ΓΥΜΝΗ!

Σήμερα κυκλοφόρησα στην Αθήνα και τα προάστεια γυμνή! Ήταν μια βροχερή μέρα χωρίς ποδήλατο! Μια σαρδόνια μέρα! Τη νύχτα είχε βρέξει αλλά το πρωί δεν έβρεχε. Φεύγοντας όμως άρχισε μια ψιλοβροχή... τα σύννεφα ήταν μαύρα και απειλητικά πάνω από το καυσαέριο... Πηγαίνω στο ταχυδρομείο, αφού πέρασα από ένα βιβλιοπωλείο να πάρω έναν φάκελο ενισχυμένο με φουσκαλίτσες μεγάλο όσο μια ακτινογραφία θώρακος, και τον κρατούσα στο στήθος να βραχεί τουλάχιστον μόνο η μία πλευρά, διότι το ψιλόβροχο είχε εξελιχθεί σε μπόρα.

Μπαίνω στο ταχυδρομείο, με το κράνος να στάζει και άπλωσα τον φάκελο να τον σκουπίσω με ένα χαρτομάντιλο. Γράφω διεύθυνση, βολεύω μέσα τα πρεπούμενα, τον κολλάω και στήνομαι στην ουρά. Το μηχάνημα που δίνει τα χαρτάκια με τους αριθμούς προτεραιότητας είχε χαλάσει και φαίνεται πως ο κόσμος δεν μπορεί να κάνει πλέον δίχως το μηχάνημα. Δέκα άνθρωποι ήτανε, μισή ώρα περίμενα και να γίνεται της Παλαιστίνης εκειμέσα.

Μια γριά πήγαινε σε όλα τα ταμεία και κουνούσε ένα φάκελο στα μούτρα των υπαλλήλων, ακριβώς κάτω από τη μύτη τους. Οι υπάλληλοι είχαν φρικάρει. Γιατί δεν τα κάνετε αυτά στην τράπεζα, δηλαδή θέλετε διαχωριστικό τζάμι; Η γριά το βιολί της. Ίσως στην τράπεζα έχει άλλο ρεπερτόριο. Έπειτα δυο τσακώθηκαν για τη σειρά, μια άλλη μπήκε και μου είπε κάτι, εγώ δεν κατάλαβα, κοίταζα από το τζάμι πέρα, τα σύννεφα πέρα από το όρος Φούτζι...εδώ ήμουν! μου έλεγε, εδώ είστε; της έλεγα, ναι, έλεγε, πήγα έξω ένα μισάωρο και ξαναγύρισα αλλά είμαι πριν από σας, και τί μου το λέτε, της λέω, ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές! Ένας καβγάς ήταν σε εξέλιξη, η κυρία στήθηκε μπροστά μου και πάνω από τον ώμο μου ένιωσα μια βαριά σκιά, δεν ήταν ο χάρος αλλά ο αδελφός του, ένας ογκώδης γέρος θρασύς.

Ο απίστευτος. Κατ΄αρχήν με άγχωνε. Κάνε λίγο πιο κει βρε χριστιανέ, ή μουσουλμάνε, τι είσαι, τον καταλάβαινες να κρατιέται από μια τρίχα να μην ορμήξει στα ταμεία. Τελικά όρμησε για να ρωτήσει κάτι. Μετά βγήκε λίγο έξω ένα δευτερόλεπτο, αφού πληροφόρησε δυνατά όλους ότι είναι πίσω από μένα, μην το ξεχάσει κανείς. Κάπου όμως καταλάβαινα, ότι δεν βιαζόταν ιδιαίτερα για πρακτικούς λόγους, ας το έλεγε αν είχε πιάσει το σπίτι του φωτιά, απλά του την έδινε να περιμένει πέντε λεπτά, γιατί τόσο περίμενε. Στο μεταξύ κι άλλος καβγάς δίπλα μου. Το αποκορύφωμα είναι πως όταν ήρθε η σειρά μου, τον άκουσα να μου δίνει δυνατά κι επιτακτικά οδηγίες: εσύ θα πας εδώ (το ταμείο μπροστά που δεν είχε αδειάσει ακόμα) κι εγώ θα πάω εκεί (ένα ταμείο πιο πέρα που θα άδειαζε πρώτο). Η υπάλληλος τον είχε τρομάξει το μάτι της και κόλλησε, να πει, ελάτε. Σ΄αυτό το σημείο, τον έγραψα, ούτε που τον κοίταξα, πηγαίνω στο άδειο ταμείο, κάνω τη δουλειά μου σε μισό λεπτό και φεύγω.

Θυμήθηκα επ΄αυτού έναν παρόμοιο στο αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας, είχα περιμένει ένα τέταρτο, γινόταν χαμός, μετά πέρασαν δυο τρεις πριν από μένα για να μη μαλώσουμε, το βλέπανε ότι ήμουν εκεί μια αιωνιότητα και μία μέρα, έπρεπε δηλαδή να χιμήξω στο ΑΤΜ και να πω, πίσω, σας έφαγα, γενικά φιλότιμο μηδέν, κι εκείνος που είχε έρθει τελευταίος, πήγε με θράσος να περάσει κι αυτός πριν από μένα, και του λέει ένας πίσω του, ότι είχα σειρά εγώ από ώρα, τότε έρχεται, κολλάει τα μούτρα του και μου λέει μάγκικα με ειρωνία, μπα, από πότε είσαι εδώ, σήμερα ή χθες; αύριο, του λέω, άι πέρνα, γιατί έπεσε η μέρα και ... με κοιτάει... τα γίδια θέλουν μάζεμα, και ψόφησε ο σκύλος! Μιλιά, και περνάει μη χάσει!

Βγαίνω από το ταχυδρομείο, ή μάλλον από το πεδίο βολής, και γυρίζω σπίτι με το ποδήλατο στα χέρια κάτω απ΄τη μπόρα. Δέκα λεπτά δρόμος έγινα παπί, και γλιστρούσε δραματικά και το ποδήλατο πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, αυτές που υποτίθεται ότι βοηθούν τους τυφλούς, αλλά γλιστρούν του θανατά, κι εκτός αυτού οδηγούν συστηματικά πάνω σε διάφορα εμπόδια, μια γραμμή πάνω σε κολώνα, άλλη σε τοίχο, κι άλλη σε κουτί του ΟΤΕ , καλά θα κάνουν οι τυφλοί να τις αγνοούν.
Ο χρόνος μου εξανεμίστηκε. Αλλάζω ρούχα, στεγνώνω μαλλιά, και ξαναφεύγω να πάω στη δουλειά αναγκαστικά πλέον με ταξί. Κάναμε τον διπλάσιο χρόνο απ΄όσο κάνω με το ποδήλατο. Και μέχρι να βρω το ταξί, και να πάμε δυο στενά παρακάτω, η βροχή είχε σταματήσει κι έβγαινε ο ήλιος! Είδα δυο τρεις ποδηλάτες στο δρόμο και ένιωσα ηλίθια. Ξέχασα και την ομπρέλα στο ταξί... κι ήταν ενθύμιο από το Παρίσι!




Υστερόγαμον: οι φωτό από την απόπειρα γυμνής ή σχεδόν γυμνής ποδηλατοπορείας στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Ιούνιο! Δεν ήμουν εκεί με bodypainting και γιρλάντες! Εγώ νιώθω γυμνή χωρίς το ποδήλατο! (στο link σχετικό ρεπορτάζ, αλλά τις φωτό τις είχα κατεβάσει από τη σελίδα της οργάνωσης της πορείας, όμως τώρα δεν βρίσκω τη σελίδα!)

6 σχόλια:

VAD είπε...

H ουρά,η νεοελληνική ουρά...Ορεξη νάχεις,μισή ωρα στην ουρά και έισαι έτοιμος να γράψεις όλοκληρη συλλογή διηγημάτων

Ανώνυμος είπε...

do you like mamoiselle the Greece?

Tzeve είπε...

ώρες..ώρες που σε σκέφτομαι και σε ψάχνω...αναρωτιέμαι πώς την παλεύεις στην Αθήνα με το ποδήλατο...5 μέρες στο Βερολίνο το γονατήσαμε στο πετάλι...αλλά εκεί βοηθούσαν και οι συνθήκες...ποδηλατόδρομοι...πεζόδρομοι..συμπρειφορά οδηγών...νοοτροπία γενικώς...

koptoraptou είπε...

Εσύ γυμνη εγώ ξυπολητη μια χαρά περάσαμε σήμερα! Καλησπέρες και καλώς σας βρήκα!

quartier libre είπε...

@
μάλιστα...

Coco είπε...

@Vad: τι διηγήματα...έπη μπορείς να γράψεις, τρωικούς πολέμους!

@exofthalmi: Acropolis, frappe, nice boys...

@Λασπολόγος: δεν την παλεύω την Αθήνα χωρίς το ποδήλατο!

@Koptoraptou: γιατί, βράχηκαν τα παπούτσια; το καλύτερο στη βροχή είναι η σαγιονάρα, βλ. Ινδούς, Φιλιππινέζους και λοιπούς!

@cartier libre: έχω κολλήσει τύπου ότι είναι τριήμερο πάλι αλλά δεν είναι! χα! καλό σαββατοκύριακο!