ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΨΗΛΑ ΕΚΕΙ


Ανεβαίνω, ανεβαίνω...ανεβαίνει... πφ... ουφχ... στροφή... κι άλλη στροφή... σκοτάδι... αμάν, βαγγελίστρα μου, πού είναι κείνο το μοναστήρι... πιο πάνω ή το πέρασα... μπορεί και να το πέρασα... έτσι που είμαι με τη μύτη στη μύτη του παπουτσιού, ο κώλος ψηλά κι ο ιδρώτας μες το μάτι... καλέ ποιος χειμώνας, υποτίθεται κι εξοχή εδώ πάνω, τάχα δροσιά, έβρασα στο ζουμί μου...άτιμε Νταβέλη...
Ήθελες διαδρομή, πουλάκι μου, ε, και πρόκληση νυχτερινή; Ορίστε και μια στάση ατμοσφαιρική στον πύργο της δούκισσας, τον μισοτελειωμένο και ξενοδοχείο λουξ των νυχτερίδων! Από χρόνο πάντως όχι κι άσχημα, κοντά μισή ώρα από το κέντρο Χαλανδρίου, μια ώρα από το κέντρο της Αθήνας, καιρό ήθελα να την κάνω τη διαδρομή, βράδυ δόθηκε η αφορμή, εμ βέβαια, δεν αποδίδω εγώ άλλες ώρες!
Κι η θέα... λογικά πρέπει να είναι θαυμάσια, αλλά δεν την βλέπω! Πρώτον, διότι σκότος βαθύ, κάτι φωτάκια σαν αυτό που ξερρίζωσε ένας βλάκας απόψε απ΄το ποδήλατό μου! Δεύτερον διότι έβγαλα τα γυαλιά, έφευγαν με τον ιδρώτα, που πότισε το πεντελικόν όρος, κι αύριο θα φυτρώσουν ιδρωτόχορτα, του γένους idrotus orthopodilatus!
Στις επίσημες εκδηλώσεις ο κόσμος πάει με τα καλά του, μάλιστα όταν πρόκειται ν΄απονεμηθούν βραβεία, άσχετα με τα ποδηλατικά ανδραγαθήματα. Ο κόσμος ο σωστός δηλαδή, αλλ΄ο ποδηλάτης ο κόσμιος, που δεν είναι ούτε στα καλά του ούτε στα σωστά του, διότι ευκαιρία ζητάει να δοκιμάσει διαδρομές, αλλιώς γιατί να πάει, πάει με το ποδήλατό του και παρουσιάζεται άθλιος κι ευτυχής με τις μουσκεμένες δάφνες στο κεφάλι!
-Βρέχει;

-'Οχι!

- Μα, πώς;

-Ε, εντάξει, ψιχάλες!



Υστερόγαμον: Όμως τί κατηφόρα!!! Κρέμα!

ΚΕΜΑΛ

Έλα τώρα που δεν τόνε ξέρεις τον Κεμάλ! Είναι κείνος κει ο βλάκας ο δανός, που νόμιζε πως θα κάνει κάτι, μια επανάσταση, ένα κάτι, ν΄αλλάξει τον κόσμο τον τρύπιο, μια τρύπα στο νερό δηλαδή, και για τούτο τα παράτησε όλα σύξυλα, μα έρωτες μα παραμύθια, εδώ ψάχνουμε τον αλή μπαμπά και τους σαράντα πεχλιβάνηδές του, άντε κι έφυγε μ΄ένα ποδήλατο λέει, να γυρίσει τον κόσμο, που δεν άλλαζε μεν, μη σώσει στην τελική, ας τον γυρίσουμε τουλάχιστον.
Που λέτε στην αρχή ήτανε το ίσιωμα, πήγαινε το πετάλι αφρόγαλο, αεράκι και ιδέα. Στο δρόμο συνάντησε και τον Σεβερίνο τον αλλοπαρμένο και τη Ρόζα με τα ξανθά μαλλιά, καλή παρέα κάνανε, μα κείνοι στάθηκαν στο Βερολίνο, να ζωγραφίζει ο Σεβερίνο και να ποζάρει η Ρόζα, και τότε έμεινε πάλι μονάχος του ο Κεμάλ, αντάλλαξαν εθιμοτυπικά ευχές και πάει πέρα.
Ένας γέρος αφγανός στην Πράγα του ζήτησε τσιγάρο και για το ευχαριστώ του είπε, παλληκάρι μη κατά το νότο, τον πνίγουν τα τραγούδια, μα ο Κεμάλ, το είπαμε, ξερό κεφάλι και δεν άκουγε. Κει πάνω στα βουνά ζορίστηκε, μπρος το ποδήλατο, ξωπίσω σπρώξιμο, τι θέλω απ΄τη ζωή μου, μα δεν το έλεγε στ΄ απόξω του, παρά στο απομέσα του μην και το πάρει ο άνεμος και ξεφτιλιστεί.
Τράβα και τράβα το λοιπόν ακούει μια γλώσσα του σχολείου, γνωστή άγνωστη, την μέ-ε-νιν ά-ο-ί-δεν θεά, μόυσαν, από πούθε έρχεσά-ι, Denmark, απαντά ο βόρειος ποδηλάτης, αλλά ψοφάω στην πείνα, πώς το λένε τώρα αυτό το αρχαίο, ο κόσμος όλος γουργουρίζει.
Κι έπειτα όλο κατηφόρα, αραχτός στο Θησείο παίζει πια μια κιθάρα, το ποδήλατο δίπλα, καλές φιλίες έχει πιάσει με τον Βλαδίμηρο τον άραβα που πουλάει τα κομπολόγια, πήρα κι εγώ ένα πέρυσι από δόντι καρχαρία, αν θυμάστε, και με τον Κώστα που χαράζει πύρινα σχέδια πάνω σε ζώνες πέτσινες και την Μαρία που τραγουδάει για τον Κρίσνα όλο ερωτικά μακρόσυρτα κι ακόμη την Κριστίν, που φτιάχνει σκουλαρίκια με σπόρους και κάποτε ήτανε αγόρι.
Κι αν όχι καλύτερα, καλά είναι, κι ας είναι κάτι πάντα σάπιο μες τη Δανιμαρκία την κρύα και μακρυνή, πού να τρέχουμε τώρα να βγάλουμε άκρη, καληνύχτα σας.
Υστερόγαμον: το παρόν αφιερωμένο στη Θούλη για την ωραία βραδιά στο Έναστρον!
Και το βιβλίο να το διαβάσετε, ή μάλλον να βάλετε έναν άλλον να σας το διαβάσει, εμένα μ΄άρεσε πιο πολύ που το άκουσα!

ΦΥΣΗΞΕ ΒΑΡΔΑΡΗΣ!

Για να είμεθα ειλικρινείς δεν εφύσηξε κανένας Βαρδάρης! Μάλιστα είχε σχεδόν άπνοια και τέσσερις καιρούς. Ψύχρα το πρωί, ζέστη του διαβόλου το μεσημέρι, άνοιξη το απόγευμα και κρύο με υγρασία το βράδυ, απ΄ αυτήν που τρυπάει τα κόκκαλα και τα κάνει φλογέρες, αλλά είπαμε δεν φύσηξε ο βαρδάρης να καθαρίσει μια, ν΄ακουστεί και μουσική δυο, απ΄τα κόκκαλα βγαλμένη! Επειδή όμως Θεσσαλονίκη χωρίς βαρδάρη είναι μπουγάτσα χωρίς άχνη και κανέλλα, κάπου θα τον βρούμε κι αυτόν, αναμείνατε στ΄ ακουστικό σας!
Ένα σουρρεάλ όνειρο που είδα, και τι σας λέω, όλα τα όνειρα, ακόμα κι αυτά που θυμόμαστε μέσες άκρες σουρρεάλ είναι, κι οι μέσες κι οι άκρες, ότι πήγα λέει στη Σαλονίκη ξημερώματα, δηλαδή τα ξημερώματα ξύπνησα, αλλά και πάλι κοιμόμουνα και είχε το τρένο σμηνίτες με σάκους και γριές με περμανάντ, κι ακόμη είχε το αυτοκίνητο ήλιο και κάποτε φτάσαμε κι είδαμε τον πύργο τον φαιό, εντάξει, μη θυμώνετε, λευκός είναι.

Κι απ΄το ξενοδοχείο βλέπαμε το Θερμαϊκό, έκταση εκστατική δις της ημέρας, πρωί κι απόγευμα, το βράδυ δεν θυμάμαι ακριβώς τι φαινότανε, εκεί ανάμεσα στα τσίπουρα θάτανε κι ένας Θερμαϊκός, δεν μπορεί, το πιστεύω. Και μέσα στ΄όνειρο έμπλεκε ένας γάμος μ΄εξαπτέρυγα και παπάδες φουριεμένους σκαστούς απ΄τ΄ Όρος και γλέντι εξάωρο στους Ταγαράδες, ύστερα άλλοι έφυγαν να κοιμηθούνε να ξυπνήσουνε νωρίς με τα σήμαντρα, άλλοι μπορεί και να το συνέχισαν αλλού με ουίσκι και κατόπιν πατσά, κι εμείς στο ενδιάμεσο, τη χαραμάδα του χρόνου, που κινούνται οι γκάγκαροι τουρίστες, αποφασίσαμε μια βόλτα μεταμεσονύχτια στην Τούμπα, εμένα μου λες.
Γιατί στο ύψος του Αριστοτελείου, ιδού εκεί εφύσηξε ο άνεμος, ομίχλη λέει η μια, ο ... βαρδάρης την έφερε, αν είναι δυνατόν, δεν βλέπαμε τη μύτη μας, μα δεν φύσαγε ντιπ καταντίπ, αν φύσαγε θά΄χε διαλυθεί ο πουρές, αδαείς νότιοι, τι μυρίζει λέει ο άλλος, κάτι καίγεται πετάω κι εγώ, πράγματι κάτι είχε καεί, αλλά το έμαθα αργότερα, εκείνη τη στιγμή στοπ, κενό, χημικά, καιγότανε η μύτη, ο λαιμός, απ΄τα ληγμένα τα ισραηλινά ήτανε, κορδέλες, τα ματ κατέβαιναν, είχε σχολάσει ο γάμος, Salonica alternative by night, εσπευσμένη επιστροφή από παραλία, κι όσο να βρεθεί στάθμευση πήρα μπουγάτσες να στρώσουμε, αυτό ναι, ήταν όνειρο!

Ένα όνειρο ποτέ δεν είναι μόνο του, χρειάζεται κι άλλα όνειρα μέσα στα όνειρα, πλουμιστά κατά το δυνατόν, έγχρωμα κι ασπρόμαυρα, απ΄όλα νά΄χει, κι είχε τα σχέδια, τα χαρακτικά και τους καμβάδες του Μιρό, παλαβός ο καταλανός, έσπειρε τη διχόνοια, τί΄ναι τούτο, τό ΄χουνε βάλει ίσια ή είναι ανάποδα, όχι ίσια είναι, αλλά πάει και διαγώνια σαν θες, αρκεί να βάλεις το καρφί στη γωνία, ποια γωνία, όποια θες, τι θέλει να πει ο ποιητής, ό, τι θέλεις λέει, αλλά εσύ θες να σου πούνε, τρομερό κόλλημα και μάστιγα του πολιτισμού. Κουλτούρα σουρρεαλιστική επομένως στο Τελλόγλειο, μόνο καφέ μην πιείτε εκεί, πάτε όπου αλλού θέλετε, διότι ο καφές εκεί δεν πίνεται, είναι όπως βουτάς το πινέλο στο νερό, ένα κάτι τέτοιο καλλιτεχνικό.
Καφές στην παραλία. Α, τι γίνεται κάτω, αργά κυλάνε όλα και χαλαρά, πασαρέλα από τη μια τα μοντέλα στην τρίχα, πασαρέλα κι απ΄την άλλη τα ποδηλατάκια πέρα δώθε, αχ, και γω δεν είχα το δικό μου, τι να κάνουμε, έμεινα να χαζεύω το φεστιβάλ όξω απ΄ το φεστιβάλ, ευχαρίστως θα έδερνα έναν ποδηλάτη για το άχτι συν τη φουσκάλα απ΄το περπάτημα, από πέρισι το χειμώνα στις πορείες είχα να περπατήσω, αλλά κράτησα χαρακτήρα πολιτισμένο και περπάτησα, όλη την πόλη γύρισα, την κάτω δηλαδή, γιατί πάνω, που είχε μείνει απωθημένο, πήγαμε με το Ρουλιώ στον Κεδρηνό, όχι μόνο καφέ, θέλουμε και θέα πανοραμική.

Τ΄όνειρο έσκασε σε μια μεγαλειώδη έκρηξη, όταν το κοτόπουλο έφαγε τα σκουλήκια 4-1, πυρ, χάλαζα και σεισμός στην Τούμπα, αλλά εγώ κοιμόμουν είπαμε, αν το πιστεύετε, ξυστά στο γήπεδο, αλήθεια, σ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα, δεν υπάρχω, το ξέρω, κάντε πως δεν ακούτε, η λιακάδα το μεσημέρι στην Καλαμαριά ήταν υπέροχη, το τσίπουρο υπεροχότερο, κι η φιλοξενία του Ρουλιώ υπεροχώτατη, αν τυχαίνει και δεν ξέρετε απ΄ αυτά, λυπάμαι, πρέπει να πάτε πάνω να μορφωθείτε, δεν γράφονται κι όλα, επιτέλους!
Υστερόγαμον: Ο πίνακας είναι Μιρό, χέρι και πουλί, με το συμπάθειο... αλλ΄εμένα μού φαίνεται σαν το λευκό τον πύργο φυσημένο απ΄τον βαρδάρη... και πάλι με το συμπάθειο...

Η ΒΙΔΑ


δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

που έχει το μαλλί του πια μακρύνει

το πλέκει και το δένει σε κοτσίδα

μη βρει στου ντεραγιέ τη βίδα

δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

φεύγει όλη στο πετάλι η καφεϊνη

και ό, τι τρώει γίνεται θερμίδα

να ΄ναι παχιά του ντεραγιέ η βίδα

δεν έχει ο ποδηλάτης την ευθύνη

που το ποδήλατό του δεν αφήνει

κι αν στα μισά ξεσπάσει καταιγίδα

ρέστα στου ντεραγιέ τη βίδα


FORMAT

Είμαι κρυωμένη... έχω κρυώσει... sinto resfriado... κρύωσα... είμαι σε αδράνεια... δεν έχω κέφι για τίποτα.... είμαι ζόμπι... μπορεί να είναι και ίωση... με γυρίζει η ρουφιάνα... φεύγει κι έρχεται... δεν την πνίξανε οι πορτοκαλάδες... η σιχαμένη... μου χάλασε το σαββατοκύριακο... σηκώθηκα νωρίς χθες να πάω εκδρομή στο Βόλο... τίποτα, λιώμα, ματαίωση... έχασα και το μάθημα των πορτογαλικών...
..................................
Όλη τη βδομάδα ταλαιπωρήθηκα με τον υπολογιστή μου. Δεν μπορούσα να αποθηκεύσω κείμενο word, να κατεβάσω προγράμματα ή ν΄αποθηκεύσω ιστοσελίδες. Παλιά αρχεία από CD ή μνήμες τα έβρισκε άδεια και δεν επέτρεπε την πρόσβαση. Εγκατέστησα τα '03 τρεις φορές από δύο διαφορετικούς κωδικούς. Έδιωξα τα OpenOffice στο πυρ. Διάβασα ένα σωρό sites προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα. Ό, τι αποθήκευα απ΄το Word έμπαινε σε ένα αρχείο normal, το οποίο μετά δεν άνοιγε, κι ό, τι κατέβαζα από το νετ χανόταν, αν κατέβαινε δηλαδή.
Έκανα μια σειρά ελέγχων για πρόσθετα, μακροεντολές κι άλλα κινέζικα, απέρριψα την ιδέα εγκατάστασης προσαρμογέα από dotm σε dot, διότι τα ΄07 δεν ήταν ούτως ή άλλως εγκατεστημένα, προσπάθησα να μετατρέψω το πρότυπο normal dotm σε dot... τζίφος... Κάτι από την αρχική δοκιμαστική έκδοση του Office '07 στα Vista εμπόδιζε το Office '03 και ό, τι άλλο νόμιζε.
Μίλησα με δύο ειδήμονες και δεν βγήκε άκρη. Έτσι επαναφέροντας μετά από τρία μερόνυχτα δοκιμών τις εργαστηριακές ρυθμίσεις (restore), είδα ότι απουσίαζε η ηλίθια δοκιμαστική έκδοση, που τράβηξε από το νετ πρόσθετα ή υπόθετα ή δεν ξέρω τι. Πέταξα και τον antivirus ESET, που τό΄χω ακόμη άχτι, ότι τον αγόρασα μαζί με τον υπολογιστή, και ο οποίος σε τρεις μήνες ζητούσε την καινούρια έκδοση, και κατέβασα άλλον απ΄το ίντερνετ.
Κατέβασα κι ένα spyware, που μπερδευόταν με το wall των Windows, δεν μπορούσα να μπω στο ίντερνετ και το απεγκατέστησα. Με παρακάλεσε τρεις φορές να μην το κάνω, αν δεν μου άρεσε κάποια από τις ρυθμίσεις του να την αλλάξω, ή να στείλω μαιλ στον προγραμματιστή, αλλά ήμουν άτεγκτη.
Όμως κατόπιν πάλι δεν μπορούσα να μπω στο ίντερνετ, γιατί ο antivirus είχε εντοπίσει ένα πρόγραμμα που δεν του άρεσε σ΄ένα παλιό CD, και δίνοντάς του εγώ την εντολή να μην επιτρέψει σ΄αυτό το πρόγραμμα την πρόσβαση από το νετ, έβαλε ρύθμιση για offline εργασία, και ψαχνόμουν μέχρι να βρω τι φταίει και ν΄αλλάξω την ρύθμιση, η άσχετη.
.................................
Διαβάζω την Κόκκινη Μασσαλία του Attia... αμέσως μετά το Μαύρο Αλγέρι... ο σινεφίλ μπάτσος Πάκο Μαρτίνεθ σε περιπέτειες... έχει πάθει τα πάντα εκτός από γρίπη... και δεν είχε υπολογιστή...
................................
Σύρθηκα ως το σινεμά... στο ταμείο η κοπέλα μου λέει, καθίστε όπου θέλετε... αυτό είπανε και στην πάπισσα Ιωάννα και δεν έχασε την ευκαιρία... διάλεξε τον παπικό θρόνο, απαντάω στην κοπέλα... άμα είμαι κρυωμένη, γκρινιάζω και λέω κρυάδες...
................................
Επειδή είμαι off σκέφτηκα ν΄ασχοληθώ και με τον παλιό υπολογιστή μου, τον οποίο έχει η αδελφή μου αποκλειστικά για να μπαίνει στο φέις... στέλνοντας αρκουδάκια και λαμβάνοντας αγελαδίτσες, κόλλησε ιό. Έκανα ό, τι μπόρεσα, και τώρα μπαίνει πάλι στο φατσοβιβλίο. Ο pc συνήλθε, εγώ ακόμη. Θέλω φορμάτ...

ΣΒΟΥΡΕΣ, ΣΤΡΟΜΒΟΙ, ΣΤΡΟΒΙΛΟΙ

Ποιό κοινό έχουν ο Λεβί Στρως, η Ζατέλη και το ποδήλατό μου; Εμένα;! Όχι, όχι, ναι μεν είμαι ψωνάρα, αλλά λάθος. Ποιό λοιπόν; Χμ... ναι... όχι... κοντά είστε... το παίρνει το ποτάμι... ο χείμαρρος... ο καταρράκτης... ναι, αυτό είναι, η βροχή! Είναι υδρόφιλα είδη!
Πολύ νερό, αδέλφια μου, αλήτες, βρεγμένοι ποδηλάτες! Τρεις μουρλούς είδα σήμερα με ποδήλατο και να ρίχνει σαλοτραπεζαρίες, η μια ήμουν εγώ. Να περνάει από δίπλα η πλατφόρμα με τρία αυτοκίνητα πάνω και να πυκνοψεκάζει πλαγίως φσσσσστχχχ..... αααχ, λάδι και νερό, μια ηδονή για λίγους!
Κι ο Στρως; Αυτός ήταν μουλιασμένος μες την τσάντα. Την αδιάβροχη... Διαβάζω τις περιπέτειές του στο Μάτο Γκρόσσο, στα βραζιλιάνικα οροπέδια. Αλλά δεν έκανε ποδήλατο ο γάλλος. Με μουλάρια πήγαινε, με άλογα, με ποταμόπλοια, με τρένα, κουβαλώντας την αιώρα και την κουνουπιέρα του. Κι είμαι στο σημείο που χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά με την ομάδα του να προφυλαχθούν κάπως από την τροπική καταιγίδα, κι ενοχλήθηκαν οι νυχτερίδες, που μόλις είχαν κρεμαστεί ανάποδα μες τον υπνόσακό τους, και τσατίστηκαν, όλα τά΄χαμε, ήρθαν κι οι εθνολόγοι, πουθενά δεν μπορεί να βρει κανείς ησυχία πια, χάλια η κατάστασις, και φτεροκόπησαν ξινισμένες.

Σήμερα ο εθνολόγος είναι εκατονενός ετών, δεν τον έφαγαν τα φίδια, ούτε η ακαδημαϊκή ζωή, και στα δικά μας, να μπούμε στις τροπικές ζούγκλες, να βρούμε τα βοτάνια της μακροζωίας και να κάνουμε ποδήλατο μέχρι να χαθεί το σύμπαν. Άραγε θυμάται τίποτα απ΄όλα αυτά ο επιστήμων, ή έχει πάθει τίποτα άνοια, ή πάλι κάτι τύπου, εγώ σας τά΄λεγα, το δάσος ψοφάει, οι Ινδιάνοι φοράνε αρμάνι ή μπλέξανε με άλλο χαρμάνι, και χάθηκαν, τους φάγανε, δε βαριέσαι...
Φεύγω όμως από τους τροπικούς, κι ανοίγω τη Ζατέλη, στεγνή ήτανε, να βρω ένα στεγνό τόπο, με το σφουγγαρόπανο στο χέρι σήμερα, κατασκήνωση έχει γίνει το σπίτι μου, μπάζει απ΄το μπαλκόνι, ράι-θρου, δεν έβρισκε η γάτα τόπο να κάτσει, άθλιες πολυκατοικίες του εξήντα!

Διαβάζω και τι διαβάζω; Σβούρες, στρόμβοι, στρόβιλοι, ενδεικτικά ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, μια ανεμοδούρα, ένας χαλασμός, βροχή κι αντάρα! Χώρια το ατμοσφαιρικό μέρος, θανατερό σασπένς, είχε και πανσέληνο χθες, δεν μας σώζει τίποτα, ούτε αδιάβροχο, ούτε ομπρέλα, που δεν έχω ποτέ μου, μια είχα ψωνίσει σουβενίρ απ΄το Ορσέ, ε βουαλά, ελληνιστί όρσε, την ξέχασα στο ταξί μιας ταξιτζούς, κάποτε που πήρα ταξί και πρώτη μου φορά ομπρέλα, όπου γιορτάστηκε το γεγονός με λαμπρότητα απ΄όλη την ελληνική ομογένεια.

Υστερόγαμον: Στις φωτό σχέδια των ινδιάνων Cadiveu
Update 4/11: Δεν είχα ακούσει ειδήσεις αλλά πριν λίγο έλαβα ένα mail από ένα ξένο επιστημονικό group, ότι ο Λεβί Στρως απεβίωσε χθες στο Παρίσι. Εις μνήμην...