ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ


Τα ξόρκια που λέγαμε... τα χρειάζομαι! Πιο συγκεκριμένα χρειάζομαι μια γητειά να γίνομαι αόρατη στα κακά συναπαντήματα, και πιο συγκεκριμένα ακόμη στα συναπαντήματα με πρωινούς ή βραδυνούς προϊσταμένους. Υπάρχει, λένε, και μια αρχαία τέχνη ινδική, όπου υπνωτίζεις τον αντίπαλο κι αυτός τα χάνει και βλέπει ένα σκοτεινό νέφος αντί για σένα. Αξιόλογο κι αυτό και πολύ πρακτικό. Μα αν δεν βρω το ξόρκι το σωτήριο, θα καθιερώσω να φοράω το κράνος του ποδηλάτου και στους εσωτερικούς χώρους κι επίσης καλού κακού έναν μεγάλο σταυρό με μυτερή άκρη κι ένα πιστόλι με ασημένιες σφαίρες. Και κάνα σκόρδο για πλήρη ασφάλεια.

Μα δεν είναι αυτή κατάστασις! Λύσσαξαν όλοι; Πάω κάτι χαρτιά σ΄ένα ρημαδογραφείο. Κι εκεί που συζητούσαμε βγαίνοντας με την προϊσταμένη βήτα, πέφτω στη γωνία πάνω στον προϊστάμενο άλφα, κουστουμαρισμένο στην τρίχα, άκουσε την κουβέντα, και μου λέει, μα γιατί ανοίξατε αυτό το θέμα; Ποιο θέμα άνοιξα, το υπουργείο το άνοιξε, και μετά το μισόκλεισε, εδώ προσπαθώ απ΄τον Οκτώβρη να μαζέψω τ΄ασυμμάζευτα! Όχι, να μη δεχθείτε τίποτα, εμείς δηλώσαμε έτσι κι έτσι! Καλώς, αλλά εγώ δεν είμαι σε θέση να ξέρω ποιος είναι τυπικά τακτοποιημένος, η γραμματεία οφείλει να ξέρει και να ενημερώσει και μένα. Λες κι έχω εγώ σχέση με γραφεία, κλιματιστικά και χαρτοκόφτες. Με λίγα λόγια φιλάκια!

Η προϊσταμένη βήτα είχε μείνει άγαλμα. Για τα σίδερα είμαστε όλοι ανεξαιρέτως, αλλά εγώ ξεκλείδωσα το ποδήλατό μου από ένα σίδερο και χαιρέτησα στον αέρα τον προϊστάμενο άλφα, που κοιτούσε απ΄το παράθυρο και την προϊσταμένη βήτα, που κατέβαινε τις σκάλες. Με ποδήλατο πας; με ρώτησε. Όοοχι, της φώναξα, πριν χαθώ στην κατηφορική στροφή.

Εξέθεσα από τηλεφώνου την κατάσταση στην Sulpice και την ρώτησα αν όλοι οι προϊστάμενοι του κόσμου έχουν λαλήσει. Από τι πάστα είναι φτιαγμένοι, τη ρώτησα. Οδοντόπαστα, μου απάντησε. Σκέτη, ή με ρίγες τζελ; Γέλαγε. Με μπλε και πράσινους κόκκους; επέμενα. Όχι, αυτό είναι απορρυπαντικό πλυντηρίου... Πάντως αν είναι οδοντόπαστες, δεν με βολεύει λογοτεχνικά. Διότι ως γνωστόν, ο Bram Stoker απέδωσε στον Δράκουλά του στοιχεία της προσωπικότητας του αφεντικού του Irving, ενός παλιοχαρακτήρα και επιπλέον δουλέμπορου, εγώ όμως, αν ήθελα να εκτονωθώ με καμιά μυθιστορηματική αναγωγή της κατάστασης, τι θα έγραφα, σαπουνόπερα; Ένα ακόμη πρόβλημα είναι, πως ουσιαστικά είμαι υπηρέτις πολλών αφεντάδων. Αλλά η νύχτα των ζωντανών νεκρών με τα ζόμπι και τα σιχάματα έχει γυριστεί ταινία προ πολλού καθώς κι ένα σωρό παραλλαγές της, άρα αφήνω στην άκρη και την έβδομη τέχνη. Ας πλύνω τουλάχιστον τα δόντια μου!

Όταν το κεφάλι μου γίνεται περιστερώνας με περιστέρια μέσα που γουργουρίζουν και χύμα κουτσουλιές παίρνω καφέ και παρατηρώ τον κόσμο που περνάει για λίγη ώρα. Σιγά σιγά τα περιστέρια βαριούνται να πήζουνε στον εσωτερικό χώρο και φεύγουνε να καθήσουνε σε κανένα δέντρο κι όχι στο κρανίο μου μέσα, που είναι άβολα, σπρώχνονται και τσιμπάνε το ένα το άλλο. Ένα όμως πήγε και κάθησε πάνω στο κεφάλι του Σκουφά.

Καθόσον χάζευα γύρω γύρω την εξαίρετα αναπλασμένη πλατεία Κολωνακίου, δεν είχα προσέξει το ασεβές περιστέρι, που είχε βολευτεί πάνω στο κεφάλι του Σκουφά και καθάριζε αδιάφορα τα φτερά του. Ο ίδιος ο Σκουφάς δεν φαινόταν να ενοχλείται. Λαγοκοιμόταν μάλιστα. Όπου αίφνης ακούω ένα τσσσσφςςςς! ξξξξτττττσσφφφτς! συνοδευόμενο από έναν γέρο με σκούρο ριγέ κοστούμι, που έτρεχε όσο μπορούσε προς το μέρος μου κινώντας πάνω κάτω τα χέρια του, στο ένα κράδαινε μια εφημερίδα, με την οποία έδινε χαστούκια ψηλά στον αέρα, κόντεψε να μου πέσει ο καφές, αλλά δεν απευθυνόταν σε μένα, εγώ ήμουν ένα ασήμαντο επιφαινόμενο του μέλλοντος, παρά έσπευδε να εφιστήσει την προσοχή στον φίλο του τον Σκουφά, ότι τελοσπάντων τι είναι αυτά, κάθεσαι μέσα στην πλατεία αφηρημένος μ΄ένα περιστέρι στο κεφάλι, να΄χει να λέει ο κόσμος, και συ βρομόφτερο ξουτ! Πέταξε λοιπόν από κει το περιστέρι μ΄ένα περιφρονητικό βολ πλανέ, έφυγε κι ο γέρος ικανοποιημένος με το σαγόνι υψωμένο, προσγειώθηκα κι εγώ στο παρόν, μα ο καφές είχε πια τελειώσει, κρίμα.
Πάνω σ΄ένα πλατύ πεζοδρόμιο πολύ αργότερα, σε άλλη περιοχή, στάθηκα λίγο να ελέγξω το μπροστινό φρένο του ποδηλάτου. Κι όπως είχα το σακίδιο στο αριστερό ώμο, το βλέπω στολισμένο ξαφνικά με μια κονκάρδα, αλλά τι κονκάρδα, σημαίνουσα, ότι πέρασε το περιστέρι! Πιάνω ένα χαρτομάντηλο, αφαιρώ το σήμα το κατατεθέν, δηλαδή έκανα φιλότιμες προσπάθειες να το αφαιρέσω, όταν γύρω μου έσκασαν δυο τρεις ακόμη βόμβες προειδοποιητικές κι ένας γέρος, προφανώς απόστρατος, ανδραγαθείσας εν Ελ Αλαμέιν, μου φώναξε, μην κάθεσαι εκεί, φύγε γρήγορα, είναι από πάνω, ετοιμάζονται. Κοιτάζω πάνω και βλέπω το πυροβολικό αραδιασμένο στα σύρματα του ηλεκτρικού, με τις ουρές σηκωμένες σε θέση μάχης. Κι ένα που με κοίταζε λοξά, το αναγνώρισα!
Υστερόγαμον: Η ταιριαστή φωτό και η σημείωση, πως κι ο Πρεβέρ είπε "βγήκα με το πουλί στο κεφάλι" είναι ευγενική χορηγία της cartier libre, που επέλεξε τον τίτλο του ποιήματος ως ψευδώνυμο!

ΑΣΤΡΑΠΟΒΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΞΟΡΚΙΑ

Από χθες το βράδυ μέχρι πριν λίγο το νετ πήγαινε βαρυφορτωμένο σαν τριαξονικό στην Εθνική ως το πρώτο μπλόκο και μετά ο οδηγός κατέβαινε να στρώσει την κράμπα απ΄τ΄αριστερό του πόδι. Επίσης έβρεχε. Γύρω μου στεγνώνουν ακόμη τσάντα, παπούτσια, κράνος, γάντια και δύο βιβλία, ένα με μαλακό κι ένα με σκληρό εξώφυλλο.

Πρώτα έμεινα λίγο σ΄ένα υπόστεγο, κατόπιν σ΄ένα σουβλατζίδικο. Έξω γκρεμιζόταν το σύμπαν, κι εγώ με μια μπύρα στο ένα χέρι και το κράνος στο άλλο κοίταζα απ΄ το τζάμι το ποδήλατό μου να παριστάνει το σουρωτήρι, διαμέσω του οποίου περνούσε ένας χείμαρρος θολού νερού κατεβάζοντας οικοδομικά υλικά, μέσα ένας κύριος με πίπα και μούσι ανάμεσα σε κείνον και την γυναίκα του δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα τώρα είμαστε σ΄ένα ορεινό καταφύγιο, πάω να φέρω το καλό κονιάκ, τελικά πιάσαμε κουβέντα για μια ταινία που είχαν μόλις δει, κι όταν κόπασε λίγο η μπόρα, εγκαταλείψαμε το καταφύγιο. Εγώ απέρριψα όλα τα εναλλακτικά σενάρια, και πήρα, εννοείται το ποδήλατο, αφού σκούπισα για τα προσχήματα τη σέλα.

Τι αστραπές ήταν εκείνες! Το φως έσκαγε γύρω μου σαν να ήμουν εγώ η ίδια ένα πυροτέχνημα. Βροντές, εκρήξεις, άνεμος, το κεφάλι στα σύννεφα και ποδήλατο στην καρδιά του κεραυνού! Μόνο στην Κέρκυρα είχα κάνει άλλοτε τέτοιο ποδήλατο μέσα στα στοιχειά της φύσης! Κι όταν δυνάμωσε η νεροποντή, κολυμπούσα πλέον στην αττική νυχτερινή θάλασσα, με πλήρη χαλαρότητα.

Στο Καλλιμάρμαρο ένα ταξί από απόσταση έστειλε πάνω μου έναν αιφνίδιο καταρράκτη, που με έλουσε από κορφής και μπήκε μέσα από τα ρούχα, αλλά δεν ενοχλήθηκα, γιατί ως γνωστόν μια σταγόνα νερού δεν ενοχλείται από τις άλλες σταγόνες, μόνο με του λαδιού δεν τα πάει τόσο καλά, όμως ας κρατήσει η καθεμιά την θέση της, να τελειώνουμε με τα διπλωματικά θέματα και να χαρούμε τη βροχή.

Οι εύζωνοι είχαν κρυφτεί σαν τα περιστέρια στα κουβούκλια. Λίγος κόσμος στα υπόστεγα των ξενοδοχείων, σκύλος ούτε ένας. Μόνο μια μουρλή έπλεε στ΄ανοιχτά με ποδήλατο. Στο Χημείο ησυχία. Η πιάτσα αποκατεστημένη, κόκκινες μπότες και άσπρες ομπρέλες, οι ματατζήδες βαριεστημένοι, έκανα οχτάρια γύρω απ΄την κλούβα και πήγα στο περίπτερο. Τα νερά έσταζαν απ΄το κεφάλι μου, δεν έβλεπα τον περιπτερά, το πάνινο σακίδιο ένα σφουγγαρόπανο.
Σκεφτόμουν κάτι για την παλαβομάρα. Ένας παλαβός δεν βρίσκει κατανόηση σχεδόν πουθενά. Όλοι τον κοιτάνε, όπως κοιτάει ο περιπτεράς εμένα όταν ψάχνω κανένα στεγνό χαρτονόμισμα να του δώσω. Γυρεύουνε λοιπόν πάντα μια αδελφή παλαβή ψυχή, να πούνε τον πόνο τους. Εγώ πάλι δεν έχω πόνο, μόνο βρεμμένα ρούχα. Τα βρεμμένα ρούχα στεγνώνουν. Όμως το μυαλό μου κινδυνεύει κάθε μέρα να γίνει πουρές, άντε να πήξει μετά πάλι.
Ενόσω ο καφετζής ετοιμάζει έναν καφέ με το ύφος του περιπτερά που προανέφερα, έρχεται ένας και ρωτάει να μάθει τι λέει απάνω η μπλούζα μου. Αφού λύνουμε το θέμα, συνεχίζει λέγοντας, ότι το υψίστης σπουδαιότητας αποκρυφιστικό βιβλίο Necronomicon υπάρχει όντως, και ο ίδιος έχει μια έκδοσή του. Παράλληλα με κοιτάζει με έντονο βλέμμα να με υπνωτίσει! Του λέω φίλε, το βιβλίο αυτό είναι μια μούφα του Lovecraft... τι ήτανε να πω Lovecraft! Εκστασιάζεται, τα χάνει λίγο, τώρα αρχίζω να τον υπνωτίζω εγώ, αλλά όχι λέει, δεν είχε ο Dee στην βιβλιοθήκη του ένα; Μα όπως και να ΄χει, απαντώ, κάηκε! Ποιος, ο Dee; Όχι, καλέ, η βιβλιοθήκη του! Ααα! Επίτηδες κάψανε το σπίτι του για να εξαφανιστούν τα μαγικά του βιβλία! Συνομωσία! Μα αφού βρε, κάηκε όλο το Λονδίνο! Στα βιβλία του Dee θα κολλήσουμε;
Κι όμως το Νecronomicon υπάρχει! επέμενε. Ε, καλά, ίσως να έχει βγει μια συλλογή με ξόρκια και να την ονομάσανε έτσι, σύμφωνα με τον μύθο του Lovecraft, αλλά πάλι δεν αναφέρεται τέτοιος τίτλος στον κατάλογο της βιβλιοθήκης του Dee! Τελοσπάντων, τι ΄ναι αυτό, το Άγιο Δισκοπότηρο, τόσες σολωμωνικές περιφέρονται για όποιον έχει κάψα... Έχεις, λέει, πάει στο τάδε παλαιοβιβλιοπωλείο; Μμμ, ναι κάτι χρόνια πριν... Ε, ε; Και πώς σου φάνηκε; Τι να σου πω, δεν έμεινα πολύ, γιατί παραείχαν κατουρήσει μέσα οι γάτες και βγήκα γρήγορα να πάρω αέρα! Θαυματουργό όμως το κατρουλιό της γάτας, άμα μάλιστα είναι ασπρόμαυρη και κατουράει στη χάση... Κάπου εκεί χάθηκε ο τύπος κι ησύχασα και γω.

ΛΟΥΚΙ

Την πρώτη βδομάδα της μετακόμισης στο σπίτι που μένω τώρα, αλλάζανε τους πανάρχαιους σωλήνες της αποχέτευσης με καινούριους μοντέρνους πλαστικούς, δυστυχώς όχι σε φλούο χρωματάκια αλλά τη δουλειά τους να κάνουνε. Μαζί λοιπόν με το ζόρι της μετακόμισης, όλα φύρδην μίγδην, περισσότερο γιατί οι εργάτες είχαν πιει ένα μπουκάλι ούζο και μισό ουίσκι από το παλιό σπίτι και τοποθέτησαν τα έπιπλα στο καινούργιο αλλού ντ΄αλλού, προσπαθώντας μετά να τα ρυθμίσω σφηνώσαμε, είχαμε και το θέμα της αποχέτευσης, μεγάλο και επείγον θέμα, διότι απλούστατα κουζίνα και λουτρό δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν επουδενί για αρκετές ώρες κάθε μέρα, κι έτσι ξύπναγα ας πούμε το πρωί, χαιρετούσα τον εργάτη που κρεμόταν σε μια τροχαλία στον φωταγωγό, εκείνος καλημέριζε με την αποτροπή, και μην κατουρήσει κανείς! σίγουρα δε θα ΄θελε να σκεφτεί τα χειρότερα!
Χθες με πληροφόρησαν, ότι η αποχέτευση βούλωσε! Κάτι έπεσε μέσα, και σφήνωσε, ένα πλαστικό, μια βλακεία αρωματική, και πρέπει να καλέσουμε τον υδραυλικό. Όμως δεν έχουμε ασανσέρ δυο βδομάδες τώρα και δεν θα έρθει ν΄ανεβαίνει πέντε ορόφους απ΄τις σκάλες. Αφού δεν διαθέτω αδιάβροχη ρομποτική νανοκάμερα με αγκίστρι να τσιμπήσει το ρουφιανοαντικείμενο, αποφάσισα επί τη ευκαιρία να καθαρίσω τουλάχιστον το λούκι, με την πρωτόγονη μέθοδο, δηλαδή με τα χεράκια μου και γέμισα μια σακούλα σπάνια ευρήματα και δυο κιλά μαύρης γόνιμης λάσπης.
Είναι παρατηρημένο, πως όταν πνίγομαι στη δουλειά, θα συμβούν όλες οι ατυχίες και τ΄αλλοπρόσαλλα μαζεμένα για να μ΄αποσπάσουν. Εκτός από τα λούκια και τις τέντες που πέταξαν με τον αέρα, τα νερά που μάζευα σαν μούτσος και την άμμο των γατιών που μετακινούσα δώθε κείθε μη βραχεί, ήρθαν κι οι παρανοϊκές γειτόνισσες να μας αποτρελάνουν.
Προχθές μετά από ύπνο συνολικά τεσσάρων ωρών μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, έπεσα κατά τις δύο για ύπνο και κοκκάλωσα. Τότε έδρασε η γειτόνισσα του τρίτου. Ήρθε πάνω, χτύπησε την πόρτα να κάνει παράπονα στις δύο τη νύχτα ότι θορυβούμε, ότι ακούει ήχους μετακόμισης και δεν αντέχει άλλο, θα καλέσει την αστυνομία, σε συνεργασία με την κυρία του τετάρτου, που ενοχλείται όταν φτερνιζόμαστε κι επίσης θ΄απαιτήσει να μην κυκλοφορώ με καλτσάκια, γιατί ηχούν σαν τσόκαρα, μήπως πουλάνε πουθενά τίποτα σανδάλια του Ερμή να σωθώ απ΄τη γκρίνια;
Εγώ λοιπόν την υστερικιά του τρίτου δεν την είδα και δεν την γνωρίζω κιόλας. Μαθαίνω όμως το καταπληκτικό, ότι είναι κουφή! Μάλιστα, κουφή! Κι όταν ανέβηκε για παρατήρηση, ισχυρίστηκε πως άκουγε κρότους στις μιάμισι τη νύχτα, κι ευτυχώς, που έτυχε να κοιτάξω το ρολόι του υπολογιστή στις 1.25' κύριε εισαγγελεύ, και θυμάμαι με βεβαιότητα, ότι εκείνη τη στιγμή στο σπίτι δεν κουνιόταν φύλλο. Η δε κυρία του τετάρτου, πράγματι, να τ΄ομολογήσωμεν, ίσως ακούει συνηθισμένους τινας θορύβους, ως το πώμα της κρέμας σώματος κροτούμενον ατυχώς επί του ξυλίνου δαπέδου, ή το περιστασιακόν φευ! πέρδεσθαι των ενοίκων, ανθρώπων τε και γαλών,
παρά ταύτα! Εάν επιθυμεί νέκραν υπερφυσικήν να μεταβεί εις απομεμονωμένην χιονοσκεπήν κορυφήν ή εις ερειπωμένον κοιμητήριον! Τοσούτον μάλλον, όσον κάποτε, ενόσω απουσιάζαμεν, άμα τη επιστροφή μας, παρετηρήθημεν, πως εδιασκεδάζαμεν και εχορεύαμεν και εβροντοκοπανούμεθα!!
Υστερόγαμον: έφραξαν και οι οδικές αρτηρίες, από αύριο και ο Ισθμός, γενική η σφίξη!

RIDERS ON THE STORM

Ε, τίποτα δεν έμεινε στεγνό! ΄Η σχεδόν τίποτα! Όταν έβγαλα τα μποτάκια διαπίστωσα ότι τα καλτσάκια ήταν σχετικά στεγνά, όμως η κατάσταση των υπόλοιπων ρούχων μου από το μπουφάν ως το βρακί κι από το κράνος ως τα γάντια, μαρτυρούσε, ότι είχα κάνει ένα υπέροχο βρόχινο ποδηλατικό μπάνιο, τέτοιο που χρόνια είχα να απολαύσω!
Αφού η βροχή δεν σταματούσε, αποφάσισα να διασχίσω μεμιάς το Ρουβίκωνα ξεκινώντας με μια βουτιά ενάντια σε παφλάζοντα κύματα, μαινόμενα ρείθρα και βουλωμένους υπονόμους, πίσω από τρία βρυχώμενα σκουπιδοφόρα, αγνοώντας επιδεικτικά το υγρό εκτόπισμα οξύθυμων ταξί και ευφραινόμενη κάτω από τους καταρράκτες ατέλειωτων υδρορόων, διασχίζοντας λίμνες λάσπης και πετρελαίου και επιπλέον τρομοκρατώντας σαδιστικά τους πεζούς με τα στριγγλίζοντα φρένα του υδρόφιλου ποδηλάτου μου.
Κάποτε είχα και εξοπλισμό, δηλαδή ένα αδιάβροχο ασημί συνολάκι, που φορούσα σε περίπτωση βροχής πάνω από τα ρούχα, το οποίο συνδυασμένο με αρβυλάκια, άφηνε πολύ πίσω τον Άρμστρονγκ σε αστροναυτική χάρη και ομορφιά. Αυτό το συνολάκι, μαζί με μια ακόμη κίτρινη αδιάβροχη φόρμα έπεσε σε αχρησία, όταν χάρισα το παλιό μου κουρσάκι και εξαφανίστηκε οριστικά στην εκκαθάριση μιας μετακόμισης.
Από πολύ μακριά ήρθαν αυτά στην μνήμη μου μαζί με την ανάμνηση του γεγονότος, ότι παλιότερα έκανα συχνά ποδήλατο στη βροχή είτε με αδιάβροχο είτε χωρίς, με θυμάμαι αίφνης στα 12 ή τα 15 να κατηφορίζω τη Θησέως υπό καταρρακτώδη βροχή, επίσης την υπερχειλισμένη Ποσειδώνος, ή πάλι να προσπερνάω τα τρόλει που λικνίζονταν σαν μαούνες σταματημένα το ένα πίσω από το άλλο στην Αμαλίας, μια εποχή πριν την πεζοδρόμηση της Αρεοπαγίτου, τότε που δεν υπήρχε ο κόμβος της Αττικής Οδού στο Μαρούσι, ούτε μετρό, ούτε τράμ αλλά υπήρχε ο ιππόδρομος στο Τροκαντερό, το αεροδρόμιο στο Ελληνικό και πάπιες στο Ζάππειο. Ακόμη τότε δεν έβλεπα άλλα ποδήλατα στον δρόμο, εκτός από κανέναν αθλητή ή αγόρια στις πλατείες με τα ΒΜΧ.
Κράνος δεν είχα, γάντια δεν φορούσα, αυτά τα είδη ήταν εξεζητημένα, για αθλητές, μα το ποδήλατο είχε δυναμό και μεγάλα φώτα, ταχύτητες με μοχλό χαμηλά στον σκελετό, φτερά αλουμινίου, μεγάλες μανέτες φρένων σαν περισπωμένες και πέρα από το τεράστιο κουδούνι, μια κόρνα σαν τρομπέτα πάνω στο τιμόνι! Αυτά τα τελευταία, όταν πήγαινα σχολείο τα απενεργοποιούσα, ξεβιδώνοντας το πάνω μέρος του κουδουνιού και βγάζοντας τη φούσκα (από κλύσμα) της κόρνας, διότι οι συμμαθητές μου έκαναν θόρυβο μ΄αυτά επίτηδες, που ακουγόταν μέχρι μέσα στις τάξεις, επιπλέον έβρισκα τη σέλα γυρισμένη ανάποδα, τα αφρώδη καλύμματα των χερουλιών σαν βγαλμένα καλσόν και τον σκελετό να κολλάει περιχυμμένος γάλα κακάο και πασπαλισμένο φλούδια ηλιόσπορων!

ΑΣΥΡΜΑΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ

Το διαπίστωσα σήμερα, το εννόησα αυτό που μου συμβαίνει τόσον καιρό, αλλά ειδικά το τελευταίο διάστημα: είμαι προχωρημένης τεχνολογίας, διαθέτω ενσωματωμένη ασύρματη σύνδεση στον οργανισμό μου, που πιάνει αμέσως, όχι τα συνηθισμένα δίκτυα, παρά τα πιο ψωνισμένα, παλαβά, κολλημένα και ασυνάρτητα πειρατικά.
Υπάρχουν και τέτοια, μάλιστα χωρίς συνδρομή! Αρκεί να έχεις την κεραία, κι απ΄ό τι φαίνεται την διαθέτω, αν κρίνω από τα συναπαντήματα που έχω τελευταία, και κοντεύω να κάψω τον σκληρό. Τη μια με βρίζουν και την επομένη με κερνάνε γλυκό βερίκκοκο. Πρώτα συντονισμένη μετωπική επίθεση και μετά χαϊδέματα και ξαφνικότατο ενδιαφέρον για τα ...ποδήλατα, δηλαδή εσύ ξέρεις από τύπους ποδηλάτων, τάχατες συμβουλές σε άσχετους ν΄αγοράσουν το κατάλληλο. Καλύτερο το κολύμπι, απαντάω, και κρεμάω το σύστημα.
Χτυπάω ξενύχτια να τελειώσω μια δουλειά στην προθεσμία, πάω τα χαρτιά στον έλεγχο, και σε τρεις μέρες μου λέει ο υπεύθυνος, απ΄όπου περιμένω τ΄αποτελέσματα, όλα εντάξει; Να το κλείσουμε; Αφού εγώ από σένα περιμένω την έγκριση, αλλιώς τράβαγα του κεφαλιού μου, πάταγα το enter, κι όποιον πάρει ο χάρος!
Με ειδοποιεί ένας τύπος, που τον γνώριζα ελάχιστα, ότι θίχτηκε από την συμπεριφορά μου, του ζητάω εξηγήσεις με ήπιο τρόπο, δεν εξηγεί τίποτα, ποια συμπεριφορά, συγγνώμη κύριε, ποιος είστε, αθάνατη Ριτάρα, ψάχνω την κατάσταση, μιλάω ειλικρινά, ρωτάω, μήπως τούτο, μήπως κείνο, εξηγώ, τίποτα, το κενό, και επανέρχεται με υπόκωφη παρανοϊκή ειρωνεία για να με αποχαυνώσει, να καταστήσει το μυαλό μου τροφή για εξωγήινους κροκόδειλους!
Παίρνω λοιπόν κι εγώ το ποδηλατάκι μου να με χτυπήσει λίγο ο αέρας, και πέφτω πάνω στην εσχατιά της παραφροσύνης, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, η Σόλωνος πνιγμένη, κατηφόριζα, σ΄ένα σημείο στάθηκα έτοιμη να κόψω μέσα από έναν πεζόδρομο, μπροστά μου πάνω στο πεζοδρόμιο ερχόταν ένας ποδηλάτης, απροσδιόριστης ηλικίας και με ρωτάει επιτακτικά, δεν σε πειράζει κανείς; Τον κοιτάω. Δεν φοβάσαι στην Αθήνα, όταν κυκλοφορείς μόνη σου; Τον ξανακοιτάω, προσπαθώ ν΄ανεβώ στον πεζόδρομο, ο τύπος μπροστά μου, στον δρόμο μαίνεται ο κακός χαμός, διαφυγή από πουθενά, επιμένει, δηλαδή βασίζεσαι στη δύναμή σου, ε; ότι δεν θα σε πειράξει κανείς! Στη δύναμή σου!
Σ΄αυτό το σημείο πήρε μια άκρως περιφρονητική έκφραση, σαν για να φτύσει, αλλά δεν έφτυσε, παρά φώναξε, αισθάνεσαι ασφαλής στην Αθήνα; Ναι! του απαντάω! Ορθώθηκαν τα μαλλιά του! Κατέβηκε από το ποδήλατό του, και ούρλιαξε, Άρα δεν είσαι από δω! Τώρα ήρθες εδώ; Πάντα ήμουν εδώ! Και νιώθεις ασφαλής!!! Αποκλείεται!
Εντωμεταξύ έφευγε σιγά σιγά με τα πόδια, και κραύγαζε, τόσο που βγήκαν δυο πωλήτριες απ΄ το διπλανό κατάστημα και τα μηχανάκια σταματούσαν, Όχι! Όχι! Δεν είσαι ελληνίδα! Είσαι...είσαι... κάτι άλλο είσαι... από αλλού είσαι! Τώρα μόλις ήρθες! Δεν είσαι ελληνίδαααα! ωρυόταν, με κοιτούσε και κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, ελεεινολογώντας την ξενική άγνοιά μου για τα ήθη του τόπου και το θράσος να μιλάω ελληνικά ενώ από κάπου αλλού είχα έρθει...

ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ


Ορίστε η απόδειξη, ότι το ένα ποδήλατο φέρνει το άλλο! Όταν βγήκα από την εκποίηση βιβλίου, το ποδηλατάκι μου είχε παρέα, το δικό μου είναι φυσικά το κόκκινο και δύο άλλα, ίδιου τύπου MTB αλλά με χοντρά λάστιχα, ένα μαύρο κι ένα ασημί, είχαν προστεθεί στον χώρο μη προβλεπόμενης ποδηλατικής στάθμευσης!
Μια καταπληκτική εικόνα λίγο πιο πέρα από τα ποδήλατα, δεν μπορούσα να την φωτογραφίσω, έναν αφρικανό, ντυμένο στα λευκά, άσπρο πουκάμισο, παντελόνι και παπούτσια, καθόταν σ΄ένα καγκελάκι και διάβαζε δίπλα στην άσπρη τέντα ένα βιβλίο, και ξεχώριζαν το κεφάλι του και τα χέρια του σοκολατί. Μέσα στην Κλαυθμώνος παρουσίαζε ένα θέαμα βιβλιοφιλικής κομψότητας!
Στο ποδήλατο πάνω δεν έχω κοντέρ. Είχα πάρει ένα κάποτε αλλά το τοποθέτησα και μετά το ξήλωσα. Δεν είναι για τέτοια το ποδήλατό μου, το οποίο κάτι σπόροι χθες χαρακτήρισαν "άγριο". Όμως ένας μηχανόβιος με μέτρησε με την Χάρλει, κι όταν με ξανάδε, μού είπε σε μια συζήτηση περί ταχύτητας, ότι πήγαινα σε ίσιο δρόμο χαλαρά με σαράντα, και δεν τον πίστευα. Δηλαδή σε κατηφόρα, που δεν ανοίγομαι κιόλας, γιατί δεν ξέρεις τι σου ξεπετιέται, γάτα, σκύλος ή γριά με καρότσι, με πόσο πάω; Αυτές είναι οι ιλιγγιώδεις ταχύτητες του ποδηλάτου!
Διαπίστωσα πάντως, ότι συγκεκριμένες διαδρομές τις καλύπτω στην ίδια ώρα περίπου, είτε με άδειο δρόμο είτε με μέτρια κίνηση, αλλά φυσικά όταν ο δρόμος είναι ανοιχτός το χαίρομαι ασύγκριτα περισσότερο, γιατί δεν έχει καυσαέρια, δεν χρειάζονται τόσοι ελιγμοί, υπάρχει ησυχία και δεν νιώθω την απόσταση, φτάνω στον προορισμό μου με πιο καθαρό κεφάλι.
Φεύγω, γιατί πιάστηκα! Καλημέρα σας!

COZY IN MY MIND!

Δεν μπαίνω συχνά σε καταστήματα. Βαριέμαι να κατεβώ απ΄το ποδήλατο. Όμως, τις προάλλες έψαχνα ένα ζαχαροπλαστείο να πάρω γλυκά. Κι επειδή βιαζόμουν, κοντοστάθηκα λίγο, πάνω στο ποδήλατο πάντα και διαλογιζόμουν. Βλέπω ωστόσο να κατεβαίνει από ένα ταξί μια κυρία περιποιημένη. Γούνες, τσάντα, μαλλί, γυαλί, τακούνι, κι απ΄τις κινήσεις της υπέθεσα, ότι προφανώς γνώριζε την περιοχή. Δεν ήταν βιαστική, δεν είχε ξινό ύφος, χάζευε μπροστά στο περίπτερο, την πλευρίζω, συγγνώμη, της λέω, γνωρίζετε κανένα καλό ζαχαροπλαστείο εδώ κοντά; Μετά το πρώτο ξάφνιασμα μου σύστησε δύο ζαχαροπλαστεία, και πρόσθεσε, ότι το ένα έχει και τραπεζάκια έξω. Όχι, καλέ, της λέω δεν θέλω να καθίσω, γλυκά της προκοπής θέλω να πάρω. Α, τότε μου λέει, έχει πιο κάτω ένα της κολάσεως! Την ευχαρίστησα, τράβηξα την κατηφόρα κι έφτασα στην κόλαση.
Δεν ήταν ακριβώς η κόλαση αλλά ο προθάλαμός της. Όλοι οι πειρασμοί μαζεμένοι και προκλητικά εκτεθειμένοι! Σοκολάτες! Σ΄όλα τα χρώματα και τα σχήματα, κι ακόμη τούρτες και τρουφάκια, και δεν ξέρω τι άλλο, ζαλίζομαι, βάλτε μου απ΄όλα ανεξαιρέτως σ΄ ένα μεγάλο κουτί, κι εγώ πήρα μια φοβερή σοκολάτα με πορτοκάλι και την περιποιήθηκα επιτόπου. Αυτό θα πει να πετύχεις να ρωτήσεις τον κατάλληλο άνθρωπο!
Άλλοτε πάλι κάνω απρόσμενα ψώνια. Είχα το ποδήλατο στα χέρια και προχωρούσα πάνω στο πεζοδρόμιο μέχρι να σκεφτώ προς τα πού θα πάω, αναλόγως με το τι θ΄αποφάσιζα να κάνω. Αλλά δίπλα στο πεζοδρόμιο δεν ήταν μόνο τοίχος, ήταν και βιτρίνες! Βλέπω σε μια βιτρίνα ένα μπλουζάκι αμάνικο βελούδινο, μοβ της υπνώσεως! Και υπνωτίστηκα! Όμως το μαγαζί πουλούσε βασικά ανδρικά σλιπάκια! Τι θα ψώνιζα από κει μέσα; Σώβρακα; Και το μοβ μπλουζάκι; Δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι το θέμα. Αφήνω το ποδήλατο απέξω και μπαίνω.
Γεια σας, λέω χαριτωμένα -με το κράνος στο κεφάλι- σε τρεις νεαρούς χαριτωμένους. Ο ένας ήταν ο καταστηματάρχης, οι άλλοι δυο ψωνίζανε. Αχ, καλησπέρα, μου απαντάνε. Βγάζω το κράνος και το ακουμπάω, χαριτωμένα πάντα σ΄ένα πάγκο, και κοιτάζω γύρω γύρω να δω τι έχει. Ωραία, είχε μπλουζάκια, φορμίτσες, και σλιπάκια! Εξαιρώ τα σλιπάκια, ομολογουμένως σε ωραία ποικιλία, να τό΄χουμε υπόψιν μας για δωράκια ουσίας, και αρχίζω από τις φόρμες. Παθαίνω ζημιά με μια γκρι ασημί βελούδινη, δεν υπάρχει αυτό το χρώμα σε medium, μου λέει ο νεαρός, μόνο large, όχι, όχι, αυτή μ΄αρέσει, σε καταλαβαίνω, σε αισθάνομαι, συμπάσχω, αλλά θα σου είναι λίγο buggy, δεν θες να την δοκιμάσεις, όχι, γιατί αν δεν μου κάνει δεν θα τ΄αντέξω, αλλά νομίζω, ότι θα έρχεται ακριβώς!
Εντωμεταξύ έκανα πλάκα με τους δυο άλλους, ότι θα πάρω ένα μπλουζάκι με κάτι κοιλιακούς ζωγραφισμένους απάνω κι ένα άλλο τρυπητό, κι είχαμε ξεραθεί στα γέλια. Ρώτησα κατόπιν για το βελουτέ μπλουζάκι, εξηγώντας ότι αυτή η χνουδωτή ποιότητα είναι το φετίχ μου, αχ ναι, είναι so cozy, μου χαϊδεύτηκε, αλλά δυστυχώς, το μοβ ήταν μεγάλο και πήρα ένα πορτοκαλί, να παρηγορηθώ. Όπως και δύο φανελάκια ελαστικά, πολύ μαλακά, σαν να μη φοράς τίποτα, ένα κίτρινο κι ένα μοβ, είναι stretch, μου λέει, πάρε το large. Κι ακόμη μια φόρμα μαύρη στενή σαν κολάν.
Υπέροχα. Και μου τα συσκευάζει όλα σε κάτι κουτάκια με άντρες απέξω! Ε, του λέω, ορίστε, αντί να ψωνίζω από αθλητικά, θα έρχομαι εδώ, γιατί έχω κι ένα πρόβλημα με τα γυναικεία νούμερα, όλα κοντά μου έρχονται και στενά, χέρια, πόδια, πλάτες, βρε τι πάθαμε, το μόνο γυναικείο πάνω μου θα είναι τ΄άρωμά μου; και γελάμε. Αλλά πάνω που μου ανέπτυσε την εμπειρία του σχετικά με τα μεγέθη πουκαμίσων και τζιν, ξεφεύγει ξαφνικά και στέλνει τρία τέσσερα ζωηρά φιλάκια απέξω. Γυρίζω, αχ, ήρθε η αγάπη μου, ήρθε ο έρωτάς μου, αναφωνούσε. Ο έρωτας κι η αγάπη του ήταν μια κοπέλα με σαρωτική παρουσία και μεγάλο κυβισμό, που μπήκε μέσα με αέρα, που συνεπήρε τα σλιπάκια απ΄τις κρεμάστρες! Όου!
Υστερόγαμον: Η φόρμα εφαρμόζει τέλεια, ούτε φαρδιά, ούτε μακριά, ούτε τίποτα! So cozy!
Τι σύμπτωση, τώρα ακούω το τραγούδι του τίτλου στο ράδιο!

ΓΑΤΕΣ ΜΕ ΠΕΤΑΛΑ

Αν κάποιος δυσκολεύεται να ξυπνήσει το πρωί, του αρέσει το χουζούρι και κλείνει προμελετημένα και κατά συρροήν το ξυπνητήρι, να το πει, δεν είναι κακό, να τον σώσω! Θα του στείλω την Φουφού! Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει πουρναρόγατο, που βρέθηκε από τ΄ αλώνια στα σαλόνια για να καταστρέφεται η ζωή μου.
Είναι η πέτρα του σκανδάλου. Η Κοκό κοιμάται ήσυχα ήσυχα ένα μπαλάκι στα πόδια μου, εντάξει έχει κάνει τις κυνηγητικές διαολιές της, αλλά τα ξημερώματα τον χειμώνα τουλάχιστον είναι ξερή. Κι έρχεται η Φουφού στάνταρ στις πεντέμισι το πρωί κι αρχίζει, ρρρ! μμιμιιι! ρρρρ! Ξυπνάει η Κοκό, πετιέται μ΄ένα βρόντο στο σανίδι, κι εγώ τους δίνω λίγη ξηρά τροφή και οριζοντιώνομαι.
Αμ, δε! Τώρα τελευταία, αντί να πάνε στην άμμο και μετά να ξανακοιμηθούν, αντί να βγουν έξω να περιμένουν να τρίξουν τα δόντια τους απειλητικά στα περιστέρια, τι κάνουν; Παλεύουν, αρπάζονται, χτυπιούνται, ρημάζουν το δωμάτιο, ρίχνουν χάμω γυαλιά, USB, αναπτήρες, κλειδιά, ραδιοφωνάκια, βιβλία, βιολιά, μέχρι να σηκωθώ έξαλλη, να πετάξω τη μια έξω και να φτιάξω καφέ να συνέλθω. Σήμερα τις βρήκα στην μπαλκονόπορτα μαλλιά κουβάρια. Κι όλα αυτά από την προηγούμενη Πέμπτη, είτε έχω κοιμηθεί μισή ώρα είτε πέντε! Η πανσέληνος; Ο Γενάρης;
Χθες ήμουν ζόμπι εξαιτίας τους και κυρίως της Φουφούς! Ούτε η αδελφή μου, που την ήθελε διακαώς και οργάνωσα ολόκληρο σχέδιο απόδρασης από το νησί, με την πολύτιμη συνδρομή της Sulpice, η οποία εξ αρχής την χαρακτήριζε βρομόγατο, ούτε η αδελφή μου μπορεί να την κουμαντάρει, άμα την πιάνει το κακό της και κυνηγάει φαντάσματα. Πηγαίνει πάνω κάτω και ρονρονίζει. Κατόπιν θα την δω να κοιμάται αμέριμνα, και θα την δω καλά, γιατί τα μάτια μου θα είναι ορθάνοιχτα από την αυπνία.
Έτσι λοιπόν εχθές για να μην κοιμηθώ νωρίς, λες και δεν θα ξύπναγα νωρίς, πέρασα από την εκποίηση βιβλίου στην Κλαυθμώνος και πήρα έναν τόνο βιβλία, που δεν ξέρω ούτε πόσα, ούτε ποια είναι, διότι δεν μπόρεσα μετά να τα κοιτάξω. Είχα αφήσει τον Σίμο απέξω, ο οποίος μόλις είδε τις σακκούλες άρχισε να διαμαρτύρεται.
Καλά, είπαμε να πάμε μια χαλαρή βόλτα, όχι να με φορτώσεις σαν γάιδαρο!
Έλα, μωρέ Σιμάκο, δεν είναι πολλά, θα έπαιρνα περισσότερα, αλλά σκεφτόμουν εσένα!
Δηλαδή θα τα δέσεις όλα αυτά στη σχάρα, να παριστάνουν τον πύργο της Πίζας; Αποκλείεται! Να πάρεις το λεωφορείο να τα πας σπίτι, και να ΄ρθεις μετά να πάρεις εμένα!
Δε με λυπάσαι που είμαι πτώμα, εξάλλου δεν μπορώ να σ΄αφήσω μόνο σου τόσο πολύ, μπορεί να σε αρπάξει καμμιά άλλη!
Ζηλεύουμε κιόλας, ε; Κι όταν περίμενα εδώ μες το κρύο μέχρι να πάρεις όλα αυτά τα βιβλία, που έπρεπε να μ΄έχουν πάρει, να σ΄εγκαταλείψω, γιατί βέβαια, τώρα θα διαβάζεις τα βιβλία και γω θα κάθομαι στην πίκρα!
Σίμο, έχω λυσσάξει στην δίψα, μη μου κάνεις σκηνές στη μέση της πλατείας! Ορίστε, είδες, γκρινιάρης που είσαι, ένα βολικό πακετάκι είναι μόνο, το έδεσα καλά καλά!
Εντάξει, να ξέρεις όμως, με μια συμφωνία, επειδή ούτε στην πρώτη βόλτα του χρόνου με τους ποδηλάτες πήγαμε, και όλο σε πορείες με τρέχεις και με πας στα χέρια, βαρέθηκα, και μου χρωστάς το Σαββατοκύριακο!
Ρε Σίμο, την Κυριακή έχει δεντροφύτευση, αν ανεβούμε μαζί στην Πεντέλη, δεν θα μπορώ να πιάσω την τσάπα μετά!
Ή τα βιβλία ή εγώ!
Καλά, τώρα την έχεις δει, με τ΄ακρόμπαρα, να τρέχεις στις ανηφόρες!
Διάλεξε!
Ουφ, εντάξει, κάτσε να βάλω το φωτάκι... Αλλά να ξέρεις, πολύ μου κολλάς!
Θα το συζητήσουμε, όταν θα θες να πας στη δουλειά!
Δε συζητάω με μαφιόζους!
Τότε μη μιλάς και τράβα πετάλι!

ΚΑΛΤΣΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΕΣ

Μας πήραν είδηση! Εμ, βέβαια, έτσι που κατεβαίνω στις πορείες με ποδήλατο και πλήρη ποδηλατική εξάρτιση, λόγω εξάρτησης, εντοπίστηκα! Φανταστείτε μια συζήτηση σε φόρουμ ποδηλατών για κάλτσες. Μια κοπέλα που παγώνουν τα πόδια της, ζητάει συμβουλές σχετικά με κάλτσες και παπούτσια για το ποδήλατο το χειμώνα. Η συζήτηση προχωράει με διάφορες προτάσεις για ορειβατικά ή άλλα παπούτσια, για ποδηλατικά καλύμματα υποδημάτων, για ισοθερμικές κάλτσες, μέχρι οι μάλλινες κάλτσες της γιαγιάς ή του φαντάρου επιστρατεύτηκαν, καθώς και άλλα ψαγμένα, από ποδηλατικά αδιάβροχα ελαστικά μποτάκια, μέχρι μπότες - καλύμματα μηχανόβιων ή ακόμη σακουλίτσες αποστείρωσης, που φοράνε οι γιατροί κι οι νοσοκόμες στο χειρουργείο και την εντατική!
Κι ακόμη η κουβέντα τράβαγε με ζητήματα διατροφής και κυκλοφορικού, και τοποθετήσεις υπέρ η κατά της μάλλινης ή βαμβακερής κάλτσας, αναλόγως των συνθηκών, και μάλλον η κοπέλα διάβαζε τις νέες τοποθετήσεις με τα πόδια στη σόμπα μέχρι να βρεθεί μια λύση. Κάποια στιγμή ένας της πρότεινε να έρθει σε καμμιά πορεία, να ζεσταθεί. Ένας άλλος απαντάει στον πρώτο και του λέει, σε είδα στην πορεία του Σαββάτου, είμαι με το τάδε ποδήλατο, μάλιστα τις προηγούμενες φορές ήταν και μια κοπέλα με το ποδήλατό της και ένας ποδηλάτης με μπλε που κατέβαινε παράλληλα με την πορεία την Κηφισίας, άντε να συναντηθούμε. Ναι, του απαντάει, έχω ένα ποδήλατο έτσι κι έτσι κι ένα μπουφάν έτσι κι αλλιώς, και πράγματι ήταν μια κοπέλα μαζί μου με κόκκινο ποδήλατο.
Κολλάω μετά εγώ ένα σχόλιο για τα παπούτσια και τις κάλτσες βγαλμένο απ΄τη ζωή, δηλαδή την ποδηλατική μου ζωή, και σημειώνω, ορίστε, η κοπέλα με το κόκκινο ποδήλατο είμαι εγώ! Μ΄αρέσει όμως η τροπή που μπορεί να πάρει μια συζήτηση για κάλτσες!
Ίσως να μην θυμάσαι ονόματα και να μην αναγνωρίζεις πρόσωπα κάτω απ΄τα ψευδώνυμα. Οπωσδήποτε όμως ένας ποδηλάτης έχει αρχειοθετήσει στο μυαλό του το ποδήλατο ενός άλλου με πάσα λεπτομέρεια. Το δικό μου ποδήλατο χαρακτηρίζεται απλά "το κόκκινο ποδήλατο", διότι έχω βγάλει τα αυτοκόλλητα. Τα λοιπά στοιχεία είναι μαύρα. Τι τύπο θα το έλεγες; Βουνού αλλά με λάστιχα πόλης, υβριδικό, κοινώς μπασταρδεμένο, με αλλαντάλλων ανταλλακτικά, παντός καιρού, αναρχοαυτόνομο και το όνομα αυτού Σίμος!

ΑΚΡΟΜΠΑΡΑ, ΜΠΑΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΟΥΚΙΑ

Προχθές το απόγευμα πήγα σε μια ποδηλατική μπουτίκ και ψώνισα απαραίτητα εξαρτήματα και αξεσουάρ ενός ταλαιπωρημένου ποδήλατου και μιας συνειδητοποιημένης ποδηλάτισσας. Αρχικά διαπίστωσα, ότι η μπάρα της σέλας δεν άντεχε άλλο. Παλιότερα είχε στραβώσει, διότι κάποιος κινγκ κονγκ είχε χορέψει τσιφτετέλι επάνω στη σχάρα. Δεν είδα τον κινγκ κονγκ, αλλά τα ίχνη του. Τότε είχα βγάλει το παλουκόσελο και το ίσιωσα κάπως πως με το σφυρί, πράγμα που θα καταδίκαζε με αποτροπιασμό κάθε σοβαρός ποδηλάτης, πλην όμως το δικό μου ποδήλατο στην σύναξη των σοβαρών ποδηλάτων μοιάζει με άστεγο χίπι, που βρέθηκε κατά λάθος σε δεξίωση του διπλωματικού σώματος.
Τώρα λοιπόν η μπάρα της σέλας είχε γίνει πάλι σαν σπαστό καλαμάκι με κίνδυνο να βλαβεί ανεπανόρθωτα κι ο σκελετός, χώρια το ότι κατέβαινε το μήκος, έτριζε η σέλα, η κλίση επηρέαζε τη στάση του σώματος, κι εγώ επέμενα να αγνοώ, ότι μια πάπια θα έκανε καλύτερο ποδήλατο από μένα, αν βέβαια οι πάπιες ήταν μεταλλαγμένες κι άφηναν την κολύμβηση για την αστική ποδηλασία.
Επομένως έκανα το ολέθριο λάθος. Μπήκα στην μπουτίκ! Και βγήκα μετά από δυο ώρες, αφού είχα ψάξει, αγγίξει, χαϊδέψει, μυρίσει τα πάντα, τις σέλες, τα φρένα, τα κράνη, τα παπούτσια, τα σταντ, τα γάντια, τις φόρμες, τα τσαντάκια, τα φωτάκια, τα τιμόνια, τα παγούρια και τις ταινίες για τα τιμόνια, βγήκα με τα χέρια μαύρα, τις τσέπες άδειες και το ποδήλατό μου χαρούμενο.
Εκτός από μια γερή μπάρα και μια σέλα ελαφριά, απ΄αυτές που αποφεύγεις να καθήσεις, γιατί μπορεί να βγάλεις κάλους, έβαλα και δυο κάρμπον ακρόμπαρα στο τιμόνι, και για όσους δεν γνωρίζουν αυτές τις επιστήμες, να εξηγήσω ότι τα ακρόμπαρα είναι δυο κερατάκια όρθια εκατέρωθεν του τιμονιού στα χερούλια, τα οποία καθιστούν το ποδήλατο πολιορκητικό κριό στις ανηφόρες. Το κάρμπον είναι ελαφρύ αλλά ακριβό και μπορεί να σπάσει σε μια κατακόρυφη τούμπα, με πληροφόρησε ο ειδήμων, όμως σε τέτοια περίπτωση θα είμαι τυχερή να μην έχουν σπάσει τα κόκαλα μου και να πάω να πάρω άλλα ακρόμπαρα. Τα συγκεκριμένα τα ερωτεύτηκα, διότι είναι ελαφριά, μαύρα, μικρά, κομψά και ανατομικά. Επίσης πήρα κι ένα ζευγάρι κόκκινα γαντάκια χωρίς δάχτυλα, γιατί τα προηγούμενα, τριμμένα και λιωμένα, είχαν πάνω από γράσο μέχρι κέτσαπ και μουστάρδα.
Αφού φρόντισα τα σημεία εκείνα του ποδηλάτου, που αφορούν στον πισινό και τα χέρια, το δοκίμασα και τρώω τις ανηφόρες σαν μαλακό τυρί. Πρέπει όμως να ξαναπεράσω απ΄την μπουτίκ. Γιατί πάνω στον ενθουσιασμό μου, άφησα εκεί το παλιό παλούκι, ως άχρηστο. Αν δεν το έχουν πετάξει ακόμη, να το δώσω σε κάτι χρόνιους δυσκοίλιους, που φρόντισαν να μου χαλάσουν τη μέρα χθες, διότι ζορίζονται, εδώ και μήνες τα μαζεύουν, να το κάνουν κλύσμα, μήπως και ανακουφιστούν. Κι αν έχει πεταχτεί η στραβή μπάρα, εναλλακτικά έχω μια τρόμπα καλή.

ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ...

Στο σχολείο μια φορά κι έναν καιρό, μου άρεσαν η γεωμετρία και η χημεία, ενώ ήμουν άσχετη στη φυσική και την άλγεβρα. Όταν λέω άσχετη, εννοώ ότι δεν μου άρεσαν, κάτι στράβωνε. Ενώ είχα μελετήσει τα θεωρήματα, είχα λύσει και τις ασκήσεις, όταν γράφαμε διαγώνισμα μπορούσα να γράψω δύο (02), χωρίς τύψεις και χωρίς πάθος, αφού είχα καταβάλει τεράστιες προσπάθειες, αλλά το μόνο αποτέλεσμα ήταν ο χυμένος ιδρώτας και έτερον ουδέν.
Ωστόσο στην γεωμετρία κατάφερνα χωρίς ιδιαίτερο κόπο να είμαι άριστη, γιατί μου πήγαινε, ακόμη κι όταν ήταν απαραίτητη η άλγεβρα στις ασκήσεις, δεν δυσκολευόμουν καθόλου, έφτανα στη λύση ενστικτωδώς σχεδόν και μάλιστα κάποιες φορές είχα προτείνει εναλλακτικές λύσεις, ή είχα λύσει την άσκηση, την οποία δεν είχαν λύσει συμμαθητές μου, που σκίζονταν στα μαθηματικά κάθε μέρα.
Μυστήριο. Στην άλγεβρα θα είχα μείνει, κι ακόμα εκεί θα ήμουν, αν ο καθηγητής δεν είχε συμψηφίσει το 2 με το 20 της γεωμετρίας, κι έτσι είχα πάρει από ένα σωτήριο 11 και στα δύο. Αυτά στο Λύκειο. Στο Γυμνάσιο, τα ίδια περίπου. Χημεία, βιολογία άριστα, άλγεβρα 9 επιεικώς, φυσική 7-14. Κι ο μαθηματικός μου του Γυμνασίου είχε φρίξει, όχι μόνο για τις άθλιες επιδόσεις μου στα μαθηματικά, αλλά και διότι μπαίνοντας μια μέρα στην τάξη, είδε το ολόσωμο πορτραίτο του στον πίνακα φιλοτεχνημένο με κιμωλία, να παριστάνει τον ίδιο σαν μανιακό να γράφει τρελές εξισώσεις... Είχε μπει σιγά σιγά, οι συμμαθητές μου πήγαν στα θρανία τους παναγίτσες, εγώ απορροφημένη δεν είχα πάρει είδηση, κι όταν ρώτησα, μονολογώντας, μμμ, πού είναι μια κόκκινη κιμωλία; εκείνος είπε, φτάνει η άσπρη! Και τον είδα! Τότε του είπα, συγγνώμη, αλλά χωρίς κόκκινο, δεν θα δείχνει καλό. Παραδέχτηκε όμως, ότι του έμοιαζε κάπως και το πράγμα δεν είχε συνέπειες!
Δεν έδινα ποτέ σημασία στους βαθμούς, γραμμένους τους είχα. Κατέληξα όμως στο συμπέρασμα, ότι πρέπει οπωσδήποτε να σ΄αρέσει κάτι για να πάει καλά, αλλιώς μόνον αποτυχία προμηνύεται. Εφόσον είχα πάρει σοβαρά βιβλία άλγεβρας και διάβαζα μόνη μου να μορφωθώ αλγεβρικώς, να διυλίζω τον κώνωπα, να τριχοτομώ την τρίχα και κατέληγα να κολλάω σε καμμιά ριζούλα, σε κανένα μικρό τρικ, σε κάτι απλό που χρειαζόταν κι η άσκηση χανόταν στο άπειρο. Όμως στην Γεωμετρία ήμουν εφευρετική, τα εμπόδια γίνονταν σκόνη και η λύση ερχόταν μόνη της.
Πως τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά μέσα στη νύχτα; Διότι έμπλεξα με μια παλιοδουλειά που σιχαίνομαι, τέσσερις ώρες τώρα κι άκρη δεν βγήκε, δοκίμασα τα πάντα, κι έμεινα με την κούραση. Νόμιζα πως θα ξεμπέρδευα απόψε, αλλά πού. Το βλέπω να πνίγομαι το Σαββατοκύριακο, κι ως το τέλος του μήνα με την αηδία.
Άμα μου ταιριάζει κάτι, και δύσκολο να είναι, το διασκεδάζω, το απολαμβάνω σαν παγωτό. Αν δεν μου πάει, όσο φιλότιμα και προσεκτικά κι αν το χειριστώ, κι εύκολο να΄ναι, θα μου βγάλει την ψυχή πρώτα. Κι όταν τελειώσω την απεχθή υποχρέωση θα τινάζομαι, όπως τα σκυλιά τινάζουν το νερό μαζί με τους ψύλλους από πάνω τους. Ουφ!

ΥΠΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΑΦΟΣΙΩΣΗ

Όταν πριν δυο μήνες διαπίστωσα, ότι τα πάνινα παπούτσια μου είχαν διαλυθεί και ισοπεδωθεί κι από γκρι κίτρινο καρώ είχαν γίνει καφεσκατουλί, κι ακόμη, ότι τα μπορντώ ελαφριά μποτάκια μου είχαν παραδώσει το πνεύμα και θέλανε απεγνωσμένα να φύγουν απ΄τα πόδια μου, το καθένα για τους δικούς του λόγους πέρα απ΄το ξεχείλωμα, το αριστερό είχε λιώσει και το δεξί είχε γίνει άσπρο ριγέ, αποφάσισα πως έπρεπε να κατεβώ δέκα λεπτά απ΄το ποδήλατο και να ψωνίσω καινούργια υποδήματα.
Παίρνω παπούτσια, που καταλαβαίνω από τη πρώτη στιγμή, ότι θα γίνουν ένα με τα πόδια μου, δηλαδή αφήνω στα παπούτσια την πρωτοβουλία να φορεθούν και να μείνουν και δεν τα ζορίζω καθόλου. Αυτός ο υποδηματικός έρωτας επιδιώκει την αποκλειστικότητα. Δεν είναι τυχαίο, πως κυρίως ένα ζευγάρι παπούτσια δένει απόλυτα, ενώ τα υπόλοιπα περιμένουν καμμιά ευκαιρία, και συνήθως αντιδρούν με φοβερές σκηνές ζηλοτυπίας, κόβουν, χτυπάνε, δημιουργούν φουσκάλες, κάλους, σε πεθαίνουν, χαλάνε τον κόσμο, τρίζουν, γλιστράνε, γκρινιάζουν. Σύντομα επιστρέφουμε με ανακούφιση στην ευτυχία του αληθινού έρωτα, το άνετο παπούτσι. Τα άλλα είναι για ποικιλία.
Στο θέμα αυτό των υποδημάτων διαθέτω υποδειγματική πίστη. Ένα κάθε φορά! Πρόκειται για ένα είδος περιοδικής μονογαμίας! Γι΄αυτό και το ζευγάρι τα ελαφριά μαύρα δερμάτινα αρβυλάκια που φοράω τώρα, τραβάνε τα πάνδεινα, αλλά όπως σε κάθε γνήσιο έρωτα συμπεριφέρονται με αγάπη και κατανόηση. Βασίζονται βέβαια στη σιγουριά της έλλειψης σοβαρών αντίζηλων, μιας και δε διαθέτω χαρέμι υποδημάτων, ούτε καν παντόφλες, αλλά κάπου κάπου διατυπώνουν κάποια παράπονα ή κάνουν μικροπονηριές για να μη χάνει η σχέση το ενδιαφέρον της. Αν τραβήξουν λίγη υγρασία τρίζουν μέσα. Αν βιάζομαι να τα φορέσω, δεν μπαίνουν. Θέλουν ευγενικά. Για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, το αριστερό είναι λιωμένο και το δεξί γδαρμένο από πάνω και πιτσιλισμένο άσπρη μπογιά. Στέκονται παντού, διότι έχουν προσωπικότητα. Αλλά και ευρύ πνεύμα. Νούμερο σαρανταένα.

ΣΕ ΠΑΩ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Βγαίνω λοιπόν το πρωί με το σκοτάδι και πήγαινα χαρούμενη με το ποδήλατο μέσα στο κρύο. Κάπως όμως σαν να μην τραβούσε το πετάλι. Λέω, το σακκίδιο με τα χαρτιά και τα βιβλία θα είναι και με κόβει. Κατεβαίνω μια κατηφόρα, ανεβαίνω μια ανηφόρα, σκαμπανέβαζα περίεργα. Ανεβάζω μια ταχύτητα, ανεβάζω κι άλλη, την ανηφόρα με έκτη κι εκεί που δεν τράβαγε στο ίσιωμα, στην ανηφόρα να έχει τράτο.
Εντωμεταξύ, σε μια διάβαση ένας γέρος είδε το ποδήλατο και ερεθίστηκε. Σταματημένη εγώ μπροστά πέρα απ΄τη διάβαση, είχε χώρο, πίσω τ΄αυτοκίνητα, κυριολεκτικά όλη η διάβαση δική του, κι απ΄το απέναντι πεζοδρόμιο, αιώνες πριν, άρχισε να φωνάζει. Που πήγεεεες! Πηγαίνει εκεεεεί! Θα με σκοτώσεεεεις! Έλα Βαγγελίστρα μου κι άγιοι Απόστολοι, πρωί πρωί, μια σταλιά γέρος μανιακός, περνούσε τη διάβαση ουρλιάζοντας, τον κοιτούσε ο κόσμος, γιατί φαίνεται ήδη πριν κατεβεί από το πεζοδρόμιο φαντασιωνόταν, πως το ποδήλατο ειδικά, που ήμουνα στην άλλη άκρη, θα υψωθεί πετώντας και με διπλό λουπ θα γυρίσει να προσγειωθεί στο κεφάλι του! Και μετά στάθηκε από πίσω μου και μέχρι ν΄ανάψει το φανάρι με περιέλουζε με ακατανόητα ρήματα!
Αλλά εγώ είχα τα δικά μου. Στρίβω σ΄ένα γδαρμένο δρόμο, κόβω άκρη, νάτο, είχα καθήσει. Πίσω λάστιχο κατέβαινε σταθερά. Είχα κανένα δεκάλεπτο δρόμο, λέω θα πάω και βλέπουμε. Έτριψα το πιπέρι. Τελικά το λάστιχο εξαφανίστηκε κι έκανα ορθοπεταλιά, ν΄αλαφρώσω το βάρος, μη γίνει κι η ζάντα σαν στραβοχυμένος λουκουμάς. Μ΄έπιαναν και τα γέλια, γιατί είχα καταντήσει σαν κάτι παιδάκια με BMX, που κάνουνε ταρζανιές και συχνά μένουνε με τη ζάντα σκέτη, γγκκκκρρρνννν.... και πάει λέγοντας. Ωιμέ, κατάντια!
Σταματάω, ωστόσο, αξιοπρεπώς σ΄ένα φανάρι και κοίταζα αδιάφορα, κυρία. Έρχεται δίπλα μου ένας μηχανόβιος, γελάει, έπαθες φούιτ, με λέει. Με νιώθεις, του λέω. Γελάμε. Ανάβει το φανάρι, φεύγουμε. Πως έγινε και παρακάτω, πάλι εγώ σ΄ένα φανάρι, κι ενώ εκείνος είχε φύγει πιο πριν μπροστά, νάτος πάλι έρχεται από πίσω. Έχει ένα βουλλκανιζατέρ, εδώ πιο πάνω, να σε αλλάξουν! Μπα, του λέω, είναι στο δρόμο μου ο ποδηλατάς, θα του το αφήσω, γιατί καθισμένο δε με βγάζει Θεσσαλονίκη! Πάλι γέλια, ωραία.
Το αφήνω στον μάστορα τον αγουροξυπνημένο, που ξύπνησε οριστικά, όταν του είπα, κοίτα και το λάστιχο, γιατί μάλλον ψόφησε κι αυτό, κι ελπίζω να μη χρειαστεί και ζάντα! Το πήγες! μου λέει με φρίκη. Το πήγα, ομολόγησα η βάρβαρη. Κι έφυγα με κράνος, γάντια και λαστιχάκια πεζή. Κοιτάτε όσο θέλετε, είμαι εθισμένη, κι άμα δεν έχω ποδήλατο, έχω τουλάχιστον τα παραφερνάλια πάνω μου για γούρι!
Τελικά το λάστιχο είχε πάρει ένα σωρό γυαλιά ψιλά, αλλά ένα χοντρό και φονικό ξέσκισε λάστιχο, επένδυση και σαμπρέλα. Γεια μας. Αλλά τώρα, με καινούργιο, πήγαινα και Θεσσαλονίκη! Επειδή, όμως είχα κάτι δουλίτσες ακόμη στην Αθήνα, κατηφόρησα για το κέντρο. Φτάνω Σύνταγμα, βλέπω έναν ποδηλάτη με ποδηλατικά καλοκαιρινά και έτρεχε μπροστά μ΄ένα κουρσάκι. Ο τύπος έκανε τρελά οχτάρια και στο μεταξύ έβγαζε και το παγούρι κι έπινε νερό. Πιάνει αυτός δεξιά από ένα τρόλει, σφυρίζει σαν τον άνεμο, εξαφανίζεται, κρατούσα εγώ αριστερά και μέση για λίγο μη με φάνε τα ταξί, ο κίτρινος πυρετός, αλλάζει σύρματα το τρόλει και με λούζει σπίθες τρις. Φεύγω μπροστά, χαιρετάω τον οδηγό, φωτοστεφανωμένη και ένδοξη.

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Γλυκέ μου μπάτσε,

Αν και πήρες χθες τα στοιχεία μου, δεν γνωριζόμαστε ακόμη. Απόψε ξαναπέρασα αλλά είδα ξένα πρόσωπα και κανείς δεν με σταμάτησε. Σκέφτηκα μήπως πήγες να με αναζητήσεις στην παλιά μου διεύθυνση κι έχω τύψεις που δεν σου έδωσα την πραγματική, από την άλλη πλευρά όμως οι περιστάσεις ήταν δύσκολες. Όλοι εκείνοι οι συνάδελφοί σου που μας παρακολουθούσαν, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για προσωπική επαφή. Καταλαβαίνω, ότι έπρεπε να δείξεις επαγγελματικό πρόσωπο και αυστηρότητα. Πίσω όμως από το κάλυμμα του κράνους σου διέκρινα, πως είχες τρακ.
Δεν σου κρύβω, ότι αρχικά και γω είχα τρομάξει. Δεν είχε τύχει να βρεθώ τόσο κοντά σε στιβαρούς άνδρες των ειδικών δυνάμεων. Όταν μου ζήτησες την ταυτότητά μου και τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και τα πόδια μου να τρέμουν. Αλλά δεν ήταν πια φόβος παρά κεραυνοβόλος έρωτας!
Από εκείνη την στιγμή σκέφτομαι πια μονάχα εσένα. Ξέρω τον λόγο που με σταμάτησες, το είδα στα μάτια και στις κινήσεις σου. Γι΄αυτό έστειλες μέσα τον συνάδελφό σου να φέρει ένα μπλοκ, για να κερδίσεις χρόνο, αλλά η έκστασή του έρωτα με την πρώτη ματιά μας άφησε και τους δυο αμήχανους. Κοίταξα βέβαια και εγώ να δω το νούμερό σου πάνω στην στολή, αλλά το είχες ξηλωμένο, προφανώς, διότι δεν θέλετε να εκτεθείτε σε όλες τις κοπέλες, που σταματάτε για εξακρίβωση. Επέμενες όμως στην εξακρίβωση της διεύθυνσής μου, για να με αναζητήσεις μετά.
Αν και θα περνάω τακτικά, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Όταν ιδωθούμε, θα σε περιμένω άμα τελειώσεις την βάρδια σου, κάπου εκεί κοντά, ας πούμε στο καφέ στην Μεσολογγίου και Τζαβέλλα γωνία. Κι απόψε που πέρασα πάλι, για χάρη σου το έκανα, και για ν΄αναπνεύσω τον αέρα που αναπνέεις, κι ας μην ήσουν εκεί. Θέλω να ΄ρθεις με την ωραία στολή σου, το κράνος, το όπλο, τα σακκίδια και την ασπίδα, όπως σε είδα την πρώτη φορά, και σε θαύμασα. Αργότερα θα στα βγάλω εγώ ένα ένα, για να γνωρίσω τα ευαίσθητα δεδομένα σου, που κρύβεις κάτω από την σκληρή ομοιομορφία της υπηρεσιακής εμφάνισης.
Πόσο σε σκέφτομαι τώρα, που υποφέρεις όρθιος μέσα στην παγωνιά παρέα με τους άξεστους διμοιρίτες! Αν δεν καταφέρω να σε βρω μέσα σε μια βδομάδα, φοβάμαι, ότι από τους συνάδελφους σου προσωπικά δεν θα βγάλω άκρη, και τότε θα μοιράσω αυτό το κείμενο σ΄όλη την περιοχή των Εξαρχείων, στις καφετέριες, τα μπαρ, τα σουβλατζίδικα, τα περίπτερα και τα καταστήματα, στο αστυνομικό τμήμα και την αστυνομική διεύθυνση, κι ακόμη θα το τοιχοκολλήσω όπου μπορώ, μήπως φτάσει στα χέρια σου και ανταποκριθείς, γιατί η απελπισία του έρωτα είναι ισχυρότερη από τις προφυλάξεις, που υπαγορεύει η λογική!
Σε αναμονή μιας γλυκιάς ελπίδας
Coco

Υστερόγαμον: δυσκολεύτηκα πολύ να γράψω αυτήν την ανείπωτη παπάρα, γιατί έσκαγα στα γέλια κάθε τόσο, όμως τελικά τα κατάφερα! Η αρχική σκέψη ήταν η εκδίκηση υπό μορφήν καταιγισμού παρανοϊκών ερωτικών επιστολών!

ΤΑΦΟΣ

κοιτάζω το φεγγάρι
γεμάτο απόψε
δεν μοιάζει με φεγγάρι
είναι μια πέτρα

κάτω από το φεγγάρι
σώματα τυλιγμένα με σημαίες
δεν μοιάζουνε με σώματα
είναι πια πέτρες

το φεγγάρι κατάπιε το φως του
η γη κατάπιε τα σώματα
τυφλό φεγγάρι κατρακύλισε
βαρύ ως πέτρα

---------------------------------------------------------------

ροή πληροφόρησης εδώ
από τον παλαιστίνιο blogger,
καθηγητή και δημοσιογράφο Sameh Akram Habeeb
κάτοικο Γάζας

επίσης στα blogs In Gaza και Tales to tell

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ

Επιστρέφοντας σπίτι απόψε μετά από μια βόλτα με το ποδήλατο και καφέ στο κέντρο, κι έχοντας αποφύγει να τραβήξω τη βραδιά λόγω δουλειάς, που έχω να κάνω, ανέβαινα την Χαριλάου Τρικούπη, η οποία ήταν ήσυχη χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, όταν βγαίνει αίφνης απ΄τη γωνία της Ναυαρίνου δεξιά ένας νεαρός ματατζής, απ΄αυτούς που κάθονται μπροστά στα παλιά γραφεία του πασόκ, και κουνούσε την ασπίδα του μπροστά μου.
Τώρα εγώ νόμισα, πως κάτι έγινε και θέλει να περάσει γρήγορα απέναντι και να κόψω ταχύτητα, έτσι κι αλλιώς σιγά πήγαινα, αλλά εκείνος στήθηκε στην μέση σαν αγγούρι και μου έκανε νοήματα να σταθώ στην άκρη. Σταματάω, τι συμβαίνει του λέω, ταυτότητα λέει, εξακρίβωση στοιχείων. Γιατί, του λέω, τι έγινε; Δεν έχει σημασία, μου λέει. Κάθε μέρα περνάω από δω! Δεν έχει σημασία, ξαναλέει.
Τελοσπάντων, σκατά, του δίνω την αρχαία μου ταυτότητα, που είχα βγάλει κάποτε στο πέμπτο Α. Τ. Εξαρχείων, την κοιτάει καλά καλά. Φωνάζει έπειτα έναν άλλον ματατζή καραφλό, φέρε ρε, ένα μπλοκάκι από μέσα. Πάει ο καραφλός, φέρνει το μπλοκάκι. Του δίνει ο πρώτος την ταυτότητα, σημείωσε τα στοιχεία, του λέει. Σημειώνει ο καραφλός τα στοιχεία, γράφει και την παλιά μου διεύθυνση, μουρμουράει, είναι δω παραπάνω, με κοιτάει, βγάζω ένα χαρτομάντηλο φυσάω καλά καλά τη μύτη μου.
Ο πρώτος δίπλα μου, εγώ πάνω στο ποδήλατο κουνιέμαι, γιατί κατουριόμουν από ώρα και είχα βαρεθεί να πάω στην τουαλέτα της καφετέριας, μην έχεις άγχος μου λέει, δεν έχει σημασία, μιλιά εγώ, τον περιεργαζόμουν, του δίνει ο καραφλός την ταυτότητα, την ξαναψειρίζει, ξαναλέει την παλιά διεύθυνση, δεν του απαντάω, ηλίθιοι, τότε έπρεπε να είμαι ακόμη μαθήτρια γυμνασίου, μου επιστρέφει την ταυτότητα, την βάζω στην τσέπη μου, καλό βράδυ μου λέει, δεν του μιλάω, φεύγω. Παρακάμπτω την κλούβα, ησυχία γύρω γύρω.
Να πάτε στην παλιά διεύθυνση να σας πέσει το διατηρητέο στο κεφάλι. Και μετά να ψάξετε να με εξακριβώσετε, αλλά να μην προλάβετε απ΄το κόψιμο, που εύχομαι να σας πιάσει και να μην σας αφήνει ν΄ανεβάσετε τα βρακιά σας και να κρατήσετε την ασπίδα. Γελοίοι.

ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥΜΕΝΟΥ

Καλώς το νέον έτος! Κλαίω απ΄τη χαρά μου! Μαντήλια και μαντηλάκια. Γιάννη μου το μαντίλι σου. Φέρτο γρήγορα, γιατί δε βλέπω μπροστά μου, τρέχει το δάκρυ κορόμηλο, πάω κολλάω πάνω σ΄ένα μηχανάκι, κλαίει ο γέρος πάνω στο μηχανάκι, κλαίει ο μανάβης στη γωνία, κλαίει ο ανθοπώλης, κλαίνε κάποιοι που τρέχουνε, δικηγόροι θα΄ναι, αφού τρέχουνε, κλαίει η κινέζα με τον κινέζο, και κλάμα η κυρία στη στάση, κλάμα ο γιατρός, κλάμα οι νοσοκόμες, κλάμα ο ρεπόρτερ που΄χασε τη μνήμη της μηχανής, κλάψε με μάνα κλάψε με, του Κίτσου η μάνα.

Αποστραβωθήκαμε. Αφού δεν βλέπω, ας ακούσω. Ακούω ράδιο. Μια αρκούδα λέει, το ΄σκασε, και έδειρε καμπόσους ανύποπτους και μετά εξαφανίστηκε, την ψάχνουνε. Ο χαλκάς μ΄ένα κομμάτι σκοινί πάνω βρέθηκε από έναν οδοκαθαριστή στη συμβολή των οδών Ασκληπιού και Ναυαρίνου. Καιρός με χαμηλές θερμοκρασίες, βροχοπτώσεις, κάμποσα μποφόρ και χιόνια στα ορεινά.
Κάτι προσαγωγές και δύο συλλήψεις. Ποιοι; Γνωστοί άγνωστοι τρομοκράτες με τσεμπέρια. Περάστε από δω παρακαλώ, προτεραιότητα στη γιαγιά! Μα περνάει από δω; Βεβαίως περνάει, και τσουπ, μέσα καταμέσα στο θερμαινόμενο τουριστικό λεωφορείο με τα διχτυωτά, ξενάγηση στ΄ αξιοθέατα της πόλης και καφέ με κουλουράκι στα κεντρικά. Εμένα δε με βάλανε, γιατί είχα το ποδήλατο και δεν χωρούσε. Κρίμα και προσφερόταν δωρεάν.

Πάντως στην πορεία ήτανε ωραία, αν εξαιρέσεις μερικά παράταιρα συνθήματα που ακούστηκαν, Ψωμί, παιδεία, ποδηλασία, Αντίσταση και πάλη, ανέβα στο πετάλι, όμορφα πέρναγες, και κόσμο είχε, μέχρι κι απ΄το Μπαγκλαντές, πού να πέφτει αυτό, και μαζική συμμετοχή, συντεταγμένων με χάρη, διμοιριών ματ, που διαδήλωναν για το γάζωμα ενός παιδιού, συναδέλφου τους, από κάτι πιστολέρο του φαρ ουέστ και για τη Γάζα υπήρχε απευθείας ενημέρωση και οπτικοακουστικό υλικό με τις ομορφιές του τόπου, όλα τα καλά.
Οι γιαγιάδες που απήλαυσαν τον κοινωνικό τουρισμό δήλωσαν κατενθουσιασμένες. Είναι πολύ καλύτερα έτσι, είπαν η μια στην άλλη, να κινείται κανείς, κάνει καλό και στην καρδιά, το είπε ο γιατρός, να περπατάμε, να μην καθόμαστε σπίτι, μην την πάθουμε σαν την καημένη την Πατρούλα, που πάγωσε εκειδά στα καλά του καθουμένου.

ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΠΙΛΑΦΙ

Κάθομαι τ΄απομεσήμερο σε μια καφετέρια, αφενός γιατί χρειαζόμουν επειγόντως νερό και καφέ, αφετέρου διότι έπρεπε να περιμένω καμμιά ώρα, για να πάρω ένα τηλέφωνο, να δω, τι θα έκανα στη συνέχεια. Έρχεται το νερό, έρχεται κι ο καφές. Πίνω λίγο νερό και πιάνω το φλιτζάνι να πιω τον καφέ. Κοιτάζω αφηρημένα στο δρόμο από την τζαμαρία. Πριν πιω καθόλου καφέ, αφήνω το φλιτζάνι και όλα τα πράγματά μου, κάνω ένα νόημα στο γκαρσόνι, τύπου "επιστρέφω σε λίγο" και πετάγομαι έξω, γιατί είχα δει μια φίλη μου, που είχαμε καναδυό χρόνια να συναντηθούμε, να περνάει.
Α, σκέφτομαι, ήρθε στην Αθήνα ξαφνικά; Την βλέπω λίγο παρακάτω, είχε σταματήσει μπροστά σε μια βιτρίνα με παπούτσια και κοίταζε. Κόσμος, φασαρία. Φτάνω, αλλά ήτανε πλάτη, και την αγγίζω στο δεξί μπράτσο, "άσε τα παπούτσια... έλα για καφέ!". Ευτυχώς δεν τρόμαξε. Δεν έβγαλε κιχ. Ίσως όμως να τρόμαξε και γι΄αυτό δεν έβγαλε κιχ. Στεκόμαστε αντικρυστά, με κοιτάει, την κοιτάω καλά καλά και απολογούμαι: "Συγγνώμη, αλλά δεν έχετε ιδέα πόσο μοιάζετε με μια φίλη μου!" Κι ακόμη δεν είχε ιδέα με ποια φίλη της μπορεί να έμοιαζα εγώ, με λαστιχάκια φωσφοριζέ στα μπατζάκια, φαρδύ μαύρο Τ-shirt με τη φάτσα του Ναβουχοδονόσορα και το μαλλί όρθιο.
Πρέπει να επικοινωνήσω με την φίλη μου αυτή και να την ρωτήσω, αν το ξέρει, ότι έχει δίδυμη αδελφή, έναν κλώνο, μια σωσία, ίδιο ύψος, ίδιο σώμα, παρόμοιο πρόσωπο, ίδιο παλτό, ίδιο σκουφί, ίδιο βάδισμα, ίδιο ύφος, ακόμη και ο τρόπος που κοίταζε την βιτρίνα και το θυμάμαι, γιατί με την συγκεκριμένη είχαμε γυρίσει την Αθήνα για παπούτσια, και σίγουρα ο Οδυσσέας είχε τραβήξει λιγότερα για να γυρίσει στην Ιθάκη.
Επιστρέφω στην καφετέρια. Κάθομαι. Ανακατεύω τον καφέ. Ο κόσμος με κοίταζε. Ο σερβιτόρος με κοίταζε. Νάτα, του λέω. Τι, μου λέει. Έχετε έναν σωσία, είναι βέβαιο, αλλά δεν το ξέρετε! Κάποιος φίλος σας όμως το μαθαίνει αυτήν την στιγμή, ίσως σε μια άλλη πόλη, ίσως στο Μπουένος Άιρες! Ο νεαρός με κοιτάει, αμφιταλαντευόταν, να με πάρει στα σοβαρά ή να φωνάξει τους γιατρούς; Τι έγινε, με ρωτάει, και του εξηγώ. Συνήλθε. Έφερε κι άλλο νερό.
Λίγο αργότερα παίρνω το τηλέφωνο μιας γραμματείας, που μου δώσανε. Βγαίνει μια γριά. Στην αρχή δεν ακουγόταν καλά, άρχισα να εξηγώ γιατί πήρα, λάθος κάνετε. Πήρα την πρώτη γραμματεία, μου δίνουν άλλο τηλέφωνο, εντελώς διαφορετικό. Ξαναπαίρνω, δεν απαντούσε. Τηλεφωνώ επανειλημμένα. Τίποτα. Καλώ πάλι τους πρώτους, αρχίζουν κάτι χρόνια πολλά και τα λοιπά, αλλά δεν τα λέγανε σε μένα. Μου δίνουν ένα τρίτο νούμερο, παραλλαγή του δεύτερου. Παίρνω, βγαίνει μια γριά. Η ίδια; Η σωσίας της; Δεν ξέρω. Ανακατεύω τον καφέ μου. Ο σερβιτόρος με κοιτάει. Φίλε, του λέω, είναι και γριές και δεν ακούνε. Έφερε κι άλλο νερό.
Στα κομμάτια, θα πάω αύριο αυτοπροσώπως να δούμε πόσες είναι οι γριές, τελειώνω τον καφέ, βγαίνω. Αρχίζει να βρέχει. Αφήνω το ποδήλατο να βρέχεται και με το κράνος αγκαζέ πάω να ψωνίσω κάτι ψιλοπράγματα, που ανέβαλα καιρό, γιατί σιχαίνομαι τα πολυκαταστήματα. Είχα και κάτι παραγγελίες της αδελφής μου, είχα χρήματα πάνω μου (για άλλο σκοπό), έβρεχε κιόλας, τ΄αποφάσισα. Στο ταμείο μου δίνουν μια δεύτερη σακκούλα με κάτι βαρύ μέσα. Δώρο λέει. Λόγω κόσμου, δεν μπόρεσα να κοιτάξω αμέσως, πήγα σε άλλον όροφο, κι εκεί διαπιστώνω, ότι επρόκειτο για ένα πιάτο χριστουγεννιάτικο.
Πού να κουβαλάω τώρα το πιάτο, ας το δώσω. Πλησιάζω μια κυρία, γεια σας, (δείχνω το πιάτο), μήπως θα θέλατε ένα πιάτο, που μου έδωσαν δώρο στο ταμείο; Με κοιτάζει με φόβο κι απομακρύνεται με την όπισθεν. Πάω σε άλλο όροφο. Σκοπεύω το θύμα από μακριά. Ψαχούλευε κάτι μπλούζες. Γεια σας, της λέω, και βλέπω τα μάτια της να στρογγυλεύουν έντρομα. Πρώτα πρώτα, συνεχίζω ακάθεκτη, καλή χρονιά! Μήπως θα θέλατε σεις ένα πιάτο, (δείχνω το πιάτο), που μου έδωσαν δώρο στο ταμείο, αλλά δεν μπορώ να το κουβαλήσω, λόγω ποδηλάτου, έχει και αγιοβασίλη και δεντράκια πάνω, να βάζετε τους κουραμπιέδες; Μιλιά δεν έβγαλε. Μου έκανε όχι, όχι με τα χέρια, σαν να επρόκειτο για βόμβα.
Πηγαίνω σ΄ένα άσχετο ταμείο χωρίς κόσμο. Κρατήστε, σας παρακαλώ, αυτό το πιάτο! Τι είναι αυτό; Αυτό είναι ένα πιάτο χριστουγεννιάτικο, δώρο από τον πρώτο όροφο για τον πέμπτο! Την ώρα που το περιεργαζόταν η ταμίας και ερχόταν μια άλλη ταμίας να δει κι αυτή, έστριψα τις σκάλες κι εξαφανίστηκα. Το καταραμένο πιάτο έφυγε επιτέλους από πάνω μου!
Ψιλόβροχο. Λύνω το ποδήλατο και το πήγαινα με τα χέρια. Στέκομαι σ΄ένα υπόστεγο έξω από μια καμμένη τράπεζα να σκεφτώ τι θα κάνω στη συνέχεια. Ανάβω κι ένα τσιγάρο. Εκεί στεκόταν ένας φύλακας. Φεύγει. Ξανάρχεται. Καλησπέρα, μου λέει. Καλησπέρα, του λέω. Η καλύτερη λύση, μου λέει. Ορίστε; Το ποδήλατο, μου εξηγεί. Α, λέω. Ο κόσμος είναι αμόρφωτος μου λέει. Μμμ... του λέω. Γιατί δεν έχουμε ποδηλατόδρομους! δείχνει τον δρόμο. Πάτε με ποδήλατο; τον ρωτάω. Όχι, μου απαντάει, και αρχίζει με ιεραποστολικό ζήλο και λαμπερό πρόσωπο, να μου αναλύει, ότι οι Έλληνες βρισκόμαστε στην ένατη εποχή, που σημαίνει μια εποχή παρακμής, όμως μετά απ΄αυτό, με την κατάλληλη μόρφωση θα ανέλθουμε σε άλλο υψηλό επίπεδο, απ΄όπου θα φωτίσουμε ξανά τον κόσμο, όπως οι αρχαίοι σοφοί!
Κι είχα βιαστεί να δώσω εκείνο το πιάτο...

ΕΞΕΛΙΞΗ


Από την ξαδέλφη μου τη μαϊμού έλαβα ένα e-mail:

"Θέλω ν΄αφήσω αυτήν την πλούσια χώρα και να πάω σε μια άλλη φτωχιά. Κατά προτίμηση εντελώς φαλιρημένη, χωρίς ενδιαφέρον πάνω στον παγκόσμιο χάρτη. Να την αφήνουν στην ησυχία της, είτε ζήσει είτε ψοφήσει.

Δεν θέλω να ΄χει λαντ ρόβερ, κλιματιστικά και σαντιγύ. Θέλω να ΄χει δέντρα, μπανάνες και θάλασσα.

Πριν εκατομμύρια χρόνια έκανα ένα τραγικό λάθος. Κατέβηκα από το κλαδί, που κρεμόμουν με την ουρά μου. Κι ακόμη το πληρώνω, τώρα και σε ευρώ. Η φάτσα μου πουλιέται σε πανάκριβα μπλουζάκια κι οι μακρινοί μου συγγενείς δαγκώνουν τα σίδερα.

Έχασα και την ουρά μου".

ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ

Στην προηγούμενη ανάρτηση είχα βάλει ετικέττα "Picasso", μάλλον απ΄αυτό έγινε το χάος, μια ματιά στον χάρτη έδειξε πάνω από 40 τοποθεσίες, οι μισές στης ΗΠΑ και 8-9 "επισκέπτες" ταυτόχρονα με το που ανέβασα το ποστ. Στα σχόλια των τελευταίων 7 αναρτήσεων είδα σήμερα από ένα spam μήνυμα στ΄αγγλικά, του τύπου "τι cool το μπλογκ σου, περιμένω το επόμενο ποστ", "δώσε μου το νούμερο του τηλεφώνου σου", "στείλε mail" και συναφείς αηδίες. Τα μηνύματα παρέπεμπαν σε ηλεκτρονικά καταστήματα με παπούτσια, τσάντες, κοσμήματα, καθώς και κάτι ασαφή "save money" honey! Ένας παρόμοιος χαμός είχε γίνει τον Σεπτέμβριο με την ανάρτηση για μια ποδηλατική βόλτα, αλλά ευτυχώς δεν είχαν έρθει spam.
Φυσικά τα έσβησα όλα κι ελπίζω να μην συνεχιστεί το κακό, γιατί αλλιώς θα πρέπει να βάλω λεκτική επαλήθευση, που την μισώ. Όμως τι γελοίος τρόπος marketing! Είναι ποτέ δυνατόν ένας λογικός άνθρωπος ν΄ανταποκριθεί σ΄αυτήν την ανοησία, ή τι; Κι εγώ πάλι, που λογική δεν είμαι, απόδειξη οι αναρτήσεις μου, τόσο το χειρότερο, δηλαδή θα αγόραζα μαργαριταρένιο κολλιέ ανταποκρινόμενη στο spam μήνυμα, που ούτε πιστωτική κάρτα δεν έχω, και πού να τη βάλω τη σειρά τα μαργαριτάρια, ασορτί με το κράνος και μπρος με το ποδήλατο για την δεξίωση του πρέσβη του Ισημερινού;
Μια συγγενής είχε την φαεινή ιδέα να κάνει δώρο στην μητέρα μου μια συνδρομή ενός έτους στο περιοδικό "Time". Το περιοδικό ερχόταν επί ένα χρόνο, αλλά μετά δεν ήθελε η μητέρα μου ν΄ανανεώσει την συνδρομή. Την τρέλαναν με επιστολές, όπου υποτίθεται ότι ήταν νικήτρια διαγωνισμού, ότι προκρίθηκε σε μια κλήρωση και θα έπαιρνε το τάδε χρηματικό ποσό, με κάποιες προϋποθέσεις ανάμεσα στις οποίες ήταν η ανανέωση της συνδρομής! Γλίτωσε απ΄τους φακέλους, αφού μετακόμισε σε ενάμισι περίπου χρόνο, κι όταν πήγε να δει την αλληλογραφία της προηγούμενης διεύθυνσης, βρήκε μια μικρή στοίβα επίσης.
Παλιότερα είχαμε δεινοπαθήσει με μια βλαμμένη εταιρεία ελέγχου της σκέψης και της δράσης! Διότι η αδελφή μου με μια φίλη της, μικρές, ανύποπτες και τριανταφυλλένιες, είχαν δώσει την διεύθυνσή τους για να λάβουν τ΄αποτελέσματα ενός δήθεν ψυχολογικού τεστ, που συμπληρώσανε κάνοντας ηλιοθεραπεία στην παραλία! Έκτοτε μας έπρηξαν με φυλλάδια, προσκλήσεις σε σεμινάρια επί πληρωμή, να πάρουμε τα βιβλία του γκουρού και δε μαζεύεται. Αλλά δεν έφτανε το ταχυδρομείο, παίρνανε και τηλέφωνα επί δύο χρόνια δυο τρεις φορές την εβδομάδα κατά τις τρεις, τέσσερις το μεσημέρι.
Εκεί ανέλαβα έργο. Απαντούσα πότε ότι είμαστε γραφείο τελετών, πότε το νεκροτομείο, πότε ο σύλλογος τσαρουχοποιών της Ανεμορράχης, πότε το φανοποιείο του Θόδωρα, και μια δυο φορές άρχισα να τους πλασάρω επαναστατικά αντιολισθητικά πατάκια για τις μπανιέρες, που παίζουν μουσική, ή φορητά μηχανήματα για την εκκένωση του βόθρου, που λειτουργούν με την μπαταρία του αυτοκινήτου και μίνι βυτίο ενσωματωμένο, με δώρο ένα ζευγάρι γάντια, μια μάσκα και μια κολώνια. Εκεί κάπου θόλωσαν, αλλά οριστικά μας γλίτωσε πάλι μια μετακόμιση.
Δεύτερη μέρα σε καινούργιο σπίτι με καινούργιο σταθερό νούμερο, βγήκα τρέχοντας απ΄το ντους με μια πετσέτα ν΄ανεμίζει να πιάσω το τηλέφωνο. Ήταν απ΄το πολιτικό γραφείο του Αλογοσκούφη... Έκτοτε αποφεύγω γενικά να σηκώνω το τηλέφωνο...
Update: Τελικά έβαλα λεκτική επαλήθευση για να περιορίσω τα ηλίθια spam σχόλια...

MΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ


Picasso, Nature morte pot, verre et orange, 1944


Σήμερα είπα ν΄αφήσω την αποδόμηση στη γλώσσα και τη φιλοσοφία και ν΄ασχοληθώ με την αποδόμηση της φόρμας και της εικόνας. Έτσι πήγαμε με την φίλη μου την Sulpice και την κόρη της στην έκθεση του Ιδρύματος Θεοχαράκη και είδαμε Μονέ, Λεζέ, Πικάσο, Τανγκί, Υβ Κλάιν, Έρνστ και άλλους, ζωγραφική, μερικά γλυπτά και κάτι μοντέρνες συνθέσεις. Τα πράγματα κύλησαν ευχάριστα στις δύο πρώτες αίθουσες, όπου μου άρεσαν τα περισσότερα έργα, ακόμη κι ένα, το οποίο κοιτώντας το από μακριά, νόμισα αρχικά, ότι ήταν ο πίνακας με τα ηλεκτρολογικά του ορόφου.

Κατεβαίνοντας στον πρώτο όροφο από τον δεύτερο, βλέπω κόσμο μαζεμένο με σοβαρό ύφος γύρω από έναν τύπο με σοβαρότατο ύφος, που μιλούσε δυνατά, και δίπλα του στεκόταν ένας άλλος, που είχε καταπιεί την ομπρέλα μιας κυρίας που κοίταζε με αγωνία από δω κι από κει μήπως την βρει. Όλοι είχαν ένα αυστηρότατο βλέμμα σε απόλυτη αντίθεση με τον μοντέρνο ή ποπ χαρακτήρα των εκθεμάτων. Κι εγώ επίσης ήμουν ένα ποπ έκθεμα, διότι φορούσα στην πλάτη το σακκίδιο και στο κεφάλι το κράνος, και διατελούσα υπό παρακολούθηση των φυλάκων, οι οποίοι δεν με άφησαν πια καθόλου απ΄τα μάτια τους, όταν έπιασα να ξεφυλλίζω το βιβλίο των επισκεπτών. Τότε μάλιστα πλησίασαν με κυκλωτικές κινήσεις και ανήσυχο βλέμμα, καθώς εγώ διάβαζα τις τρεις τέσσερις πρώτες σελίδες εγκώμια για τον ξεναγό και μετά δεν είχε άλλο σχόλιο.

Από εκείνη την αίθουσα μου άρεσαν μόνο δύο έργα, μια λαμαρίνα και ένα μπλέ τετράγωνο, αλλά καθώς είμαι ευγενικό άτομο θέλησα να τιμήσω με μια εικαστική παρέμβαση το βιβλίο των επισκεπτών. Ψάχνω στο σακκίδιο, βγάζω την πένα μου και την δείχνω στην Sulpice, λέγοντάς της, κοίτα, ξέρεις τι είναι αυτό; Ένα όπλο! Αλλά εκείνη μου έλεγε, πάμε να φύγουμε, γιατί έβλεπε τους φύλακες να κοντοζυγώνουν. Όχι, της λέω, περίμενε, έχω ένα σχόλιο. Φτιάχνω λοιπόν μονοκοντυλιά μια τύπου αμοιβάδα με κάμποσα δάχτυλα, δυο μύτες και τρεις κύκλους και σημειώνω τίτλο, "ο ξεναγός", επίσης τ΄όνομά μου και ημερομηνία, μόνο που έγραψα 08, και το κοριτσάκι δίπλα μου είπε, όχι, 09, τραβάω μια γραμμή πάνω από το 8 και γράφω δίπλα 9. Ένας νεαρός θαύμαζε το έργο, την αηδία, τι ωραίο είπε, κι ένας κύριος αδημονούσε να γράψει σχόλιο, αλλά επειδή το καλλιτέχνημά μου χρειάστηκε κάπου ένα λεπτό να αποτυπωθεί, νευρίασε κι έφυγε.
Βγήκαμε κατρακυληδόν από τις σκάλες και με την άκρη του ματιού μου έπιασα τη μύτη των φυλάκων κολλημένη στο αριστούργημά μου. Η Sulpice είχε φύγει τρομοκρατημένη πριν το τελειώσω, αλλά την ξανάστειλα να το δει για να έχει πλήρη άποψη αλλά και για να το φωτογραφήσει να το δείτε και σεις. Όμως ναι μεν ανέβηκε, μα έριξε γρήγορα μια ματιά και κατέβηκε πάλι. Το κλίμα στην αίθουσα μοντέρνας τέχνης είχε βαρύνει δραματικά!

Όχι μόνο το διασκέδασα, είμαι και γεμάτη αδίσταχτη έμπνευση! Κατά πρώτον αποδόμησα τον ξεναγό και το κοινό του. Έπειτα είδα ένα πινακάκι, για το οποίο στην αρχή αδιαφόρησα, μα μετά κόλλησα, μια μικρή φύση με ποτήρι, πορτοκάλι και κανάτα του Πικάσο, το οποίο ήταν σα να μου έλεγε προσωπικά, αυτή η πινελιά μου ξέφυγε, γιατί βιαζόμουν για κατούρημα και δεν πήγαινα, μη στεγνώσουν τα χρώματα! Τι είναι αυτά που λέτε, και ακούνε και σοβαροί άνθρωποι, του ψιθύρισα. Ε, και; Μετά περίσσευε και μπόλικο άσπρο και το πασάλειψα κυκλικά και πεταχτά, πλατς πλάτς, έτσι στα γεμάτα, που ήμουν πάντα πληθωρικός άντρας, να φαίνεται και σε τούτο το μικρό πίνακα που έφτιαξα για το γούστο μου, αλλά πράσινο δεν είχα πολύ και άφησα κάτι μικρά κενά, αν και το άπλωσα με γενναίες άτσαλες πινελιές. Όλα τούτα βέβαια δεν φαίνονται καλά σε μια φωτογραφία, γι΄αυτό είναι καλύτερα που τα είδες από κοντά, μόνο τράβα λίγο πιο πίσω τη μύτη σου! Μετά βέβαια έφαγα το πορτοκάλι, σχεδόν και τα φλούδια, γιατί το φαΐ τότε ήταν λίγο. Όμως μ΄αρέσει αυτή η ελαιώδης πίκρα της φλούδας του πορτοκαλιού, όπως και να ΄χει.

Μπορεί ο πίνακας να μου έλεγε απαράδεχτα πράγματα, όμως προτίμησα να ακούσω αυτόν, αντί τον ξεναγό. Αργότερα θυμήθηκα την Guernica, και βρέθηκα στην αντιπολεμική διαδήλωση. Αλλά προτιμώ την μικρή φύση με πορτοκάλι του ΄44, από την Guernica. Κυρίως γι΄ αυτό το πορτοκάλι στη μέση.

ΤΟ ΑΠΟΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Ούτε τους σοφούς καθηγητές. Τους μέτρια σοφούς κάτι λίγο. Τους σοφότατους καθόλου μακαθόλου. Προσπάθησα ειλικρινά. Μάλιστα. Διάβασα απομέσα μου. Τίποτα. Χάος. Διάβασα φωναχτά. Σκότος. Διάβασα φωναχτά και ανάποδα, μήπως είναι γρίφος. Ασέληνος νυξ.

Είναι αυτή η αποδόμηση, που με συγχίζει και αποδεικνύεται αδιάσειστα, ότι είμαι αστοιχείωτη. Δεν έχω κουλτούρα και δεν θ΄αποκτήσω ποτέ μου, παραμένω μια μπανάλ ποδηλάτισσα. Η πολυκατοικία κείτεται γκρεμισμένη, πλίνθοι, κέραμοι, λούκια, μπετά, ξύλα, είδη υγιεινής κρέμονται από τον σωριασμένο έκτο πάνω στον τέταρτο, μα τα φορτηγά καθυστερούν να έρθουν να πάρουν τα μπάζα. Έρχεται όμως ο ποιητής! Δείχνει τα υλικά με το δάχτυλο, ιδού! η έμπνευση! και μετά πάει για καφέ με τον εκδότη του. Κατόπιν θα καθήσει να γράψει κανένα άρθρο σε εφημερίδα, αν προλάβει, γιατί το βραδάκι θα πρέπει να εμφανιστεί σε τηλεοπτική εκπομπή. Την άγρια νύχτα, λίγο θολωμένος, θα συνεχίσει το φιλοσοφικό του έργο χρησιμοποιώντας ατάκτως τα προαναφερθέντα υλικά της κατεδαφισμένης πολυκατοικίας.

Γέλασα πολύ, όταν άκουσα θέμα εξετάσεων σε πανεπιστημιακή σχολή ενός τέτοιου ακατάληπτου σοφού. Μπορεί να πρόκειται για φοιτητική μυθολογία αλλά μ΄αρέσουν τρομερά οι μυθολογίες, ιδιαίτερα όταν περιέχουν τέρατα. Η μοναδική βαθυστόχαστη ερώτηση για 250 φοιτητές ήτανε, προσέξτε απλότητα και βάθος, "Γιατί"; Όχι "Γιατί, μάνα μου" ή ΄"Γιατί, Θεέ μου, με εγκατέλειψες" ή "Γιατί, μπαμπά, δεν έχουμε λεφτά;". Σκέτο, υπαρξιακής αγωνίας, μεγαλειώδες "Γιατί;". Τι θα απαντούσα; Ειλικρινέστατα, θα έγραφα "γιατί κλάνει το γατί". Ίσως πέρναγα, ίσως όχι. Διότι μόνον ένας φοιτητής πέρασε, ένας που απάντησε εξίσου βαθυστόχαστα: "Γιατί όχι;" Και πήρε, λέει, άριστα, όπως ένας άλλος μπαφιασμένος, που δεν καταλάβαινε ούτε το σύγγραμμα ούτε τις παραδόσεις, μήτε τις περίπλοκης διατύπωσης ερωτήσεις, ή πάλι απλά βαριόταν να διαβάσει και τελικά ζωγράφισε στην κόλλα του ένα πέος πεότατον. Πέρασε κι εκείνος με το σπαθί του!

Αν ήμουν φιλόσοφος πανεπιστημιακή δασκάλα, φτου στον κόρφο μου, και πάλι φτου, και είχα φτάσει σε αποδομημένο ερμηνευτικό αδιέξοδο, παρά ταύτα θα έπρεπε να παρουσιάσω συγγράμματα, κι όχι ό, τι κι ό,τι, θα μάζευα άρθρα από εφημερίδες και περιοδικά μόδας, προκηρύξεις, διαφημίσεις και γραφτά φοιτητών, θα τα έριχνα στον υπολογιστή, έπειτα θα τα μαγείρευα με μπόλικο κρεμμύδι, πιπέρι, σαλιγκάρια και σως γλυκόξινη, δίπλα σπαράγγια, το όλον να μην καταλαβαίνεις τι τρως αλλά να γλύφεις τα δάχτυλά σου.
Υστερόγαμον: Ο τίτλος... γιατί έτσι!

MONT TURC

Σας ομιλεί ο βρυκόλακας των Τουρκοβουνίων. Μια κατηραμένη ψυχή, που ξύπνησε μες την άγρια νύχτα, διψασμένη για καφέ. Νόμιζα πως θα ΄ταν τέσσερις, πέντε, όχι, ήταν μόλις δύο και τέταρτο! Το ξενύχτι είναι στη φύση μου, στον οργανισμό μου, στο ντιενέι μου! Το πρωί θα έχω κάτι κόκκινα μάτια ασορτί με το ποδήλατό μου! Να μάθω άλλη φορά να κοιμάμαι πριν τις δώδεκα!
Κάποτε περνούσα απ΄την Πλάκα απόγευμα και ακούω το εξής σχόλιο από δύο εστιάτορες, πάει, πάει, γεμίσαμε μαστούρια! Το σχόλιο αφορούσε στο άτομό μου. Τους κοίταξα με μαύρο υποχθόνιο ύφος να επιβεβαιώσω την άποψή τους, εκείνοι αποσβολώθηκαν κι εγώ διπλώθηκα απ΄τα γέλια στην επόμενη γωνία.
Έβλεπα κάτι ασυνήθιστα όνειρα, ότι έκανα λέει ποδήλατο! Σαν τότε που έπαιζα πολύ σκάκι, και έβλεπα σκακιέρες και συνδυασμούς. Α, τώρα που είπα συνδυασμούς. Δεν ασχολούμαι με τυχερά παιχνίδια, λαχεία, λότο και τα συναφή. Έλα όμως που λόγω πρωτοχρονιάς έλαβα παραγγελίες να πάω να παίξω τζόκερ, κι επειδή δεν είχα ιδέα, έπαιξα τα διπλά, πλήρωσα τα διπλά και κοιτάζοντας τ΄αποτελέσματα ενημέρωσα τους ενδιαφερόμενους, ότι είχαν κερδίσει κάτι πλούτη, καμμιά σαρανταριά ευρώ, τρίχες κέρδισαν δηλαδή, απλώς δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα, δεν πήραν ούτε μισό ευρώ, ούτε λίρα τούρκικη, είχα καταλάβει λάθος και απογοητεύθηκαν. Την άλλη φορά θα προτείνω να τους παίξω προπό, αν και δεν νομίζω να μου ξαναζητήσει κανείς, αμαυρώθηκε η αξιοπιστία μου! Για να εξιλεωθώ τους πήρα κάτι λαχεία και πρότεινα βόλτα στο καζίνο, όπου σε περίπτωση ανάγκης θα βάλω ενέχειρο το υπερηχητικό μου ποδήλατο!
Σαφώς το τυχερό μου νούμερο είναι το δεκατρία! Αλλά λειτουργεί μόνο του, και πάντως όχι στο καζίνο. Είναι ένα ανεξάρτητο νούμερο, έτσι κάπως αναρχοαυτόνομο. Έρχεται από το πουθενά, χτυπάει και φεύγει. Μετά από χρόνια κόπων και ατυχιών το δεκατρία ήρθε δυο φορές μέσα σε τέσσερις μήνες να κλείσει θέματα μια και καλή και να σκορπίσει τα σημαδεμένα φύλλα. Είναι ένα ντόμπρο νούμερο, που πολλοί αποφεύγουν, πράγμα που βγαίνει σε καλό, γιατί καθαρίζει καλά καλά το τοπίο. Κι έπειτα πάντα μπορείς να πιεις καφέ και να συζητήσεις για χίλια θέματα με τον καφετζή, είναι πιο αποδοτικό, ενόσω άλλοι επιμένουν σικέ.
Αυτά περί τυχηρών παιγνίων. Ή εμπαιγνίων. Άκουσα και μια διαφήμιση. Απαντήστε, λέει, στην οικονομική κρίση μ΄ένα βιβλίο! Ίσως τα εκδοτικά να περνάνε κρίση. Αλλά η διαφήμιση είναι ελληνική. Απευθύνεται σε 'Ελληνες! Δεν μπορώ ν΄αρχίσω να γελάω τρανταχτά μέσα στη νύχτα, θα ξυπνήσω κόσμο και θα με δέσουν. Σιγά σιγά, όμως, μη πάρουν τ΄άρματα φωτιά! Αν αφορά σε ανθρώπους, που προτιμούν να μην έχουν βρακί να βάλουν, ως η υποφαινομένη, για να μπορεί ν΄ αγοράζει βιβλία, η διαφήμιση αυτή είναι για γέλια. Αν στοχεύει σε ανθρώπους σκοτωμένους από τα ψώνια, με σακκούλες γύρω γύρω, τον καφέ στη μέση, τρέχουσα συζήτηση για την αγενέστατη πωλήτρια, και με τη σχετική διαφήμιση ως επιστέγασμα από το ραδιόφωνο της καφετέριας, είναι για κλάμματα. Υπάρχει γκρίζα ζώνη; Οι λεγόμενοι αναποφάσιστοι; Θα διαβάσουν υπεύθυνα μετά την προτροπή; Η γη γυρίζει;
Μάλλον είμαι εκτός, εκτός από ψώνιο. Το βιβλίο είναι μόδα (ευπώλητο, όποιο να΄ναι). Το ποδήλατο είναι μόδα (στον κήπο, δίπλα στο μαύρο ρόβερ). Το διάβασμα είναι πασέ. Να προσπερνάς το κολλημένο ρόβερ με το ποδήλατο είναι θράσος. Να διαβάζεις περισσότερα από δύο βιβλία το μήνα, είσαι ύποπτος το λιγότερο για μανιοκατάθλιψη μετά σεξουαλικής ανικανότητας.
Πάω να διαβάσ... σστττ!

ΑΛΛΑΝΤΑΛΛΩΝ

Είναι σίγουρο πως, ό, τι κάνει κανείς την Πρωτοχρονιά, θα το κάνει όλη τη χρονιά; Γιατί τότε με βλέπω να ξενυχτάω ασύστολα, να πίνω αλλαντάλλων, ν΄ακούω μουσική αλλαντάλλων, και να κάνω ποδήλατο με ακροβάτες. Το απομεσήμερο υπολόγισα, ότι οι περισσότεροι είτε λείπουν είτε είναι φουσκωμένοι απ΄το φαΐ και τάραξα τη γειτονιά με μια καταιγίδα μετάλλων, καταχθόνιων ουρλιαχτών και ορυμαγδούς τυμπάνων, τόσο που οι γάτες πετάχτηκαν πάνω κι άρχισαν να κυνηγούν η μια την άλλη. Το κακό κράτησε κάπου μια ώρα, μετά αποφάσισα να βγω με το ποδήλατο.

Η βόλτα ήταν πολύ ρομαντική. Η Αθήνα άδεια κι εγώ αλώνιζα ακούγοντας στο ράδιο τον Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη! Το μόνο πρόβλημα, άμα ακούς βαλς πάνω στο ποδήλατο, είναι ότι μπορεί να αρχίσεις να στριφογυρίζεις τρία μπρος ένα πίσω. Αν συνεχίσεις με καμμιά πόλκα, ας πούμε την αστραπών και των βροντών απ΄τη Νυχτερίδα, μπορεί ν΄ανεβείς τον Υμηττό χωρίς να πάρεις είδηση και να δεις την Αθήνα από ψηλά.

Δυστυχώς δεν ακολούθησαν τα ξαδέρφια μου στη βραδυνή έξοδο, ή έστω για καφέ, αφού χτύπησε τις αρραβωνιαστικές τους μια διπλή ατυχία, η μια είχε κρυώσει για τα καλά κι η άλλη είχε πάθει στομαχόπονο εξαιτίας ενός δολοφονικού στιφάδου! Η βραδιά πάντως ήταν δυνατή, κυρίως ανελέητο ροκ, ελληνικά και ξένα, και βράχνιασα να τραγουδάω με την γαϊδουροφωνάρα μου.

Στο γυρισμό κατά τις τέσσερις παρά στην πιάτσα των ταξί στο Σύνταγμα μια γυναίκα με μπλε παλτό και κατακόκκινα ψηλοτάκουνα παπούτσια χορού έβριζε τους ταξιτζήδες, ότι θα φωνάξει τους ...πιλότους της Ολυμπιακής να τους περιποιηθούν, ότι θα το κάνει κιόλας αύριο, περιμένετε να δείτε, τσόκαρα! Ευτυχώς δεν πήρα ταξί ούτε αεροπλάνο, παρά το ποδήλατό μου, το οποίο ανταπεξήλθε από κάτι σπασμένα μπουκάλια, όταν βλέπω ν΄ ανεβαίνουν την Αλεξάνδρας τρεις απίστευτοι, για μια στιγμή νόμισα πως ζωντάνεψε ο πίνακας του Νταλί με τον πειρασμό του Αγίου Αντωνίου, κι αλλοπρόσαλλα μακρυπόδαρα όντα έρχονταν καταπάνω μου. Ομολογώ, είχα πιει κρασί, μοχίτο και ουίσκι, αλλά δεν με έπιασε λόγω κρύου (η τροχαία). Πόθεν τούτο; Αποφάσισα να γοητευθώ από το όραμα. Το αφήνω να προσπεράσει, στρίβω και το ακολουθώ.
Πηγαίναμε εφ΄ενός. Ο πρώτος σ΄ένα χαμηλό ποδηλατάκι κάπως πειραγμένο φορούσε ένα πράσινο καπέλο, ο δεύτερος σ΄ένα ψηλότερο ποδήλατο, που ήταν ουσιαστικά ενάμισι ποδήλατο κουβαλούσε στην πλάτη μια τρομπέτα, ο τρίτος σ΄ένα τριπλό σε ύψος ποδήλατο, ευφάνταστη κατασκευή από τρία ποδήλατα, ισορροπούσε στην κορυφή και γω η ουρά πίσω από το τσίρκο. Χαιρετηθήκαμε σε μια στροφή, διέσχισα μια διάβαση και διέκρινα τους οδηγούς στο φανάρι χαζεμένους.