Ο ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΗΣ BRASÍLIA Ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

Επειδή ο πρόσφατος λόγος για άριες και καθότι δήλωσα ότι αυτό το μπλογκ ειδικεύεται στην όπερα μπούφφα, οφείλω ν΄αποτίσω φόρο τιμής στον Κουρέα, εν προκειμένω της Brasília. Ο οποίος τυγχάνει προσωπικός κουρέας της πυκνής και απαιτητικής μου κόμης, ο Ντον Πέντρου.

Πριν συναντήσω τον Ντον Πέντρου είχα δοκιμάσει τρεις κομμωτές και δυο κομμώτριες, σε τέσσερα κομμωτήρια, στα οποία βέβαια αξίζει να καθίσει κανείς, τουλάχιστον για να κόψει σαπουνοπερική κίνηση. Οι βραζιλιάνοι έχουν μανία με την εμφάνιση και σε κάθε γειτονιά θα βρεις δέκα κομμωτήρια που προσφέρουν απαραιτήτως και περιποίηση προσώπου και νυχιών, κι άλλα τόσα μπαρμπέρικα, χώρια τα ινστιτούτα αισθητικής, σπα και γυμναστήρια.

Με τέτοια αφθονία, τί πιο απλό από ένα κούρεμα. Με μια βασική παράμετρο. Οι περισσότερες βραζιλιάνες έχουν μακρύ έως πολύ μακρύ ίσιο μαλλί, οι μαλακτικές κρέμες πουλιούνται με τον κουβά στη λιανική! Οι άντρες πάλι έχουν σχεδόν όλοι πολύ κοντά μαλλιά, τα οποία φροντίζουν συχνά συν ξύρισμα γυαλί. Μια μάλλον ξεχασμένη στην Ελλάδα εικόνα είναι το μεγάλο μπαρμπέρικο με τους καλφάδες στη σειρά. Οι μπαρμπεαρίες έχουν ονόματα όπως Ησαΐας, Σαμψών, Ονούφριος, Αβεσσαλώμ, άμα έρθει κι ο Αρμαγεδδών να μας βρει τουλάχιστον φρεσκοκουρεμένους.


Στα δε κομμωτήρια, Σαλόις ντζι Μπελέζα, παρακολουθεί κανείς απίστευτα πράγματα, άντρες και γυναίκες να φέρνουν μαζί τους φυλλάδια με διάφορα μοντέλα ή ηθοποιούς και να συζητάνε επ΄άπειρον μεταξύ άπειρων καφεζίνιους με τους κομμωτές πώς θα πετύχουν την ίδια κουπ ή βαφή, μεγάλη πέραση έχουν κάτι σουηδοί με μαλλί αχυρέ ξέξασπρο, δεν αντέχω, προτιμώ τους μαύρους, μαύρους, όχι σουηδούς!

Όμως τόση περιρρέουσα χαλαρότητα δεν μ΄αφήνει ούτε να συγχιστώ, ας γίνουν και σουηδοί να δω τί θα καταλάβουν, εμένα πάλι το θέμα μου ήταν ότι πιο εύκολα μπορούσα να γίνω σουηδέζα από το να βρω ένα κούρεμα της προκοπής. Οι καμπελερέϊρους δεν έχουν ιδέα από πολύ κοντό γυναικείο μαλλί. Δεν υπάρχει καν στις παραστάσεις τους. Υποσυνείδητα το ψαλίδι τους αρνείται να κόψει. Οι βαφές είτε στα κομμωτήρια είτε στο εμπόριο είναι συνήθως πολύ καλές, αλλά από ψαλίδι έφτασα στο σημείο, ένα βράδυ πού ΄βρεχε πολύτονα κι είχα την άλλη μέρα χιλιόμετρο με τους ποδηλάτες, αφού έκανα γενική μπωτέ στο ποδήλατο, έπαιξα και τρεις ψαλιδιές στα μαλλιά μου να μη μ΄ενοχλούν.

Στο χιλιόμετρο βέβαια φορούσα το κράνος και δεν έτρεχε τίποτα, όμως μετά που το έβγαλα, κάτι έπρεπε να γίνει κι ας μου δώσανε ειλικρινή συγχαρητήρια για το κούρεμα, από κει να καταλάβει κανείς. Αθλιότης. Συχνά μπαίνω στον πειρασμό να μην ασχοληθώ πια και να τ΄αφήσω όπως παλιότερα, να γίνω γενοβέφα, αλλά το σχέδιο πάντα αποτυγχάνει κάποια κρίσιμη στιγμή που θα φρίξω από τη ζέστη και τότε βρήκα τον Ντον.

Ένα βράδυ σε μια quadra κοντά στο σπίτι μου είχα πάει για καφέ και τρωγόμουν με το μαλλί μου. Ήταν Παρασκευή και από κεκτημένη βαρεμάρα ανέβαλα όλη την εβδομάδα να πάω στο κομμωτήριο. Ο βαθύτερος λόγος όμως δεν ήταν η κλασική μου ραθυμία αλλά το ότι γνώριζα, πως πάλι θα πήγαινα για κούρεμα και θα έβγαινα με μαλλί, μυστήρια πράγματα! Έκανα λοιπόν την απλή λογική σκέψη, αφού κυρίως οι άντρες έχουν κοντό μαλλί εδώ, πρέπει να δοκιμάσω σε μπαρμπέρικο! Το΄χα βέβαια σκεφτεί και παλιότερα αλλά στ΄αστεία, τώρα όμως το θέμα τέθηκε σοβαρά!

Φέρνω την quadra γύρω γύρω, κοιτάζω δυο μπαρμπεαρίες, τις απορρίπτω. Αν ήταν για μπαρμπέρικο έπρεπε να είναι όχι απλά παραδοσιακό αλλά σκληροπυρηνικό. Όχι θεωρίες, όχι φρου φρου κι αρώματα. Για ποιο λόγο; Για να λάμψει η τέχνη! Βλέπω άλλα δυο. Το ένα γυμνό. Μπαίνω στο γυμνό.


Ο Ντον Πέντρου - έγραφε το όνομά του απέξω - έσβηνε με τη φαλτσέτα τις φαβορίτες ενός κοκκινοπρόσωπου γίγαντα. Ρωτάω αν έχει χρόνο, είχε, κάθομαι. Μάλλον απλώνομαι. Κι αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, που γενικά μ΄αρέσει πολύ, να παρατηρώ κάποιον την ώρα που φτιάχνει κάτι. Είναι μια οπτική μουσική.

Αφού ο γίγαντας έγινε άνθρωπος, σηκώθηκε να φύγει χαιρετώντας ανάλαφρος τον κουρέα και εμένα. Όσο ο Ντον με ετοίμαζε, εξήγησα την κατάσταση. Μετά τις συστάσεις, αρχίζει μια συζήτηση για τα έγχορδα δωματίου. Αυτή προέκυψε, όταν πέρασαν οι σπουδαστές ενός ωδείου εκεί κοντά με τα βιολοντσέλα στην πλάτη και διαπίστωσα, ότι συχνάζουν σ΄αυτόν. Παρότι άσχετη με μουσική, συμμετείχα, διότι εκείνο το διάστημα διάβαζα τον Δρ. Φάουστους του Μαν και βρισκόμουν στο κλίμα.

Ο μαέστρος λοιπόν είχε ελαφρύ χέρι. Με σκούρο ριγέ παντελόνι, μαύρα παπούτσια, άσπρο πουκάμισο, ήταν υπεύθυνος μιας ισορροπημένης ενορχήστρωσης, τα αλέγκρι ελεύθερα αλλ΄όχι έωλα, τα λέντι όσο δραματικά πρέπει, όχι όμως ανιαρά. Ένα σύνολο.

Αλλά την δεύτερη φορά που πήγα... τί ήταν αυτό, τί είχε συμβεί; Μήπως πήγα σε λάθος σημείο; Βόλταρα πάνω κάτω ψάχνοντας, μα τότε βγήκε από μέσα ο Ντον και χαιρετηθήκαμε, τότε κατάλαβα, πώς, ω, φρίκη, ω, άτεγκτη μοίρα! Είχε ανακαινίσει το κατάστημα, μάλιστα είχε βάλει τον καινούργιο πάγκο με τον καθρέφτη απέναντι στ΄αριστερά. Α, λέω, δεν το αναγνώρισα, εκείνος πανευτυχής το θεώρησε θετική παρατήρηση κι εγώ βυθιζόμουν στην απελπισία.

Σκάλωνε στο κορδόνι της ποδιάς γύρω από το λαιμό μου και δεν μπορούσα να το καταπιώ. Τελοσπάντων, σκέφτηκα για να παρηγορηθώ, ο χώρος άλλαξε, όχι το χέρι του κουρέα! Όμως ένα χτύπημα πιο φοβερό με περίμενε. Κάτι έλειπε αλλά δεν το είχα προσέξει αμέσως. Φριχτές υποψίες με είχαν βέβαια προϊδεάσει, όταν δεν είδα τη λουρίδα ακονίσματος. Οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα, όταν ένας περήφανος Ντον Πέντρου έβαλε σε λειτουργία μια μικρή ξυριστική μηχανή με επαναφορτιζόμενες μπαταρίες!

Η φαλτσέτα! Πού πήγε; Άφαντη! Κατέρρευσα. Με συνέφερε ένα ελαφρύ χτύπημα με την πετσέτα. Στήθηκα στα πόδια μου με κόπο και σύρθηκα μέχρι έξω. Α, λέει, πού είναι εκείνη η παλιά κούρσα; Γιατί είδε το καινούργιας κοπής βουνίσιο ποδήλατο και δεν φάνηκε να το χωνεύει. Η ερώτηση ενεργοποίησε τρομερά αισθήματα εκδίκησης! Πρώτα τον βασάνισα λίγο. Εξηγούσα σαδιστικά, ότι αυτό είναι πιο καλό, εκτός από χώμα και για ορισμένες δυσκολίες μέσα στην πόλη, πιο μοντέρνο, πιο ανθεκτικό. Εκείνος δεν πειθόταν, αναζητούσε την αντίκα. Τότε τον σέρβιρα. Η παλιά κούρσα; Εκεί ακριβώς που είναι κι η φαλτσέτα!


Υστερόγαμον:

Ο Picasso είχε στενή φιλία 26 χρόνων με τον κουρέα του Eugenio Arias, εξόριστο συμπατριώτη του, και συζητούσαν για τα νέα από την Ισπανία, όπως και για το κοινό τους πάθος τις ταυρομαχίες. Ο κουρέας χαρακτηρίστηκε από τον ζωγράφο ως "ένα μπαλόνι οξυγόνου για εμάς", τους εξόριστους δηλαδή, που σύχναζαν εκεί. Ο Arias απήγγειλε ισπανική ποίηση και ο Picasso σχεδίαζε κυρίως πάνω στα αντικείμενα του κουρείου. Σήμερα εκτίθενται ως "συλλογή Arias" στο Museo Picasso της Μαδρίτης. Από αυτήν την συλλογή το σχέδιο της κούπας ξυρίσματος με κεφάλι ταύρου στη δεύτερη εικόνα.

Στην πρώτη εικόνα ξυλογραφία του Albrecht Dürer, υποθέτω, γιατί δεν βρήκα πηγή.

Ο τίτλος της ανάρτησης παράφραση του "O Κουρέας της Σεβίλλης, ή η Άχρηστη Προφύλαξη".

3 σχόλια:

chat noir είπε...

Τζα πρώτο σχόλιο τραπέζι!!!!!Είδες βρε έμαθες να κουρεύσαι!!!!!Στην Βραζιλία όμως έπρεπε να ΦΤΑΣΕΙΣ!!!!!!!!!!!!:-DDDDD

ritsa masoura είπε...

Αντε πουλάκι μου ευχές πολλές....

Sulpice είπε...

Αν και πήγες για μαλλί (την 2η φορά) δεν βγήκες (όπως ήθελες) κουρεμένη... Και όμως γιατί παραπονιέσαι και ο Δον Πένδρο του θέλει την αλλαγή του...