαμηλά ποτηράκια.
Μετά αλλάξαμε κουβέντα, να πάω λέει στο Χίου, θα το ερωτευτώ! Τί, λέω, δεν ακούωωω, χτυπιέται η μουσική, ιδρωμένες αισθησιακές φιγούρες ροκ και καποέιρα αναμίξ, κίτρινες μπλούζες ανεμίζουν, ο μπάρμαν έχει οχτώ χέρια, στο Χίου λέωωω, ναι, ναι, Cidade Maravihlosa! A, que beleza, μου λέει, το ξέρεις, που έτσι το λέμε, έχει μεν violencia, αλλά δεν παύει να΄ναι πανέμορφο, το καμάρι μας, και ναι, και με την Brasilia, του λέω, τί γίνεται, μυστήρια πόλη, κρύβεται μες την άπλετη άπλα, και σκάει ένα αινιγματικό χαμόγελο, μ΄όλα του τα δόντια ν΄ασπρίζουν, ναι ξέρει, αλλά δεν λέει.
Υστερόγαμον: σαράντα χρόνια εδώ, οι έλληνες λένε, "καλό καλοκαίρι mesmo assim", αυτήν την εποχή, κι όχι καλό χειμώνα, δεν αλλάζει φαίνεται η μεσογειακή αίσθηση!
Α! Τραγουδάκι: Preta, Pretinha!
Μαύρη, μαύρη, μαυρούλα, τρέχοντας πηγαίνω, μου φωνάζεις, ενώ τρέχω στο πλοίο, άνοιξε την πόρτα και το παράθυρο, βγες να δεις τον ήλιο ν΄ανατέλει ...είμαι ένα πουλί, ζω πετώντας, η νοσταλγία δεν έρχεται να με σκοτώσει, μου φωνάζεις, δεν είναι ιδέα μου, μόνο αυτό μόνο... μου φωνάζεις, μόνο αυτό, ενώ τρέχω στο πλοίο...
Από τους Novos Baianos και ποδόσφαιρο, σόλο ο Μοraes και σε σύγχρονο live!

ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΛΕΙ ΑΝ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ AGUAS CLARAS ΓΙΑ ΑΠ΄ ΤΟ GUARA!

Στις 12 του Ιούνη γιορτάζουν οι λατινοαμερικάνοι την Dia dos namorados, Μέρα των ερωτευμένων, ήγουν το αντίστοιχο με τις 14 Φλεβάρη, μόνο που δεν έχουνε τον άγιο Βαλεντίνο τον προκομμένο αλλά τον Αγιαντώνη τον δεμένο! Για την ακρίβεια, του αγίου είναι η επομένη, στις 13, αλλά επειδή θεωρείται προστάτης του γάμου, ε, προηγείται ας υποθέσουμε ο έρως, μετά κανείς δεν μπορεί να βγάλει άκρη κι ας είναι και με φωτοστέφανο κι ας έχει κι άγαλμα, που το πιάνουν λέει, το δένουν με κορδελίτσες και σκοινάκια, και το βγάζουν απ΄ τη θέση του την τιμητική και τον βάζουνε τον άγιο τιμωρία μέσα στο κελάρι, μονάχο στα σκοτεινά, με τα ποντίκια, κλείνουν και την πόρτα, αφήνουν και το καντήλι του σβηστό ν΄αραχνιάσει, κι αν θέλει κάποτε να βγει αποκειμέσα, ν΄ αποκατασταθεί, πρέπει πρώτα ν΄αποκαταστήσει την κοπέλα που τον έδεσε, και δεν αστειεύομαι, εδώ ειδικά στην Minas Gerais ζορίζεται ο άγιος, μα δεν του δίνουν άλλη ειδικότητα, ο Πάπας ήταν κάθετος σ΄αυτό το θέμα, όποιος λέει πάλεψε με τους δαιμόνους, έλα να τονε δω και με τους έρωτες, πώς λύνει και πώς δένει!
Όσο ο άγιος κάνει τον Χουντίνι, τα ζευγάρια κι οι αζευγάρωτοι είναι ξαμολυτοί και χαρίζουν σοκολάτες. Αυτό γίνεται φανερά αλλά βέβαια και κρυφά, μάλιστα στην Κολομβία το παραδέχθηκαν το πράγμα το αναντίρρητο κι η γιορτή είναι αφιερωμένη στον amigo segredo, τον κρυφό φίλο, καταλαβαίνει κανείς τί κουτσομπόληδες πρέπει να ΄ναι εκεί πάνω! Μα και τον Βαλεντίνο δεν τον ξεχνάνε, ούτε οι ερωτευμένοι ούτε ο εμπορικός σύλλογος, όμως αυτός είναι ασυμμάζευτος, μπλέκει συνήθως μες τα καρναβάλια, γίνεται αγνώριστος με φτερά και πούπουλα, πίνει και χορεύει και βέβαια δεν του ζητάς λογαριασμό.
Είχα σκοπό λοιπόν σήμερα, τιμώντας την γιορτή, ν΄ αφιερώσω κατά πρώτον μερικές απερίσπαστες ώρες στον μοναδικό και ανυπέρβλητο έρωτα της ζωής μου, τον Τάσο τον ποδήλατο, και μετά τα χιλιόμετρα, θα έτρωγα μια σοκολάτα για αρχή. Όμως άλλα βούλεται, κι ο άγιος φαίνεται δεν την παλεύει δεμένος μόνος του, κρατά και κάποιους να του κάνουνε παρέα, έτσι έμεινα μέσα, κι έφαγα αντί για σοκολάτα, σούπα, το ξέρω είναι τελείως αντιερωτικό, αλλά τί να γίνει, μάλλον κρύωσα, κάποιο τροπικό ρεύμα μ΄ έκοψε, κι έχασα δύο μηδέν σαν την Εθνική, ένα για το ποδήλατο κι άλλο ένα για τη σοκολάτα! Αλλά αύριο θα την πάρω τη ρεβάνς, certo!
Υστερόγαμον: Τραγουδάκι!

FILOSOFIA

Το Iguatemi είναι μια αλυσίδα εμπορικών κέντρων στη Βραζιλία και σ΄αυτό που άνοιξε πρόσφατα εδώ, συγκεκριμένα στο αμφιθέατρο της Livraria Cultura παρουσιάστηκε προχθές το βράδυ το βιβλίο της Βασιλικής Κωνσταντινίδου, "Os Guardioes Dαs Lembrancas" (Οι Θεματοφύλακες Των Αναμνήσεων), το οποίο είχε ήδη παρουσιαστεί και κυκλοφορήσει πέρισυ στο Sao Paulo και το Buenos Aires.

Το βιβλίο αυτό είναι δίγλωσσο στα ελληνικά και τα πορτογαλικά, με υλικό και φωτογραφίες που ιστορούν την παρουσία των Ελλήνων στην Βραζιλία ξεκινώντας από ενάμισι περίπου αιώνα. Η συγκυρία της παρουσίασής του στην Brasilia ήταν δύσκολη, γιατί συνέπεσε με τον θάνατο ενός από τους παλιούς, που είχαν έρθει όταν χτιζόταν το Plano Piloto. Είναι ο τρίτος από την αρχή του χρόνου, σαφώς η κοινότητα εδώ βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο.

Κάποιες από τις φωτογραφίες δείχνουν την κατασκευή ενός σιδηρόδρομου στην περιοχή του Mato Grosso. Απ΄ό, τι θυμούνται οι πιο γέροι, αρκετοί έλληνες είχαν πάει εργάτες εκεί. Και τί γίνανε, ρώτησα. Ε, μα τους έφαε το σκοτάδι! Κι άλλοι πάλι θυμούνται, που δουλεύανε στα θεμέλια του Palacio do Planalto, πώς ήρθανε και γύρισαν πάλι να κλέψουν την γυναίκα τους και να ξαναφύγουν ή που τους είπε η μάνα τους, όταν τους έβαζε στο καράβι "το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον", άει στο καλό!
Από τη μια που αγρυπνούσαν το νεκρό στην εκκλησία κι από την άλλη οι αναμνήσεις, ο Γαληνός πεισμάτωσε και μου λέει στο ξαφνικό, ότι την Κυριακή αυτή τελειωτική συνάντηση, να συμφωνήσουν επιτέλους, και να το δει αυτό το ..., κι έκανε με το χέρι του έτσι κάτι ψηλό, γιατί λέει, όπου νά΄ναι, θα τον ψάλει ο παπάς. Το ψηλό αυτό είναι η ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινότητας, θέλουν να φτιάξουν την Αγιά Σοφιά με τον Παρθενώνα μαζί, και το υπόλοιπο να μην μείνει χωράφι ανεκμετάλλευτο, με τον καιρό ισοπεδώνεται το υπάρχον οικοδόμημα, μόνο ο ναός αντέχει κάπως αλλά η διχόνοια η τρομερή περισσότερο!
Όσο βγάζανε φωτογραφίες είχα εξαφανιστεί πίσω από τις βιβλιοθήκες με τον Ασυγκράτητο, και χαζεύαμε εικόνες της Σαντορίνης. Ο βραζιλιάνος αυτός ξύπνησε ένα πρωί και αποφάσισε να μάθει ελληνικά, ξέρει ένα σωρό ελληνικά τραγούδια απέξω μα τώρα θέλει να μάθει και τα βιβλία, φυσικό είναι, αλλά εγώ είχα θολώσει πια τόσο που δεν θυμόμουν ούτε έναν έλληνα συγγραφέα, το μόνο που θυμόμουν ήταν, ότι είχα δέσει το ποδήλατό μου σ΄ένα δέντρο μπροστά στην μεσαία είσοδο, πρέπει να τα σημαδεύεις, αν δεν θες να κολυμπάς άσκοπα στην αυτοκινητοθάλασσα.
Περνώντας σφαίρα από τη γέφυρα συνήλθα με τον ψυχρό αέρα, πάγος σκέτος λόγω του νερού. Στο δρόμο σταμάτησα σ΄ένα σουπερμάρκετ να πάρω γατοτροφή και ανθρωποτροφή. Ψώνισα μα βγαίνοντας κάτι δεν πήγαινε καλά, απ΄ότι κατάλαβα πρέπει να είχαν ληστέψει έναν ταξιτζή από την Samambaia, που τον ξέρω γιατί έχει εκεί πιάτσα και μια φορά μού έκανε μια μεταφορά. Ένας τύπος της αστυνομίας με πολιτικά φορώντας πουλόβερ με το σήμα στο στήθος και το περίστροφο στο δεξί και επιδεικνύοντας κινήσεις κομάντο έλεγχε δεξιά αριστερά κι ένας άλλος ερευνούσε το εσωτερικό και το πορτμπαγκάζ του ταξί.
Καθώς έλυνα και τακτοποιούσα το ποδήλατο, ο κομάντο μού έριχνε ματιές. Έκανε ένα βήμα πλαγίως προς τα εμένα νευρικός, σκοπεύοντας το μαύρο σακκίδιό μου, απ΄όπου έβγαλα ένα σαλάμι και δύο αγγούρια, ψάχνοντας τον αναπτήρα στο βάθος. Μετά πάντα σε ετοιμότητα πήγε στο αυτοκίνητό του παραπέρα και ανοιγόκλεισε την πόρτα με το περίστροφο τεντωμένο. Άναψα ένα τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε ένα περιπολικό και δεν γινόταν να μιλήσω με τον ταξιτζή.
Υστερόγαμον: Noel Rosa από τον Chico Buarque, Filosofia, και με κλασική κιθάρα από τον Paulinho da Viola.

ΣΤΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤ΄ ΑΛΩΝΙΑ

Φοράω, λοιπόν, τις καλές μου τις αρβύλες τις αθηναίικες και πάω σουαρέ στο Lagos Sul. Εκεί είναι σαν να λέμε η Εκάλη της Μπραζίλιας, μόνο που δεν έπιασε βουνό, πού να το βρει, βρήκε λίμνη κι άραξε στην όχθη. Μια μαντάμ Μποβαρύ με ρώτησε τί έκανα στο μαλλί μου και δείχνει, κι εγώ της είπα πώς μου παράπεσε τ΄αμυγδαλέλαιο, μια άλλη μαντάμ ντε Σεβινιέ με ρώτησε τί κάνω στο δέρμα μου και γω της είπα πώς πίνω πολύ φραπέ συνήθως χωρίς ζάχαρη αλλά με πολύ γάλα. Για τις αρβύλες δεν είπαν κάτι. Ευτυχώς, γιατί κάθε υπόδημα έχει και την ιστορία του, κι αν ήταν να διηγηθώ τα πεπραγμένα ή μάλλον τα περπατημένα του συγκεκριμένου ζευγαριού δεν θα προλάβαινε ο ψυχίατρος ν' αλλάζει τα μπροκάρ στο ντιβάνι, και με τι συνείδηση θα έκανα μετά εγώ ανέμελα ποδήλατο, έχοντας προξενήσει τόσες υπαρξιακές ταραχές.
Δεν έφτανε που κάθησα σταυροπόδι με τους ασυνείδητους καπνιστές δίπλα στην πισίνα, έπινα νερό, όχι από την πισίνα, από ποτήρι, κανονικά, ετοιμάζοντας ένα άλλο έγκλημα. Ο κόσμος είχε προ πολλού σερβιριστεί, κόκκινο κρασί οι περισσότεροι και δυο τρεις ουίσκι με πολύ πάγο. Εγώ νύσταζα, γιατί είχα ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, κι έσερνα ένα ύφος δεμενοιαζειοκοσμοσνακαεί, όλως άτοπο ύφος, γιατί σε καναδυό μήνες το πολύ, λογικά θα πρέπει να διαλέξω πισίνα να πνιγώ, θα μείνει και πανωλαδιά απ΄τ΄αμυγδαλέλαιο, αλλά να τούτο που σχολιάστηκε, μα πώς και δεν ανησυχώ και τέτοια, και γω εκάλεσα τον σερβιτόρο. Ένα ουίσκι, πορ φαβόρ, με νερό μου λέει, όχι με νερό, με παγ..., ούτε παγάκια, τίποτα, νάντα, ένα ουίσκι σκέτο, πούρου; μου κάνει κι έλαμψε το μάτι του, καταχάρηκε, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ναι μωρέ, ένα πούρου!
Πίνω το πούρου, μια χαρά ήτανε, και κει που ονειρευόμουνα το ρόδινο το μέλλον, με πήραν είδηση και μού΄κοψαν τον οίστρο τον χομάντζικου, τί είναι αυτό που πίνω και δεν τους δίνω; Όχι δεν είναι κονιάκ, δεν είναι λικέρ, ουίσκι απλό της προκοπής είναι, υγρόν πυρ, σαν αυτό που πήγανε να κόψουνε οι Ιησουίτες από τους Ινδιάνους, εδώ πιο κάτω κατά τη θάλασσα, στα περίχωρα του Ρίο, όταν το Ρίο ήταν ψαροχώρι ακόμα, και περίχυσαν οινόπνευμα οι Ινδιάνοι τις καλύβες των παπάδων, ρίξανε κι από ένα σπίρτο, τα χρειάστηκαν οι καλόγεροι κι αφήσαν πια την πιρόγα να πηγαίνει το δρόμο της, μόνο που επέμεναν για τον αγιασμό στα εγκαίνια.
Κι επειδή το δίκιο τό΄χει ο Ινδιάνος κι όχι ο Ιησουίτης, ήρθα στο κέφι μου, έφυγε η νύστα, δεν κρύωνα κιόλας, που έκανε ψόφο κι υγρασία, φορούσα ένα τίποτα και θέλανε να φέρουνε κουβέρτες να με σκεπάσουνε, όχι δεν κρυώνω, η τρίχα μου σηκώνεται για τους δικούς της λόγους, και τη μπλούζα την ποδηλατική την έχω στο σακκίδιο, αλλά πάει σετ με το ποδήλατο. Και πού πάω με το ποδήλατο και πού γυρίζω τις νύχτες τις μαύρες τις φελάχες και νά΄ρθει ο ένας πρέσβυς στις ποδηλατικές ομάδες να κάνει χιλιόμετρο και το βλέπω να τρέχουμε μπροστά τα ποδήλατα κι από πίσω ο σοφέρ με τα ισοτονικά, και λέει ο άλλος πρέσβυς, καιρό έχουμε να τα πούμε, τί να πούμε, λέω, όλα καλά, πορτογαλιστί, είναι μια μικρή καθημερινή φιλοσοφημένη έκφραση εδώ, σε ρωτάνε, Τodo bem? Bem, απαντάς και το εννοείς, muito bem!
Υστερόγαμον: αχ κύριε πρέσβυ, θα σας κακομάθω...

APAIXONADA

Ε, τον έβδομο, δεν άντεξα, τον ρώτησα. Πορκέ, βρε, με περνάς για γαλλίδα; Διότι, λέει, είπες cigarro! Με γ δηλαδή κι όχι με γ, που είναι παχύ χ! Κι ένα γαλλικό αξάν! Πού το βρήκα γω το γαλλικό αξάν, στη Γαλλία με περνάγαν για πορτογαλίδα και στην Βραζιλία με λέν γαλλίδα... Μην πω, στην Αθήνα, που με έκαναν για ισπανίδα! Βέβαια, όταν διευκρινίζω, ότι είμαι περήφανη ελληνίς, εκστασιάζονται, σπάνιο είδος, εξωτικό κι επαπειλούμενο με εξαφάνιση. Αλλά παραμένει το ερώτημα: τί γαλλικά, τί πορτογαλικά και τί τ΄ανάμεσό τους; Τα γω του έγωτα; Το γεγητογευμένον γω; Το γητευθέν εγώ; Αλλά και άβυσσος η προφορά του βραζιλιάνου!
Ο οποίος βραζιλιάνος κυκλοφορεί τελευταία με σημαίες στ΄αυτοκίνητο, μουσική, καραμούζες και σφυρίχτρες, έχει λαλήσει εντελώς, δεν μπορεί να περιμένει άλλο, αγωνιά για την έναρξη του μουντιάλ, που το λέει μουντζιάου! Μη γελάτε, σας ακούω, κι ο Ρονάλντο λέγεται Χονάλντζου, το Ρίο, Χίου και η Βραζιλία, Μπραζίου και είναι αρσενικιά, σαν να λέμε ο Βράζιλος!
Πάντως αυτή η πόλη φροντίζει να με μάθει καλά τη γλώσσα, κάθε λέξη πολύ εμπειρικά, στο πετσί μου, αφού εξάλλου της έχω αφήσει αυτήν τη φροντίδα, κι εγώ δεν κάνω μαθήματα, έχω σιχαθεί τη θεωρία μια ζωή, προτιμώ πια να βουτάω με το κεφάλι στο νερό. Να, για παράδειγμα το νερό. Τρεις φορές την έπαθα και δεν πρόσεξα να πάρω νερό χωρίς ανθρακικό, μια φορά γυρίζω σπίτι διψασμένη, ανοίγω την πόρτα, στο ένα χέρι το ποδήλατο, στο άλλο το κλειδί και ένα τσαμπί μπανάνες, σκοτάδι, το σκάει το γατί, να πάει να ξύσει τα χαλάκια, να νιαουρίσει και να μυρίσει έξω απ΄όλες τις πόρτες, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, κάνω να πιω νερό, πφφφφφφ....σόδα, πάλι τα ίδια, κι είχε κουνηθεί το μπουκάλι, καταβρέχεται ο τόπος όλος κι εγώ μαζί, πάω να πιάσω μια πετσέτα, αλλά κατουριόμουν κιόλας, τρέχω στο σκότος, μπερδεύομαι με την πετσέτα και το καλώδιο των ακουστικών, καθυστερώ δραματικά, πανικός, τέντα η πόρτα, το γατί ουρλιάζει στο διάδρομο, δεν πάει έξω στα γρασίδια, όχι θέλει να βγει όλος ο κόσμος, να μπει να κάνει έλεγχο στα σπίτια τους, δυο σκυλιά από κείνα τα φωνακλάδικα, σηκώνουν τον όροφο, άντε τώρα να μαζέψουμε το βρακί, τη γάτα και να ξαναπάμε νυχτιάτικα για νερό, που να μην κάνει μπουρμπουλήθρες, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδήλατο.
Μα και με τη βροχή, ραντεβού έχω; Δυο φορές έβρεξε μέσα σ΄ένα μήνα και βάλε, είναι η εποχή της ξηρασίας, κανονικά δεν πέφτει σταγόνα για έξι μήνες, κι ό, τι έπεσε απρόσμενα, έπεσε πάνω μου χύμα και γενναιόδωρο. Μήπως δηλαδή και ξέχασα πώς τη λένε τη βροχή, να την θυμηθώ, chuva τηνε λένε, κι εδώ που τα λέμε την είχα επιθυμήσει. Γιατί είναι κι η ξηρασία ανυπόφορη, δεν φτάνει που κιτρινίζει το γρασίδι, είναι ξερή η ατμόσφαιρα και γεμάτη σκόνη, καίνε τα μάτια, ο λαιμός, πνίγεσαι, βρομοκοπάει τόπους τόπους όλη η Μπραζίλια σαν το λιμάνι του Ζάντε, όταν είχε πρόβλημα, δεν ξέρω αν έχει ακόμα, χώρια το καυσαέριο κι η ζέστη το πρωί, δεν σε σώζουν δυο καρύδες κι ένας ανανάς στην καθησιά σου, ψοφάς κι αυτό είναι όλο. Έτσι, βλέπεις τις βραζιλιάνες να πηγαίνουν με ομπρέλες και τους βραζιλιάνους λιώμα ανάσκελα σε καμμιά σκιά, αυτός είναι ο ...χειμώνας λοιπόν, κι όταν δροσίσει, που πέφτει η νύχτα κατά τις έξι τ΄απόγευμα, λένε όλοι graça a Deus.
Όχι, δεν πρόλαβα να κάνω ούτε δυο πεταλιές, άρχισε να ρίχνει μπαμπού στην αρχή και κατόπιν φοινικόδεντρα χοντρά χοντρά, γύριζα σπίτι απογευματάκι και δεν σταμάτησα, σε δυο λεπτά βέβαια είχα γίνει molhada, μούλια, εντελώς, άρχισε να γίνεται κι επικίνδυνο, πρώτον δεν έβλεπα κι έπειτα ήταν σαν νά ΄τρωγα ξύλο, τόσο δριμύ νερό, μα φτάνοντας στην γειτονιά μου σε κανένα τέταρτο, μόνο ψιχάλιζε, και πιο πέρα...πιο πέρα δεν έβρεχε καθόλου, έτσι είναι εδώ, στη μια γειτονιά πέφτει ο ουρανός και στην άλλη ξύνονται. Αν μάλιστα είσαι στο δρόμο μπορείς συχνά να δεις ξεκάθαρα τη γραμμή της βροχής, από ποιο σημείο και μετά βρέχει ή δεν βρέχει.
Στην πορταρία, το θυρωρείο, η μις βρεγμένο μπλουζάκι χαιρέτησε αδειάζοντας τα παπούτσια της. Αν και κάθε μέρα κυκλοφορώ με σανδάλια, έτυχε να έχω μετά από πολύ καιρό φορέσει πάνινα. Αργότερα άνοιξα την τσάντα μου (την αδιάβροχη). Τίποτα δεν είχε γλιτώσει. Ένα μπλοκάκι, έτρεξε το μελάνι, γράφω με πένα τρομάρα μου, είχαν όλες οι σελίδες σχέδια, σαν αυτά που σου δείχνουν στα ψυχολογικά τεστ. Ρεάλια σε χαρτονομίσματα και κάτι λογαριασμοί του σπιτιού κλαίγανε τον βρεγμένο καπνό και τα χαρτάκια. Αφού έκανα ντους, ήπια έναν ζεστό καφέ και κάπνισα καπνό πίπας, καλός είναι, μυρίζει βασιλόπιτα.
Την άλλη μέρα το βραδάκι βάζω τα απορρυπαντικά μου, τα αποσμητικά μου, τα αρώματά μου, τα σορτσάκια μου τα ασιδέρωτα, τα σανδάλια μου τα κλασικά και βγαίνω να πάω στην ελληνική κοινότητα, τρία λεπτά με το ποδήλατο απ΄το σπίτι μου. Κι όπως κατηφορίζω, πιάνει η ρουφιάνα! Τίποτα δεν έδειχνε! Πλιτς πλιτς, λέω θα προλάβω, αμουδέ, molhada, ράι θρου! Και δεν είναι τούτο το χειρότερο, καταλασπωμένη κιόλας, με γράσα και λάδια, γιατί έχω βγάλει τα φτερά, αφού δεν βρέχει υποτίθεται, αχ, κι είναι παράξενο, μου λένε, αυτήν την εποχή! Κι όταν λέω ρουφιάνα, το εννοώ, γιατί για τρία λεπτά ήταν όλο το κακό, δεν πρόλαβα να σκουπίσω τα γυαλιά μου στην βρεγμένη μου μπλούζα, και είχε σταματήσει! Αλλά με την κουφόβραση, αν κι είχα βραχεί πραγματικά πολύ, στέγνωσα, όσο να κάνω ένα τσιγάρο με γεύση βασιλόπιτας.
Υστερόγαμον: Αυτό, ποδηλατώντας.