CYCLOLIGHT ZONE

Έτρεχα λέει με το ποδήλατο κοντά στην γειτονιά μου εδώ και φορούσα ένα καπέλο κατεβασμένο χαμηλά ως τη μύτη για σκιά αλλά ήταν βράδυ, δεν έβλεπα μπροστά μου λόγω του καπέλου, που ήταν ένας ωραίος καινούργιος παναμάς, ανησύχησα στιγμιαία ότι δεν θα ΄βλεπα τ΄αυτοκίνητα, και πώς μεταμορφώθηκε το κράνος σε καπέλο, όμως συνέχισα σφαίρα, δεν μ΄ επηρέαζε τίποτα και δεν κολλούσα πουθενά.  

Αυτό ήταν ένα όνειρο που είδα χτες, το θυμήθηκα μετά την αποψινή εξωφρενική κατάσταση στην οποία βρέθηκα, σαν σε μια ιλιγγιώδη συνέχεια του ονείρου, και πώς συνέβη δηλαδή αυτό, αν πράγματι συνέβη, τσιμπήστε με, δεν πάω καλά, σινιόρ Φρόυδ μου, ούτε και σεις βέβαια, αλλά δεν θα το παραδεχθείτε ποτέ. 




Εγώ, που λέτε Ντοτόου, καθόμουν αξιοπρεπώς στην πλατεία του Μουζέου Νασιονάου περιμένοντας να περάσουν οι Νυχτερινοί Ποδηλάτες, διότι μέχρι να κάνω μπωτέ καθυστέρησα και δεν προλάβαινα να βρίσκομαι εγκαίρως στην  αφετηρία.  Η ώρα ήταν εννέα παρά και μαδούσα μαργαρίτες, είχαν περάσει δεν είχαν περάσει, τότε βλέπω να κατεβαίνουν, ανάβω φωτάκια, βάζω κράνος, αλλά έτρεχαν, ούτε να το κουμπώσω δεν πρόλαβα, πάω να τους πιάσω, λίγοι ήταν, σκέφτομαι αφελώς, ότι δεν μαζεύτηκαν πολλοί και αποφάσισαν να κάνουν έντονο πετάλι, εξάλλου τις Τρίτες και τις Πέμπτες πάντα είναι πιο πολλά τα χιλιόμετρα και γρηγορότερος ο ρυθμός, αχ, ωραία, φανάρι, σταμάτησαν, αλλά έγινε γρήγορα πράσινο, κατεβαίνω τη ράμπα, βγαίνω την κατάλληλη στιγμή, πάνω που σπάει την ποδηλατική γραμμή κι εμένα μαζί  ένας οδηγός ηλίθιος, να στρίψει δεξιά, μπαλέτο, γλιτώσαμε  το ατύχημα, τον περιέλουσαν βρισιές και απειλές τύπου, θα σού φάω τ΄αφτιά.

Τρέχαμε, μας βλέπει ένας ποδηλάτης, με ρωτάει, είσαι με το γκρουπ, ναι τού λέω, κολλάει, να παρακάτω άλλος, είστε με το γκρουπ, ναι, κολλάει κι αυτός, κι ένας ακόμα και τρέχαμε, τρέχαμε, γιατί οι δαιμονισμένοι είχαν πάρει την τρελή κατηφόρα, Μετέωρο, Πιάτα, Δικαιοσύνη Τύφλα πέρασαν σαν κομήτες, στροφή, αμάν θα βρεθώ σουβλισμένη στους Καντάγκους, αλλά όχι, άλλη μια στροφή, δεν γλιτώνω, αύριο θα βοούν οι τηλεοράσεις, ιπτάμενη ποδηλάτισσα πέρασε τη φρουρά, διαπέρασε τη τζαμαρία και γυάλισε τα μάρμαρα του σπιτιού της Ντζίουμα, ούτε, κι άλλη στροφή, τους φτάνουμε, μπαλάουν, τους χάνουμε, σπινάρουν στο βελοδρόμιο της κολάσεως, πού πάω, γιατί πάω, κάτι δεν πάει καλά, πριν το σκεφτώ, ιδού η Γέφυρα, για πότε φτάσαμε, δεν το πιστεύω, τίν΄τούτοι, δεν μπορεί να είναι οι Νυχτερινοί, αν και αναγνώρισα δυο τρεις φάτσες.  

Γυρίζω στο διπλανό να τον ρωτήσω αλλά φορούσε ακουστικά.  Μα πού έπεσα, σε κουρσάδες που βγήκαν για χρονόμετρο, μα μόνο δυο είχαν κούρσα, οι άλλοι βουνίσια, εντωμεταξύ είχαμε καταπιεί την γέφυρα, λες να είναι οι Πίκι, όμως αυτοί δεν κάνουν άσφαλτο σε ομάδα, μόνο σκόρπια σε άλλες ομάδες, κι ούτε πάλι ήταν αργοπορημένοι που έτρεχαν να προλάβουν τους Νυχτερινούς στην πρεσβεία του Ιράκ, την οποία δεν πρόλαβα καν να δω από το τρεχαλητό.  Κι αφού δεν βρήκαμε μπροστά μας τους Νυχτερινούς, με ποιους είμαι;

Μπαίνουμε τσακίζοντας στον ποδηλατόδρομο του Λάγκου Σουλ, λίγο παραπάνω δέησαν μια στάση δευτερολέπτων γιατί έψαχναν έναν που έψαχνε την αλυσίδα του κι ακούω να λένε ωραία, και οι δεκαοχτώ είμαστε, όχι φωνάζει άλλος, είμαστε εικοσιδύο, πώς γίναμε εικοσιδύο, ουρλιάζει τρίτος, όλα καλά, με ρωτάει ένας, καλά, λέω αλλά πάω πίσω να πάρω το στομάχι μου από τη γέφυρα.

Πολύ αργά.  Τώρα ανεβαίναμε σαν κυνηγημένοι την φοβερή ανηφόρα της Ματσίνια.  Σε μια φάση άρχισα να παραμιλάω ελληνικά.  Στα κομμάτια, φτου, ενέσεις γκουαρανά κάνανε, πιμέντα στον κώλο τούς μπήκε, πουφ, εγώ θα σταματήσω και θα πιω νερό, ορίστε μας, λύσσα κακιά, όλα καλά, ρωτάει πάλι ένας, μια χαρά αλλά γιατί τέτοιο κακό, α, λέει τιθ Τρίτεθ και τιθ Πέμπτεθ τρέχουμε οι Νυχτερινοί, μα τους Νυχτερινούς έψαχνα εγώ αλλά εσείς δεν είστε οι Νυχτερινοί, είμαθτε μια φράκθια των Νυχτερινών, Το Πετάλι τηθ Μάναθ! Με λένε Θαρλθ! Κοκό! Πραζέρ! Πραδέρ! Χαρήκαμε. 

Φράξια;  Πετάλι της Μάνας; 

(Τέλος πρώτης συνεδρίας.  Συνεχίζεται.) 

5 σχόλια:

δόΧτωρ απαράδεΧτος είπε...

καθίστε άνετα στην πολυθρόνα και συνεχίστε την ιστορία σας.
με έστειλε ο σίγκμουντ στο πόδι του...
ναι ναι, συνάδελφος είμαι!


....βασικά για να βάψω την κουζίνα ηρθα αλλά τέλος πάντων. μια και φοράω άσπρη μπλούζα....

Sulpice είπε...

Quel élan!!!!!!!!! Δεν μπορείς να πεις.... Μπήκες με ορμή στα πράγματα!!!!!!!!Ευτυχώς βέβαια που δε βρέθηκες τετ α τέτ με την Ντζίλμα και την μάσκα μπωτέ της που βάζει το βράδυ!!! Καλή συνέχεια....

mamma είπε...

έμεινα κάγκελο... μα το πετάλι της μάνας; και φράξια;

VAD είπε...

Ρε συ,εσενα σου κόπηκε η ανασα να τους κυνηγάς,εμενα μου κόπηκε η ανασα να σε διαβάζω!:)

Coco είπε...

@ δόΧτωρ απαράδεΧτε: να τής πετάξουμε ένα πρασινάκι καλαίσθητο να δείξει; της κουζίνας;

@ Sulpice: τον κομμωτή - αισθητικό της με τα χίλια πρόσωπα φοβήθηκα!

@ mamma: έπεσα στα σκληρά!

@ Vad: να μην το νιώσει ο αναγνώστης; :))