ΚΙΤΡΙΝΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ


Δεν ξέρω αν το ΄χουν παρατηρήσει κι άλλοι, δεν μπορεί, θα το έχουν, συμβαίνει να περνάει κανείς διαστήματα στη ζωή του, όπου δεν διαδραματίζεται τίποτα, η ρουτίνα κυβερνάει και οι προσπάθειες ν΄αλλάξει κάτι στέφονται μεθ΄απολύτου αποτυχίας, καθώς οι κόποι σκυλοπνίγονται χωρίς ν΄αφήσουν ίχνη μέσα σ΄ένα τέλμα βαρεμάρας, όπου μόνο οι μύγες και τα κουνούπια κάνουν πάρτι και διαγωνισμούς χασμουρητού.
Κι άλλοτε πάλι, εκεί που κάθεσαι και σκέφτεσαι περί της ματαιότητας των ανθρωπίνων, με ψόφια τη λίμπιντο και κοιμισμένη την αδρεναλίνη, χτυπάει το τηλέφωνο, τό΄χεις στη δόνηση και μες την τσάντα, και θα μπορούσες να μην το ακούσεις, αλλά στην πηχτή ανία το ακούς, και λες, ποιος να΄ναι, και μου ταράζει τα τρίγωνα, βλέπεις ένα άγνωστο νούμερο, τελικά απαντάς και τότε η ζωή σου κάνει τρελή αναστροφή επί τόπου, πατάς τέρμα το γκάζι να προλάβεις, έρχονται νταλίκες, κάποτε τελειώνει η βενζίνη, παρατάς τ΄αμάξι, πιάνεις ένα ποδήλατο, καταλήγεις στην παραλία, ανταλλάζεις το ποδήλατο με μια σανίδα, πετάς τα ρούχα, ανεβοκατεβαίνεις στα κύματα, γυρίζεις ανάποδα, κοντεύεις να πνιγείς, σ΄έχει τραβήξει το ρεύμα μακριά, αλλά να, βουίζει ένα ελικόπτερο, ρίχνει τη σκάλα, σε σώζει, δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε, μιλάνε άλλη γλώσσα, κι εσύ ζητάς έναν καφέ, που είναι διεθνής λέξη και την καταλαβαίνουν όλοι.
Κι ο καφές είναι εσπρέσσο, μάλιστα, τα ελικόπτερα φτιάχνουν τον καλύτερο εσπρέσσο, πίνεις τον καφέ στο πιλοτήριο, ανάβεις και τσιγάρο, ο πιλότος δεν έχει κανένα πρόβλημα, έχει ήδη φλομώσει την καμπίνα με καπνό πίπας, άρωμα βανίλια, οι ενδείξεις των οργάνων δεν διακρίνονται καλά, ποιος νοιάζεται, αυτό το ελικόπτερο τραβάει με την διαίσθηση. Και τόσο ωραία είναι η πτήση, που πίνεις τον καφέ ολόσκετο, συνήθως βάζεις λίγη μαύρη ζάχαρη αλλά τώρα το ξέχασες.
Με νοήματα ο βοηθός πιλότου ρωτάει πού βολεύει να σε αφήσουνε, στο Λυκαβηττό λες, κανένα πρόβλημα, νάμαστε κιόλας, ευχαριστείς, κατεβαίνεις την ανεμόσκαλα και βρίσκεσαι στη μέση της οδού Λυκαβηττού, μπροστά σ΄ένα κατάστημα με παπούτσια, κοιτάς τον εαυτό σου στη βιτρίνα, φοράς μια κίτρινη φόρμα, δώρο του πληρώματος, και τότε βλέπεις ν΄ ανηφορίζει ένας μάλλον γνωστός, πράγματι είναι ένας παλιός συμφοιτητής, που ξαφνιάζεται γιατί εσύ φοράς μια κίτρινη φόρμα κι εκείνος ένα γκρι κουστούμι, τον κοιτάς επίμονα, δεν μιλάει, είναι σοβαρός, αλλά εσύ σκας στα γέλια.


Υστερόγαμον: Η φωτό από εδώ.

ΨΥΛΛΟΙ ΣΤ΄ ΑΦΤΙΑ ΜΟΥ

Την Παρασκευή το απόγευμα είχα γυρίσει σπίτι και μιλούσα στο κινητό ακούγοντας από το δεξί αφτί χωρίς ακουστικό, δεν έχω άλλωστε, ένα που αγόρασα κάποτε ήταν προωθημένης τεχνολογίας, δηλαδή τριών με πέντε μηνών νεότερο, και δεν ταίριαζε το βύσμα, θα υποχρεωθώ όπως και νά΄χει να πάρω άλλο κινητό, γρήγορα τά΄φαγε τα bites του τούτο, άτιμη καταναλωτική κενωνία.
Όπου στ΄αριστερό αφτί ακούω ένα ζζζτττ...φφρρρρρ.... επίμονο, σαν να είχε εγκλωβιστεί ένα φτερωτό έντομο και κουνούσε τα φτερά του προσπαθώντας να βγει. Αλλά δεν έβγαινε. Από την άλλη δεν αισθανόμουν τίποτα, ούτε γαργαλητό ούτε πόνο, μόνο το φτεροκόπημα άκουγα.
Άρχισα να φρικάρω, ήμουν και κουρασμένη, τι ήτανε πάλι αυτά τα ζζζ και τα φρρ μες τ΄ αφτί μου, πότε σταματούσαν και πότε ξανάρχιζαν. Κλείνω και το τηλέφωνο, με την Sulpice μιλάγαμε, και της λέω κλείσε, δεν μπορώ, κάτι φτερουγίζει στ΄ αφτί μου σαν έντομο, αλλά μήπως είναι τίποτ΄άλλο, δεν μού΄χε ξανασυμβεί. Μάλλον έντομο, μου λέει, μα πότε μπήκε, δεν κατάλαβα τίποτα και τι γίνεται τώρα.
Στο μεταξύ κάνω μπάνιο, τρώω, πίνω, το φτερούγισμα εκεί. Σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα, θα πέσω να κοιμηθώ, και αν επιμείνει θα πάω σε κανέναν γιατρό, να δει τι είναι, είχα περάσει και ένα κάτι μεταξύ ίωσης, αλλεργίας, κρυώματος, μήπως είναι από αυτό, μήπως έχει καμμιά φλεγμονή, γιατί ένιωθα και πότε πότε σαν να κυλάει προς τα έξω κάποιο υγρό, όμως ήταν απλά μια αίσθηση, υγρό δεν υπήρχε.
Πέφτω να κοιμηθώ λίγο, και τις επόμενες μέρες μέχρι το βράδυ της Κυριακής το φτερούγισμα δεν ξανακούστηκε. Μόνο μια δυο φορές αυτή η αίσθηση με το υγρό. Στο μεταξύ είχα διαβάσει στο νετ ό,τι βρήκα σε τρεις γλώσσες για τις εμβοές στ΄αφτιά, να πάρω μια ιδέα, σε σημείο να σκέφτομαι μήπως είναι ένα σύμπτωμα χαμηλού αιματοκρίτη, φυσήματος ή στρες, άλλο που ένιωθα γενικά καλά πέρα από μια φυσιολογική κούραση, και ο ήχος που άκουγα μπορεί να ήταν από την καρδιά, τα δόντια ή τους στρεσαρισμένους για κάποιο λόγο μύες "της αριστερής παρειάς", ή πάλι από κείνη την μηχανή που με προσπέρασε με τέρμα γκάζια μού΄μεινε το βούισμα στο αφτί;
Μήπως το αριστερό μου αφτί είναι πιο εκτεθειμένο στην κίνηση και κάτι έπαθε από τον αέρα και τον θόρυβο; Άρχισα να κουφαίνομαι; Είμαι κατά φαντασίαν ασθενής; Διάβασα επίσης, ότι σε πολλές περιπτώσεις, αφού γίνουν ένα σωρό εξετάσεις, δεν βγαίνει διάγνωση και ο ταλαίπωρος ζει με το σύμπτωμα, την πίκρα του και τη κλασική σύσταση να κόψει το κάπνισμα και τον καφέ.
Τελικά ήταν ο καφές! Όχι ότι είχα πιει πολύ καφέ και βούιξε το αίμα μου. Το βράδυ της Κυριακής λύθηκε το μυστήριο, πάνω που το είχα ξεχάσει. Μηχανικά έκανα μια με το δάχτυλό μου στο αριστερό αφτί γιατί κάτι μ΄έτρωγε και είδα πάνω στο δάχτυλο κάτι σαν διαμελισμένο μυρμήγκι, δυο τρία απειροελάχιστα μαύρα μόρια, ήταν σίγουρα έντομο, νομίζω ότι διέκρινα το κεφάλι του και δύο κεραίες! Κι ο καφές; Αργά το μεσημέρι της Παρασκευής είχα πιει καφέ στα Εξάρχεια και δίπλα στο κεφάλι μου υπήρχε ένα δεντράκι με φύλλα, ακουμπούσα στα φύλλα...
Αναπόφευκτον υστερόγαμον: Τι μπορεί να πάθει κανείς άμα πίνει καφέ στα Εξάρχεια... απροστάτευτοι είμαστε... πού είναι η προστασία του πολίτη, πού είναι το κράτος!

FUTURISMO


Το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε, ο κύβος ερρίφθη! Αρχές Φεβρουαρίου θα πάω στην Μπραζίλια! Ήθελα χώρο, άνεση και άπλα; Πάρε άρρωστη νά΄χεις! Αλλάζω επίπεδο και περνάω στο Πλανάλτο, το οροπέδιο που κτίστηκε αυτός ο διαστημικός σταθμός, δηλαδή η πρωτεύουσα της Βραζιλίας. Τιν΄τούτο; Πού είναι ο κόσμος, η κίνηση, η φασαρία, το στριμωξίδι; Τα ταξί; Τίποτα, σιωπή του εξωδιαστήματος! Που και που κανένα άλιεν κινείται σαν μύγα μες το γάλα. Μπαίνει από μια αόρατη είσοδο στο πουθενά. Κι έπειτα πάλι σιωπή.
Άπλετος χώρος, αλλά κυκλοφορούν μόνο αυτοκίνητα. Είναι μια πόλη σχεδιασμένη για αυτοκίνητα, η χαρά του οδηγού, αλλά και του αρχιτέκτονα, με τεράστια οικοδομικά τετράγωνα των έντεκα πολυκατοικιών το καθένα. Το κέντρο της πόλης αποτελεί έναν μοντερνιστικό όργιο με κυβερνητικά κτίρια, μουσείο, καθεδρικό ναό και την κεραία της τηλεόρασης. Για να πας από το ένα κτίριο στο άλλο θες οπωσδήποτε ποδήλατο! Αλλά ιδού το φλέγον θέμα: πού θα το δέσω; Ούτε ένα κολωνάκι! Ούτε ένα δεντράκι! Ούτε ένας κρίκος στο έδαφος! Ούτε μια σκιά! Ούτε ένα σκουπιδάκι! Κρανίου τόπος!
Ψάχνω στο ίντερνετ να βρω στοιχεία. Γλυπτικές φόρμες. Καμπύλες, τόξα, σφαίρες, τεθλασμένες ακίδες, σπείρες, οφθαλμαπάτες. Κάτι φώτα το βράδυ. Νερά, γκαζόν και άσπρο σκυρόδεμα ξέξασπρο παντού. Πού πήγανε όλοι; Κρύβονται; Τα καταστήματα πού είναι; Μέσα στα malls. Κι εγώ που σιχαίνομαι τα κλιματιστικά; Ωιμέ! Θα βρω τουλάχιστον έναν ποδηλατά; Καφέ, τσιγάρα, εφημερίδες, γατοτροφή; Θα πρέπει να κάνω προμήθειες σαν φαντάρος στη βραχονησίδα;
Βρήκα στο νετ λοιπόν μια ομάδα ποδηλατών! Είναι στ΄αλήθεια ποδηλάτες ή ολογράμματα; Κάνουνε πότε πότε ένα CMR. Προπορευόταν η αστυνομία ή τροχαία δεν ξέρω, δύο μηχανές δηλαδή κι ένα βαν στο πλάι, πίσω σκούπα δυο ποδηλάτες... Οι ciclistas δίνουν ραντεβού, πού αλλού, στη χαοτική πλατεία, μπροστά στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Εάν κάποιος κάνει μόνος του ποδήλατο, διακρίνεται σίγουρα από εξωγήινους δορυφόρους πέρα από το ηλιακό μας σύστημα.
Μπορείς όμως να χωθείς στο μετρό, αν θες να καλυφθείς κάπως από τα λαίμαργα εξωγήινα βλέμματα. Ναι, υπάρχει πλέον μετρό, από το 2001, θα φτιαχτούν και κάποιοι σταθμοί που λείπουν, προφανώς μέχρι τους Ολυμπιακούς. Στα νότια απλώνεται μια μεγάλη τεχνητή λίμνη, η Λαγκούνα Παράνοια, συγγνώμη, Παρανοά. Επίσης ένα πάρκο, για πικνίκ, με πισίνα και ζαχαροκάλαμα. Στα βόρεια ένας φυσικός δρυμός με προστατευόμενα ζωντανά, αρμαδίλλος, μαϊμούδες, χελώνες και τουρίστες. Στη μέση, είπαμε, το κενό, η φαγούρα του Μπέκετ, το μπαστούνι του Μπόρχες!
Κι απ΄ τους δικούς μας, ο Εμπειρίκος έγραψε κείνο τον ορισμό για την ποίηση ως ανάπτυξη του στίλβοντος ποδηλάτου. Κατόπιν φαντασιώθηκε μια ουτοπία, της οποίας η Μπραζίλια αποτελεί τη σκιά. Θα συνδεθούν αυτά. Θα γίνω μια brasiliensa futurociclista!
Υστερόγαμον:
η φωτογραφία από http://fiveprime.org/hivemind/Tags/brasilia, όπου κι άλλες πολλές, για όποιον θέλει να πάρει μια ιδέα του φουτουριστικού δράματος!
Κι άλλο υστερόγαμον: οι επαφές τρίτου τύπου που περιγράφονται σε διάφορες προηγούμενες αναρτήσεις βρήκαν το νόημά τους... ήταν προάγγελοι...

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

Στην κούρσα πάνω δεν έχω βάλει σχάρα κι έτσι ο,τιδήποτε κουβαλάω το σέρνω στην πλάτη. Πάει η εποχή που τραβολογιόταν ο Πίντσον πάνω στη σχάρα του Σίμου, και με ρώταγαν στις ποδηλατοβόλτες, έφερες και βιβλίο, τι θα μας διαβάσεις, μα κι εκείνη τη σχάρα την έβγαλα. Μ΄έφαγε ο μινιμαλισμός... Ουσιαστικά αν δεν βάλω μες το σακίδιο βιβλίο, το μόνο υπολογίσιμο βάρος είναι τα κλειδιά, πού μαζεύτηκαν τόσα, και τα ψιλά στο πορτοφόλι.
Όμως το ζήτημα είναι ότι πάντα κουβαλάω το βιβλίο, ένα κάποιο βιβλίο. Τρακόσιες εξηνταπέντε μέρες το χρόνο, το βρακί μου μπορεί να το ξεχάσω, τα γυαλιά μου επίσης, μια φορά μάλιστα το αντιλήφθηκα κάπου στη μέση της διαδρομής, ότι έλειπαν τα γυαλιά, όχι το βρακί, όμως ποδήλατο και βιβλίο δεν τα ξεχνάω ποτέ. Μόνο χθες, που υπολόγισα να κάνω κάτι δουλειές μετά τη δουλειά, είπα να μην πάρω βιβλίο και με βαραίνει στις διαδρομές που θα ήταν τρίδιπλες, ε, πήρα μόνο το μικρό πορτογαλικό λεξικό, μην ξεμείνω από λέξεις και τι θα κάνουμε στη μούγγα.

Αλλά για δες, τη μέρα που συνειδητά δεν πήρα βιβλίο, άλλαξε το πρόγραμμά μου ξαφνικά, το αλλάξανε δηλαδή, και πότε προλάβανε, είχα ξυπνήσει άδικα των αδίκωνε από τις εξήμισι, ήρθαν όλα τούμπα, και να μην τα πολυλογώ, οι δουλειές μου αναβλήθηκαν κι απόμεινα από πάνω με αρκετό κενό χρόνο στους πέντε δρόμους χωρίς βιβλίο, φρίκη, μα και χωρίς να μπορώ ν΄απομακρυνθώ ιδιαίτερα, προς την παραλία ας πούμε για καμμιά κουρσάδικη βόλτα!

Πήγα πρώτα λοιπόν να πιω έναν καφέ της προκοπής, βρέθηκα σ΄ένα γιάπικο, κοστούμια από δω, γόβες από κει, λαπτόπ παραπέρα, μιλάμε για οχτώ κι εικοσιέξι το πρωί, πίνω τον καφέ αργααααά, πολύ αργά, διάβασα κι όλες τις πορτογαλικές λέξεις από s, μία θυμάμαι τώρα, sair, φεύγω. Πριν φύγω, βλέπει ο σερβιτόρος το λεξικό, εκστασιάζεται, ξέρεις πορτογαλικά, νάου, του κάνω αλλά θα τα μάθω, τα ζητάει η εταιρεία, ε, ποια εταιρεία, καλέ, ο οργανισμός μου τα ζητάει!

Ιδού τώρα τα χειρότερα, κάνω γύρω στα τρία τέταρτα ποδήλατο, λυσσάω, είναι ωραίο το πρωινό φως, σ΄αυτή τη χαραμάδα των ωρών αιχμής, πηγαίνω να πληρώσω και επί τη ευκαιρία τον απαίσιο ΟΤΕ, μην το κόψουν και δεν μπορώ ν΄ αναρτήσω ποστ, αλλά μεγάλο άχτι του΄χω, τα χάλια του απ΄τον Απρίλη, μαύρα χάλια, ειδικά το τηλέφωνο, και τελικά, τελείως κατά τύχη, εκεί που χάζευα, χμ, ήταν η βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου εκεί που χάζευα!

Όπου έλαβε χώρα μια θυελλώδης εσωτερική σύγκρουση, η οποία εκφράστηκε σωματικά, το ένα μου πόδι παρορμητικό επάνω στο κατώφλι, το άλλο καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, τόσα βιβλία μισοδιαβασμένα έχεις, κι άλλα τόσα αδιάβαστα, και θα πάρεις κι άλλα να τα κουβαλάς κιόλας, πάρε μια εφημερίδα, πήγαινε στο ποδηλατάδικο, κάτι θα χρειάζεσαι, μπες στα καλλυντικά, μέχρι να βρεις την απόχρωση του κραγιόν θα έχει περάσει η ώρα, έλεγε το ένα πόδι, το άλλο όμως ακολουθούσε το χέρι που έσπρωχνε την πόρτα, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, δηλαδή κανένα λογικό επιχείρημα πλην του πάθους, τελικά η μύτη έλυσε τη διαμάχη, μέσα και γρήγορα γιατί εδώ έξω για κάποιο λόγο βρομοκοπάει αφόρητα! Πράγματι κάτι βοθροαποφράξεις, κάτι λάσπες που τρέχανε, κάτι τις ανελέητον.
Μοναδική πελάτισσα πρωί πρωί αλώνισα από δω σκάλισα από κει και βγήκα με δύο βιβλία, για το πείσμα της λογικής, και κοιτάξτε να δείτε πώς γίνεται, ακουμπάμε το βιβλίο πάνω στα πόδια, οι αριστερές σελίδες στο αριστερό πόδι, οι δεξιές στο δεξιό και στο εσωτερικό άνοιγμα του βιβλίου, εκεί στη μέση, η μύτη!

Υστερόγαμον: ο τίτλος από την Τύφλωση (Die Blendung) του Κανέτι, για έναν τρελό που ζούσε με τα βιβλία του ανάμεσα σε άλλους τρελούς, χωρίς βιβλία, ποδήλατα δεν αναφέρονται, απ΄όσο θυμάμαι δηλαδή, αλλά μπορεί να μη θυμάμαι και καλά, βιβλία είχε, σκάκι είχε, ποδήλατα γιατί να μην είχε;


ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Μπορεί να μη λύθηκε το καυτό θέμα του ποδηλατόδρομου στα Μελίσσια αλλά επιλύθηκε έστω και μετά από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια το πρόβλημα του τραγέλαφου! Επιβεβαιωμένα υπάρχει το ιδεατόν τέρας! Κυκλοφορεί ανάμεσά μας!
Το ελληνικό ερώτημα βρήκε ταιριαστά την απάντησή του σε ελληνικό έδαφος, παρέχοντας νέα δεδομένα και ώθηση στη φιλοσοφία και τον πολιτισμό. Με χίλιες δυο σοφιστείες που θα ζήλευε κι ο Γοργίας, καταψηφίστηκε εκ νέου ο ποδηλατόδρομος, το μέγα διαμφισβητούμενο έργο των Μελισσίων, το οποίο πιθανώς θα αφεθεί έκθετο στην πόρτα της Νομαρχίας να νιαουρίζει.

Πλατωνικοί - Σοφιστές 0-1! Καθώς ο διαιτητής σφύριξε το τέλος του αγώνα, οι θεατές επιβεβαίωσαν ανεξάρτητα τα εξής θαυμαστά, ότι είδαν στον αέρα τον Αριστοτέλη να πετάει καβάλα στον τραγέλαφο και τον Πλάτωνα να χάνεται με γρήγορο πετάλι στην κίνηση της Λεωφόρου Δημοκρατίας. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι οι σοφιστές πήγαν με τα τζιπ τους για παϊδάκια.

Στη μνήμη του Σπύρου Κλαδίτη, ποδηλάτη 30 ετών, που σκοτώθηκε στις 26/9 από φορτηγό στην Πανεπιστημίου μπροστά στο Τιτάνια, μέρα μεσημέρι, ημέρα Σάββατο...

ΔΑΓΚΩΤΟ!

Πολλές φορές καθώς κάνω ποδήλατο μ΄έχουν πάρει στο κατόπι σκύλοι, συνήθως οι γνωστοί κιτρινοκαφέ, χρώμα αντίστοιχο μ΄αυτό το χαρακτηριστικό του ωραίου αττικού ορίζοντα ήδη από τις εφτά το πρωί, ειδικά μάλιστα άμα έχει έρθει και σκόνη αφρικάνικη είναι πολύ πετυχημένη απόχρωση, εμπνέει το καλλιτεχνικό ένστικτο. Στους σκύλους αυτούς δεν δίνω σημασία, δηλαδή τους έχω υπόψη μου, αλλά κρατάω ψυχραιμία και συνεχίζω σταθερά.
Είναι δε διαφόρων χαρακτήρων, αν και όλοι ανεξαιρέτως έχουν μια μανία με τις ρόδες που γυρίζουν, αλλ΄ επίσης και με τα πόδια που γυρίζουν στο πετάλι, ορισμένοι χυμούν αμέσως γαβγίζοντας για εκφοβισμό και φεύγουν γρήγορα, άλλοι ακολουθούν λίγο περισσότερο, κάποιοι επιχειρούν να δαγκώσουν, ακουμπάνε και φεύγουν, μερικοί γαβγίζουν από μακριά, μια μερίδα απ΄αυτούς είναι πολύ βαριεστημένοι, πάνε να γαβγίσουν και να σηκωθούν αλλά τελικά μόνο χασμουριούνται και ξύνονται, κάτι τέτοιους πετυχαίνω στην Αγορά, άλλοι όμως, παραμονεύουν και ορμάνε να δείξουν δόντια, τέτοια είναι τρία μπατσόσκυλα στην Ηρώδου Αττικού, ευτυχώς έχουν ωράριο, αν είναι πολύ νωρίς το πρωί ή μετά τη δύση του ήλιου δεν κουνιούνται, το πρόβλημα εκεί είναι καμμιά φορά η πυκνή κίνηση, κι αυτά με κόβουν από μακριά που κατηφορίζω και πετάγονται. Υπάρχουν και ορισμένοι που ακολουθούν ποδηλατικές πορείες για μεγάλες αποστάσεις, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, μάλλον μας περνάνε για ένα είδος αγέλης και μας περιτρέχουν μ΄ένα σκυλίσιο αίσθημα ευθύνης.
Ανεβαίνοντας σήμερα την μετεκλογική Σκουφά το πρωί, μετά το συνηθισμένο σλάλομ στην Ιπποκράτους, χαλάρωσα γιατί ήταν άδεια και πήγαινα στα δεξιά, όπου λίγο πριν την πλατεία ακούω γαβγίσματα, όρμησαν από αριστερά, έξω από μια καφετέρια, δυο σκύλοι κίτρινοι, ο ένας επέμενε, δεν ταράζομαι, συνεχίζω, αλλά εκείνος στόχευε το αριστερό μου πόδι, κάνει μια έφοδο και με δοκιμάζει λίγο απέξω, κατόπιν έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να με φάει καλύτερα και εφάρμοσε το σαγόνι του γύρω από τον αστράγαλο, μάλλον του άρεσε η κρέμα σώματος με γεύση κακάο.
Στην τρίτη πια άρχισε να με μασουλάει καλύτερα, τινάζω λίγο το πόδι μου, άι αποκεί, του λέω, που δαγκώνεις κιόλας....άουτςςς, αληθινό το άουτς, φωναχτό, κάποιοι περαστικοί ανησύχησαν και στάθηκαν, αλλά έφυγε επιτέλους, πόναγε το πόδι μου αλλά ευτυχώς έμειναν μόνο μώλωπες, τρία τέσσερα σημάδια στον έξω και έσω αστράγαλο από τις δοντάρες του. Τώρα που το κοιτάω, και λίγο πιο πάνω, στο πιο ψαχνό. Μ΄έφαε το θηρίον! Το αστείο είναι ότι σήμερα είπα να μην φορέσω μποτάκια, που φόραγα όλες τις προηγούμενες μέρες, μόνο που δεν ξέρω αν θα΄μουν πιο προφυλαγμένη, ίσως έτρωγε κατευθείαν ψαχνό. Σκυλί που φωνάζει, λένε, δεν δαγκώνει... ετούτο όμως και φώναζε και δάγκωνε! Τουλάχιστον δοκίμαζε!
Ελύσσαξαν οι σκύλοι στο Κολωνάκι; Μήπως έγιναν περικοπές στην τροφή τους; Πάνιασε το προσούτο, έσωσε το παντεσπάνι; Άγρια τα πράματα!

ΛΟΥΛΑ, ΛΟΥΛΑ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΛΟΥΛΑ

Το απόγευμα της Κυριακής νωρίς νωρίς πήγα να ψηφίσω. Η μάνα μου με είχε πεθάνει με την ώρα δύσης του ηλίου και την ώρα κλεισίματος της κάλπης. Εγώ είχα ακούσει εφτά με εφτά. Εκείνη πάλι επέμενε, ότι η δύση του ηλίου είναι στις έξι και κάτι, άρα θα έπρεπε να πάω νωρίτερα. Μην και δεν προλάβω να ψηφίσω, δεν έχω μετά δικαιολογία, μου απαγορεύσουν τάχα την έξοδο από τη χώρα και δεν πάω στην Βραζιλία! Κι άμα, της λέω, δεν πάω στην Βραζιλία; Αφού τη μια λες να πάω και την άλλη να καθήσω εδώ για να μην πάρω μαζί μου τη γάτα! Δεν βγάζει κανείς άκρη, ιδίως αν δεν έχει πιει ένα σωστό καφέ.
Έπρεπε ωστόσο να περιμένω την αδελφή μου. Η οποία τό΄χει ένα είδος εθίμου να πηγαίνουμε να ψηφίζουμε μαζί. Όπου έχουν συμβεί διάφορα, τύπου να μου φωνάζει από το διπλανό παραβάν, Cocooo, πόσους σταυρούς πρέπει να βάλουμε;;; Το πιο αστείο όμως είναι ότι δεν ξέρει η μια τι ψηφίζει η άλλη, το λέμε μετά. Φέτος η αδελφή μου καταπάτησε τον κανόνα και είπε ότι είναι απογοητευμένη γιατί δεν βρίσκει μια δουλειά της προκοπής και θέλει να βάλει μια διάφανη φέτα παστουρμά μέσα στο φάκελο, να πάρει ο χάρος κι άλλα ψηφοδέλτια, αλλά εγώ (που έχω δουλειά) της είπα ότι είναι βρομερό και ντεκαντάνς. Μετά κατά σύμπτωση ψηφίσαμε το ίδιο, όμως δεν σας λέω τι, γιατί η ψήφος είναι κρυφό και άτιμο πράγμα. Πάντως ούτε άκυρο ούτε παστουρμά, τον είχε φάει όλο, όσο για το λευκό, ε, ξενέρωτο εντελώς.
Πάμε λοιπόν στο εκλογικό κέντρο ανυποψίαστες, δίνει πρώτα η αδελφή μου την ταυτότητά της, την βρίσκουνε αμέσως, χώνεται στο παραβάν, δύο ήτανε, δίνω και γω τη δική μου, με ψάχνανε, κι όταν με βρήκανε κάτι λέγανε. Αποφασίζουν να μου δώσουν τα ψηφοδέλτια, μπαίνω μέσα, φρίκη, ανακατωμένα, τα μισά ανάποδα, πάνω πάνω κάτι κόμματα που χάζευα και με πιάσανε τα γέλια, κάποια από αυτά τ΄αποδέλοιπα, που πιάσανε μία ή τρεις ψήφους, δημοκρατία έχουμε, να γελάμε λίγο, να μην κλαίμε μόνο, it's OK!
Τραβάω τέσσερις σταυρούς, κλείνω γρήγορα γρήγορα το φάκελο μη μετανιώσω, ό, τι και να ψηφίσεις σ΄αυτήν τη χώρα θα το μετανιώσεις εκτός κι αν είσαι στόκος ή πωρωμένος στόκος, και πάω να ρίξω τον φάκελο στην κάλπη. Κοντοστάθηκα να δω αν είχε κάμερες, κρίμα δεν είχε. Ένας μουσάτος όμως είπε: Ναι, είναι! Και μια μελαχρινή με κάρφωσε και είπε: Α, έτσι! Με το χέρι μετέωρο, κοιτάζω την ξανθιά μπροστά στην κάλπη και της λέω: Ορίστε; Είστε! μου απαντάει η ξανθιά. Τι είμαι; ρωτάω και αφήνω το φάκελο να πέσει επιτέλους μέσα στην κάλπη.
Οπότε η μελαχρινή ξεσπαθώνει: Είστε εφορευτική επιτροπηηηή! Πού ήσασταν; Δεν ήρθατεεεεε!
Γιατί δεν ήρθατε; ρώτησε η ξανθιά.
Να καθήσει τώρα; πρότεινε ο μουσάτος.
Τώρα είναι αργά! απάντησε η μελαχρινή και μου επέστρεψε την ταυτότητα με περιφρόνηση.
Τι μου λέτε, δεν ειδοποιήθηκα! είπα τελικά και γω.
Μα πώς, πού μένετε, εδώ δίπλα ακριβώς, λέω, όμως θέλανε πιο συγκεκριμένα, να τους πω οδό και αριθμό, δεν το βλέπανε, τελοσπάντων το λέω, γιατί δεν ήρθατε, θα κανονίζαμε αλλιώς τις βάρδιες, το καταλαβαίνω ότι πήξατε, και θα σας έσωζα, με περιμένατε σαν το ρόδο στο μαντίλι, αλλά δυστυχώς, δεν ήξερα τίποτα, δεν έφερε κανένας κανένα χαρτί, εκτός κι αν χάθηκε, το δώσανε στο διαχειριστή, δεν έχουμε διαχειριστή, το κολλήσανε στον πίνακα ανακοινώσεων, αποκλείεται, πρέπει να το παραλάβω και να υπογράψω, εγώ ή δύο άλλοι, σας πήρανε τηλέφωνο, πφ, σιγά μην καθόμουν να βαστάω σκοπιά στο τηλέφωνο, ας έστελναν τηλεγράφημα! Λέτε να κρυβόμουν και ήρθα να ψηφίσω μετά; Αλλά ίσως το έκανα επίτηδες να έρθω αργά...
Δεν ξέρατε τίποτα; Ορκιστείτε!! λέει η ξανθιά! Ε, μ΄έπιασαν τα διαόλια μου. Λέω στην αδελφή μου πάμε να φύγουμε πια, μαζεύτηκε ουρά. Μήπως πρέπει να καθήσεις; λέει εκείνη, βαλτή ήτανε; Όχι της λέω, αν ήτανε θα είχα έρθει το πρωί, τώρα πάω να πιω καφέ! Αφού δεν ήρθατε σήμερα, θα έρθετε στις επόμενες εκλογές, στρίγγλισε η μελαχρινή!
Βγήκα γρήγορα στο διάδρομο μην παρεκτραπώ και την παραπέμψω στον ...Λούλα...