Στην κούρσα πάνω δεν έχω βάλει σχάρα κι έτσι ο,τιδήποτε κουβαλάω το σέρνω στην πλάτη. Πάει η εποχή που τραβολογιόταν ο Πίντσον πάνω στη σχάρα του Σίμου, και με ρώταγαν στις ποδηλατοβόλτες, έφερες και βιβλίο, τι θα μας διαβάσεις, μα κι εκείνη τη σχάρα την έβγαλα. Μ΄έφαγε ο μινιμαλισμός... Ουσιαστικά αν δεν βάλω μες το σακίδιο βιβλίο, το μόνο υπολογίσιμο βάρος είναι τα κλειδιά, πού μαζεύτηκαν τόσα, και τα ψιλά στο πορτοφόλι.
Όμως το ζήτημα είναι ότι πάντα κουβαλάω το βιβλίο, ένα κάποιο βιβλίο. Τρακόσιες εξηνταπέντε μέρες το χρόνο, το βρακί μου μπορεί να το ξεχάσω, τα γυαλιά μου επίσης, μια φορά μάλιστα το αντιλήφθηκα κάπου στη μέση της διαδρομής, ότι έλειπαν τα γυαλιά, όχι το βρακί, όμως ποδήλατο και βιβλίο δεν τα ξεχνάω ποτέ. Μόνο χθες, που υπολόγισα να κάνω κάτι δουλειές μετά τη δουλειά, είπα να μην πάρω βιβλίο και με βαραίνει στις διαδρομές που θα ήταν τρίδιπλες, ε, πήρα μόνο το μικρό πορτογαλικό λεξικό, μην ξεμείνω από λέξεις και τι θα κάνουμε στη μούγγα.
Αλλά για δες, τη μέρα που συνειδητά δεν πήρα βιβλίο, άλλαξε το πρόγραμμά μου ξαφνικά, το αλλάξανε δηλαδή, και πότε προλάβανε, είχα ξυπνήσει άδικα των αδίκωνε από τις εξήμισι, ήρθαν όλα τούμπα, και να μην τα πολυλογώ, οι δουλειές μου αναβλήθηκαν κι απόμεινα από πάνω με αρκετό κενό χρόνο στους πέντε δρόμους χωρίς βιβλίο, φρίκη, μα και χωρίς να μπορώ ν΄απομακρυνθώ ιδιαίτερα, προς την παραλία ας πούμε για καμμιά κουρσάδικη βόλτα!
Πήγα πρώτα λοιπόν να πιω έναν καφέ της προκοπής, βρέθηκα σ΄ένα γιάπικο, κοστούμια από δω, γόβες από κει, λαπτόπ παραπέρα, μιλάμε για οχτώ κι εικοσιέξι το πρωί, πίνω τον καφέ αργααααά, πολύ αργά, διάβασα κι όλες τις πορτογαλικές λέξεις από s, μία θυμάμαι τώρα, sair, φεύγω. Πριν φύγω, βλέπει ο σερβιτόρος το λεξικό, εκστασιάζεται, ξέρεις πορτογαλικά, νάου, του κάνω αλλά θα τα μάθω, τα ζητάει η εταιρεία, ε, ποια εταιρεία, καλέ, ο οργανισμός μου τα ζητάει!
Ιδού τώρα τα χειρότερα, κάνω γύρω στα τρία τέταρτα ποδήλατο, λυσσάω, είναι ωραίο το πρωινό φως, σ΄αυτή τη χαραμάδα των ωρών αιχμής, πηγαίνω να πληρώσω και επί τη ευκαιρία τον απαίσιο ΟΤΕ, μην το κόψουν και δεν μπορώ ν΄ αναρτήσω ποστ, αλλά μεγάλο άχτι του΄χω, τα χάλια του απ΄τον Απρίλη, μαύρα χάλια, ειδικά το τηλέφωνο, και τελικά, τελείως κατά τύχη, εκεί που χάζευα, χμ, ήταν η βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου εκεί που χάζευα!
Όπου έλαβε χώρα μια θυελλώδης εσωτερική σύγκρουση, η οποία εκφράστηκε σωματικά, το ένα μου πόδι παρορμητικό επάνω στο κατώφλι, το άλλο καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, τόσα βιβλία μισοδιαβασμένα έχεις, κι άλλα τόσα αδιάβαστα, και θα πάρεις κι άλλα να τα κουβαλάς κιόλας, πάρε μια εφημερίδα, πήγαινε στο ποδηλατάδικο, κάτι θα χρειάζεσαι, μπες στα καλλυντικά, μέχρι να βρεις την απόχρωση του κραγιόν θα έχει περάσει η ώρα, έλεγε το ένα πόδι, το άλλο όμως ακολουθούσε το χέρι που έσπρωχνε την πόρτα, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, δηλαδή κανένα λογικό επιχείρημα πλην του πάθους, τελικά η μύτη έλυσε τη διαμάχη, μέσα και γρήγορα γιατί εδώ έξω για κάποιο λόγο βρομοκοπάει αφόρητα! Πράγματι κάτι βοθροαποφράξεις, κάτι λάσπες που τρέχανε, κάτι τις ανελέητον. Μοναδική πελάτισσα πρωί πρωί αλώνισα από δω σκάλισα από κει και βγήκα με δύο βιβλία, για το πείσμα της λογικής, και κοιτάξτε να δείτε πώς γίνεται, ακουμπάμε το βιβλίο πάνω στα πόδια, οι αριστερές σελίδες στο αριστερό πόδι, οι δεξιές στο δεξιό και στο εσωτερικό άνοιγμα του βιβλίου, εκεί στη μέση, η μύτη!
Υστερόγαμον: ο τίτλος από την Τύφλωση (Die Blendung) του Κανέτι, για έναν τρελό που ζούσε με τα βιβλία του ανάμεσα σε άλλους τρελούς, χωρίς βιβλία, ποδήλατα δεν αναφέρονται, απ΄όσο θυμάμαι δηλαδή, αλλά μπορεί να μη θυμάμαι και καλά, βιβλία είχε, σκάκι είχε, ποδήλατα γιατί να μην είχε;
3 σχόλια:
Ξεχασιάρα...
ξεχασχάρα...
Πως σε καταλαβαίνω! Πως σε καταλαβαίνω! Ο ανδριάντας σου και ο δικός μου μαζί... Εσύ και ΄γω μαζίιιιι όπως λέει και το τραγουδάκι!
Δημοσίευση σχολίου