Στο δρόμο προς τα υποχθόνια καθόντουσαν, λέει ο μύθος, τρεις γριές! Οι τρεις θείτσες του Άδη! Κι είχανε λέει ένα μονάχα μάτι, που το δάνειζε η μια στην άλλη, παρότι όμως μισόστραβες, το στόμα τους ροδάνι και κουτσομπολιό σκέτο, κανείς δε γλίτωνε τον έλεγχο!
Όμως εγώ δεν σκόπευα να κατεβώ στον Άδη, μέχρι το Σύνταγμα ήθελα να πάω. Κι έτσι φαίνεται πως αντιστράφηκαν τα πράγματα, και δεν απάντησα γριές μα γέρους. Κι όχι μαζί αλλά χώρια, με τη σειρά. Ο ένας ήρθε κάτω απ΄την ελιά, ο δεύτερος έκανε ποδήλατο κι ο τρίτος βάσταγε μια λάμπα!
Τούτο τον καιρό στα χωριά όχι μόνο τις έχουνε μαζέψει τις ελιές παρά έχουνε βγάλει και το λάδι. Εγώ κάθησα από κάτω απ΄ την ελιά γιατί είχε βγει το δικό μου το λάδι, κι είχε αρχίσει να βρέχει πάλι, να μαζευτώ κάπως και να συνεχίσω. Κι αν νομίζετε πως δεν έχει πια ελιές στην Αθήνα και το περίχωρο κάνετε μέγα λάθος και δηλώνω ότι δεν ήταν μία αλλά τρεις ελιές, πυκνές πυκνές και δροσισμένες.
Όπου μες την ερημιά καταφθάνει ο πρώτος γέρος, εκατό ετών ευθυτενής με παλτό, τραγιάσκα και χαρτοφύλακα, χωρίς ομπρέλα, και μου λέει buongiorno! Αυτό τι μοντέλο είναι, ποιού έτους; Του '89, απαντώ. Α, bellissima, και κάνετε αθλητισμό; Όχι, μόνο για το γούστο μου! Κι έχετε αλλάξει το κέντρο, τις ταχύτητες (το μάτι του είχε πέσει από μακριά στον πίσω τροχό), ναι, και τα λάστιχα είναι κι αυτά γαλλικά, όχι αμερικάνικα, α, στην ιταλία είχε ωραία ποδήλατα, bicicleta το λέγαμε το ποδήλατο, μπι-τσι-, μα δεν το συνέχισε, κι εγώ τό΄χω το χούι να μη ρωτάω ποτέ τίποτα, εκεί έφυγε το μάτι του απ΄τον τροχό, πήγε στις ελιές και πάνω απ΄τις ελιές, ciocc, pinarello, colnago! του πετάω, τον πέτυχα ανελέητα στομάχι, καρδιά και δόξα πατρί, τραύλισε λίγο, να...να προσέχετε, οδηγούν απρόσεχτα...
Στη λεωφόρο παρακάτω, στη δεξιά λωρίδα βλέπω μπροστά μου μια κιτρινορόζ χελώνα με γυαλιά του σκι απάνω σ΄ένα κουρσάκι ξυράφι, πλησιάζω, άλλος εκατοχρονίτης αθλητής, ένα κουβάρι δεμένο με το ποδήλατο, ανακλαστικά έλαμπαν, πράσινο σακκίδιο, κόκκινες κεραίες, κουμπωτά πετάλια, και μ΄αρχίζει τις κόντρες! Όταν τον περνούσα, κι αυτό λόγω της κίνησης, γιατί αλλιώς είχα παραλύσει από τα γέλια, πάταγε μια κόρνα με φούσκα, πρρρρρρρ..! Τότε εγώ άφηνα το πετάλι χαλαρό κι ο κουμπωτός έσκιζε το χιονόνερο μες τον κόντρα αέρα!
Κέντρο και για να ξεπαγώσω, να συνεχίσω μια δουλίτσα που είχα, σταματάω να πάρω έναν καφέ, αφήνω λοιπόν το ποδήλατο κοντά μου στηριγμένο στο πεζοδρόμιο, έπινα τον καφέ και ατένιζα το μέλλον μ΄ αισιοδοξία, έναν λόφο σκουπίδια απέναντι, τον κόσμο να κάνει άλματα, κι απορροφημένη καθώς ήμουν απ΄ το θεσπέσιο θέαμα δεν πήρα είδηση αμέσως τη λάμπα! Εδώ ήταν ένας γέρος πιο γέρος απ΄τους προηγούμενους δύο, θά΄χε ήδη πάει στα καταχθόνια και γύρισε, από κει φέρνοντας μια λάμπα, την κόλλησε κάτω απ΄ τη μύτη μου επίσημα και με τα δυο του χέρια, στον δεξιό αγκώνα βαστούσε και μια λευκή πάνινη τσάντα με κάτι χαρτιά μέσα, υψωμένος ο κλασικός στρογγυλός γαλακτερός γλόμπος με βάση και καλώδιο, κρεμόταν το καλώδιο, κι αν ο πρώτος γέρος φορούσε καφέ, ο δεύτερος παρδαλά, ετούτος όλος κρεμ, μπουφάν, παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Και τί μου λέει; Μη χαζεύεις, κι έχε το νου σου, να μην τον χάσεις και να κοιτάς και το ποδήλατο, γιατί μετά θα ψάχνεις με τη λάμπα! Είπεν και κατηφόρησε.