ΜΠΙΠ

Στο μέσον της επιχείρησης "καθαρά χέρια", δηλαδή του κάθε όποτε ξωπετάγματος των δύο τρίτων της σαβούρας που μαζεύεται σε κάθε αξιοπρεπές ποδηλατικό και βιβλιοφαγικό σπίτι, όπου άμα ανοίξετε το ψυγείο θα βρείτε ένα μήλο και μπόλικο πάγο, ανέγνωσα δυνατά μια σύντομη σουρρεάλ ιστορία του Ignácio de Loyola Brandão.  Ακροατές ήταν δύο νυχτόβια πουλιά απέναντι απ΄ το παράθυρό μου, τα οποία, ναι μεν με είχανε γραμμένη στα αποπτιλωδέστερα των αποπτιλωμάτων τους αλλά με άφησαν πρώτα να ολοκληρώσω, παρακαλώ, μα να μιλήσω και γω, εσείς μιλήσατε τόση ώρα πιο πριν και δεν σας διέκοψα, σας παρακαλώ, να ολοκληρώσω, μετά τα νυχτόβια έκαναν κράααα και πέταξαν προς άλλα  παράθυρα να προλάβουν καμιάν άλλην εκπομπή.

 Πάλι καλά.  Γιατί μού έχει τύχει άλλοτε με τέτοια φωνή, έτσι βαθιά υπαρξιακή, προερχόμενη από τα έγκατα της κρυολογημένης μου ύπαρξης, να με ρωτήσουν στα σοβαρά, όχι καρακάξες άσχετες, άνθρωποι με πείρα της ζωής,  δύο φορές μάλιστα μες την ημέρα, πού τραγουδάω να ΄ρθουν να με ακούσουν, μπορεί βέβαια νά΄φταιγε κι ένα πολύ καλαίσθητο μπλου ή πράσινο, δεν θυμάμαι, διέθετα κι απ΄τα δύο χρώματα, ελεκτρίκ νύχι που είχα φτιάξει για χάζι, όπως και νά΄χει δεν είναι τόσο άσχημα τα πράματα, και τα βραζιλιάνικα ένρινα προφέρω με φυσικό τρόπο, και μεγάλη τύχη ανοίγεται σε κανά σκυλάδικο στην εθνική 040, δεν είναι να τις περιφρονώ αυτές τις προοπτικές τέτοια εποχή.  Το μόνο που πρέπει να φροντίσω είναι μια επιμήκυνση νυχιών, ώστε να εκπληρώσω το χρέος μου στην τέχνη και τον πολιτισμό.

Αυτά σκεφτόμουν και περίμενα να κουνήσουν τρία αυτοκίνητα μπροστά μου στην έξοδο ενός υπαίθριου χώρου στάθμευσης, είχε μαζευτεί  μια ουρά πίσω,  ο λόγος, το πρώτο αμάξι, που περίμενε κάτι από ένα κατάστημα, οπότε κάποια στιγμή ο δεύτερος ετόλμησε κι έκανε "μπιπ".  Ο τρίτος είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με μια πωλήτρια, εγώ δεν μπορούσα να κάνω "μπιπ" ακόμα κι αν τό΄θελα, διότι δεν έχω κόρνα μα ούτε καν κουδουνάκι, έσπασε το έμβολο, έτσι ο Γυμνός Ζινζίνιου δεν διαμαρτύρεται, φωνάζω εγώ, αλλά κυρίως σε περιπτώσεις που πάνε να με φάνε μπαμπέσικα.  Μιας και τό ΄φερε η κουβέντα, να εξηγήσω, ότι ο Ζινζίνιου περιφέρεται από χθες τσίτσιδος, αφού αφαίρεσα τις ταινίες με τις  οποίες τον είχα μουμιοποιήσει, μιας και οι ταινίες αυτές, τριών ειδών και ποιοτήτων μάλιστα, κάηκαν όλες σ΄ ενάμισι μήνα και σκίστηκαν σαν χαρτί.  

Ανοίγει λοιπόν το πίσω παράθυρο στο πρώτο αυτοκίνητο και βγάζει μια μορένα το κεφάλι της, έι, παλληκάρι, χαλαρά, δεν αργούμε,  ανοίγει κι ο βιαστικός το δικό του παραθύρι και βγάζει ένα τριχωτό χέρι λέγοντας γιατί δεν πάνε πιο πέρα και στην άκρη.  Εντωμεταξύ το πρώτο αυτοκίνητο μπορούσε πλέον να φύγει, όμως έκανε στην άκρη, ανοίγει η πόρτα του οδηγού κι εμφανίζεται ολόσωμη η μοιραία απάντηση.

Η θεωρία σε υπερπλούσια δόση με διπλή σοκολάτα και φουντούκια, άσπρη πουκαμίσα δαντελωτή, μαύρο κολάν και ασημί τακούνι, θα πεθάνετε θερμιδοφονιάδες, ήρθε το τέλος σας τσιφούτηδες των δευτερολέπτων, σύστοιχη η επαναστατική πράξη χαραγμένη στον αέρα με ασημί νύχι, ο άλλος ψέλλισε, εντάξει, πάμε τώρα, όχι, δεν θα πάμε, θα το συζητήσουμε, πράγμα μάλλον ανησυχητικό, διότι για μια βραζιλιάνικη συζήτηση πρέπει να ΄σαι εξοπλισμένος με φαγητό, νερό και αλλαξιά ρούχων, αλλά προσωρινά άλλαξα πόδι στο πετάλι.  Πίσω ούτε μπιπ δεν ακούστηκε. 

ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΣΚΥΛΑΡΟΙ

Ε, δεν είπαμε κι έτσι, ένα αστειάκι κάναμε κι αμέσως να το σκάσετε μες τα σκοτάδια και τις λάσπες!  Το μόνο, πού είδατε, τι χρειάζεται λιγάκι πράσινο μες την Αθήνα!  Όμως δεν είναι σωστά τα πράγματα αυτά, πώς να το πούμε, μας προσβάλλει.  Να περιμένουμε έξω απ΄τα παραθύρια, χάμω στα σκαλιά, να κάνουμε καντάδες και σεις να μπερδεύεστε στα χαμόκλαδα και τις πέτρες, σκαστοί σαν τους κλέφτες, δεν ταιριάζει, θα σπάσετε το τακουνάκι σας.  Εμείς είπαμε, ελάτε εδώ έξω, πού έχουμε μια ωραία παρέα, να τα πούμε σαν άνθρωποι, καλοκαίριασε, μέσα θα κλεινόμαστε;  

Το ξέρουμε πού ΄στε ευαίσθητοι και σκιαχτήκατε με μερικές χοντράδες, αλλά δεν έπρεπε, γιατί εμείς  στα ώπα ώπα σας είχαμε και τον σκύλο δεμένο. Τώρα, η αλήθεια, με λουκάνικα δεν δένονται οι σκύλοι, λουλού να΄τανε δεν γίνεται, πόσο πιο πολύ οι σκύλαροι.  Όμως, βλέπετε, μάς φάγανε οι μόδες!  Στα Κολωνάκια με τα θηρία, πατείς με πατώ σε, τί να πρωτομαζέψουν ύστερα οι έρημες οι φιλιππινέζες με τα φαράσια, μπουκώσαμε.  Κι όσο που χαϊδευότανε ο σκύλος, αλλάξαν οι βιτρίνες, άλλαξε η μόδα και ποιός χαμπάριασε.

Εκτός του σκύλου.  Τό΄χουν κι αυτό οι σκύλοι, να μυρίζονται από μακριά.  Κι ούτε με το καλό ούτε με το άγριο, κλεισμένος με τα χίλια ζόρια στην πίσω αυλή ουρλιάζει λες και τον σφάζουνε.   Τελοσπάντων, ζωντανό είναι, αυτόν τον τρόπο ξέρει, αλλά εμείς που καταλαβαινόμαστε, είπαμε, ελάτε να το πιούμε ένα κρασί, να βγάλουμε μιαν άκρη, καρέκλες δεν έχουμε βέβαια, όμως θα τα βολεύαμε, κι εσείς για να μην τσαλακώσετε ένα κοστούμι, πήγατε και το κουρελιάσατε στους θάμνους, ντροπής δηλαδή, μεταξύ μας, που άνοιξε η νοικιασμένη λιμουζίνα η φυμέ, ν΄ανοίξει  η γη να μας καταπιεί, σαν βγήκατε ολοσούσουμοι ν΄αλλάξετε τάχα συνάλλαγμα τα τρύπια σώβρακα στα διεθνή αεροδρόμια!