ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΞΕΝΑΓΗΣΗ
κάποτε ήτανε πηγάδι
το πηγάδι του Ιακώβ του γέρου
τώρα δεν ξεδιψάει κανείς
κι εκεί πιο δίπλα στον μαντρότοιχο
ακούμπησαν χάμω πριν χρόνια
το μελισμένο απ΄ την μπουλντόζα
σώμα του κοριτσιού
κοίτα εδώ έχει μόνο σύρματα και λάσπη
λιμνάζει μια αρχαία οσμή αίματος
είναι η γη της αταξίας των οστών
που αποκαπνίζονται στους σκουπιδόλακκους
αν ήτανε ποτέ μια γη ιερή δεν ξέρω
την έχουνε οργώσει τόσες μπότες
ξεμείναν πέντε καλντερίμια απ΄τις οβίδες
κι ένα αγόρι με σφεντόνα
ΡΕΜΑΛ ΑΣΚΕΡ
(από την προσωπική ερασιτεχνική συλλογή μου "Ρεμαλιάς"
συνοδεία μπαγλαμαδακίου ντριν ντριν)
χμ.. χμ..
το ρεμάλι καθωσπρέπει στέκεται σ΄ένα σκαλί
και κοιτάζει ένα σκυλί
βλέπει κι ένα ζευγαράκι να φιλιέται με μεράκι
πάει φεύγει το σκυλάκι
το ρεμάλι πάει πέρα κάθεται σ΄ένα παγκάκι
να καπνίσει τσιγαράκι
λέει γεια σ΄έναν αλήτη που ΄ταν κάποτε από σπίτι
τώρα έρχεται το τρένο φεύγω να μην περιμένω
να τρεις νέοι με σαγιονάρες άντε παίζουν δυο κιθάρες
κι ο μικρός μπαγλαμαδάκι γρατζουνάει τραγουδάκι
πάει έφυγε το τρένο κι όλο τζάμπα περιμένω
πέρα δώθε τα γκαρσόνια με στενά τζιν παντελόνια
ούζα μπύρες και γλυκό συκαλάκι κουταλιού
φτάνει τώρα πάμε αλλού
ΜΑΣΤΙΧΑ
Κάποιος τραγουδούσε κάτω. Οι απάνω ακούγαμε κάπως παράξενα. Η μικροφωνική εγκατάσταση έκανε παράσιτα. Στον τρίτο γύρο ούζο εξαφανίστηκαν τα παράσιτα. Είναι αδύνατον να θυμηθώ επακριβώς τις σοφίες που λέγαμε. Νοσταλγίες για φίλους που είναι μακριά, ετεροχρονισμένες συγκινήσεις για έρωτες, που τους έφαγε η μαρμάγκα, ποιος βρέθηκε ξημερώματα έξω από το σπίτι ποιανού, αν έβρεχε, τι ώρα ήταν, τέσσερις ή έξι κι αν είχε βγει ο ήλιος, προγραμματισμοί για ταξίδια βόρεια και νότια, αλλά και ως τον Πειραιά, καλά θα είναι.
Κι έπειτα ένα κέρασμα μαστίχα γλυκιά και κατακέφαλη.
Η ΑΔΙΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ
ΤΖΑΖ
Ακούω τζαζ αυτή τη στιγμή μα κι απόψε η κατάσταση γενικώς ήτανε τζαζ. Περνώντας τ΄απόγευμα απ΄το Κολωνάκι μύριζε καμμένο. Τα ματ είχαν παραταχθεί στην πλατεία. Είχα κάμποσο χρόνο για καφέ, λέω, θα καθήσω κάπου να διαβάσω και να πιω καφέ, εισέρχομαι εντυπωσιακά πάντα με το κράνος σ΄ένα κομιλφό καφέ, μέσα ελάχιστος κόσμος αλλά σε λίγη ώρα δεν είχα πού να βάλω το κράνος και δεν πήγαινε να το ξαναφορέσω. Δε θα ΄ταν πρέπον.
Κατόπιν στο Μπραχάμι, εκεί που έψαχνα να δέσω το ποδήλατο, ακούω μια φωνή μέσα από ένα τοστάδικο, βλέπω δυο γνωστούς, καφέ, κι άλλο καφέ, κι έμαθα το καταπληκτικό νέο, ότι μικρά άγρια γεράκια στον Υμηττό έχουν φάει ωδικά πτηνά μέσα απ΄το κλουβί τους.
Πολύ αργότερα, το βράδυ πια, σταματάει ένα αυτοκίνητο, και με καλούν τρεις φίλες για μπύρα. Καλά, σε λίγο έρχομαι. Διότι είχα μια διεξοδική συζήτηση μ΄έναν σκοτεινό τύπο, περί μεταφράσεων κι εκδόσεων του Ταλμούδ, μέχρι που παγώσαμε και λέγαμε Ταλδούμ (sic).
Κι ύστερα άρχισαν οι μπύρες και τα ρακόμελα, ώσπου η μολότωφ έγινε μοτόλωφ (sic). Η παρέα είχε μεγαλώσει επικίνδυνα, μαζευτήκαμε δέκα άτομα, με είκοσι ταυτόχρονες συζητήσεις, σε μια απ΄τις οποίες εγώ έπρεπε να εξηγήσω με πειστικό τρόπο τι μ΄έκανε να μεταπηδήσω από την ηλεκτρονική μουσική στα σκυλάδικα πριν τρία χρόνια. Ανακάλυψα επίσης τον μετανοημένο νετσαγιεφικό, που έγραφε τα συνθήματα στο δρόμο που έμενα παλιά στα Εξάρχεια. Επιπλέον εντρύφησα στην απόκρυφη επιστήμη της γεωδεσίας και στους ακόμη πιο απόκρυφους λόγους, που ορισμένες σχολές προσφέρονται με εβδομήντα και βάλε υποχρεωτικά μαθήματα. Αναλύθηκε εν παρόδω και η σημασία των λέξεων προδιάθεση, διαίσθηση, προαίρεση, βούληση, θέληση και διάθεση.
Μόνη βεβαιότητα μετά απ΄όλα αυτά παρέμενε ότι είχε παγώσει η σέλα του ποδηλάτου μου. Η μεταμεσονύκτια Αθήνα ήταν απόκοσμη και ήσυχη.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΛΙΤΣ ΠΛΑΤΣ
Μετά είχα περισσότερα κέφια, διότι σκέφτηκα, ότι στη Γερμανία έχει βρομόκαιρο, τι ωραία, εδώ απλώς έχει βρομόκαιρο. Βέβαια στη Γερμανία έχει και ποδηλατόδρομους. Μμμ, σιγά τα ωά! Κι εμείς έχουμε δρόμους! Και σφίξη! Και λακκούβες με λάδια, όλα τα καλά, για σκληρή εκπαίδευση σε Κ.Σ., όχι αηδίες.
Έκοψα τον πάγο με το ξυράφι! Πρώτα βράχηκε το κράνος κι έσταζε, μετά βράχηκαν τα γυαλιά και δεν είχα γυαλοκαθαριστήρες, κατόπιν έτρεχε η μύτη μόνη της. Τα πράγματα πήγαιναν απ΄το κακό στο χειρότερο, αλλά εγώ εκεί, είχα βάλει σκοπό να διαπεράσω το αλπικό τοπίο. Το κατρουλοχιονόβροχο δυνάμωνε. Ο άνεμος φυσούσε, δώθε κείθε.
Τίποτα δεν γλίτωσε. Ούτε το βρακί. Διασχίζοντας προσεκτικά προσεκτικά μια διασταύρωση, κάτι στάσιμα λασπολαδόνερα ήρθαν όπισθεν. Άγγιξα την τελειότητα. Έκανα μια θριαμβευτική είσοδο στη δουλειά σαν βρεγμένο άλιεν με κράνος, σακκίδιο και κασκόλ να τρέχουν τα νερά απ΄τα κρόσσια. Με υποδέχτηκαν ιαχές και γέλια. Με δυο μηχανόβιους σε παρόμοια κατάσταση ανταλλάξαμε ματιές συνενοχής και οίκτου.
Τι να πω για την ανελέητη επιστροφή; Το χιονόνερο ψιλό ψιλό, επίμονο και θανατηφόρο. Μια βροχή καρφίτσες. Ο αέρας έπαιρνε τις ομπρέλες. Έπαιρνε και μένα, την ποδηλάτη χιονάνθρωπο. Σε μια διάβαση πεζών στο Σύνταγμα περίμενα σειρά απ΄ τα τρόλει, με κοιτούν κάτι ελληνοαμερικάνοι, δεν αντέχουν, ρωτάνε, α, έχει ποδηλάτες στην Ελλάδα; Ε, ναιιιι... λίγους... Παύση... Βλέμματα απορίας... Γουρλώνω τα μάτια μου... αλλά τρελούς!
Φτάνοντας όλο χαρά σπίτι, δένω το ποδήλατο, βγαίνει μια γειτόνισσα, Καλημέρα, Καλημέρα, Κρύο, Κρύο, Ποδήλατο με τόσο κρύο, Πφ, τα μασάμε αυτά (τα παγάκια), Από εδώ είστε; Από πού να είμαι; Μήπως είστε από βόρεια; Από πού, Κιλκίς ας πούμε..., 'Oχι, Γερμανία... Ach, nie, aus Athen! Αθήνα, καλέ!
ΕΡΕΒΟΣ
ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ
ΚΡΑΓΙΟΝ
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ
ΑΣΦΑΛΤΟΣ
πόνος οι τσίγκινες πινακίδες οι πλυμμένες πλατείες η κρυσταλλωμένη βροχή των κτιρίων οι αμέτρητες γωνίες πέρασαν πέρασαν κοφτερές κύμματα κύμματα
ποτέ δεν είμασταν παρά μια ηχογράφηση της πολικής ακτίνας στο γύρισμα που χαμογέλασε ο κυνηγός και γρύλισε η αρκούδα του μαύρου και γαλάζιου δάσους
πάλι μονάχοι αναγδαρμένη άσφαλτος μονάχοι σαν προκυμαία χειμώνα με μάτια άγρια όπως καίγεται μες το στομάχι καινούργια πίσσα και κοχλάζει μα η μνήμη σάτυρος των καλωδίων αναβοσβήνει
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ
ΖΑΜΠΟΝ
ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΙΑ
Η ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ ΚΙ Η ΖΑΡΤΙΕΡΑ
Η κυβέρνηση τα ρίχνει στην αστυνομία. Τα κόμματα ρίχνουν μύδρους το ένα στο άλλο. Ο μπάτσος τα ρίχνει στην "αποκλίνουσα συμπεριφορά" του θύματος. Ο δικηγόρος (θε μου, κάνε τον) τα ρίχνει στην "παρεξήγηση". Τα ματ ρίχνουν δακρυγόνα και πέτρες. Οι κουκουλοφόροι και μη ρίχνουν μολότωφ και πέτρες. Οι καταστηματάρχες ρίχνουν καντήλια. Κάποιοι ρίχνουν μούντζες στην τηλεόραση. Άλλοι ρίχνουν λουλούδια στον τάφο και το σημείο του φόνου. Κι άλλοι ρίχνουν κάτω τα μάτια από τη ντροπή για το αίσχος.
Ας έβγαινε να πει, ναι το έκανα, πυροβόλησα στα ίσια, γιατί πήρα ανάποδες, γιατί είμαι καβλόμπατσος, γιατί ήθελα τσαμπουκά, έστειλα το παιδί στον άλλο κόσμο άδικα και κατέστρεψα δυο οικογένειες, του παιδιού και τη δική μου, και τώρα καίγεται όλη η Ελλάδα, θα δεχτώ όποια ποινή μου επιβάλλει το δικαστήριο και δε ζητώ επιείκεια.
Να περίπου μια αντρίκια ομολογία μιας άναντρης πράξης. Αντ΄αυτού, να, ξέρετε, μου επιτέθηκαν όλοι μαζί με καδρόνια, λοστούς και μολότωφ, φοβήθηκα για τη ζωή μου, δεν ήθελα να μ΄έχει η γυναίκα μου ανάπηρο, ή πάλι, βαρέθηκα να με βρίζουν μπάτσο, τώρα θα δουν τα τσογλάνια, που πετάνε μπουκαλάκια νερό και βράχηκε το καινούργιο ταγιέρ. Και γω σκιάχτηκα, ίσιωσε η περμανάντ, κι έβγαλα από τη ζαρτιέρα μου το υπηρεσιακό εξάσφαιρο, που το ΄χω για μια ώρα ανάγκης και πυροβόλησα ψηλά και χαμηλά και πέρα για εκφοβισμό, αλλά μια σφαίρα ήταν στραβή απ΄την αρχή και πήγε ξέστραβα, χτύπησε μια μπουγάδα και γύρισε στο στόχο κατάστηθα. Κι επειδή ήτανε μπουγάδα, τη μαζέψανε και δε φαίνεται πια το σημάδι, που εξοστρακίστηκε η σφαίρα.
Ας βρούμε γρήγορα από μια ζαρντινιέρα ν΄αρχίσουμε να βαράμε το κεφάλι μας.
Υ.Γ. Τα γκράφιτι από Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα.
ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ
Τα συνθήματα στους τοίχους της περιοχής και οι αφίσες ήταν πιο πλούσια και ποικίλα από παντού. Ξεχωρίζω ένα που έβλεπα για χρόνια στον πεζόδρομο της Μεθώνης, Δεκαπέντε χρονών νεκρός κι ο αλήτης ο μπάτσος καθαρός. Τη δεκαετία του ΄80 θυμάμαι πολλούς πανκ, τα λεγόμενα φρικιά με τα πορτοκαλί και μπλε όρθια μαλλιά και τις παραμάνες να πίνουν μπύρες, έπειτα οι πανκ εξαφανίστηκαν, το σκηνικό έγινε κάπως πιο gothic/black σαν αντίστιξη στην άσπρη σκόνη, τα άσπρα χάπια και τις άσπρες νύχτες. Ξέχασα. Πολύ πριν την ανάπλαση της πλατείας, τοποθετήθηκαν κάμερες, πριν ακόμη γίνει οποιοσδήποτε λόγος γενικότερα για κάμερες, παράλληλα με τους κλασικούς μπάτσους με πολιτικά που έπιναν τον καφέ τους υποτίθεται απαρατήρητοι, και κάποτε ομάδες ειδικών φρουρών στις γωνίες με καμουφλάζ εξάρτιση μηχανόβιων, πέτσινα μπουφάν και κράνη, βάρδιες για την παρακολούθηση μερικών γνωστών, που έπιναν ούζα στην πλατεία, προτού περάσουν το βράδυ τους χαριεντιζόμενοι στα κανάλια.
Από τον φραπέ στον φραπουτσίνο κι από τον Μιχάλη στον Αλέξη τι έχει αλλάξει; Ίσως το γεγονός ότι έχουμε εσωτερικεύσει το φόβο, την ανασφάλεια και την πίκρα, ότι η βρομιά βγήκε πια για τα καλά στον αφρό, ότι ακόμη κι αν δεν φοβόμαστε, παράλληλα δεν ελπίζουμε πια. Πάντα είχα την άβολη αίσθηση, πώς ό, τι κακό κι αν συμβεί σ΄αυτή τη χώρα, είναι σαν μια πετρούλα που προκαλεί λίγες αναταράξεις και ομόκεντρους κύκλους στα τηλεοπτικά νερά και κατόπιν εξαφανίζεται στο θολό βυθό. Τις τελευταίες μέρες οι πέτρες ήταν πολλές, αλλά η νάρκωση συνεχίζεται, θα το δείτε όσοι βλέπετε τηλεόραση, το άλλο σαββατοκύριακο. Και το παράλλο, όταν θα έχουμε δεχθεί αδιαμαρτύρητα μέτρα που θα ξεπερνούν τη φαντασία του Τζορτζ Όργουελ. Τον είχα διαβάσει, όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών και τα είχα θεωρήσει τότε, μια εποχή προ κινητών τηλεφώνων, υπερβολές, προϊόν της μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας του. Έλεγε ιδίως για την γλώσσα. Ότι οι λέξεις θα χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για το αντίθετό τους. Κατόπιν ρώτησα έναν γέρο άγγλο καθηγητή, που είχε γνωρίσει τον Όργουελ στο βιβλιοπωλείο του στο Λονδίνο, και κείνος μου είπε ότι έτσι είναι και λίγα γράφει, θα το δω. Βέβαια ο καθηγητής είχε πιει πάλι πολλή μπύρα και σκέφτηκα, θα τα βλέπει διπλά...
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΥΓΝΕΦΟ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΠΙΣΣΑ
ΚΑΝΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ
Ο ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ
Όμως κάτι για την ταχύτητα. Όλα είναι σχετικά, κι αν ένα ποδήλατο πηγαίνει σαν σαλιγκάρι σε σχέση με τα μηχανοκίνητα τροχοφόρα, ένα σαλιγκάρι που πηγαίνει με ποδήλατο, ορισμένως τρέχει με ιλιγγιώδη για τα δεδομένα του ταχύτητα. Νύχτα λίγο πριν απ΄τη Δάφνη άκουγα μες την ησυχία ένα τκ τκ τκ προερχόμενο απ΄το τιμόνι, κάπου εκεί. Κοιτάζω το φωτάκι, το κουνάω, τίποτα, δεν ήταν αυτό. Κοιτάω τα συρματόσχοινα, μπα, ούτε αυτά. Ούτε τα φρένα. Κι όμως σε κάθε μικρή αναπήδηση ακουγόταν τκ τκ τκ! Σταματάω στην πλατεία, ελέγχω πιο προσεκτικά, βλέπω μια τσίχλα κολλημένη στο μπροστινό φτερό. Βρε, σκέφτομαι, να μια αηδία, κάποιος κάνει αστειάκια με το ποδήλατό μου! Πάω να βγάλω την τσίχλα, δεν ήταν τσίχλα, ήταν ένα σαλιγκαράκι, ελάχιστο, πολύ λιανό, άσπρο του όνυχα, κι είχε βγει ολόκληρο, άνοιγε και τις κεραίες του σιγά σιγά. Στο σβέρκο είχε δυο γραμμές καφέ. Ορίστε μας, και λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε απ΄το Μπραχάμι στη Δάφνη πάνω στο πλαστικό φτερό, όπου σε κάθε τράνταγμα χτύπαγε το κέλυφός του τκ τκ τκ, μα δεν ξεκόλλησε επουδενί! Τώρα ο λαθρεπιβάτης βοσκάει στο γρασίδι. Είναι φανερό. Ήθελε κίνηση και κόσμο γύρω του αλλά και πιο πλούσιο κι ευρύχωρο πεδίο δράσης, έφυγε λοιπόν παράτολμα από την ξεραΐλα με το πρώτο οικολογικό μέσον που βρήκε μπροστά του και η μοίρα του άλλαξε προς το καλύτερο, ένα δήμο πιο πέρα, όπου μόνος του δε θα ΄φτανε ούτε σε μια ολόκληρη σαλιγκαρίσια ζωή!