Το απόγευμα της Κυριακής νωρίς νωρίς πήγα να ψηφίσω. Η μάνα μου με είχε πεθάνει με την ώρα δύσης του ηλίου και την ώρα κλεισίματος της κάλπης. Εγώ είχα ακούσει εφτά με εφτά. Εκείνη πάλι επέμενε, ότι η δύση του ηλίου είναι στις έξι και κάτι, άρα θα έπρεπε να πάω νωρίτερα. Μην και δεν προλάβω να ψηφίσω, δεν έχω μετά δικαιολογία, μου απαγορεύσουν τάχα την έξοδο από τη χώρα και δεν πάω στην Βραζιλία! Κι άμα, της λέω, δεν πάω στην Βραζιλία; Αφού τη μια λες να πάω και την άλλη να καθήσω εδώ για να μην πάρω μαζί μου τη γάτα! Δεν βγάζει κανείς άκρη, ιδίως αν δεν έχει πιει ένα σωστό καφέ.
Έπρεπε ωστόσο να περιμένω την αδελφή μου. Η οποία τό΄χει ένα είδος εθίμου να πηγαίνουμε να ψηφίζουμε μαζί. Όπου έχουν συμβεί διάφορα, τύπου να μου φωνάζει από το διπλανό παραβάν, Cocooo, πόσους σταυρούς πρέπει να βάλουμε;;; Το πιο αστείο όμως είναι ότι δεν ξέρει η μια τι ψηφίζει η άλλη, το λέμε μετά. Φέτος η αδελφή μου καταπάτησε τον κανόνα και είπε ότι είναι απογοητευμένη γιατί δεν βρίσκει μια δουλειά της προκοπής και θέλει να βάλει μια διάφανη φέτα παστουρμά μέσα στο φάκελο, να πάρει ο χάρος κι άλλα ψηφοδέλτια, αλλά εγώ (που έχω δουλειά) της είπα ότι είναι βρομερό και ντεκαντάνς. Μετά κατά σύμπτωση ψηφίσαμε το ίδιο, όμως δεν σας λέω τι, γιατί η ψήφος είναι κρυφό και άτιμο πράγμα. Πάντως ούτε άκυρο ούτε παστουρμά, τον είχε φάει όλο, όσο για το λευκό, ε, ξενέρωτο εντελώς.
Πάμε λοιπόν στο εκλογικό κέντρο ανυποψίαστες, δίνει πρώτα η αδελφή μου την ταυτότητά της, την βρίσκουνε αμέσως, χώνεται στο παραβάν, δύο ήτανε, δίνω και γω τη δική μου, με ψάχνανε, κι όταν με βρήκανε κάτι λέγανε. Αποφασίζουν να μου δώσουν τα ψηφοδέλτια, μπαίνω μέσα, φρίκη, ανακατωμένα, τα μισά ανάποδα, πάνω πάνω κάτι κόμματα που χάζευα και με πιάσανε τα γέλια, κάποια από αυτά τ΄αποδέλοιπα, που πιάσανε μία ή τρεις ψήφους, δημοκρατία έχουμε, να γελάμε λίγο, να μην κλαίμε μόνο, it's OK!
Τραβάω τέσσερις σταυρούς, κλείνω γρήγορα γρήγορα το φάκελο μη μετανιώσω, ό, τι και να ψηφίσεις σ΄αυτήν τη χώρα θα το μετανιώσεις εκτός κι αν είσαι στόκος ή πωρωμένος στόκος, και πάω να ρίξω τον φάκελο στην κάλπη. Κοντοστάθηκα να δω αν είχε κάμερες, κρίμα δεν είχε. Ένας μουσάτος όμως είπε: Ναι, είναι! Και μια μελαχρινή με κάρφωσε και είπε: Α, έτσι! Με το χέρι μετέωρο, κοιτάζω την ξανθιά μπροστά στην κάλπη και της λέω: Ορίστε; Είστε! μου απαντάει η ξανθιά. Τι είμαι; ρωτάω και αφήνω το φάκελο να πέσει επιτέλους μέσα στην κάλπη.
Οπότε η μελαχρινή ξεσπαθώνει: Είστε εφορευτική επιτροπηηηή! Πού ήσασταν; Δεν ήρθατεεεεε!
Γιατί δεν ήρθατε; ρώτησε η ξανθιά.
Να καθήσει τώρα; πρότεινε ο μουσάτος.
Τώρα είναι αργά! απάντησε η μελαχρινή και μου επέστρεψε την ταυτότητα με περιφρόνηση.
Τι μου λέτε, δεν ειδοποιήθηκα! είπα τελικά και γω.
Μα πώς, πού μένετε, εδώ δίπλα ακριβώς, λέω, όμως θέλανε πιο συγκεκριμένα, να τους πω οδό και αριθμό, δεν το βλέπανε, τελοσπάντων το λέω, γιατί δεν ήρθατε, θα κανονίζαμε αλλιώς τις βάρδιες, το καταλαβαίνω ότι πήξατε, και θα σας έσωζα, με περιμένατε σαν το ρόδο στο μαντίλι, αλλά δυστυχώς, δεν ήξερα τίποτα, δεν έφερε κανένας κανένα χαρτί, εκτός κι αν χάθηκε, το δώσανε στο διαχειριστή, δεν έχουμε διαχειριστή, το κολλήσανε στον πίνακα ανακοινώσεων, αποκλείεται, πρέπει να το παραλάβω και να υπογράψω, εγώ ή δύο άλλοι, σας πήρανε τηλέφωνο, πφ, σιγά μην καθόμουν να βαστάω σκοπιά στο τηλέφωνο, ας έστελναν τηλεγράφημα! Λέτε να κρυβόμουν και ήρθα να ψηφίσω μετά; Αλλά ίσως το έκανα επίτηδες να έρθω αργά...
Δεν ξέρατε τίποτα; Ορκιστείτε!! λέει η ξανθιά! Ε, μ΄έπιασαν τα διαόλια μου. Λέω στην αδελφή μου πάμε να φύγουμε πια, μαζεύτηκε ουρά. Μήπως πρέπει να καθήσεις; λέει εκείνη, βαλτή ήτανε; Όχι της λέω, αν ήτανε θα είχα έρθει το πρωί, τώρα πάω να πιω καφέ! Αφού δεν ήρθατε σήμερα, θα έρθετε στις επόμενες εκλογές, στρίγγλισε η μελαχρινή! Βγήκα γρήγορα στο διάδρομο μην παρεκτραπώ και την παραπέμψω στον ...Λούλα...
2 σχόλια:
Που είσασταν μανδάμ; Ε; που είσασταν; Σίγουρα την κλήση την βρήκατε και την φάγατε! Έτσι δημιουργείτε το χάος...
@Sulpice: και μια σοδίτσα αποπάνω!
Δημοσίευση σχολίου