ΑΣΕ ΜΕ ΜΕΝΑ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ...


... σ΄ ένα παλιό βενζινάδικο! ΄Οταν φέρνω τη μια άκρη των φτερών του Plano Piloto με την άλλη, το νότο με το βορρά, περίπου είκοσι χλμ, τα δυο φτερά σηκώνουν το ποδήλατό μου και το μπλέκουν με τα σύννεφα, είναι πολύ κοντά στο κεφάλι μου τα σύννεφα του Planalto!
Κι έχει συμβεί το παράδοξο, ενώ κυκλοφορώ με ποδήλατο, να συχνάζω στα βενζινάδικα πιο πολύ κι από τους νταλικιέρηδες! Πότε για αέρα, πότε για νερό και γενικά για είδη πρώτης ανάγκης, τα βενζινάδικα εκτελούν χρέη περιπτέρου όλες τις ώρες. Κι ακόμη είναι τόποι συνάντησης, όταν δίπλα υπάρχει κάποια καντίνα, όπως σε ένα από τα τρία βενζινάδικα που με μάθανε πλέον, μια καντίνα με λιβανέζικα σουβλάκια, shawarma, σαβρουμάδες, εξ ου και σαβουρώνω, με κοτόπουλο και μοσχάρι και φαλάφελ και μπύρες, εκεί μαζεύεται κόσμος κάθε βράδυ, φοιτητές, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, υπάλληλοι των γύρω ξενοδοχείων και παρακολουθούν ποδόσφαιρο και άλλα αθλητικά, πρόσφατα που πήγα ήταν πολύ αστείο να είμαστε με τα καλοκαιρινά και να βλέπουμε τα παγοδρόμια του Καναδά! Κι εκεί έχω κάνει απρόσμενες κουβέντες, για το Amarcord ή για το αν το σακκάκι μπορεί να συνδυαστεί με παρδαλή βερμούδα ή αν η βότκα πηγαίνει με χυμό μαρακαζού και πόσα μάνγκα βάνει ο σάκκος!
Όταν πρωτοπήγα σε βενζινάδικο ένα απόγευμα να βάλω αέρα, έψαχνα την κλασική τρόμπα με τη βελόνα, αλλά τελικά βλέπω σε μια άκρη δυο μηχανήματα, το ένα έλεγε AR και το άλλο AGUA, πάω στο πρώτο, είχε τέσσερα κουμπάκια, έπρεπε να ορίσεις την πίεση και μετά να πατήσεις ένα άλλο κουμπί να βγει ο αέρας, ακούω ένα μπιιιιι...., βγαίνει μετά από λίγο ο αέρας δυνατά, φοβήθηκα μην εκραγούν οι σαμπρέλες, και δεν φθάνει αυτό, στο δεύτερο λάστιχο πάτησα κατά λάθος με μεγαλύτερη διάρκεια το κουμπί, ώστε, αφού φούσκωσα το λάστιχο, πήγα να τοποθετήσω το σωλήνα πίσω στη συσκευή, αλλά μπιιιι... έβγαινε πάλι ο αέρας, χόρευε και τιναζόταν πάνω ο σωλήνας, δυο, τρεις φορές, δεν μαζευότανε ο φίδουλας, πεθάνανε στα γέλια δυο κοπέλες που σφουγγαρίζανε πιο πέρα στις αντλίες, todo bem? bem και παρα bem, μην πω με τους αυτοματισμούς, πρέπει να βάζω τα psi σταδιακά, γιατί θα κλαίω τα λάστιχα!
Κάθε Κυριακή κλείνουν μέχρι τη δύση του ηλίου έναν κεντρικό οδικό άξονα της πόλης και τον παραχωρούν στους ποδηλάτες, τρέχουν λοιπόν άλλοι με τα ποδήλατα, άλλοι με πατίνια ή με τα πόδια πάνω κάτω, καταλήγουν στο πάρκο, αλείφονται λάδια και συνεχίζουν τις ασκήσεις στις μπάρες και τα γρασίδια, μετά μπαίνουν κάτω απ΄τα ντους ή λιάζονται σαν τις σαύρες. Άλλοι ασκούνται στις πολεμικές τέχνες, άλλοι επιδεικνύουν τους μύες τους, κάποιοι κάνουν καποέιρα και ορισμένοι μασάζ κάτω από μια τέντα, μερικοί ταϊζουν τις πάπιες...
Μοιάζει ώρες ώρες η πόλη ολόκληρη μ΄ένα γυμναστήριο, εγώ πάλι είχα φτάσει μια φορά στο τέλος της Asa Norte με αντηλιά κι έψαχνα νερό, γρασίδι αποδώ, σπίτια από κει, η λίμνη παραπέρα, ήξερα ότι πιο πάνω προς τ΄ανατολικά είναι ένα εμπορικό και γύρω γύρω εστιατόρια και καφετέριες, αλλά σχετικά μακριά, και βέβαια είχε και στο δρόμο της επιστροφής από την πάνω μεριά, τώρα όμως, αν ήθελε πιο πριν το ποδήλατο αέρα εγώ ήθελα νερό και είχα αφήσει πίσω δέκα βενζινάδικα, διότι σκέφτηκα, κάπου στην άκρη θά΄χει κάτι για καφέ, αλλά τίποτα, να βλέπω γύρω γύρω χαρούμενους αθληταράδες να τρέχουνε, πιο πέρα κόσμος μαζεμένος σε θρησκευτικά ιδρύματα, παρακεί παιδικά πάρτι, δεν ήξερα ακόμα την περιοχή, είχα βγει για αναγνωριστική κι έκανα κύκλους σαν κατάρα, τελικά, ιδού, μια τορτερία, γλυκά μέσα, παίρνω έναν καφέ, μια τάρτα φράουλα και δύο μπουκάλια νερό, γουρλώνει τα μάτια της η πωλήτρια, δύο; ναι, καλέ, δύο, τί΄ναι μισό λίτρο νερό κι αργεί να βρέξει!
Υστερόγαμον: Το βράδυ έριξε κουρτίνες και μπρόκολα!
Η φωτό από την περιοχή του ζωολογικού κήπου!

BATERIA LOCA!

Κοιτάξτε να δείτε πώς έχει το πράγμα. Μου είχαν πει, δεν είναι να πάει άνθρωπος, είναι ντεκαντάνς, χάλια, κι εκτός αυτού επικίνδυνα, σαν πέσει το σκοτάδι, ανακάτεμα και κακό συναπάντημα, κυκλοφορούν μεθυσμένοι με τα σώβρακα και σου την πέφτουν, γίνονται και φασαρίες, όργια και τρόμος, απαπά, μακριά. Όλα αυτά για το pacotao, το καρναβαλίστικο πανηγύρι.

Όμως ένα ρεμάλι διεθνούς φήμης σαν και του λόγου μου, αυτά τ΄ακούει ανάποδα. Ότι δηλαδή να πάω, θα έχει ενδιαφέρον και θα είναι υπέροχα. Πράγματι, ήταν υπέροχα. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου είχα έναν διάλογο ως εξής: α, εδώ κάτι τύποι με παρδαλά φτερά μου λένε, βάλε ένα καπέλο και έλα στο pacotao! Ω, pacotao, ναι, ναι, αλλά δε μ΄αρέσει, αηδία, απολίτιστοι! Μμμμ, πράγματι, κατάπτωσις, γεια χαρά, κατεβαίνω!
Από την οδό εδώ μπροστά, μέσα από την περιοχή των ξενοδοχείων που μένω, την W3 Norte, κατέβαινε αργά και ρυθμικά το κύριο σώμα των καρναβαλιστών με τα διάφορα grupos της σάμπας, για να καταλήξει στην Gran Folia, κοντά στο Μουσείο (αυτό που μοιάζει με ούφο) και τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων - εκεί είναι κάπως σαν την Ομόνοια.

Συχνά πυκνά έκαναν στάσεις και έπαιζαν ξέφρενους ρυθμούς με τα τύμπανα, όλο και κάποιος τραγουδούσε στεντόρεια ενώ κοπέλες χόρευαν σάμπα αντικρυστά στα μουσικά σχήματα. Άλλοι φορούσαν τις στολές της ομάδας τους, συνήθως με κάποιο θέμα, πχ. μωρά ή κόκορες, άλλοι τα καθημερινά τους, άλλοι διάφορα αποκριάτικα, κι άλλοι, ονόματα δεν λέμε, τα ποδηλατικά τους, και μην πάει ο νους σας μόνο σ΄εμένα! Επίσης υπήρχαν ινδιάνοι με βαμμένα σώματα και φτερά στο κεφάλι.

Σε διάφορα σημεία έβλεπες μασκαρεμένους να δίνουν μια μικρή αυτοσχέδια παράσταση, εδώ ένας άντρας και μια γυναίκα αφροβραζιλιάνοι με χρυσές στολές, εκεί κοπέλες με άνιμαλ πριντ κολάν φόρμες και ασημένιους κοθόρνους, πιο πέρα μια παρέα ντυμένοι εξωτικά πουλιά κι ανάμεσα στον κόσμο που παραμερίζει ξεπροβάλλει ένα μυστήριο τραβεστί στα ολόμαυρα, μαύρη φόρμα ολόσωμη κολλητή, γόβες, περούκα και ...μούσια, κρατάει ανοιχτή μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα, προχωράει αγέρωχα, σταματάει, ακουμπάει κάτω την ομπρέλα και γυρίζει γύρω γύρω αργά σαν γάτα, κατόπιν κάνει ένα ακροβατικό κατακόρυφο, ο κόσμος ξεσπάει σε χειροκροτήματα.

Το πλήθος το τελευταίο βράδυ, την Τρίτη, ήταν πραγματικά πυκνό, όλοι αυτοί κατέληξαν στην πλατεία, την ώρα που έφτασα εγώ, ερχόταν από την άλλη μεριά το grupo Pacotao με τύμπανα (bateria) και πνευστά, ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος, που δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα να χορεύω μαζί με τους φίλους του grupo μπροστά στο άρμα!

Αργότερα είχε ανεβεί το συγκρότημα των Os Baroes στη σκηνή, τους περιμέναμε αρκετά να ετοιμαστούν, αλλά άξιζε τον κόπο, ήταν πολύ καλοί, τρία ντραμς, ηλεκτρικές κιθάρες, πλήκτρα, βιολάουν (μικρή κιθάρα), μπάντζο και διάφορα σείστρα και κουδουνάκια, ο Flavinhio τραγουδούσε και χόρευε φοχό, κι όλοι εμείς από κάτω μες το κοκκινόχωμα, μπροστά στη σκηνή χορεύαμε σχηματίζοντας σειρές, ουσιαστικά δεν το σκεφτόσουν καθόλου, απλά κάποια στιγμή διαπίστωνες ότι τα χέρια και τα πόδια σου πήγαιναν μόνα τους.

Ξαφνικά βγαίνει πάνω ένας οχτάπαχος ντυμένος στα άσπρα, ο μαύρος παλαιστής του σούμο έλεγε διάφορα στο μικρόφωνο, και καλά μέχρι εκεί, αλλά έλυσε πρώτα την κελεμπία, λέω θα ζεσταίνεται, αμ δε, έβγαλε και την πουκαμίσα, πέταξε και το φανελάκι, πήρε κι ένα άγριο ύφος, προκαλούσε τον τραγουδιστή, ο τραγουδιστής έκανε ότι φοβάται και τελικά αποφάσισαν ν΄αναμετρηθούν στο χορό. Στο μεταξύ όμως ο κιθαρίστας, μια μύγα με κόκκινο μαλλί, χοροπηδούσε γύρω του να τον αποσυντονίσει, αλλά τίποτα, ο τερατώδης του έκανε φου κι έφυγε, το πλήθος έπρεπε να σώσει τον τραγουδιστή, εξιλεώνοντας το θηρίο μ΄έναν χορό, πράγμα που έγινε άμεσα.

Κάτω από κάθε τέντα, πέρα από τη σκηνή γινόταν πάρτι, γνώρισα κόσμο από δύο grupos επίσημα και ένα ανεπίσημο, αλλά και χύμα, με μια συννενόηση multilingual-asta na pane, όταν θα προσπαθήσουμε να συννενοηθούμε στο τηλέφωνο, θα γελάσει κάθε πικραμένος! Από φαγητό σε διάφορους μικροπωλητές βρήκα καλό, μοσχαρίσιο σουβλάκι στη σχάρα, ψωμάκι με λουκάνικο, αρακά και σάλτσα μαρακαζού (σαν μουστάρδα), καλαμπόκι βραστό με βούτυρο τυλιγμένο στα φύλλα του και βέβαια μπύρα.

Όταν την άλλη μέρα με ρώτησαν πώς τα πέρασα και είπα ότι κάθησα μέχρι τις μιάμισι-δύο τη νύχτα εκεί, παρατρίχα να χάσουμε άνθρωπο από πνιγμό με εσπρέσσο. Ε, δεν υπήρχε πεερίπτωση να μείνω μέσα να βλέπω τηλεόραση!
Υστερόγαμον: κάθε χρόνο καθένα grupo παρουσιάζει οπωσδήποτε ένα τραγούδι σατυρικό της πολιτικής επικαιρότητας, με καυστικούς στίχους, στο πλαίσιο των allegorias (καρναβαλικές αλληγορίες). Το φετινό τραγούδι των Pacotao είχε ως θέμα τα οικονομικά σκάνδαλα στην Brasilia DF, με τίτλο Έσπασαν το κουτί της Πανδώρας...
Εδώ κι εδώ δύο βιντεάκια από τη δεύτερη μέρα και εδώ ανταπόκριση της τηλεόρασης.

ENERGIA E ALEGRIA!

Στις εφτά τ΄απόγευμα τα Grupos Cultural κατέβαιναν την Eixo Monumental με κατεύθυνση το άνοιγμα με το γρασίδι πίσω από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, όπου έχουν στηθεί οι επιμέρους άσπρες τέντες και η σκηνή του καρναβαλιού. Τα τύμπανα, οι τρομπέτες και τα τραγούδια ακούγονταν απ΄ το ξενοδοχείο μου.

Φυσικά ακολούθησα τον θίασο και φυσικά με ποδήλατο. Υπήρχαν και καμμιά δεκαριά άλλα ποδηλατάκια σκόρπια, κούρσες, πόλης, ένα σπαστό και ένα τύπου χάρλει με χοντρή πίσω ρόδα. Πιο πίσω περιπολικά, μπροστά η τροχαία, αποπάνω το ελικόπτερο και στα πλάγια η έφιππη ομοσπονδιακή αστυνομία με κανελλί άλογα.

Στον χώρο συγκέντρωσης οι άσπρες τέντες είχαν γραμμένο πάνω το όνομα κάθε μουσικού συγκροτήματος, και μέσα έπαιζαν μουσική και χόρευαν. Με τη σειρά, κάθε σχολή ανέβαινε στη σκηνή και παρουσίαζε τη δική της fantasia.

Όταν στάθηκα μπροστά στην σκηνή ετοιμάζονταν οι Ase Dudu. Αυτοί είχαν αφρικάνικο ύφος, φορούσαν άσπρες κελεμπίες με ζώνη και μαντίλι στο κεφάλι και παίζανε διάφορα τύμπανα και πλήκτρα. Βγήκαν τρεις τραγουδιστές, δυο άντρες και μια κοπέλα, ο πρώτος μάλιστα, ο Rosario, είχε μια χρυσή κουρτίνα με τις φούντες μαζί περασμένη διαγώνια πάνω του συν ασημένια περικάρπια, βραχιόλια, περικνημίδες, κι ένα τεράστιο τουρμπάνι.

Παρουσίασαν ένα ολόκληρο πρόγραμμα με τραγούδι και χορό, τα τύμπανα σκόρπιζαν τρομερή ενέργεια, αίφνης βγαίνουν στη σκηνή δυο μαύρα αγόρια και χόρεψαν σάμπα, κατόπιν μια κοπέλα με κρινολίνο χρυσομυγί, στο τραγούδι Φαραώ, Φαραώ - κάπου μέσα σ΄όλο αυτό χρειαζόταν κι ένας Φαραώ - παρουσιάστηκαν πράσινες - άσπρες ριγέ, τύπου αιγυπτιακές μάσκες στα πρόσωπα των μουσικών, κατόπιν εκτελέστηκε το λαϊκό άσμα Camisinha, Camisinha, ο δε τραγουδιστής πέταξε προφυλακτικά στο κοινό, καθώς προϊδεάζει ο τίτλος, το δε κοινό έσπευσε να τα φουσκώσει και να τα κάνει μεγάλα μπαλόνια.

Στη σκηνή καπνοί, στον ουρανό πυροτεχνήματα και αεροπλανάκια, στον αέρα τσίκνα, γύρω ο κόσμος πύκνωνε πια, οι περισσότεροι λικνίζονταν στο ρυθμό, οι μπύρες και οι χυμοί πηγαινόρχονταν και οι μουσικοί βροντοκοπάνησαν λίγο ακόμη τις μπατερίας, τα τύμπανα, ενώ ένας διέσχισε τη σκηνή στριφογυρίζοντας ψηλά μια τεράστια άσπρη ομπρέλα - λαμπατέρ με άσπρα φτερά στην κορυφή κι ακολουθούσαν χορεύοντας αγόρια και κορίτσια της escola αυτής, με φόρμες παρδαλές.

Μπροστά και κάτω απ΄τη σκηνή είχαν έρθει υψωμένα ένα κόκκινο λάβαρο, ένα κεφάλι κόκκορα κι ένα κεφάλι ανθρώπου, δεν ξέρω ποιον παρίστανε, το Grupo Galinhio de Brasilia, το Κοτόπουλο της Μπραζίλιας ανυπομονούσε να πάρει σειρά, τούτοι δω ήταν μια μπάντα πνευστών, τρομπέτες και σαξόφωνα, με άσπρα κόκκινα κοστούμια και χορεύτριες με φουστίτσες φτερωτές, σε μια στιγμή ακριβώς μπροστά απ΄το κοινό βλέπω ένα πορτοκαλί διπλό ποδήλατο μ΄ένα ζευγάρι πάνω να πεταλάρει χαλαρά, φορούσαν μαγιώ κι η κοπέλα ένα τεράστιο κίτρινο καπέλο, μέχρι να τρίψω τα μάτια μου, το τάντεμ πέρασε κι εξαφανίστηκε.

Η ομάδα Mamae Tagua ήταν πεντέξι άτομα μόνο, είχαν φέρει κάτω από την τέντα τους ένα τρίκυκλο μεγάλο ποδήλατο με ψυγείο μπροστά και έναν ντενεκέ πετρελαίου βαμμένο πράσινο ελεκτρίκ πίσω, αγόρια και κορίτσια κοπανούσαν την γκρανκάσα αυτή και μια μικρότερη ασημένια καθώς και φορητά τύμπανα, όποιος ήθελε μπορούσε να συμμετάσχει, ο ρυθμός ήταν συναρπαστικός και αεικίνητος.

Στο περίπτερο των Baratona απέναντι επικρατούσε ο ηλεκτρονικός ήχος, το συγκρότημα ήταν εφηβικό και γύρω κυκλοφορούσαν πατίνια και skates. Πάνω στην σκηνή οι Pacotao συνέχιζαν πάλι με πνευστά, όσο για τους Ase Dudu και τους Bloco dos Raparigueiros, είχαν πια ξεφύγει, συνέχιζαν το πάρτι με φοβερό θόρυβο, αντίθετα με τους Menino de Ceilandia και τους Baratinhia, των οποίων οι σκηνές ήταν άδειες.

Πέρα από την Asa Sul κατέβαινε ένα ποτάμι ανθρώπων. Αρχικά νόμισα πώς ό κόσμος αυτός ήταν συγκεντρωμένος γύρω από μια άλλη εξέδρα με μουσική, όμως η εξέδρα φάνηκε να κινείται αργά, κι έπειτα διέκρινα πώς ήταν δύο άρματα που κατευθύνονταν αργά προς το κεντρικό σημείο, όπου έχοντας κάνει εγώ μια γενική αναγνωριστική και επιστρέφοντας, διαπίστωσα πως είχε επέλθει το χάος, πριν την κορύφωση της βραδιάς τα μεσάνυχτα.
Πολλοί είχαν φορέσει ή δεν φορέσει ό, τι βρήκαν στη ντουλάπα της θείας τους της χορεύτριας, άλλοι είχαν μείνει με το μαγιώ και κολιέ με σπόρους, μια παρέα αγοριών κυκλοφορούσαν με άσπρα σώβρακα μινέρβα, αν τα θυμάστε, κι άλλη μια παρέα με χιτώνες ασημένιους και κλαδιά στο κεφάλι, οι κοπέλες κυρίως σορτσάκια και χόρευαν σάμπα, καταϊδρωμένοι όλοι και περιχυμένοι μπύρες και χυμούς με το γαλόνι. Αίφνης βλέπεις έναν τύπο με απειλητικό μάτι να έρχεται καταπάνω σου, τι να θέλει, α, οπωσδήποτε να επιδείξει μερικές φιγούρες καποέιρα ή σάμπα. Έπειτα ευχαριστημένος χαμογελάει φαρδιά πλατιά και πάει παρακάτω.

Κι όπως εγώ ήμουν σαν το ραπάνι, απασχολημένη με το κινητό μου μες τη μέση, νιώθω να σέρνω εκτός απ΄το ποδήλατο και κάτι ακόμα, γυρίζω, ήταν ένας νεαρός μελαψός με ροζ μίνι φουστάνι, ροζ κραγιόν και τούλια, συνοδευόμενος από έναν άλλον, ντυμένο γριά, πάλι με ροζ φουστάνι μακρύ, μπαστούνι και περούκα, τους είχα δει και πιο πριν, κι ο πρώτος ήθελε να τον γλιτώσω λέει από την κακή πεθερά, να τον κλέψω με το ποδήλατο, πάνω στο οποίο είχε βολευτεί μια χαρά και να του δώσω ένα φιλάκι!

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΝΓΚΟΥΑΤΣΙΝΓΚΑ

Πάνε για να να πατήσουνε, ωρέ, την Πλαναλτίνια! Στο δρόμο που πηγαίνουνε, από το Νοροέστσι, στην κίνηση κολλάνε! Και μια γριά, καλή γριά, πουλάει χυμό μαμάου! Το βράδυ πια με τη δροσιά, περνούν το Στρουκτουράου...
Στην περιφέρεια της Brasilia υπάρχουν διάφορες κωμοπόλεις υπό ανάπτυξη, και σε μια από αυτές, την Τανγκουατσίνγκα, πήγαμε σήμερα το μεσημέρι, δυο γυναίκες, δύο άντρες κι ένα ζευγάρι μαλλιαρά σκυλιά, άσπρο το ένα, μαύρο το άλλο, καλεσμένοι στης Δόνας Κλάρας, μητέρας του ενός φίλου. Γιόρταζε η αδελφή του κι είχε μαζευτεί όλο το σόι, γιοι, κόρες, εγγονές, εγγονοί, θείες, θείοι.
Ο λαός περιφερόταν στα δωμάτια και τα υπόστεγα, τρώγανε, πίνανε, ξαπλώνανε στους καναπέδες, βλέπανε τηλεόραση, συζητούσαν, κοιμόντουσαν, φεύγανε, έρχονταν, η Δόνα σταθερή, τα σκυλιά είχαν γίνει φλοκάτες με την κουφόβραση, έβρεξε και λίγο, και πριν και μετά το φαγητό και τους χυμούς, ο καφές έρρεε, υποτίθεται σκέτος, πίκρα, όταν όμως εδώ λένε σκέτος, πίκρα, εννοούν ότι δεν έχει πάνω από ένα κιλό ζάχαρη το ένα θερμός, σε σημείο να κολλάει του "σκέτου" το φλιτζανάκι πάνω στο πιατάκι! Κι επειδή πρέπει να συνοδεύεται με κάτι γλυκό, να σπάει η πίκρα, παβέ με μούσι τζι μαρακουζά, όπου μούσι είναι η μους και το μαρακουζά ένα κίτρινο φρούτο, πολύ ωραίος συνδυασμός, δροσερός, καθόλου μούσι!
Όπως είπαμε, τα πράγματα εδώ κυλάνε αργά κι ατάραχα, έτσι κάποτε κατά τις εφτά, έφτασαν κι άλλα γλυκά και αλμυρά συν μια τούρτα γενεθλίων για το Parabens a voce, uma vida felicidade....parabens a voce! κοινώς να ζήσεις και χρόνια πολλά, αλλά για άσπρα μαλλιά δεν λένε τίποτα, ούτε για γνώση και σοφία, μόνο για ευτυχία, φτάνει.
Το βράδυ απόψε, επειδή μου έλειπε κίνηση, πήρα το ποδήλατο και πήγα μια βόλτα εδώ γύρω στο κέντρο. Σήμερα Σάββατο άρχισε επίσημα το Καρναβάου, που θα κρατήσει μέχρι την Τετάρτη. Μιας κι είναι διακοπές, ο περισσότερος κόσμος έχει πάει στο Ρίο, το Σαλβαντόρ, ή στα μέρη τους, κι η Μπραζίλια έχει αδειάσει σαν την Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο.
Βέβαια ο δήμος έχει κλείσει μια περιοχή κι έχει στήσει μιαν εξέδρα, μαζεύονται όσοι απόμειναν, τρώνε και πίνουν, και χαζεύουν στο γρασίδι, κάτι σαν φεστιβάλ στο Σύνταγμα ή το Γκάζι, πριν από λίγο πρέπει να τέλειωσαν, γιατί δεν ακούω πια θόρυβο ούτε το ελικόπτερο αποπάνω. Έπειτα υπάρχουν συναυλίες, εκδηλώσεις για παιδιά και διάφορα πάρτι. Για τους χαρταετούς, να πούμε ότι εδώ πετάνε χαρταετό όλο τον χρόνο, όποτε τους καπνίσει, ήδη σήμερα είδα έναν!

Καλή Αποκριά, καλή Καθαρή Δευτέρα!

Επίσης Χρόνια Πολλά στους Έρωτες!

PEDALADA A MINISTERIOS!


Τα πράγματα εδώ κυλάνε φαρδιά πλατιά και φιδογυριστά κι ατάραχα σαν τον Αμαζόνιο. Τούντου μπεμ. Όλα καλά. Εντωμεταξύ, χθες το πρωί πήγα στο εμπορικό κέντρο, μπήκα καρσί στην παπελαρία και πήρα μια ψαλιδάρα να, την μεγαλύτερη τεζούρα που είχαν, για ράφτες! Φυσικά υπερέβαλα, κι ένα κοπιδάκι θα έφτανε, ή ακόμη το ψαλιδάκι μου για τα νύχια, αλλά ήταν το μέγεθος της επιθυμίας, που καθιστούσε αναγκαίο το ψαλίδι ή το μαχαίρι να΄ναι τεράστιο, κι ας ήταν μόνο δυο τρεις ταινίες να κοπούν, ν΄ανοίξει το καπάκι και να βγει ανάποδα απ΄το κουτί που ήταν φυλακισμένο δέκα μέρες, μουγκρίζοντας, το θηρίο! Ο Τάσος ο Ευέξαπτος!

Εννοείται το ποδηλατάκι μου το άσπρο, σαν το γάλα της καρύδας! Είχα αναβάλει να το ανοίξω γιατί είμαι ακόμη σε ξενοδοχείο αλλά και γιατί με τρέχουν εδώ κι εκεί με αυτοκίνητο κι έπειτα μ΄έχει φάει μια αλλεργία που μπήκε λαθραία στα σακ μου, καταρροή και βήχας, με είχε πιάσει ξαφνικά και με είχε ταλαιπωρήσει δυο τρία χρόνια, μετά με ξέχασε εντελώς άλλα δύο και τώρα με ξαναθυμήθηκε. Αρχικά νόμισα πως κρύωσα, αλλά όχι, ήτανε αυτή η υστερικιά, γιατί αντιδράει, δεν καταλαβαίνει ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα με το κλίμα και τον τόπο και όλα;

Όπως και νά΄χει, έδεσα το ποδηλατάκι, και το είχα έτοιμο για σήμερα. Αφού το έδεσα, είδα συμπτωματικά στο ίντερνετ, ότι οι ποδηλάτες της Μπραζίλια θα είχαν μια συγκέντρωση το βραδάκι και βόλτα μετά. Ευκαιρία λοιπόν να το εγκαινιάσω! Με επέστρεψαν με αυτοκίνητο αργά τ΄απόγευμα στο ξενοδοχείο, κι είχα βρει καθαριστικό με βάση το πετρέλαιο και λάδι, γραφίτη μάλιστα, και το καθάρισα στοιχειωδώς από κόλλες και γράσα, λάδωσα την αλυσίδα, είχα περάσει αποβραδίς τα χρώμια με ...οδοντόκρεμα, είχα φουσκώσει και τα λάστιχα με μια καταπληκτική τρομπίτσα που πήρα από είδη σπορ, μαζί μ΄ένα ωραίο μωβ σορτσάκι κολάν, γιατί το παλιό μου σχεδόν έλιωσε, κι ακόμη λίγα σφιξιματάκια, λίγη ρύθμιση οι ταχύτητες, έτοιμο!

Απίστευτο! Μόνο του πήγαινε! Στα πεζοδρόμια, στις διαβάσεις, στα μονοπάτια με το πατημένο κοκκινόχωμα ανάμεσα απ΄το γρασίδι και τέλος στην άσφαλτο, στον Eixo Monumental, τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο, που καταλήγει στα Δικαστήρια, εκεί θα ήταν η συγκέντρωση. Πράγματι, βλέπω κάμποσους διαδηλωτές με πανώ και συνθήματα, αλλά ούτε ένα ποδήλατο, μόνο το δικό μου! Να έκανα λάθος αποκλείεται, αλλά τι να γίνει, έφερα μια βόλτα πίσω από τις κάμερες και πήρα αντίστροφα τον εισάουμ, να επιστρέψω, πού θα πάει θα τους βρω κάποια στιγμή, τους χαμένους!

Ήταν παραταύτα μια τέλεια βόλτα. Σε μισή ώρα χαλαρά είχα φέρει γύρω το κέντρο με τα υπουργεία και τα κυβερνητικά κτίρια. Αύριο λογαριάζω και μια pedalada στο φως της μέρας. Και το κερασάκι: κόπηκε ο βήχας! Μάλλον είμαι αλλεργική στο να μην κάνω ποδήλατο!
Υστερόγαμον: Το κολάζ, Ελύτης.

CHIC DO BRASIL

Όσοι δεν με γνωρίζατε από κοντά, πριν φύγω για την Μπραζίλια, εκτός που δεν χάσατε (το μυαλό σας) είστε και τυχεροί, διότι δεν θα ζήσετε το σοκ, που θα υποστούν όσοι με γνώριζαν, λόγω της μετάλλαξης, που θα αντικρύσουν όταν με δουν. Εδώ στο υψίπεδο υπάρχει ένας αέρας κομψότητας, που δεν μπορείς ν΄αγνοήσεις. Ναι μεν κάνει ζέστη, αλλά δεν πτοούνται.
Τον καιρό της αποικιοκρατίας κυκλοφορούσαν οι άντρες με κοστούμι, καπέλο και σκληρό κολλάρο, οι γυναίκες με κρινολίνα, ακόμη και μες τη ζούγκλα, δεν πα να βράζανε, κατά προτίμηση λευκά. Σήμερα μπορείς να δεις τα πάντα, από T-shirt μέχρι πουκάμισα λαμέ κι από καφτά σορτσάκια μέχρι ταγιέρ, πάντα όμως μ΄έναν σικ αέρα. Ειδικά εδώ, φταίει που είναι πρωτεύουσα, φταίει που υπάρχει άνεση, ηρεμία, καθαριότητα και πολύ πράσινο; Χωρίς να παραβλέπει κανείς και την άλλη πλευρά του πράγματος, την φτώχεια δηλαδή και τα προβλήματα, σε γενικές γραμμές εδώ έχουν έναν τρόπο να φοράνε ένα αμάνικο μπλουζάκι με αέρα μοντέλου στην πασαρέλα.
Επίσης εδώ στα νοτιοανατολικά υπάρχουν ευρωπαϊκές επιρροές συγκερασμένες με το βραζιλιάνικο χρώμα, κάπως σαν το γάλα δυναμωμένο με τροπικά φρούτα, το αποτέλεσμα είναι κάτι μοναδικό. Στο Πλανάουτου, το υψίπεδο, κυριαρχεί ένα ήρεμο πάθος, αν μπορεί να το πει κανείς αυτό, δεν είναι η ζωηρή παραλία του Χίου (Ρίο) ή του Σαουβαντόου (Σαλβαντόρ), είναι μια αγγλική εξοχή με σνομπ λόρδους, τους οποίους σώζουν απ΄ τη δυσκοιλιότητα αφενός οι τροπικοί χυμοί, αφετέρου η νεότητα: η πόλη γιορτάζει φέτος τα 50 χρόνια από την εκ του μηδενός ίδρυσή της.
Όσο για μένα δεν μ΄ενδιέφερε ποτέ κανένα status, εκτός δηλαδή από το στάτους του ποδηλάτου μου, το οποίο βρίσκεται το καημένο ακόμη στην κούτα, κάνω υπομονή, γιατί είμαι προς το παρόν στο ξενοδοχείο, μη βγάζω εδωμέσα τα πεταλόκλειδα και τις τρόμπες. Ωστόσο, από τη μια κάτι επίσημες υποχρεώσεις με dress code, από την άλλη η ατμόσφαιρα, κι έπειτα που δεν ασχολούμαι με το ποδήλατο, δεν μπορείς, παρασύρεσαι, και βγαίνουν τ΄ανομολόγητα. Ιδού λοιπόν που έκανα σήμερα το πρωί το αδιανόητο. Ψώνισα γόβες!!!
Δεν αστειεύομαι, δοκίμασα καμμιά 20αριά ζευγάρια με προτίμηση δολοφονικά ψηλοτάκουνες, και δεν είχε νούμερο, καθότι προμοσάου, εκπτώσεις, βέβαια μιλάμε για νούμερο 41, δεν είναι αστεία τα πράγματα, αλλά δεν το έβαλα κάτω, ήταν καταπληκτικό το μαγαζί και τελικά πήρα δύο ζευγάρια, ένα σχετικά ψηλό μαύρο-κόκκινο-άσπρο, πολύ βραζιλιάνικο, κι ένα σανδάλι μώβ, με πλατύ χιαστί λουρί στον αστράγαλο, μωσαϊκό διάφορα χρώματα, επίσης πολύ βραζιλιάνικο, και τώρα πού θα βρω τσάντα, που από χρώματα διατίθενται επίσης στην γκάμα των φτερών του παπαγάλου; Δηλαδή τώρα αυτό είναι απίστευτο στην περίπτωσή μου να σκοτίζομαι για τσάντες. Προβλέπω λοιπόν την εξής εικόνα: ποδήλατο, σακκίδιο, κράνος, γάντια, συνολάκι και τακούνια!
Υστερόγαμον: Η φράση του τίτλου προφέρεται "σίκι ντου Μπραζίου".
Θέλει προσοχή, μη γίνει "κίτσι ντου Μπραζίου"!

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΓΚΡΑΑΛ Ή ΤΟ ΚΑΤΗΡΑΜΕΝΟΝ ΤΕ


Σας γράφω από τους τροπικούς σε ημίγυμνη και ημιάγρια κατάσταση πίνοντας έναν ροζ ντόπιο χυμό και μην πιστεύοντας, ότι τελικά συνδέθηκα στο ίντερνετ! Προχθές στο Σάουν Πάουλου βασανίστηκα δύο ώρες, μπήκα στη σελίδα του ξενοδοχείου, έβαλα τον κωδικό που μού έδωσαν, τίποτα. Με τα τηλέφωνα, ένα μπέρδεμα. Ευτυχώς που μπορούσα τουλάχιστον να στέλνω μηνύματα μέχρι να τελειώσουν οι μονάδες που είχα από την Ελλάδα. Για στάση σε καρτοτηλέφωνο, ούτε λόγος, έτρεχα με την Κοκό πακέτο και το διαβατήριο στα δόντια. Χθες πάλι, εδώ στην Brasilia, έπιασα μια ελεύθερη ασύρματη σύνδεση, καταχάρηκα, έγραψα κάτι, μα σε δέκα λεπτά τέλειωσε η μπαταρία.
Και άρχισε η παράνοια. Όλες οι πρίζες, όλες οι βραζιλιάνικες πρίζες είναι με τρεις πλακέ υποδοχές. Εντάξει μεν με τα 220 V, αλλά πού θα έβαζα την σούκο πρίζα του υπολογιστή; Σσστ, μην το πείτε, δεν αποδίδει έτσι κι αλλιώς. Απελπισία. Κοιτάω την τηλεόραση, το καλώδιο το ρουφούσε ο τοίχος. Βγάζω την πρίζα ενός αρχαίου κλιματιστικού που έχει εδώ από την εποχή του Μαγγελάνου, παρατρίχα να ξερριζώσω την πρίζα, αχ, πάλι πλακέ υποδοχές!
Νέκρα και παλούκια μες τη νύχτα. Τι να κάνω, ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω λίγο από τον ...Ακέφαλο Καβαλάρη με υπότιτλους στα πορτογαλικά. Την άλλη μέρα το πρωί, δηλαδή σήμερα, πήγα στο εμπορικό κέντρο Brasilia εδώ κοντά στην περιοχή των ξενοδοχείων. Κοίταζα διάφορους τύπους απορροφημένους στα λαπτόπ τους κι εγώ να μην μπορώ να φορτίσω την μπαταρία! Ήπια έναν εσπρεσίνιο και κίνησα προς αναζήτηση ενός ταυ. Εντωμεταξύ δεν ήξερα πώς λέγεται, αργότερα τράβαγα τα μαλλιά μου, "τε" το λένε, δηλαδή ταυ!
Κοιτάω γύρω γύρω κανένα κατάστημα με ηλεκτρικά, λίγο απίθανο έτσι κι αλλιώς εκειμέσα, βλέπω όμως μια Lojas Americanas, δηλαδή σουπερμάρκετ. Σε μια γωνίτσα κοντά σε υπολογιστές και ραδιόφωνα ανακαλύπτω πολύμπριζα. Πάω πιο κοντά, ωιμέ, αδικία, αίσχος, όλα με πλακέ υποδοχές, όλα! Εκεί ένας τύπος έκανε κάθε τόσο ανακοινώσεις σχετικά με προσφορές στα ηλεκτρονικά. Άντε να συννενοηθούμε, του λέω, ότρος, άλλα, νάου, μου λέει. Πίκρα.
Πήγα κατόπιν σ΄ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας να πάρω μια κάρτα με βραζιλιάνικο νούμερο, ένα σιμ τσίπι, εκεί να δείτε συννενόηση φυστίκι, ήταν δυο νεαροί με σιδεράκια και οι δύο στα δόντια, χαμόγελο, ευγενέστατοι, αλλ΄ αγγλικά τίποτα, όσες λέξεις πορτογαλικές ήξερα μάλλον τις πρόφερα λάθος, στο τέλος του έγραφα αγγλικά στον υπολογιστή και έβαζε τον μεταφραστή, ίσα για να καταλάβει, ότι μαζί με το τσίπι θέλω και μια κάρτα με επιπλέον χρόνο και πόσο κάνει η ρημάδα, για να μην αλλάζω λεφτά στην τράπεζα, δεν είχα χρόνο. Όλα καλά, φεύγοντας, ρωτάω τον φύλακα αν έχει κανένα κατάστημα με ελέτρικους, νάου! Με πιάσανε νευρικά γέλια.
Αργότερα ο δάσκαλος μού έδωσε ένα ταυ για δείγμα. Αυτό ήταν ανάποδο, το είχε για την Ελλάδα, να μπορεί να χρησιμοποιεί τα βραζιλιάνικα πλακέ φις του, λχ. του φορτιστή του κινητού. Με το δείγμα ανά χείρας πήγαμε μαζί με έναν μαθητή του, που ασχολείται με ηλεκτρονικά σε τρία καταστήματα. Τίποτα. Ο Γκαμπριέου έψαξε και στα βαλιτσάκια του με τα εργαλεία και τα διάφορα, πάλι τίποτα. Ένα αυτοκίνητο μπροστά κι ένα πίσω ξεκινήσαμε να βρούμε το δυσεύρετο τε. Τους είπα, αν το βρούμε, να πάμε μετά σ΄ένα χρυσοχοείο να το χρυσώσω και να το δέσω κόσμημα.
Στο κατάστημα με τα ηλεκτρικά, τις πένσες και τις βίδες, ο γέρος μάστορας έβγαλε τέσσερα τε και δύο πολύμπριζα ακατάλληλα. Αίφνης ανέσυρε από τα βάθη του μαγαζιού του έναν μικρό προσαρμογέα, μαυροκόκκινο που τον τύλιγε μια μυστηριώδης λάμψη: αυτό ήταν!