ΣΤΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤ΄ ΑΛΩΝΙΑ

Φοράω, λοιπόν, τις καλές μου τις αρβύλες τις αθηναίικες και πάω σουαρέ στο Lagos Sul. Εκεί είναι σαν να λέμε η Εκάλη της Μπραζίλιας, μόνο που δεν έπιασε βουνό, πού να το βρει, βρήκε λίμνη κι άραξε στην όχθη. Μια μαντάμ Μποβαρύ με ρώτησε τί έκανα στο μαλλί μου και δείχνει, κι εγώ της είπα πώς μου παράπεσε τ΄αμυγδαλέλαιο, μια άλλη μαντάμ ντε Σεβινιέ με ρώτησε τί κάνω στο δέρμα μου και γω της είπα πώς πίνω πολύ φραπέ συνήθως χωρίς ζάχαρη αλλά με πολύ γάλα. Για τις αρβύλες δεν είπαν κάτι. Ευτυχώς, γιατί κάθε υπόδημα έχει και την ιστορία του, κι αν ήταν να διηγηθώ τα πεπραγμένα ή μάλλον τα περπατημένα του συγκεκριμένου ζευγαριού δεν θα προλάβαινε ο ψυχίατρος ν' αλλάζει τα μπροκάρ στο ντιβάνι, και με τι συνείδηση θα έκανα μετά εγώ ανέμελα ποδήλατο, έχοντας προξενήσει τόσες υπαρξιακές ταραχές.
Δεν έφτανε που κάθησα σταυροπόδι με τους ασυνείδητους καπνιστές δίπλα στην πισίνα, έπινα νερό, όχι από την πισίνα, από ποτήρι, κανονικά, ετοιμάζοντας ένα άλλο έγκλημα. Ο κόσμος είχε προ πολλού σερβιριστεί, κόκκινο κρασί οι περισσότεροι και δυο τρεις ουίσκι με πολύ πάγο. Εγώ νύσταζα, γιατί είχα ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, κι έσερνα ένα ύφος δεμενοιαζειοκοσμοσνακαεί, όλως άτοπο ύφος, γιατί σε καναδυό μήνες το πολύ, λογικά θα πρέπει να διαλέξω πισίνα να πνιγώ, θα μείνει και πανωλαδιά απ΄τ΄αμυγδαλέλαιο, αλλά να τούτο που σχολιάστηκε, μα πώς και δεν ανησυχώ και τέτοια, και γω εκάλεσα τον σερβιτόρο. Ένα ουίσκι, πορ φαβόρ, με νερό μου λέει, όχι με νερό, με παγ..., ούτε παγάκια, τίποτα, νάντα, ένα ουίσκι σκέτο, πούρου; μου κάνει κι έλαμψε το μάτι του, καταχάρηκε, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ναι μωρέ, ένα πούρου!
Πίνω το πούρου, μια χαρά ήτανε, και κει που ονειρευόμουνα το ρόδινο το μέλλον, με πήραν είδηση και μού΄κοψαν τον οίστρο τον χομάντζικου, τί είναι αυτό που πίνω και δεν τους δίνω; Όχι δεν είναι κονιάκ, δεν είναι λικέρ, ουίσκι απλό της προκοπής είναι, υγρόν πυρ, σαν αυτό που πήγανε να κόψουνε οι Ιησουίτες από τους Ινδιάνους, εδώ πιο κάτω κατά τη θάλασσα, στα περίχωρα του Ρίο, όταν το Ρίο ήταν ψαροχώρι ακόμα, και περίχυσαν οινόπνευμα οι Ινδιάνοι τις καλύβες των παπάδων, ρίξανε κι από ένα σπίρτο, τα χρειάστηκαν οι καλόγεροι κι αφήσαν πια την πιρόγα να πηγαίνει το δρόμο της, μόνο που επέμεναν για τον αγιασμό στα εγκαίνια.
Κι επειδή το δίκιο τό΄χει ο Ινδιάνος κι όχι ο Ιησουίτης, ήρθα στο κέφι μου, έφυγε η νύστα, δεν κρύωνα κιόλας, που έκανε ψόφο κι υγρασία, φορούσα ένα τίποτα και θέλανε να φέρουνε κουβέρτες να με σκεπάσουνε, όχι δεν κρυώνω, η τρίχα μου σηκώνεται για τους δικούς της λόγους, και τη μπλούζα την ποδηλατική την έχω στο σακκίδιο, αλλά πάει σετ με το ποδήλατο. Και πού πάω με το ποδήλατο και πού γυρίζω τις νύχτες τις μαύρες τις φελάχες και νά΄ρθει ο ένας πρέσβυς στις ποδηλατικές ομάδες να κάνει χιλιόμετρο και το βλέπω να τρέχουμε μπροστά τα ποδήλατα κι από πίσω ο σοφέρ με τα ισοτονικά, και λέει ο άλλος πρέσβυς, καιρό έχουμε να τα πούμε, τί να πούμε, λέω, όλα καλά, πορτογαλιστί, είναι μια μικρή καθημερινή φιλοσοφημένη έκφραση εδώ, σε ρωτάνε, Τodo bem? Bem, απαντάς και το εννοείς, muito bem!
Υστερόγαμον: αχ κύριε πρέσβυ, θα σας κακομάθω...

3 σχόλια:

Sulpice είπε...

Αντε και στα προεδρικά μέγαρα.... και παραπέρα... :Ρ
muito bem, muito bem...

alepouda είπε...

Βροντάει κι αστράφτει στο οροπέδιο
και μαζευτηκαν τα συννεφα της εμπνευσης
και επιτελους επιασε βροχη απο ποστ, σ'αυτη την ερμη μαυρη γατοσελίδα...

Τελος στην ανομβρία του χαμόγελου

αντε μπράβο!

;)

Coco είπε...

@Sulpice: αυτό το ...παραπέρα... δεν έχει...πιο πέρα είναι η λίμνη!

@alepouda: στην Santa Catarina πήγε, η μπόρα λέω, κι έκαμε καταστροφές. Όμως το Planalto δε μασάει, θα καθήσω εδώ μέχρι το 2012 να κόψω και κίνηση εξωγήινη!