ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Μ΄αυτήν την ανάρτηση-σημείωση κλείνει ένας συνταρακτικός αθηναϊκός κύκλος!
Πετάω για Brasilia DF σε λίγες ώρες με πλήρη εξάρτυση, δηλαδή δύο σακκίδια, ποδήλατο μουμιοποιημένο σε κούτα και γάτα σε καλαθάκι μαζί μου στην καμπίνα!
Έχει και πανσέληνο!
Ευχαριστώ όλες και όλους, θα επανέλθω δριμύτερη, με εντυπώσεις, αναδρομές και ποδηλατικές διαδρομές!
Ate logo!
UPDATE: Ψάρεψα ένα δίκτυο και σπεύδω να ενημερώσω το αδημονούν κοινό, ότι έφθασα σήμερα Brasilia DF, ένα πράσινο επίπεδο, ότι φοράω καλοκαιρινά και σανδάλια τουριστικά γιατί έχει 25 C κουφοβρασάου, ότι η Κοκό δείχνει να προτιμά τα πολυτελή ξενοδοχεία και το room service, ότι οι Ιθπανοί κρατήσανε το ένα μου σακ στη Μαδρίτη και το στείλανε την άλλη μέρα, οπότε ξέμεινα χθες Sao Paulo, όπου έπαθα χάση από τα πολλά ποδήλατα που είδα μέσα σε 5 λεπτά να περνάνε, και έσπευσα να φάω μια σούπα καρυδόψιχας και μάνγκο κομπόστα με κανέλα να συνέλθω.
Προσοχή στην προφορά: εδώ δεν λέμε "κοκό", σημαίνει σκατά! Καλύτερα "κόκου", ίσον καρύδα. Μήπως και το σώσουμε. Αλλά υπάρχει και αντίλογος, τους την λέμε με τον Κακά!
Θα γράψω αναλυτικότερα κάποια στιγμή! Προς το παρόν είμαι σ΄ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μέχρι να κανονιστεί το θέμα του σπιτιού και δεν έχω σούκο πρίζα, να φορτίσω την μπαταρία, θέλει ταυ!
Ta bem!

LA NOUVELLE CYTHERE

Ακούγοντας τις ειδήσεις θέλω να κόψω όχι το ένα αλλά και τα δύο αφτιά μου, υπερβαίνοντας τον Van Gogh. Υπάρχει βέβαια κι η εκδοχή, ότι δεν τό΄κοψε μόνος του το αφτί ο καλλιτέχνης, αλλά του τό΄φαγε με ξυράφι ο φίλος του Gauguin πάνω σ΄έναν καβγά για μια γυναίκα. Όπως και νά ΄χει, ο δεύτερος απέπλευσε σύντομα προς αναζήτηση των "Νέων Κυθήρων" και άραξε στην Αϊτή. Εκεί ξανάπιασε τα πινέλα και ζωγράφισε τον παράδεισο. Σήμερα ίσως θά΄τρωγε τα πινέλα. Τί να ζωγράφιζε, δηλαδή...


Πίνακες: Paul Gauguin, D' où Venons Nous/Que Sommes Nous/Où Allons Nous, 1897, Mahana no atua (ημέρα του θεού), 1894, Boston.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ


Αυτός ο θείος Ιανουάριος μήνας δεν λέει να συμμαζευτεί. Προσπάθησα φιλότιμα να τον εξευμενίσω, αλλά πού, τον απάλευτο έχει. Όλα διπλά και τρίδιπλα μου τα ξεφουρνίζει, σε δύο χώρες ανάμεσα είμαι, σε δυο δουλειές, δυο εποχές, δυο θάλασσες, όλα θάλασσα και να, εκεί που ετοιμάζω ταξίδι υπερατλαντικό με τρία αεροπλάνα, προκύπτει και ταξίδι παράλληλο με πλοίο μεγάλο στολισμένο κι η ρότα για τα Κύθηρα.
Σάλπα το μεσονύχτι και βίρα οι άγκυρες, το πλοίο έχει κι αυτό δυο άκρες, σαν τον μήνα τον Ιανό, στην πρώρα γίνεται χορός, στην πρύμνα φαγοπότι κι ακολουθούν θαλασσοπούλια, τόσο ωραία είναι, που ξεχνάς να πέσεις απ΄τη γέφυρα, άνθρωπος στη θάλασσα, να πνιγείς να γλιτώσεις, μάταιη ελπίδα, δυο δελφινάκια θα σε βγάζανε σαν τον αφρό στο νησί της Αφροδίτης.
Άσκοπο λοιπόν να πάει κανείς κόντρα στον καιρό, και τούτο το νησί μυστήριο, όσο το ψάχνει κανείς στο μήκος και το πλάτος, τόσο το χάνει, τ΄αστέρια αινιγματικά κι η πυξίδα άχρηστη, γιατί δεν πρόκειται για το νησί του χάρτη μα για τ΄απαύγασμά του, κι έχει την ιδιότητα να σε βρίσκει μονάχο του αναπάντεχα, εκεί που καπνίζεις ξένοιαστα στην κουπαστή, ακούγεται μια ιαχή, ξηρά εν όψει, κι ύστερα τραγούδια χαράς, που τέτοια δεν άκουσε ο ξενηστικωμένος Κολόμβος από τους ναύτες του σαν αντίκρυσαν την Βραζιλία, ήταν κι εκείνοι ψόφιοι απ΄την ταλαιπωρία.
Πράγματι μια κουκκίδα, που όλο πλησιάζει κι όλο φεύγει, μα οι μεθυστικές μυρωδιές του ξύλου και των φρούτων και της γης προπορεύονται, για να τυλίξουνε το πλοίο, μεθυσμένο πια κι όλοι με χαμένο νου, μονάχα ο ποιητής νηφάλιος, πίνοντας μια γουλιά απ΄το ουίσκι του με καθησυχάζει, όλα αυτά είναι, Καίσαρ, θα σε σώσουν.

Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ Τ΄ ΟΥΡΑΝΟΥ

Τούτος ο μήνας, ετούτος δω ακριβώς, είναι ντουμπλ φας, που όταν τόνε γέννησε η μάνα του τρόμαξε που βγήκε με δυο φάτσες, σιαμαίο ένα πράμα, να κλαίει και να γελάει ταυτόχρονα, έφριξε η κακομοίρα και δεν τον αναγνώριζε για παιδί της, τι που της έλεγαν οι γριές -πάντα μαζεύονται γριές σ΄αυτά και λένε το μακρύ τους και το κοντό τους- αγόραρος, φτου του, τυχερό να είναι, και να, φτυσίματα απ΄τα γενναιόδωρα, καλέ, φτυστός ο μπαμπάς του, μα μήπως έμοιαζε και στον κουμπάρο, είπε η αναπόφευκτη φαρμακόγλωσσα.
Έκλαιγε η μάνα, αχ τι μού΄λαχε, μα το παιδί πείναγε, κι έτρωγε διπλά, γρήγορα μεγάλωσε κι είχε μάτια στην πλάτη, κανένας δεν το ξεγελούσε κι όσο για μνήμη, καταπληκτική, τα πάντα θυμότανε επακριβώς, κι όταν τέλειωσε γρήγορα γρήγορα με τα γράμματα αποφάσισε να ταξιδέψει ανατολή και δύση. Τα μάτια σου τέσσερα, είπανε στο καφενείο, που παίζανε πόρτες και φεύγα, ήταν απ΄ αυτές τις περιττές συμβουλές, ή έχεις τέσσερα μάτια ή δεν έχεις, τα υπόλοιπα είν΄ εξυπνάδες. Γι΄αυτό κι ο Ιανός δεν απάντησε, παρά γέλασε με το ένα στόμα κι έβγαλε τη γλώσσα του με το άλλο, άνοιξε τη διπλή τζαμένια πόρτα, πήρε τα μάτια του κι έφυγε από το χωριό.
Μα σαν ήτανε το χωριό του μικρό, μικρότερος του φάνηκε ο κόσμος όλος, γιατί τον γύρισε γρήγορα μιας και δεν στεκότανε να κοιμηθεί καθόλου, τη νύχτα κοιμότανε μόνο το ένα κεφάλι και τη μέρα έβλεπε και το δρόμο που πήγαινε όσο και τον δρόμο που άφηνε και τα χόρταινε όλα διπλά, έφευγε και ποτέ δεν έφευγε, δεν τού΄φτανε ο κόσμος τελικά κι άρχισε πια να βαριέται.
Στις δουλειές ήταν απρόφταστος, όσο να τελειώσει το ένα είχε αρχίσει το άλλο, αλλά δεν στέριωνε πουθενά, γιατί τον κοίταζαν με κάποιο φόβο κι ενώ τον καλοπιάνανε από τη μια, από την άλλη του τα σούρνανε, διπροσωπίες απ΄όσους έχουν ένα πρόσωπο και προσπαθούνε να το κρύψουνε κι αυτό, σιχάθηκε και πού να πάει δεν είχε.
Στο μεταξύ κάτι έπρεπε να κάνει γιατί ήτανε στη μέση κι η Ροδιά. Αυτή η κοπέλα είχε κόκκινα μαλλιά σαν το κρασί, και πολλές φακίδες, πάρα πολλές φακίδες, κανείς άντρας δεν την ήθελε, δηλαδή την θέλανε όλοι και την παραθέλανε, όμως φοβόντουσαν, ότι ήταν τρελή και μάγισσα και τους έπαιρνε τα μυαλά μαζί με τον αέρα, έτσι την άφηναν και παντρεύονταν μια κανονική κοπέλα, μα τη νύχτα πάντα τη Ροδιά βλέπανε στ΄όνειρό τους.
Τώρα της Ροδιάς πολύ της άρεσε ο Ιανός, γιατί δεν κουραζότανε ποτέ να την φιλάει, κι ακόμη μπορούσε να της μιλάει ενόσω την φιλούσε, πόσο όμορφη είναι και τέτοια, να μη ζηλεύει κιόλας ότι κοιτάει άλλες γυναίκες, ορίστε, τα έκλεινε τα άλλα μάτια του, κι αν δεν μιλούσε πολλά ακόμη μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα αλλά δεν τα λέμε, διότι μας ακούν και μικρά παιδιά, που τα γνωρίζουν όλα, άρα δεν χρειάζεται να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, καταντάει βαρετό.
Επειδή όμως θέλετε ν΄ ακούσετε το τέλος, πρέπει να πούμε ότι δεν έχει. Βέβαια ο Ιανός βρήκε μια δουλειά να του ταιριάζει, κουβαλάει σύννεφα όλη τη μέρα, συχνά και τη νύχτα, υπερωρίες, τα φέρνει από δω και τα πάει από κει, κι αυτή δεν είναι η ευκολότερη δουλειά του κόσμου, όσο και να φαίνεται τέτοια, μπορείτε να δοκιμάσετε. Η Ροδιά πάλι έγινε πρωταθλήτρια κολύμβησης, μα μόνο τη νύχτα κάνει προπόνηση, τη μέρα ράβει φορέματα και τα στολίζει με πούλιες κόκκινες κι ασημένια κεντήματα.