Κάθομαι τ΄απομεσήμερο σε μια καφετέρια, αφενός γιατί χρειαζόμουν επειγόντως νερό και καφέ, αφετέρου διότι έπρεπε να περιμένω καμμιά ώρα, για να πάρω ένα τηλέφωνο, να δω, τι θα έκανα στη συνέχεια. Έρχεται το νερό, έρχεται κι ο καφές. Πίνω λίγο νερό και πιάνω το φλιτζάνι να πιω τον καφέ. Κοιτάζω αφηρημένα στο δρόμο από την τζαμαρία. Πριν πιω καθόλου καφέ, αφήνω το φλιτζάνι και όλα τα πράγματά μου, κάνω ένα νόημα στο γκαρσόνι, τύπου "επιστρέφω σε λίγο" και πετάγομαι έξω, γιατί είχα δει μια φίλη μου, που είχαμε καναδυό χρόνια να συναντηθούμε, να περνάει.
Α, σκέφτομαι, ήρθε στην Αθήνα ξαφνικά; Την βλέπω λίγο παρακάτω, είχε σταματήσει μπροστά σε μια βιτρίνα με παπούτσια και κοίταζε. Κόσμος, φασαρία. Φτάνω, αλλά ήτανε πλάτη, και την αγγίζω στο δεξί μπράτσο, "άσε τα παπούτσια... έλα για καφέ!". Ευτυχώς δεν τρόμαξε. Δεν έβγαλε κιχ. Ίσως όμως να τρόμαξε και γι΄αυτό δεν έβγαλε κιχ. Στεκόμαστε αντικρυστά, με κοιτάει, την κοιτάω καλά καλά και απολογούμαι: "Συγγνώμη, αλλά δεν έχετε ιδέα πόσο μοιάζετε με μια φίλη μου!" Κι ακόμη δεν είχε ιδέα με ποια φίλη της μπορεί να έμοιαζα εγώ, με λαστιχάκια φωσφοριζέ στα μπατζάκια, φαρδύ μαύρο Τ-shirt με τη φάτσα του Ναβουχοδονόσορα και το μαλλί όρθιο.
Πρέπει να επικοινωνήσω με την φίλη μου αυτή και να την ρωτήσω, αν το ξέρει, ότι έχει δίδυμη αδελφή, έναν κλώνο, μια σωσία, ίδιο ύψος, ίδιο σώμα, παρόμοιο πρόσωπο, ίδιο παλτό, ίδιο σκουφί, ίδιο βάδισμα, ίδιο ύφος, ακόμη και ο τρόπος που κοίταζε την βιτρίνα και το θυμάμαι, γιατί με την συγκεκριμένη είχαμε γυρίσει την Αθήνα για παπούτσια, και σίγουρα ο Οδυσσέας είχε τραβήξει λιγότερα για να γυρίσει στην Ιθάκη.
Επιστρέφω στην καφετέρια. Κάθομαι. Ανακατεύω τον καφέ. Ο κόσμος με κοίταζε. Ο σερβιτόρος με κοίταζε. Νάτα, του λέω. Τι, μου λέει. Έχετε έναν σωσία, είναι βέβαιο, αλλά δεν το ξέρετε! Κάποιος φίλος σας όμως το μαθαίνει αυτήν την στιγμή, ίσως σε μια άλλη πόλη, ίσως στο Μπουένος Άιρες! Ο νεαρός με κοιτάει, αμφιταλαντευόταν, να με πάρει στα σοβαρά ή να φωνάξει τους γιατρούς; Τι έγινε, με ρωτάει, και του εξηγώ. Συνήλθε. Έφερε κι άλλο νερό.
Λίγο αργότερα παίρνω το τηλέφωνο μιας γραμματείας, που μου δώσανε. Βγαίνει μια γριά. Στην αρχή δεν ακουγόταν καλά, άρχισα να εξηγώ γιατί πήρα, λάθος κάνετε. Πήρα την πρώτη γραμματεία, μου δίνουν άλλο τηλέφωνο, εντελώς διαφορετικό. Ξαναπαίρνω, δεν απαντούσε. Τηλεφωνώ επανειλημμένα. Τίποτα. Καλώ πάλι τους πρώτους, αρχίζουν κάτι χρόνια πολλά και τα λοιπά, αλλά δεν τα λέγανε σε μένα. Μου δίνουν ένα τρίτο νούμερο, παραλλαγή του δεύτερου. Παίρνω, βγαίνει μια γριά. Η ίδια; Η σωσίας της; Δεν ξέρω. Ανακατεύω τον καφέ μου. Ο σερβιτόρος με κοιτάει. Φίλε, του λέω, είναι και γριές και δεν ακούνε. Έφερε κι άλλο νερό.
Στα κομμάτια, θα πάω αύριο αυτοπροσώπως να δούμε πόσες είναι οι γριές, τελειώνω τον καφέ, βγαίνω. Αρχίζει να βρέχει. Αφήνω το ποδήλατο να βρέχεται και με το κράνος αγκαζέ πάω να ψωνίσω κάτι ψιλοπράγματα, που ανέβαλα καιρό, γιατί σιχαίνομαι τα πολυκαταστήματα. Είχα και κάτι παραγγελίες της αδελφής μου, είχα χρήματα πάνω μου (για άλλο σκοπό), έβρεχε κιόλας, τ΄αποφάσισα. Στο ταμείο μου δίνουν μια δεύτερη σακκούλα με κάτι βαρύ μέσα. Δώρο λέει. Λόγω κόσμου, δεν μπόρεσα να κοιτάξω αμέσως, πήγα σε άλλον όροφο, κι εκεί διαπιστώνω, ότι επρόκειτο για ένα πιάτο χριστουγεννιάτικο.
Πού να κουβαλάω τώρα το πιάτο, ας το δώσω. Πλησιάζω μια κυρία, γεια σας, (δείχνω το πιάτο), μήπως θα θέλατε ένα πιάτο, που μου έδωσαν δώρο στο ταμείο; Με κοιτάζει με φόβο κι απομακρύνεται με την όπισθεν. Πάω σε άλλο όροφο. Σκοπεύω το θύμα από μακριά. Ψαχούλευε κάτι μπλούζες. Γεια σας, της λέω, και βλέπω τα μάτια της να στρογγυλεύουν έντρομα. Πρώτα πρώτα, συνεχίζω ακάθεκτη, καλή χρονιά! Μήπως θα θέλατε σεις ένα πιάτο, (δείχνω το πιάτο), που μου έδωσαν δώρο στο ταμείο, αλλά δεν μπορώ να το κουβαλήσω, λόγω ποδηλάτου, έχει και αγιοβασίλη και δεντράκια πάνω, να βάζετε τους κουραμπιέδες; Μιλιά δεν έβγαλε. Μου έκανε όχι, όχι με τα χέρια, σαν να επρόκειτο για βόμβα.
Πηγαίνω σ΄ένα άσχετο ταμείο χωρίς κόσμο. Κρατήστε, σας παρακαλώ, αυτό το πιάτο! Τι είναι αυτό; Αυτό είναι ένα πιάτο χριστουγεννιάτικο, δώρο από τον πρώτο όροφο για τον πέμπτο! Την ώρα που το περιεργαζόταν η ταμίας και ερχόταν μια άλλη ταμίας να δει κι αυτή, έστριψα τις σκάλες κι εξαφανίστηκα. Το καταραμένο πιάτο έφυγε επιτέλους από πάνω μου!
Ψιλόβροχο. Λύνω το ποδήλατο και το πήγαινα με τα χέρια. Στέκομαι σ΄ένα υπόστεγο έξω από μια καμμένη τράπεζα να σκεφτώ τι θα κάνω στη συνέχεια. Ανάβω κι ένα τσιγάρο. Εκεί στεκόταν ένας φύλακας. Φεύγει. Ξανάρχεται. Καλησπέρα, μου λέει. Καλησπέρα, του λέω. Η καλύτερη λύση, μου λέει. Ορίστε; Το ποδήλατο, μου εξηγεί. Α, λέω. Ο κόσμος είναι αμόρφωτος μου λέει. Μμμ... του λέω. Γιατί δεν έχουμε ποδηλατόδρομους! δείχνει τον δρόμο. Πάτε με ποδήλατο; τον ρωτάω. Όχι, μου απαντάει, και αρχίζει με ιεραποστολικό ζήλο και λαμπερό πρόσωπο, να μου αναλύει, ότι οι Έλληνες βρισκόμαστε στην ένατη εποχή, που σημαίνει μια εποχή παρακμής, όμως μετά απ΄αυτό, με την κατάλληλη μόρφωση θα ανέλθουμε σε άλλο υψηλό επίπεδο, απ΄όπου θα φωτίσουμε ξανά τον κόσμο, όπως οι αρχαίοι σοφοί!
Κι είχα βιαστεί να δώσω εκείνο το πιάτο...
7 σχόλια:
Θα του το χάριζες ή μήπως θα του το έφερνες στο κεφάλι; χαχαχα!
Πάντως πως την παλεύεις με τις ανηφόρες; Στην Ολλανδία όλα είναι εύκολα και επίπεδα. Εδώ είμαστε παντού βουνό, λοφάκι, ανηφόρα, κατηφόρα. Ζόρικα πράματα!
Απίστευτη ανάρτηση... μου άρεσε πάρα πολύ...!
Καλή χρονιά είπαμε;
Αν δεν έχουμε πει... ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ με πολλά ποδηλατοχιλιόμετρα και ακόμη περισσότερες τρελές συνναντήσεις και παράλογους διαλόγους με άγνωστους συγκάτοικους σε αυτή την τρελή πόλη...
Tα φιλιά μου!
α ρε κοκό απίστευτη, γέλασα μέχρι δακρύων!
το απήλαυσα (μη βαράτε για το ήτα, το απόλαυσα, καλύτερα,ε;
πότε θα πάμε στη δεκάτη εποχή; όταν από το πολυκατάστημα μοιράζουν χριστουγεννιάτικα κόκκινα αυγά;
@
γουστάρω ανάρτηση
που μου φτιάχνει το βράδυ μου !
χε, χε !
:)
@TeddyBoy: θα του το πρόσφερα με μελομακάρονα να τρώει να μη λέει παρλαπίπες
Μονότονα, μωρέ, στην Ολλανδία. Και επιπλέον επικίνδυνα! Να σε πάρει ο ύπνος πάνω στο ποδήλατο και να πέσεις σε κανένα κανάλι
@Ποδηλάτρης: Βγήκε μεγάλη, ήταν αργά και δεν έγραψα και την συνέχεια...ένας νεαρός ρωτούσε αν η ίνα των ρούχων από κάνναβη και βαμβάκι προκαλεί παρενέργειες...
Καλή χρονιά, πολλά φιλιά!
@Abttha: εγώ να δεις δάκρυ σήμερα να βρέχει τα κορδόνια των παπουτσιών και να γλιστράει το πόδι απ΄το πετάλι!
Παρήλασα και απήλαυσα και εψύχην και έπιον χημικόν αντί τεΐου και έκλαυσον ηδέως και περιεφέρθην όπισθεν και έμπροσθεν και ιδού ειμί!
@quartier libre: συνηθισμένα πράγματα μιας συνηθισμένης μέρας μου!
Έχω να σου επισημάνω δύο πράγματα: 1ον: Σκέψου να κρατούσε ομπρέλα (δε θυμάμαι αν μίλησες για ομπρέλα) και να άρχισε να σε κοπανάει (τοπική διάλεκτος κοινώς "χτυπάει") φωνάζοντας "κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης" "Βοήθεια".
2ον: Αν και στο έχω πει και άλλη φορά.. πολλά πάρε δώσε έχεις με γιαγιάδες. Τις τραβάς όπως η πυρακτωμένη λάμπα τα έντομα. Πρέπει να το προσέξεις αυτό...
Φιλάκια
τι να σας κάνω, βιαστήκατε. καλά να πάθετε τώρα..
:)
Δημοσίευση σχολίου