ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ

Επειδή σιχαίνομαι τον χειμώνα κι ο χειμώνας σιχαίνεται εμένα, και κρίμα αν χαλάω τη φιλοχειμωνική διάθεση των περισσοτέρων που τρε-λαί-νο-νται μ΄αυτό το ψω..., εχμ.. ψοφόκρυο, τρελαίνομαι και γω και κάνω ομοιοπαθητική. Που σημαίνει κοιμάμαι με τη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και ξυπνάω πάνω στο ποδήλατο. Δεν είναι κόσμος αυτός, εγώ θέλω παραδείσιο μεσογειακό κλίμα για να νιώθω καλά. Έχω παράπονα. Νόμιζα πως εδώ είναι Μεσόγειος. Τελικά είναι πότε ανώγειος, πότε κατώγειος, πότε Σαχάρα, πότε Σιβηρία, πότε τσάι πότε βότκα. Εμένα μ΄ αρέσει ο φραπές. Πουνκτ!
Συνεχίζω την πρωτοχρονιάτικη μουρμούρα, διότι έκανα το λάθος ν΄ ακούσω ειδήσεις το πρωί, όταν στις εφτά δεν με ξύπνησαν τα κάλαντα αλλά η μαύρη άραχλη γάτα που έπαιζε με το καλώδιο της ασύρματης σύνδεσης για να καλωδιωθώ και να την ταΐσω. Η άσπρη και ποικιλόχρωμη γάτα είχε ανεβάσει τα άσπρα ποδαράκια στο κρεββάτι μου και έκανε ρ..ρρ..ρρρ στο αφτί μου. Είπα τα κάλαντα μόνη μου και τις τάισα. Παχνί έχουμε γίνει εδωμέσα, κι έξω πάχνη. Δεν φτάνουν όλ΄αυτά, αλλά με την θέρμανση βγήκε στο σαλόνι ο Αναξαγόρας να χαρεί το μικροκλίμα. Σε οικιακό επίπεδο μπορεί κανείς να μελετήσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όταν ο χελώνος κόβει βόλτες τον Δεκέμβρη ψάχνοντας τον φίλο του τον θαυμαστό δόκτορα Ντούλιτλ. Ξανά πουνκτ!
Κι επειδή ανέφερα την ομοιοπαθητική, να διευκρινίσω, ότι δεν έχω κόψει τον καφέ, τον καπνό και τη μέντα στο τσάι και τις τσίχλες. Ακόμη δεν έχω κόψει τα μαλλιά μου αλλά γι΄αυτό δεν λένε τίποτα οι ομοιοπαθητικοί, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση ενός Ιάπωνα, που κόβοντας τα παραπάνω, για καλύτερα αποτελέσματα είχε ξυρίσει κιόλας το κεφάλι του γουλί. Μιλάω απλώς για την ομοιοπαθητική του παγετού και για την πρόσφατη παθητική μου έκθεση στις αναθυμιάσεις τριών ναργιλέδων, να το΄ξερα, ότι μετά από μιάμισι μέρα θα είχα ακόμη το άρωμα και τη γεύση, να παρήγγελνα κι εγώ έναν καλά πατημένο! Το είχα αφήσει όμως εν ευθέτω και αργότερα συνειδητοποίησα, πως όταν γύρω καπνίζουν οι λουλάδες, μήλο, πορτοκάλι και βερύκοκο, μη σκέφτεστε πονηρά, κανένα χανουμάκι δεν μπορεί να πει πως δεν πήρε μυρωδιά. Τρίτο πουνκτ!
Εχθές ψώνισα δυο μπλούζες, ω, της καταναλώσεως! Χρειαζόμουν βαμβακερές αφράτες, μακρυμάνικες. Και κουράστηκα κιόλας, που μπήκα σε δύο μαγαζιά! Φυσικά μπλούζες με διάφορες καφρίλες απάνω, μια νεκροκεφαλή, έναν ιπτάμενο ολλανδό, ένα βιβλίο, τη φάτσα του Γαλιλαίου, φλόγες, σπαθιά και φυτίλια. Κι εκεί που έψαχνα στην ιματιοθήκη των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης μπήκαν δύο αγόρια με "τα μαλλιά ως τον κώλο" κατά την έκφραση του νεαρού καταστηματάρχη, ζητώντας παλαιστινιακές μαντίλες, είχε και τέτοιες, αμέ, αλλά είχαν γίνει ανάρπαστες. Μου τέλειωσαν και τα πουνκτ.
Θα φορέσω λοιπόν την μία μπλούζα, τώρα αμέσως, και θα βγω με το όχημα για μια πρωτοχρονιάτικη βόλτα. Κι όπως διάβαζα κάτι πριν από λίγο περί γαλλικής αλλά και ελληνικής διανόησης, έχω τρελή όρεξη πια. Καλή Πρωτοχρονιά κι Αρχιμηνιά!

ΞΕΝΑΓΗΣΗ

κοίτα καλά αυτόν τον σωρό τις πέτρες
κάποτε ήτανε πηγάδι
το πηγάδι του Ιακώβ του γέρου
τώρα δεν ξεδιψάει κανείς

κι εκεί πιο δίπλα στον μαντρότοιχο
ακούμπησαν χάμω πριν χρόνια
το μελισμένο απ΄ την μπουλντόζα
σώμα του κοριτσιού

κοίτα εδώ έχει μόνο σύρματα και λάσπη
λιμνάζει μια αρχαία οσμή αίματος
είναι η γη της αταξίας των οστών
που αποκαπνίζονται στους σκουπιδόλακκους

αν ήτανε ποτέ μια γη ιερή δεν ξέρω
την έχουνε οργώσει τόσες μπότες
ξεμείναν πέντε καλντερίμια απ΄τις οβίδες
κι ένα αγόρι με σφεντόνα

ΡΕΜΑΛ ΑΣΚΕΡ

Ένα ντεμέκ τραγουδάκι για όλα τα καθωσπρέπει ρεμάλια

(από την προσωπική ερασιτεχνική συλλογή μου "Ρεμαλιάς"

συνοδεία μπαγλαμαδακίου ντριν ντριν)



χμ.. χμ..



το ρεμάλι καθωσπρέπει στέκεται σ΄ένα σκαλί

και κοιτάζει ένα σκυλί

βλέπει κι ένα ζευγαράκι να φιλιέται με μεράκι

πάει φεύγει το σκυλάκι

το ρεμάλι πάει πέρα κάθεται σ΄ένα παγκάκι

να καπνίσει τσιγαράκι

λέει γεια σ΄έναν αλήτη που ΄ταν κάποτε από σπίτι

τώρα έρχεται το τρένο φεύγω να μην περιμένω

να τρεις νέοι με σαγιονάρες άντε παίζουν δυο κιθάρες

κι ο μικρός μπαγλαμαδάκι γρατζουνάει τραγουδάκι

πάει έφυγε το τρένο κι όλο τζάμπα περιμένω

πέρα δώθε τα γκαρσόνια με στενά τζιν παντελόνια

ούζα μπύρες και γλυκό συκαλάκι κουταλιού

φτάνει τώρα πάμε αλλού

ΜΑΣΤΙΧΑ


Οι φίλοι έβαζαν στοιχήματα. Θα βγει απ΄το τρένο. Όχι, θα έρθει με το ποδήλατο. Βρε, βρέχει, παγωνιά, κι εξάλλου μου είπε, ότι σήμερα δεν θα κάνει ποδήλατο. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησα μπροστά τους και το στοίχημα κρίθηκε. Με ποδήλατο.

Τι είν΄αυτό που έχω πάθει, εθισμό; Γιατί δεν θέλω να καταλάβω, ότι τη χώρα έχει ζώσει ο χιονιάς; Γιατί δεν ντύνομαι σαν άνθρωπος να βγω έξω αλλά είμαι μονίμως με κολάν και κράνος; Αφού είχα όλη την καλή πρόθεση, ετοιμάστηκα, αρωματίστηκα, βάφτηκα, στολίστηκα, και τελικά, αντί να βάλω μπότες και καπέλο, φόρεσα τ΄αθλητικά μποτάκια, το τρύπιο αντιανεμικό και το κράνος, πήρα το ποδήλατο και τραλαλά!

Κι έτσι πάμε για μπύρες. Αλλά ήταν η μπυραρία γεμάτη, τόσο που δεν άφριζε η μπύρα, και το αλλάξαμε σε ούζα και μεζέδες. Παρεκτραπήκαμε. Στο τέλος θα δω την φωτογραφία μου έξω από καφέ, ουζερί και μπαρ με τίτλο "προσοχή! νυχτόβιο με κράνος. χαοτικό και ανεξέλεγκτο".
Κάποιος τραγουδούσε κάτω. Οι απάνω ακούγαμε κάπως παράξενα. Η μικροφωνική εγκατάσταση έκανε παράσιτα. Στον τρίτο γύρο ούζο εξαφανίστηκαν τα παράσιτα. Είναι αδύνατον να θυμηθώ επακριβώς τις σοφίες που λέγαμε. Νοσταλγίες για φίλους που είναι μακριά, ετεροχρονισμένες συγκινήσεις για έρωτες, που τους έφαγε η μαρμάγκα, ποιος βρέθηκε ξημερώματα έξω από το σπίτι ποιανού, αν έβρεχε, τι ώρα ήταν, τέσσερις ή έξι κι αν είχε βγει ο ήλιος, προγραμματισμοί για ταξίδια βόρεια και νότια, αλλά και ως τον Πειραιά, καλά θα είναι.
Κι έπειτα ένα κέρασμα μαστίχα γλυκιά και κατακέφαλη.

Η ΑΔΙΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν πέντε αποφράδες μέρες στο γύρισμα του έτους, και μεταξύ άλλων, ως γνωστόν, απέφευγαν το ποδήλατο. Εγώ πάλι, δεν είμαι προληπτική, απόδειξη η μαύρη γάτα, που βλέπω κάθε πρωί. Δεν δίνω λοιπόν σημασία στο μάτι, ειδικά το γαλανό, που λένε ότι θερίζει, αλλά άμα πρόκειται για μελαχροινό, μπορεί και να δώσω. Αυτό ήτανε το σφάλμα. Το ποδήλατο θέλει ισορροπία. Το μαύρο μάτι μου δημιουργεί σύγχιση. Και τώρα πονάει το γόνατο μου.
Η φίλη μου η Sulpice είχε παρατηρήσει, ότι οι ποδηλάτες δεν κοιτάμε ο ένας τον άλλον, αλλά ο ένας το ποδήλατο του άλλου. Σωστή η παρατήρηση. Όμως τον λόγο τον κατάλαβα σήμερα αργά το μεσημέρι. Κατηφόρησα και σταμάτησα στο φανάρι. Από δεξιά προς το απέναντι φανάρι στη διασταύρωση ανέβαινε ένας ποδηλάτης, με κράνος, και στέκεται στο κόκκινο, ενώ το δικό μου είχε ανοίξει. Ξεκινάω, φτάνω στο ύψος της νησίδας, με κοιτάει, τον κοιτάω, με κοιτάει... κατάματα... κοιτιόσαντε... και ...πέφτω. Δηλαδή δεν κατάλαβα, ούτε πως έπεσα, στο άσχετο, με μηδενική ταχύτητα, ευτυχώς αυτοκίνητα δεν είχε, χτυπάω γόνατο, φεύγει η αλυσίδα, ρόμπα ξεκούμπωτη.
Τώρα ο άλλος χαλαρός. Είδε ότι σηκώθηκα, κάναμε ένα νεύμα, και ανηφόρησε ανάλαφρα. Ο άθλιος. Πιάνω το ποδήλατο στα χέρια και το πάω απέναντι. Ένα ζευγάρι μεσήλικες κινέζοι, που είδαν το σκηνικό της απόλυτης ξεφτίλας, μου κάνουν, καλά; καλά, χρόνια πολλά! Έφαγα σούπα χριστουγεννιάτικα, χελιδονόσουπα! Τρίτωσε και το γόνατο, μια η γριά με το καρότσι της λαϊκής, δεύτερη τα λάδια στην πλατεία, τρίτη ο καρφομάτης ποδηλάτης!
Ωπωπωπώ, τι όνειδος ήταν αυτό! Κοιτάω το γόνατο, εντάξει, κόντεψε να τρυπήσει η καινούργια μου μαύρη φορμίτσα, και γέμισα γράσα ρυθμίζοντας την αλυσίδα, που μέχρι τώρα ζήτημα να ΄χει βγει άλλη μια φορά και όχι βέβαια με το τίποτα! Αν και δεν θα έλεγα τίποτα εκείνο το ολέθριο μάτι! Έτοιμη για το εορταστικό τραπέζι! Πάω σε μια καφετέρια, πλένω χέρια, πίνω νερό, πίνω καφέ και συνέρχομαι, να μην εμφανιστώ στα μαύρα χάλια και τι να εξηγείς. Τα ανεξήγητα;
Καλές γιορτές, καλές ματιές!

ΤΖΑΖ

Όχι, δεν ψόφησα από το κρύο! Δεν έπαθα βρογχοπνευμονία, πυρετό, πλευρίτιδα, καταρροή, ισχαιμία και πλευρώτους πλευρώτους. Είναι παράξενο. Κάθομαι στ΄αβγά μου, στα ζεστά, τα προφυλαγμένα και αρρωσταίνω. Βουτάω ξαφνικά στη θάλασσα Δεκέμβρη μήνα ή πάω με το ποδήλατο μες το χιονόνερο και φεύγει το κρύωμα, ο πονοκέφαλος, η θολοκαΐλα, η κούραση, τα πάντα γίνονται αχνός. Πήρα πανωφόρι για το κρύο και το΄χω στη ντουλάπα, γιατί φοράω αυτά που φορούσα τον Οκτώβρη. Δεν είμαι καλά, γιατρέ μου. Είμαι ανάποδη.


Ακούω τζαζ αυτή τη στιγμή μα κι απόψε η κατάσταση γενικώς ήτανε τζαζ. Περνώντας τ΄απόγευμα απ΄το Κολωνάκι μύριζε καμμένο. Τα ματ είχαν παραταχθεί στην πλατεία. Είχα κάμποσο χρόνο για καφέ, λέω, θα καθήσω κάπου να διαβάσω και να πιω καφέ, εισέρχομαι εντυπωσιακά πάντα με το κράνος σ΄ένα κομιλφό καφέ, μέσα ελάχιστος κόσμος αλλά σε λίγη ώρα δεν είχα πού να βάλω το κράνος και δεν πήγαινε να το ξαναφορέσω. Δε θα ΄ταν πρέπον.

Κατόπιν στο Μπραχάμι, εκεί που έψαχνα να δέσω το ποδήλατο, ακούω μια φωνή μέσα από ένα τοστάδικο, βλέπω δυο γνωστούς, καφέ, κι άλλο καφέ, κι έμαθα το καταπληκτικό νέο, ότι μικρά άγρια γεράκια στον Υμηττό έχουν φάει ωδικά πτηνά μέσα απ΄το κλουβί τους.

Πολύ αργότερα, το βράδυ πια, σταματάει ένα αυτοκίνητο, και με καλούν τρεις φίλες για μπύρα. Καλά, σε λίγο έρχομαι. Διότι είχα μια διεξοδική συζήτηση μ΄έναν σκοτεινό τύπο, περί μεταφράσεων κι εκδόσεων του Ταλμούδ, μέχρι που παγώσαμε και λέγαμε Ταλδούμ (sic).

Κι ύστερα άρχισαν οι μπύρες και τα ρακόμελα, ώσπου η μολότωφ έγινε μοτόλωφ (sic). Η παρέα είχε μεγαλώσει επικίνδυνα, μαζευτήκαμε δέκα άτομα, με είκοσι ταυτόχρονες συζητήσεις, σε μια απ΄τις οποίες εγώ έπρεπε να εξηγήσω με πειστικό τρόπο τι μ΄έκανε να μεταπηδήσω από την ηλεκτρονική μουσική στα σκυλάδικα πριν τρία χρόνια. Ανακάλυψα επίσης τον μετανοημένο νετσαγιεφικό, που έγραφε τα συνθήματα στο δρόμο που έμενα παλιά στα Εξάρχεια. Επιπλέον εντρύφησα στην απόκρυφη επιστήμη της γεωδεσίας και στους ακόμη πιο απόκρυφους λόγους, που ορισμένες σχολές προσφέρονται με εβδομήντα και βάλε υποχρεωτικά μαθήματα. Αναλύθηκε εν παρόδω και η σημασία των λέξεων προδιάθεση, διαίσθηση, προαίρεση, βούληση, θέληση και διάθεση.


Μόνη βεβαιότητα μετά απ΄όλα αυτά παρέμενε ότι είχε παγώσει η σέλα του ποδηλάτου μου. Η μεταμεσονύκτια Αθήνα ήταν απόκοσμη και ήσυχη.

Εύχομαι Καλά Χριστούγεννα!

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΛΙΤΣ ΠΛΑΤΣ

Ψόφος, θολούρα, ομίχλη και χιονόνερο. Ο ήλιος δεν βγήκε. Δηλαδή βγήκε, αλλά είδε το κακό και αποφάσισε να χουζουρέψει. Ο ελεεινός. Παραταύτα.
Λαμβάνομεν το ποδηλάτιον μας πουρνό πουρνό και εξερχόμεθα εις το πεζοδρόμιον να το στολίσωμεν με τσάντες και κουδούνια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούω, Α! με ποδήλατο! Καλημέγα! Αα, λέω, Gutentag! H γερμανίς γειτόνισσά μου φρέσκια μέσα σ΄αυτόν τον γερμανικό καιρό ανακάλυψε την κάτοχο του ποδηλάτου. Πας με ποδήλατο; Μμμ, ναι. Για βόλτα ή στη δουλειά; Βόλτα προς τη δουλειά! Α, ξέρω κι έναν νεαρό που κάνει το ίδιο! Αλλά δεν είναι επικίνδυνο; Μμμ, ναι! Χαχαχα, δεν είναι και Βερολίνο!
Μετά είχα περισσότερα κέφια, διότι σκέφτηκα, ότι στη Γερμανία έχει βρομόκαιρο, τι ωραία, εδώ απλώς έχει βρομόκαιρο. Βέβαια στη Γερμανία έχει και ποδηλατόδρομους. Μμμ, σιγά τα ωά! Κι εμείς έχουμε δρόμους! Και σφίξη! Και λακκούβες με λάδια, όλα τα καλά, για σκληρή εκπαίδευση σε Κ.Σ., όχι αηδίες.
Έκοψα τον πάγο με το ξυράφι! Πρώτα βράχηκε το κράνος κι έσταζε, μετά βράχηκαν τα γυαλιά και δεν είχα γυαλοκαθαριστήρες, κατόπιν έτρεχε η μύτη μόνη της. Τα πράγματα πήγαιναν απ΄το κακό στο χειρότερο, αλλά εγώ εκεί, είχα βάλει σκοπό να διαπεράσω το αλπικό τοπίο. Το κατρουλοχιονόβροχο δυνάμωνε. Ο άνεμος φυσούσε, δώθε κείθε.
Τίποτα δεν γλίτωσε. Ούτε το βρακί. Διασχίζοντας προσεκτικά προσεκτικά μια διασταύρωση, κάτι στάσιμα λασπολαδόνερα ήρθαν όπισθεν. Άγγιξα την τελειότητα. Έκανα μια θριαμβευτική είσοδο στη δουλειά σαν βρεγμένο άλιεν με κράνος, σακκίδιο και κασκόλ να τρέχουν τα νερά απ΄τα κρόσσια. Με υποδέχτηκαν ιαχές και γέλια. Με δυο μηχανόβιους σε παρόμοια κατάσταση ανταλλάξαμε ματιές συνενοχής και οίκτου.
Τι να πω για την ανελέητη επιστροφή; Το χιονόνερο ψιλό ψιλό, επίμονο και θανατηφόρο. Μια βροχή καρφίτσες. Ο αέρας έπαιρνε τις ομπρέλες. Έπαιρνε και μένα, την ποδηλάτη χιονάνθρωπο. Σε μια διάβαση πεζών στο Σύνταγμα περίμενα σειρά απ΄ τα τρόλει, με κοιτούν κάτι ελληνοαμερικάνοι, δεν αντέχουν, ρωτάνε, α, έχει ποδηλάτες στην Ελλάδα; Ε, ναιιιι... λίγους... Παύση... Βλέμματα απορίας... Γουρλώνω τα μάτια μου... αλλά τρελούς!
Φτάνοντας όλο χαρά σπίτι, δένω το ποδήλατο, βγαίνει μια γειτόνισσα, Καλημέρα, Καλημέρα, Κρύο, Κρύο, Ποδήλατο με τόσο κρύο, Πφ, τα μασάμε αυτά (τα παγάκια), Από εδώ είστε; Από πού να είμαι; Μήπως είστε από βόρεια; Από πού, Κιλκίς ας πούμε..., 'Oχι, Γερμανία... Ach, nie, aus Athen! Αθήνα, καλέ!

ΕΡΕΒΟΣ

Μια ψαρωτική αυτοπροσωποφωτογραφία...χωρίς κουκούλα!

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Το απόγευμα ανέλαβα το μεγάλον έργον της πλύσεως του ποδηλάτου. Αυτό δεν ήταν ποδήλατο, ήταν γιαπί καμμένο και χωματερή μαζί. Αν και το πρόβλημα δεν είναι να το πλύνω, είναι να το ανεβάσω στον πέμπτο από την εξαιρετικά στριμωγμένη είσοδο του μικρού ασανσέρ. Αφού λοιπόν του έβαλα πρώτα ν΄ακούει Albinoni, να χαλαρώσει, το έλουσα, το έτριψα, το στέγνωσα, το λάδωσα, το μύρωσα, το έσφιξα, του φούσκωσα τα λαστιχάκια, το γυάλισα και το καμάρωσα, του φόρεσα ένα φωτάκι, φόρεσα κι εγώ το κράνος και πήρα δρόμους νυχτερινούς.

Από το πρωί δεν ένιωθα πολύ καλά, είχα έναν πονοκέφαλο, ο οποίος όμως μέχρι να φτάσω στην Κηφισιά, όπου ήπια κι έναν καφέ, μου πέρασε ανεπιστρεπτί. Ο λόγος που αποφάσισα να πάω εκεί, οφείλεται στους αλητόγατους, που μαζί με τους βιπί και άλλους πωρωμένους, και λίγο σας λέω, ποδηλάτες, θα συγκεντρώνονταν στο σταθμό για ένα "κατηφορικό ride". Αφού λοιπόν μας έχει πάρει η κατηφόρα γενικώς, ας κατηφορήσουμε και με τα ποδηλατάκια, για να μην στεκόμαστε στο δυσάρεστο μέρος των πραγμάτων.

Στην Κηφισιά είχα να πάω αιώνες γενικώς και με ποδήλατο ειδικώς. Έκανα τη διαδρομή Αθήνα-Κηφισιά καρφωτά σε 45 λεπτά ακριβώς με χαλαρό πετάλι. Στο ύψος του άλσους Συγγρού ένιωσα παράξενη την ατμόσφαιρα (το οξυγόνο με χαλάει), επίσης άκουσα κάτι κρότους, παφ παφ κκκρτττ παφ απέναντι, αμάν λέω, πάλι μολότωφ και κροτίδες, αλλά όχι, ήταν πυροτεχνήματα, προφανώς προς τιμήν μου, λίγο πριν κόψω το νήμα του τέρματος!


Στο σταθμό μαζευτήκαμε τριαντατόσοι ποδηλάτες. Ο θάνατος του γιωταχί! Τρόμος στην Κηφισιά! Κατεβήκαμε από την κάτω πλευρά, φωτάκια στο σκοτάδι, κοντά στη διαδρομή του τρένου, πολλών ειδών ποδήλατα, MB, υβριδικά, κουρσάκια, σπαστά και τρία BMX που κάνανε καγκουριές. Ένα κουρσάκι έπαθε λάστιχο κοντά στον Περισσό και σταθήκαμε δίπλα σε μια pub με μουσική. Μπήκαμε δυο τρεις για μπύρα κι ο κόσμος κοιτούσε σαν να είχαν κατεβεί εξωγήινοι (φορούσα το κράνος). Η σαμπρέλα αλλάχτηκε, το σκισμένο λάστιχο μαζεύτηκε με ...σελοτέιπ, λίγο πιο κάτω έσκασε κι ένα BMX, αλλά κάποτε φτάσαμε Θησείο, κάποιοι έφυγαν κι οι υπόλοιποι αράξαμε τα οχήματα μπροστά σε άλλη pub με μουσική και παραγγείλαμε μπύρες ιρλανδικές μαύρες, ξανθές και κόκκινες.



Εφτά πεταλάκια προσφέρθηκαν να με πάνε σπίτι να μην κυκλοφορώ στις τρεις μόνη μου, κι έτσι η Κοκό και οι Εφτά Ποδηλάτες πήραμε την ανηφόρα, τους λέω, ρε παιδιά, φτάνει, μην ανεβαίνετε, αλλά δεν τους χάλαγε, και ως ευγενείς ιππότες αλητόγατοι με συνόδεψαν στους πρόποδες του πύργου. Τους ευχαριστώ για την παρέα και τη βόλτα, το χρειαζόμουν να συνέλθω από την τρομερή πίεση των ημερών.


ΚΡΑΓΙΟΝ

Ζούμε εξαιρετικές ημέρες! Το πράγμα φαινόταν απ΄το πρωί. Μες την καταρρακτώδη βροχή έψαχνα ...ταξί, ωιμέ! Στο ράδιο του ταξί άκουσα για τον πυροβολισμό στο Περιστέρι. Υπέροχα. Αργότερα μπήκα στο τραμ προς Σύνταγμα. Εκεί στην Βουλιαγμένης σταματάει, έρχεται ο τραμβαγιέρης και μας είπε ότι τα άλογα που σέρνουνε, αρνούνται να πάνε μέχρι το Σύνταγμα. Θα γυρίσουν πίσω στο παχνί τους. Οι κυρίες θορυβήθηκαν. Μία με λαχανί μαλλί άρχισε. Και τιιιιι θα κάνουμε; Θα πάμε Φιξ, κι από κει μπορείτε να πάρετε το Μετρό! Καλέ, και γιατί δεν μας το είπατε πιο πριν, όρμηξε να φάει τον οδηγό. Γιατί, άρχισε να εξηγεί εκείνος, φροντίζοντας ν΄απομακρυνθεί από την ακτίνα βολής των κυριών, τ΄άλογα αφηνιάσανε, με φέρανε μέχρις εδώ, αλλά το καφέ με τις βούλες το ΄πιασε κολικός και τράβηξε τ΄άλλα πίσω! Αχ, τι θέλουνε και κλείνουνε το δρόμο, πια! συμπλήρωσε η δεύτερη με το λουλακί μαλλί. Θα πάμε με το Μετρό! πετάχτηκε η τρίτη με το καροτί μαλλί. Πάει από κάτω, άρα δεν κλείνει!

Τώρα εγώ έβριζα από μέσα μου την κακή μου τύχη, που είχε βγάλει και ήλιο, αλλά πού το ποδηλατάκι μου! Όχι τίποτ΄άλλο, δε θα ΄χα πέσει πάνω στις μέδουσες. Αποφάσισα να φύγω με τα πόδια, μαζί με τρεις πακιστανούς. Το μόνο πρόβλημα, ότι μετά από μήνες ποδήλατο, δεν θυμόμουν πως περπατάνε. Τους αφήνω να βγούνε, βλέπω πώς κουνούσαν τα πόδια τους, έκανα το ίδιο και τα κατάφερα ικανοποιητικά. Αλλά πριν βγω απ΄το τραμ, είπα στις κυρίες - στο Φιξ γίνεται χα-μός! (Όντως). Γιατί δεν έρχεστε με τα πόδια δέκα λεπτάκια ως το Σύνταγμα, που έχει και πορεία μαθητών, να δείτε τα παιδιά; Εκεί δεν πάτε; Βλέμματα τρόμου... Οι πόρτες έκλεισαν...το τραμ έφυγε πίσω...

Περπατούσα και γελούσα, κι οι πακιστανοί με κοιτούσαν και γελούσαν, είχαν καταλάβει τίποτα, ξέρω γω; Ωραιότατος τουρισμός, τα τείχη του Θεμιστοκλή και τα τείχη των ματ, έξι κλούβες κόντρα. Βρίσκω μια χαραμάδα, περνάω, άδειο το Σύνταγμα. Δηλαδή, όχι ακριβώς άδειο. Υπήρχε μια διμοιρία μπροστά στη Βουλή, και άλλες τριγύρω. Στα Προπύλαια είχε μαζευτεί η πορεία. Μάλιστα. Μάλλον καθυστέρησε απ΄τη βροχή, τελοσπάντων έφτασα λίγο πριν ξεκινήσει. Πήρα και θέση μπροστά μπροστά ως ψώνιο που είμαι. Μιας και δεν έχω ποδήλατο (το χαβά μου) ευκαιρία για περπάτημα. Κι αφού κατεβήκαμε την Πανεπιστημίου και ανεβήκαμε την Σταδίου, νάτο πάλι το Σύνταγμα. Αλλά τώρα οι διμοιρίες περιφρουρούσαν το δέντρο!


Κατά την διάρκεια της πορείας, εκτός από τα συνθήματα και ψιλοκουβέντα με κάποιους γνωστούς αλλά και αγνώστους, έκανα ορισμένες σκέψεις. Πριν δεκαεφτά χρόνια φωνάζαμε επίσης, ο Τεμπονέρας ζει, τότε ήμουν μαθήτρια, που κοιμόμουν τέσσερις μήνες μες το σχολείο. Μια νύχτα κατά τις δυόμισι, τρεις παρά, συζητούσαμε στο προαύλιο γύρω από ένα βαρέλι με φωτιά, όταν ήρθε μια μητέρα και μας είπε για την δολοφονία. Την άλλη μέρα το πανώ έλεγε, προσέξτε, εμείς ζούμε ακόμα. Από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα απλωνόταν ο κόσμος και δεν έπεφτε καρφίτσα. Στην Ομόνοια είχαμε καθήσει κάτω. Ησυχία. Απόλυτη. Τότε άρχισαν να πέφτουν δακρυγόνα από το πουθενά, μέσα καταμέσα στους καθισμένους μαθητές. Σηκωθήκαμε, και ένα έσκασε ξυστά στο πόδι μου. Τού ΄δωσα μια κλοτσιά αποκεί που ήρθε και φύγαμε.

Τότε ο καθηγητής, τώρα ο μαθητής. Και πάντα ο προϋπολογισμός. Μόλις η κορυφή της πορείας μπήκε από το Σύνταγμα στην Πανεπιστημίου ακούστηκε μια κροτίδα. Ως του Ζώναρς μας κόλλησε στο πλάι μια διμοιρία, την οποία στριμώξαμε με αποδοκιμασίες και συνθήματα (έξω απ΄την πορεία η αστυνομία) και χώθηκαν στη Βουκουρεστίου. Αλλά πίσω είχαν αρχίσει να πέφτουν κροτίδες, καπνογόνα και δακρυγόνα, ίσως και μολότωφ γιατί ανέβαινε καπνός. Κάτι έχω να πω για αυτήν την πικρή γεύση. Είμαι βέβαιη, ότι εδώ και μια βδομάδα ρίχνουν πιο ισχυρά δηλητήρια, αν και γω μάλλον έχω γίνει κατσαρίδα και δε με πολυπιάνει πια.

Κάθησα λίγο στα Προπύλαια στην επιστροφή βλέποντας νεαρούς να οχυρώνονται. Στην Ασκληπιού καιγόταν ένα φορτηγάκι χρηματαποστολής. Κι έπειτα από το ράδιο άκουσα, ότι ο κόσμος βγήκε στη Σόλωνος και την Σκουφά και πετούσε γλάστρες, νερό, μικροαντικείμενα, ακόμη και κραγιόν στα ματ, να φύγουν, γιατί η παρουσία τους προκαλεί.

Καλές γιορτές! Σε λίγο θα κατεβεί και η μπάντα του Δήμου. Ξύλο μετά μουσικής.
Υστερόγαμον: Η φωτό και άλλες παρομοίου κάλλους από εδώ.

ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ

Έχω ένα λασπωμένο ποδήλατο. Είναι ο καιρός άστατος και βρέχει μια λασποβροχή. Δεν προλαβαίνω να το πλύνω. Έχει πάνω λάδια, γράσα, λάσπες, ασβέστες. Στα τελευταία πέρασα από κάτι κρεμ τρεχούμενο, κι έγινα πουά. Αλλ΄ αυτά, όπως και να ΄χει πλένονται. Λίγο νεράκι, κι όλα ωραία. Όμως μπορώ και να το αφήσω ως έχει. Εις ένδειξιν διαμαρτυρίας. Για τα βοθρολύμματα που ξεμπουκώσανε και τώρα κολυμπάμε κρόουλ.
Την είδα την Ακρόπολη, την είδα ψες αργά. Εκεί βρίσκεται, μην ανησυχεί κανείς. Ιερή και όσια. Άνευ προκλητικών παραπετασμάτων. Εντάξει. Υπάρχει τώρα μια βεβαιότητα για δυο πράγματα. Πρώτον, οι φοιτητές ξέρουν τελικά κατά πού πέφτει ο Παρθενών, ασχέτως αν δεν είδαν την πινακίδα "μην αγγίζετε". Δεύτερον, μπορεί κανείς να μην έχει ιερό και όσιο, αλλά σέβεται τουλάχιστον τ΄αρχαίον κλέος, μ΄ανατριχίλα μάλιστα και αποτροπιασμό για παρομοίου είδους βεβηλώσεις. Αυτές οι δύο βεβαιότητες είναι εχέγγυο για το μέλλον μας ως έθνους. Νιώθω καλά. Η Ακρόπολη στη θέση της. Μόνη της.
Πάμε μια βόλτα κι απ΄το Σύνταγμα στις δώδεκα. Είναι η ώρα π΄αλλάζει η βάρδια, κι η ώρα που πλένονται τα μάρμαρα. Γύρω γύρω απ΄τα κεράκια και τις παρέες. Όσοι φεύγουν μέσα απ΄τη Βουλή πάνε κατευθείαν απ΄το πάρκινγκ. Ποδήλατα πηγαινόρχονται. Και τρεις Ιάπωνες τουρίστες. Κάτι δεν πάει καλά. Οι Ιάπωνες δεν έχουν φωτογραφικές μηχανές. Τίποτα, ούτε με κινητό. Τι σόι Ιάπωνες είναι τούτοι; Χάλασε ο κόσμος.
Συνήλθα γρήγορα. Το δέντρο με τα φωτάκια! Κι αυτό εκεί! Έτοιμο για τις γιορτές! Πώς θα γιορτάζαμε χωρίς το δέντρο;! Τίποτα αλλιώτικο. Πήγε πια κι η καρδιά μου στη θέση της.

ΑΣΦΑΛΤΟΣ

πάλι μονάχοι με άδεια χέρια η άσφαλτος λάμπει λάμπουν τα σύννεφα τρέχουν ακίνητη μελωδία λησμονημένων αρμονικών σφαιρών ενός προεόρτιου σύμπαντος
πόνος οι τσίγκινες πινακίδες οι πλυμμένες πλατείες η κρυσταλλωμένη βροχή των κτιρίων οι αμέτρητες γωνίες πέρασαν πέρασαν κοφτερές κύμματα κύμματα
ποτέ δεν είμασταν παρά μια ηχογράφηση της πολικής ακτίνας στο γύρισμα που χαμογέλασε ο κυνηγός και γρύλισε η αρκούδα του μαύρου και γαλάζιου δάσους
πάλι μονάχοι αναγδαρμένη άσφαλτος μονάχοι σαν προκυμαία χειμώνα με μάτια άγρια όπως καίγεται μες το στομάχι καινούργια πίσσα και κοχλάζει μα η μνήμη σάτυρος των καλωδίων αναβοσβήνει

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

Είτε επειδή οι αρχαίοι τραγικοί δεν ήθελαν να χάσουν το μέτρο, είτε επειδή όσο και να το κάνεις, πάντα θα βρίσκονται παραλειπόμενα, πρέπει εμείς οι σύγχρονοι να συμπληρώσουμε τα κενά. Οφείλουμε λοιπόν να πούμε, ότι ο Οιδίπους επί Κολωνώ είχε μάθει δυνατό τάβλι τυφλό σύστημα και κρατούσε καλά τα σκήπτρα στο καφενείο ως συνταξιούχος τύραννος, κι οι μέρες κυλούσαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με τις συνηθισμένες λογομαχίες για το τι θα έκανε ο καθένας αν γινόταν πρωθυπουργός για μια μέρα, ή ίσως και για κάνα χρόνο, ωσότου το παιδί που τον οδηγούσε, εξαφανίστηκε εδώ και μια βδομάδα, πράγμα που του προξενούσε εκνευρισμό, όχι τόσο γιατί είχε το νεαρό ανάγκη, τον είχε μάθει δα το δρόμο, όσο από γεροντικό πείσμα, τι κάνει δηλαδή το κωλόπαιδο.
Έπειτα η τηλεόραση όλο για φασαρίες έλεγε, κι ο γέρος όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί, ανησυχούσε πως ο μικρός θα ΄χε μπλέξει άσχημα. Τέτοιο κακό, τέτοια φαγωμάρα, ούτε τα παιδιά του στη Θήβα, καλά που έφυγε. Και τώρα ν΄ακούει τα χειρότερα, στην Αθήνα, που ήρθε νομίζοντας πως θα βρει λίγη ησυχία πια. Αλλά να, καθότι πάντοτε τον έδερνε μια ειλικρίνεια, χτυπώντας χάντρα χάντρα το κομπολόι του, μουρμούραγε μονάχος του, μήπως δεν έκανα και γω τα ίδια, τι το ΄θελα να φύγω απ΄το βουνό; Καλά δεν ήμουνα με τον τσοπάνο; Μου το΄χε πει, πως σαν θα πέθαινε, παιδιά δεν είχε, δικό μου το μαντρί, κι ό,τι ήθελα θα το΄χα, να περνάω ζωή χαρισάμενη στον καθαρό αέρα.
Μα εγώ αγύριστο κεφάλι, κάτι μ΄έτρωγε, κι ένα ξημέρωμα έβαλα την προβιά και τα τσουράπια και πήρα δρόμους, κακή μου ώρα! Να ΄μαι λοιπόν τυφλός κι ανάποδος, κι αφού του στραβού το δίκιο πρέπει να λέγεται, καλά μου τα ΄ψελνε ο δόλιος ο μάντης να με προλάβει, αλλά πού! Μόνο στα τελευταία τα ΄μαθα και του τα λέω του μικρού, να προσέχει, να μελετάει, να προκόψει, του κεφαλιού του όμως εκείνος, κάνε Αθηνά μου να γυρίσει σώος, θα του μετρήσω τα κόκκαλα με τη μαγκούρα, μα τον Δία!

ΖΑΜΠΟΝ

Αχ, να ΄χα ένα χοντρό πετσί! Να μη με έκοφτε για τίποτα! Όταν όλοι τις ψυχρές βραδυές φόραγαν ζακέτες, εγώ με φανελάκι, η γιαγιά μου μ΄ έλεγε, "δεν κρυώνεις, μωρέ, χοιροπέτσι"! Πού ΄ντο λοιπόν αυτό το γουρουνίσιο το πετσί να με καλύψει! Να μπορώ να πηγαίνω στα μπουζούκια να πετάω λουλούδια του νεκροταφείου! Να καίγεται η πόλη και γω να λέω, οι χριστιανοί την έκαψαν, ας τραγουδήσουμε! Ας πάμε και στο στάδιο να δούμε αγώνες!

Την φθονώ αυτήν τη γουρουνιά. Είναι αξιοζήλευτη, το μυστικό της εξουσίας των καισάρων. Όποιοι είναι αδύναμοι, ας τρέξουν, ας κλάψουν, ας πονέσουν, ας παλέψουν, ας πουν, χαίρετε, οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν, ω καίσαρες! Ελεήστε μας με τα ψίχουλα των τηλεοπτικών θεαμάτων σας!
Κι έπειτα οι σοφοί να γράψουνε τη γουρουνίσια γραμματική, να μοιραστεί και στα σχολεία. Το ασήμαντο, του ασήμαντου, ω ασήμαντο! Το μεμονωμένο, του μεμονωμένου, ω μεμονωμένο! Η παρεξήγηση, της παρεξήγησης, ω παρεξήγηση!
Κι αφού θα διδαχθεί η γραμματική, να χαλαρώσουν τα μαθήματα, να πάνε οι μαθητές με τους δασκάλους σε "εξορμήσεις ψυχαγωγικού χαρακτήρα", πριν πάνε για ζαμπόν.

ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΙΑ

Κλειστή πάλι χθες το βράδυ κατά τις εφτάμισι η Ηρώδου Αττικού με κορδελίτσα, αλλά πέρασα από το πλάι και κατέβηκα με ψιλόβροχο πάνω στην ώρα, που τέσσερις κλούβες τράβαγαν για τους Στύλους. Νωρίτερα, κάθισα κι ήπια έναν καφέ έξω, μετά από μια ολόκληρη βδομάδα πολιορκίας, πού αλλού, Κωλέττη και Μεσολογγίου. Κάπως έπρεπε να καθαρίσει ο λαιμός. Τόσα λουκούμια, να πιούμε και κανέναν καφέ. Η Τζορτζ αγνώριστη, τρία καμμένα αυτοκίνητα την έκλειναν ανά διαστήματα, η Στουρνάρη διαλυμμένη, το Πολυτεχνείο χαλαρό, ανοιχτές πόρτες, μπαινόβγαινες, μερικοί κοίταζαν καχύποπτα. Άσφαλτος γεμάτη λάδια, πίσσα, θρύμματα μολότωφ, μαρμάρινα θραύσματα, καμμένα σκουπίδια. Ατμόσφαιρα υγιεινή, άρχισε να τρέχει ακατάσχετα αριστερό μάτι και ρουθούνι παρέα. Πατησίων και Τοσίτσα οι γνωστοί παρατημένοι, όλοι μαζί, άμα παραπαίει ο ένας, να πέφτει πάνω στον άλλον. Μα σαν κάπως πιο παρατημένοι στη μέση του καμμένου τσιμέντου, μια μαύρη έρημος γύρω γύρω και μια απορία.
Κι ακόμη η πλατεία έρημη κι αυτή, μόνο καινούργιες αφίσες των κατοίκων, ότι τα Εξάρχεια δεν είναι κατεχόμενα. Το μόνο ζωντανό σημείο, είπαμε, το σημείο μηδέν, Τζαβέλλα και Μεσολογγίου, όπου από την πρώτη στιγμή δεν σταμάτησε να πηγαίνει κόσμος, κύκλος δέκα - δεκαπέντε άνθρωποι, που ανανεώνονται ανά λίγη ώρα, κι όσο βραδυάζει πιο πολλοί, νεαροί, κοπέλες, γέροι, γριές, μητέρες με κοριτσάκια μικρούλικα, άντρες έτσι σκεφτικοί. Και κάνοντας στις πέντε να φύγω, εκτός από τους δημοσιογράφους, βλέπω έναν παπά, τον έφερε μια γυναίκα, να κάνει ένα τρισάγιο για το παιδί, που τι να γύρευε εκεί. Κι εκεί επικρατεί απόλυτη σιγή πάντα, τίποτα δεν ακούγεται, ούτε κιχ, μόνο ο παπάς ακούστηκε, άφησε ένα κερί και μετά πάλι σιωπή.
Δεν βρήκα αυτή τη φορά τους παλιούς μου συμμαθητές στο καφενείο, απ΄όταν ήμασταν δεκάξι, δεκαεφτά, με τα πανώ να γράφουν τότε, Προσέξτε, εμείς ζούμε ακόμα!, αλλά με έκπληξη την αρραβωνιαστικά ενός ξαδέλφου μου, που ήρθε με άλλες κοπέλες απ΄τη δουλειά της από μακριά, στενοχωρημένες, χωρίς μακιγιάζ, σα να ΄χαν χάσει δικό τους αγαπημένο πρόσωπο. Κι εγώ με κράνος και τα τσουμπλέκια του ποδηλάτου αμήχανα. Έπειτα έφυγα, μια γριά βγήκε πάνω στο μπαλκόνι κι ο κόσμος πλήθαινε και μπύρες και ρακί, εφημερίδες και ήσυχες κουβέντες.
Στις έντεκα χθες το βράδυ η Πανεπιστημίου κλειστή και ρημαγμένη, μπροστά απ΄το Πανεπιστήμιο μια μπουλντόζα και σκούπες του Δήμου. Ο αέρας έφερε πάνω μου με δύναμη βροχή, μαρμαρόσκονη και σύννεφα γυαλιού που μου ΄καψαν το δέρμα και τρύπωσαν κάτω απ΄ τα ρούχα. Με τον τόσο αέρα και τη βροχή όλο το βράδυ καθάρισε η ατμόσφαιρα, αλλ΄ όχι για πολύ. Τα λεωφορεία σήμερα το μεσημέρι κατέβαζαν τους επιβάτες στο Πρώτο, κι από κει με τα πόδια, εγώ ήμουν τυχερή που πρόλαβα και πήρα το ποδήλατο το πρωί, ίσα που έκοψε η μπόρα τα ξημερώματα. Για να ζήσω το απίστευτο, φτάνω Σύνταγμα, κι εκεί, χώρια το μπλόκο με τις κλούβες πίσω στους Στύλους, μια αλυσίδα ματ δεν άφηνε να περάσει ούτε πεζός ούτε ποδήλατο, ούτε από το πεζοδρόμιο προς Πανεπιστημίου, η οποία ήταν άδεια. Στα σκαλάκια του Συντάγματος ένα φράγμα από φύλλα αλουμινίου, ματ από τη μια με την πλάτη στη Βουλή κι απ΄την άλλη μια ομάδα μάλλον φοιτητών φώναζε συνθήματα, που επεσφράγιζε με συντονισμένες μούντζες προς το Κοινοβούλιο. Γύρω γύρω απλός κόσμος, λίγοι τουρίστες σαστισμένοι και ποδήλατα.
Κόβω ανάποδα Σταδίου, Βουκουρεστίου, βγαίνω στην πλάτη των ματ και κατεβαίνω. Χημικό και χημικό, πού το βρήκαν τόσο, δεν τέλειωσε ακόμα. Γύρω μικρές σκόρπιες παρέες φοιτητών, οι περισσότεροι με άσπρους κύκλους κρέμας γύρω απ΄τα μάτια κι άλλοι σ΄όλο το πρόσωπο σαν γιαπωνέζοι ηθοποιοί. Και μερικοί τεχνικοί με κάμερες. Από πάνω το ελικόπτερο έφερνε γύρους. Ένα κομμάτι της πορείας είχε καταλήξει στην Κάνιγγος. Διμοιρίες ματ και αστυνομικών με μάσκες ανέβαιναν και κατέβαιναν. Κι άλλοι κι άλλοι. Τόσος φόβος. Τρεις και μία. Για μια συγγνώμη...

Η ΖΑΡΝΤΙΝΙΕΡΑ ΚΙ Η ΖΑΡΤΙΕΡΑ


Η κυβέρνηση τα ρίχνει στην αστυνομία. Τα κόμματα ρίχνουν μύδρους το ένα στο άλλο. Ο μπάτσος τα ρίχνει στην "αποκλίνουσα συμπεριφορά" του θύματος. Ο δικηγόρος (θε μου, κάνε τον) τα ρίχνει στην "παρεξήγηση". Τα ματ ρίχνουν δακρυγόνα και πέτρες. Οι κουκουλοφόροι και μη ρίχνουν μολότωφ και πέτρες. Οι καταστηματάρχες ρίχνουν καντήλια. Κάποιοι ρίχνουν μούντζες στην τηλεόραση. Άλλοι ρίχνουν λουλούδια στον τάφο και το σημείο του φόνου. Κι άλλοι ρίχνουν κάτω τα μάτια από τη ντροπή για το αίσχος.



Ας έβγαινε να πει, ναι το έκανα, πυροβόλησα στα ίσια, γιατί πήρα ανάποδες, γιατί είμαι καβλόμπατσος, γιατί ήθελα τσαμπουκά, έστειλα το παιδί στον άλλο κόσμο άδικα και κατέστρεψα δυο οικογένειες, του παιδιού και τη δική μου, και τώρα καίγεται όλη η Ελλάδα, θα δεχτώ όποια ποινή μου επιβάλλει το δικαστήριο και δε ζητώ επιείκεια.


Να περίπου μια αντρίκια ομολογία μιας άναντρης πράξης. Αντ΄αυτού, να, ξέρετε, μου επιτέθηκαν όλοι μαζί με καδρόνια, λοστούς και μολότωφ, φοβήθηκα για τη ζωή μου, δεν ήθελα να μ΄έχει η γυναίκα μου ανάπηρο, ή πάλι, βαρέθηκα να με βρίζουν μπάτσο, τώρα θα δουν τα τσογλάνια, που πετάνε μπουκαλάκια νερό και βράχηκε το καινούργιο ταγιέρ. Και γω σκιάχτηκα, ίσιωσε η περμανάντ, κι έβγαλα από τη ζαρτιέρα μου το υπηρεσιακό εξάσφαιρο, που το ΄χω για μια ώρα ανάγκης και πυροβόλησα ψηλά και χαμηλά και πέρα για εκφοβισμό, αλλά μια σφαίρα ήταν στραβή απ΄την αρχή και πήγε ξέστραβα, χτύπησε μια μπουγάδα και γύρισε στο στόχο κατάστηθα. Κι επειδή ήτανε μπουγάδα, τη μαζέψανε και δε φαίνεται πια το σημάδι, που εξοστρακίστηκε η σφαίρα.


Ας βρούμε γρήγορα από μια ζαρντινιέρα ν΄αρχίσουμε να βαράμε το κεφάλι μας.



Υ.Γ. Τα γκράφιτι από Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα.

ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ

Κάτι βρωμάει περισσότερο από το καμμένο και τα ληγμένα δακρυγόνα. Ζω στο κέντρο της Αθήνας από τότε που γεννήθηκα και ποτέ δεν το σκέφτηκα να κυκλοφορήσω οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, ποτέ δεν φοβήθηκα να περάσω βράδυ πεζή από την Ομόνοια, το Σύνταγμα ή τα Εξάρχεια, ακόμη και σε μέρες έξαρσης επεισοδίων. Ναι, συνέβαιναν διάφορα, αυτοκίνητα παγιδεύονταν, γραφεία καίγονταν, τζάμια έσπαγαν και υπήρξα μάρτυρας επιθέσεων ομάδων με μολότωφ και δοκάρια στο Τμήμα, επειδή το μπαλκόνι μου ήταν ένα δρόμο παρακάτω στον πρώτο όροφο. Είναι γνωστό, ότι οι καταστηματάρχες στα Εξάρχεια εδώ και χρόνια έχουν βάλει ρολά ασφαλείας αλλά και ότι η πλατεία και η γύρω δρόμοι έχουν ζωή από το πρωί ως τουλάχιστον τις τρεις τη νύχτα. Πάντα υπήρχαν τοξικομανείς, των οποίων η ηλικία κατέβαινε ολοένα, θυμάμαι ένα παιδάκι να έχει κλείσει την κίνηση στη Σολωμού, όρθιο, χαμένο, μια σκελετωμένη σκιά. Θυμάμαι στην Εμμανουήλ Μπενάκη τον μπακάλη να τους δίνει λεμόνι και κουτάλι, θυμάμαι να μου ζητάνε ωραία παιδιά την ταυτότητά μου για να πάρουν μια σακκούλα υπνωτικά από το φαρμακείο. Ο Δήμος φρόντισε για την πλατεία, την ανέπλασε τάχα και έστησε μια χονδροειδή ψηφιακή πινακίδα με προτροπές, Προστατέψτε το περιβάλλον. Βέβαια κάποιοι προστατεύουν αυτό το περιβάλλον της απόγνωσης.
Τα συνθήματα στους τοίχους της περιοχής και οι αφίσες ήταν πιο πλούσια και ποικίλα από παντού. Ξεχωρίζω ένα που έβλεπα για χρόνια στον πεζόδρομο της Μεθώνης, Δεκαπέντε χρονών νεκρός κι ο αλήτης ο μπάτσος καθαρός. Τη δεκαετία του ΄80 θυμάμαι πολλούς πανκ, τα λεγόμενα φρικιά με τα πορτοκαλί και μπλε όρθια μαλλιά και τις παραμάνες να πίνουν μπύρες, έπειτα οι πανκ εξαφανίστηκαν, το σκηνικό έγινε κάπως πιο gothic/black σαν αντίστιξη στην άσπρη σκόνη, τα άσπρα χάπια και τις άσπρες νύχτες. Ξέχασα. Πολύ πριν την ανάπλαση της πλατείας, τοποθετήθηκαν κάμερες, πριν ακόμη γίνει οποιοσδήποτε λόγος γενικότερα για κάμερες, παράλληλα με τους κλασικούς μπάτσους με πολιτικά που έπιναν τον καφέ τους υποτίθεται απαρατήρητοι, και κάποτε ομάδες ειδικών φρουρών στις γωνίες με καμουφλάζ εξάρτιση μηχανόβιων, πέτσινα μπουφάν και κράνη, βάρδιες για την παρακολούθηση μερικών γνωστών, που έπιναν ούζα στην πλατεία, προτού περάσουν το βράδυ τους χαριεντιζόμενοι στα κανάλια.
Από τον φραπέ στον φραπουτσίνο κι από τον Μιχάλη στον Αλέξη τι έχει αλλάξει; Ίσως το γεγονός ότι έχουμε εσωτερικεύσει το φόβο, την ανασφάλεια και την πίκρα, ότι η βρομιά βγήκε πια για τα καλά στον αφρό, ότι ακόμη κι αν δεν φοβόμαστε, παράλληλα δεν ελπίζουμε πια. Πάντα είχα την άβολη αίσθηση, πώς ό, τι κακό κι αν συμβεί σ΄αυτή τη χώρα, είναι σαν μια πετρούλα που προκαλεί λίγες αναταράξεις και ομόκεντρους κύκλους στα τηλεοπτικά νερά και κατόπιν εξαφανίζεται στο θολό βυθό. Τις τελευταίες μέρες οι πέτρες ήταν πολλές, αλλά η νάρκωση συνεχίζεται, θα το δείτε όσοι βλέπετε τηλεόραση, το άλλο σαββατοκύριακο. Και το παράλλο, όταν θα έχουμε δεχθεί αδιαμαρτύρητα μέτρα που θα ξεπερνούν τη φαντασία του Τζορτζ Όργουελ. Τον είχα διαβάσει, όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών και τα είχα θεωρήσει τότε, μια εποχή προ κινητών τηλεφώνων, υπερβολές, προϊόν της μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας του. Έλεγε ιδίως για την γλώσσα. Ότι οι λέξεις θα χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για το αντίθετό τους. Κατόπιν ρώτησα έναν γέρο άγγλο καθηγητή, που είχε γνωρίσει τον Όργουελ στο βιβλιοπωλείο του στο Λονδίνο, και κείνος μου είπε ότι έτσι είναι και λίγα γράφει, θα το δω. Βέβαια ο καθηγητής είχε πιει πάλι πολλή μπύρα και σκέφτηκα, θα τα βλέπει διπλά...

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΥΓΝΕΦΟ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΠΙΣΣΑ


Νωρίς το πρωί γύρισα με το ποδήλατο την Αθήνα. Από τα ξημερώματα είχαν βγει τα συνεργεία του Δήμου να καθαρίσουν τους δρόμους, στους οποίους είχαν μείνει τα σημάδια από καμμένους κάδους και αυτοκίνητα ενώ εργάτες κάλυπταν με φύλλα αλουμινίου ή κόντρα πλακέ ολοσχερώς κατεστραμμένα καταστήματα ή τράπεζες και με μάσκες στο πρόσωπο έβγαζαν έξω φορτία μ΄ αποκαΐδια. Στα ρείθρα και σε μερικά πεζοδρόμια είχαν απομείνει σωροί σπασμένα γυαλιά από μολότωφ ή θρύμματα τηλεφωνικών θαλάμων, στάσεων λεωφορείων ή βιτρίνων. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά, η κίνηση μέτρια, ο κόσμος λίγος και μουδιασμένος. Μια πόλη η σκιά του εαυτού της, εκείνου του ασυνάρτητου, του μπουκωμένου στο νέφος, του αγχώδους καθημερινού, του φωνακλάδικου, του συνηθισμένου αθηναϊκού εαυτού της.

Αλλά σήμερα ποιος είχε όρεξη για ο, τιδήποτε. Ήμουν ένα φάντασμα μεταξύ φαντασμάτων. Όλα σιωπηλά το πρωί και το βράδυ φωτιά, πέτρες και δακρυγόνα. Το πρωί στις συμβολές των μεγάλων οδών μια γεύση στάχτης. Δεν φωτογράφησα τίποτα, επίτηδες. Μόνο περνώντας μπροστά από την Εθνική Βιβλιοθήκη, την ταλαιπωρημένη από πλημμύρες, σεισμούς και την αμάθειά μας, τράβηξα μια πρόχειρη φωτογραφία με το κινητό. Το προαύλιο σπαρμένο θραύσματα μαρμάρου και γυαλιά, συνθήματα γραμμένα με σπρέι. Στο πίσω μέρος ένα απανθρακωμένο βαν. Στο Πανεπιστήμιο τα ίδια, μάρμαρα σπασμένα με λοστούς κι ένας κίτρινος σκύλος μισόκλεινε τα μάτια του απέναντι στον ήλιο μισοψεκασμένος με κόκκινη μπογιά.

Ταλαιπωρήθηκα να φτάσω στη Νομική. Δηλαδή το κουφάρι του κτιρίου, μαύρο, σφραγισμένο με φύλλα τσίγκου. Το οδόστρωμα και το πεζοδρόμιο κατά τόπους επικίνδυνο από γλιστερή μαύρη λάσπη και σκόρπια γυαλιά. Οι περιπτεράδες στην Ακαδημίας μάζευαν το εμπόρευμά τους μην καεί το βράδυ μαζί με το περίπτερο. Λίγα φύλλα εφημερίδων μόνο κρέμονταν με τίτλους όπως Ολοκαύτωμα και Τρόμος πάνω από μαυροκκόκινες φωτογραφίες.

Το Σύνταγμα, η Ερμού, το Θησείο, του Ψυρρή, η Ομόνοια, η Σταδίου, η Ακαδημίας, η Αλεξάνδρας... μια θλίψη. Τέτοια θλίψη, όση εκείνη των πυρπολημένων δασών του καλοκαιριού. Όση εκείνη των πόλεων της Ελλάδας, που έχουν παραδοθεί ταυτόχρονα σ΄ένα όργιο έμπυρης καταστροφής. Η Πατησίων κλειστή και τα Εξάρχεια... τα Εξάρχεια των νεανικών μου χρόνων τα έγλειψε μια τρελή φλόγα και τ΄ άφησε σκέτα μαύρα κόκκαλα. Το μόνο ζωντανό σημείο ένας λοφίσκος λουλούδια και κεριά, ο κόσμος καρφωμένος κι οι λέξεις άκυρες.

ΚΑΝΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ

Από το απόγευμα της Παρασκευής έως το απόγευμα του Σαββάτου διάβασα απνευστί το βιβλίο του Ισμαήλ Μπεά, Επιστροφή στη ζωή (A long way gone, 2007). O Ισμαήλ, σήμερα 27 ετών ζει στη Νέα Υόρκη, και στο βιβλίο του περιγράφει το πώς επεβίωσε μέσα στις τραγικές συνθήκες του εμφυλίου πολέμου στη Σιέρα Λεόνε από τα 12 ως τα 15 του χρόνια. Ο πόλεμος αυτός χαρακτηρίζεται στην καθομιλουμένη μέσα στο βιβλίο ως "τρέλα", και από αυτήν την τρέλα γλίτωσε ο Ισμαήλ, χάνοντας την οικογένειά του και αρκετούς φίλους, αλλά και την παιδική του ηλικία, στρατολογημένος στρατιώτης, που υπέστη πλύση εγκεφάλου για να σκοτώνει αδίστακτα υπό την επήρεια ναρκωτικών και ταινιών τύπου ράμπο, μαζί με άλλα παιδιά, ηλικίας 7 έως 17 ετών.
Διαβάζοντας το βιβλίο σκέφτηκα έναν ορισμό, άνθρωπος είναι ένα ον που αφηγείται. Ο Ισμαήλ αφηγείται, ακολουθώντας την παράδοση των συμπατριωτών του, που αγαπούν την εξιστόρηση διδακτικών ή αστείων παραβολών, κι είναι αυτή η αφήγηση το βαμβακερό νήμα που τον κρατάει δεμένο με τη βασανισμένη του χώρα αλλά και ο μίτος με τον οποίο ξαναβρίσκει το ανθρώπινο πρόσωπό του.
"Πρέπει να κοπιάσουμε για να γίνουμε σαν το φεγγάρι". Ένας γέρος στο Καμπάτι επαναλάμβανε συχνά αυτήν την φράση σε όσους περνούσαν μπροστά από το σπίτι του πηγαίνοντας στο χωράφι τους ή στο ποτάμι για να φέρουν νερό, να κυνηγήσουν ή να συλλέξουν χυμό από τους φοίνικες.
Θυμάμαι που είχα ρωτήσει τη γιαγιά μου τι εννοούσε ο γέρος. Μου είχε εξηγήσει ότι με αυτήν τη φράση υπενθύμιζε στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται πάντα με τον καλύτερο τρόπο και να είναι καλοί με τους άλλους. Είχε πει ότι οι άνθρωποι διαμαρτύρονται όταν έχει πολύ ήλιο και κάνει ανυπόφορη ζέστη, αλλά κάνουν το ίδιο και όταν βρέχει πολύ ή όταν κάνει κρύο. Όμως κανείς δεν γκρινιάζει όταν λάμπει το φεγγάρι. Τότε όλοι είναι ευτυχισμένοι και ο καθένας με τον τρόπο του εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στο φεγγάρι. Τα παιδιά παρατηρούν τις σκιές τους και παίζουν στο φως του, οι άνθρωποι μαζεύονται στην πλατεία, λένε ιστορίες και χορεύουν όλη τη νύχτα. Πολύ όμορφα πράγματα συμβαίνουν όταν λάμπει το φεγγάρι. Αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους, για τους οποίους θα έπρεπε να θέλουμε να γίνουμε σαν το φεγγάρι.
(...) Αφού έμαθα γιατί θα έπρεπε να κοπιάσουμε για να γίνουμε σαν το φεγγάρι άρχισα να το παρατηρώ προσεκτικά. Κάθε νύχτα, όταν έβγαινε στον ουρανό το φεγγάρι, ξάπλωνα στο χώμα έξω από το σπίτι και το κοιτούσα σιωπηλός. Ήθελα να ανακαλύψω γιατί ήταν τόσο ελκυστικό και λατρευτό. Μαγεύτηκα από τα διαφορετικά σχήματα που έβλεπα μέσα του. Κάποιες νύχτες έβλεπα το κεφάλι ενός ανθρώπου. Είχε κοντή γενειάδα και φορούσε ναυτικό καπέλο. Άλλοτε έβλεπα έναν άνδρα να κόβει ξύλα με το τσεκούρι του και μερικές φορές μια γυναίκα να νανουρίζει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Τώρα, όποτε έχω την ευκαιρία να παρατηρήσω το φεγγάρι, βλέπω ακόμα εκείνες τις εικόνες που έβλεπα στα έξι μου και με ευχαρίστηση συνειδητοποιώ ότι αυτό το κομμάτι της παιδικής ηλικίας μου παραμένει ζωντανό μέσα μου". (σελ.35-36, εκδ. Κέδρος 2008, μετάφρ. Δημ. Μιχαήλ).
Τελειώνοντας το βιβλίο δεν είδα κανένα φεγγάρι πάνω απ΄την Αθήνα, παρά έναν άγριο χορό φωτιάς γύρω από το σώμα ενός δολοφονημένου έφηβου.
Καλή αντάμωση, Αλέξη.

ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ

Η κυκλοφορία στην Πανεπιστημίου ήταν κανονική κατά τις δέκα παρά το βράδυ, είχε ησυχία και ψιχάλιζε πότε πότε. Στρίβοντας στη Χαριλάου Τρικούπη, δεν φαινόταν τίποτα ασυνήθιστο και πάλι. Όμως στο ύψος του Χημείου βλέπω ένα άδειο σταματημένο λεωφορείο κι απέναντι παρατεταγμένα ματ. Λίγο πιο πάνω ένα ζευγάρι με παπάκι μιλούσε στους αστυνομικούς, που τους είχαν σταματήσει. Προσπερνάω το λεωφορείο και κατάλαβα γιατί ο δρόμος ήταν άδειος. Στη μέση ένας κάδος φλεγόταν κι ένας άλλος κάπνιζε. Σπασμένα γυαλιά από μπουκάλια παντού, μυρωδιά καμμένου λάστιχου και δακρυγόνου. Στ΄αριστερά Ναυαρίνου και Ζωοδόχου νεαροί είχαν οχυρωθεί πίσω από τρεις φλεγόμενους κάδους και φώναζαν προς τα ματ, που στέκονταν αντιμέτωπα. Δεξιά μου άλλη ομάδα ματ κατέβαινε, τότε πήρα το ποδήλατο στα χέρια λόγω των σπασμένων γυαλιών και πήγα μερικά μέτρα παράλληλα σε μια άλλη διμοιρία κι ύστερα συνέχισα κανονικά ως την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στις γωνίες είχε μαζευτεί κόσμος αλλά δεν ήξεραν τι συνέβαινε και σε όσους περίμεναν στις στάσεις, τους έλεγα να φύγουν. Ανέβαζα πια το ποδήλατο στα σκαλιά της εισόδου, όταν από το ραδιοφωνάκι, του οποίου είχα το ένα ακουστικό στ΄ αφτί, άκουσα τις ειδήσεις.

Ο ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ

Η ταχύτητα του ποδηλάτου πόλης είναι μικρή σε σύγκριση με τ΄αυτοκίνητα και τις μηχανές, υπό την προυπόθεση ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός, γιατί στην κίνηση το ποδήλατο κερδίζει κατά κράτος. Πράγμα κουραστικό ωστόσο, καλύτερα μια μέτρια κίνηση, να πηγαίνουν ομαλά όλοι. Είναι διαπιστωμένο, ότι αν ακούσω κόρνα θα προέρχεται συνήθως από απίθανα οχήματα. Λόγου χάρη ακούω ένα βραχνιασμένο κγγγγ... πίσω μου στην Βουλιαγμένης, τι να δω, ένα προπολεμικό τρίκυκλο που πήγαινε δεν πήγαινε, και φώναζε κι από πάνω. Ή πάλι σε μια κάθετη ανηφόρα στη Νέα Σμύρνη, ακούω ένα σιδεροβροντολόι, ένα μπουκωμένο μαρσάρισμα και μια στρίγγλικη κόρνα ταυτόχρονα, φεύγει ο δαίμων, τι ήτανε; Ένα αυτοκίνητο στο χρώμα της σκουριάς, όλο το σασί καταχτυπημένο και κομματιασμένο κρεμότανε, θα ΄λεγες πως το ΄σκασε από άσυλο ανιάτων τροχοφόρων! Δεν φώναζαν οι νταλίκες, τα φορτηγά, τα πούλμαν, φώναζε το τσίγκοι-μπάφιλα-ντενεκέδες! Που αγκομαχούσε να βγάλει την ανηφόρα και λίγα μέτρα παρακάτω το προφταίνω και πως κρατήθηκα να μην του δώσω τα συγχαρητήριά μου... Άι στη μάντρα, άθλιε! Κι ακόμη συμβαίνει να κατηφορίζω την Ηλιουπόλεως, ............ιιιιιιιιν, νάσου φεύγει σίφουνας κορνάροντας, τι; Ένα σμαρτάκι, πατημένο τέρμα και κλυδωνίζεται, πόση ηλιθιότητα μπορεί να χωρέσει ένα μίνι αυτοκίνητο; Με τη μουσική να σπάει τζάμια.
Όμως κάτι για την ταχύτητα. Όλα είναι σχετικά, κι αν ένα ποδήλατο πηγαίνει σαν σαλιγκάρι σε σχέση με τα μηχανοκίνητα τροχοφόρα, ένα σαλιγκάρι που πηγαίνει με ποδήλατο, ορισμένως τρέχει με ιλιγγιώδη για τα δεδομένα του ταχύτητα. Νύχτα λίγο πριν απ΄τη Δάφνη άκουγα μες την ησυχία ένα τκ τκ τκ προερχόμενο απ΄το τιμόνι, κάπου εκεί. Κοιτάζω το φωτάκι, το κουνάω, τίποτα, δεν ήταν αυτό. Κοιτάω τα συρματόσχοινα, μπα, ούτε αυτά. Ούτε τα φρένα. Κι όμως σε κάθε μικρή αναπήδηση ακουγόταν τκ τκ τκ! Σταματάω στην πλατεία, ελέγχω πιο προσεκτικά, βλέπω μια τσίχλα κολλημένη στο μπροστινό φτερό. Βρε, σκέφτομαι, να μια αηδία, κάποιος κάνει αστειάκια με το ποδήλατό μου! Πάω να βγάλω την τσίχλα, δεν ήταν τσίχλα, ήταν ένα σαλιγκαράκι, ελάχιστο, πολύ λιανό, άσπρο του όνυχα, κι είχε βγει ολόκληρο, άνοιγε και τις κεραίες του σιγά σιγά. Στο σβέρκο είχε δυο γραμμές καφέ. Ορίστε μας, και λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε απ΄το Μπραχάμι στη Δάφνη πάνω στο πλαστικό φτερό, όπου σε κάθε τράνταγμα χτύπαγε το κέλυφός του τκ τκ τκ, μα δεν ξεκόλλησε επουδενί! Τώρα ο λαθρεπιβάτης βοσκάει στο γρασίδι. Είναι φανερό. Ήθελε κίνηση και κόσμο γύρω του αλλά και πιο πλούσιο κι ευρύχωρο πεδίο δράσης, έφυγε λοιπόν παράτολμα από την ξεραΐλα με το πρώτο οικολογικό μέσον που βρήκε μπροστά του και η μοίρα του άλλαξε προς το καλύτερο, ένα δήμο πιο πέρα, όπου μόνος του δε θα ΄φτανε ούτε σε μια ολόκληρη σαλιγκαρίσια ζωή!

Η ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΗ ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ

Πέρα από τους οδηγούς που μου κόβουν την ορθοπεταλιά κάθε τρεις στην ανηφόρα ψάχνοντας ματαίως να βρουν χώρο στάθμευσης, με βασανίζουν ορισμένα καίρια και υψίστης σημασίας ερωτήματα, όπως ας πούμε, αν τα ζώα μιλάνε. Και βέβαια τα ζώα δεν μιλάνε, όπως και ορισμένοι στουρναροδηγοί, που σταματούν αιφνιδίως στη μέση της εν λόγω ανηφόρας αποφασίζοντας να πάνε με την όπισθεν, βλέποντας στην φαντασία τους θέση στάθμευσης, αλλά δεν πρόκειται για θέση, παρά για οφθαλμαπάτη, απ΄αυτές που δημιουργεί η έρημος της Αθήνας τις ώρες αιχμής, ενώ από πίσω άλλοι νοήμονες οδηγοί, εύλογα, άλογα, δεν ξέρω, συνοδεύουν την κόρνα με χαρακτηρισμούς του τύπου, πού πας βρε ζώον! να! ζώον! και εύγλωττες χειρονομίες. Ορισμένα κοσμητικά που επίσης ακούγονται σε τέτοιες περιπτώσεις αρμονικής συμβίωσης των ελλόγων ζώων, δηλαδή ημών των ιδίων, αντλούν την έμπνευσή τους από το ζωικό βασίλειο, με πρώτο και τιμητικότερο τον γάιδαρο, ο οποίος έχει μεν ο δυστυχής εξαφανιστεί από την ελληνική φύση, αφθονεί δε στις λόχμες της αθηναϊκής ζούγκλας, μάλιστα σε ημιάγρια μορφή, τουτέστιν όναγρος, μονήρης ή κατά κοπάδια.
Φυσικά τα ζώα δεν μιλάνε ελληνικά ή κινέζικα. Ούτε σουαχίλι, ούτε ολλανδικά, και απαξάπαντος χάνουν. Μήπως μιλάνε νεκρές, δηλαδή ξεχασμένες γλώσσες; Ίσως κάποτε γνώριζαν χιττιτικά ή σουμεριακά, αλλά τώρα δεν μπορούν να μας το πουν σε κάποια από τις τρέχουσες γλώσσες, και εδώ ακριβώς χρειαζόμαστε την συνδρομή σοφών καθηγητών, οι οποίοι όμως δεν μιλάνε διόλου περί του θέματος, διότι είναι απασχολημένοι με τις μελέτες τους και η γάτα τους προτιμά να μην τους ενοχλεί με επουσιώδη. Επειδή η γάτα γνωρίζει καλά, ότι ο σοφός καθηγητής είναι κάπως αφηρημένος, και ήδη χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και αρκετά γατίσια κόλπα για να θυμηθεί να την ταΐσει, σκέψου τώρα να του έκανε κουβέντα σε τίποτα αιγυπτιακά της εποχής της Νεφερτετέ, θα λησμονούσε τελείως το γεύμα, χώρια οι επιπρόσθετοι μπελάδες, υπαγορεύσεις, ταξίδια, διαλέξεις, άσε καλύτερα. Έτσι η γάτα παραμένει σιωπηλή.
Μεταξύ τους τα ζώα συνεννοούνται θαυμάσια για τις τρέχουσες ανάγκες τους με μια ποικιλία ήχων την οποία θυμόμαστε και μεις πότε πότε στην καθημερινότητα, τα κόμικς και τη μουσική. Με τα βιβλία δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση τα ζώα, αλλά μήπως έχουν οι έλληνες; Σ΄αυτό είμαστε περήφανοι, διότι δεν μοιάζουμε με τα ποντίκια, τα κουνέλια και τους βιβλιοσκώληκες. Τα ζώα δεν ασχολούνται με τη λογοτεχνία απλούστατα διότι προτιμούν τη μουσική. Γλιτώνουν έτσι από το περιττό χαρτί, τις βιβλιοθήκες και τη σκόνη. Η γάτα που λέγαμε, θα εκτιμήσει τον Προυστ, επειδή βολεύεται να κερδίσει το χρόνο της με μισόκλειστα μάτια ακίνητη πάνω του, ή να ξύσει λίγο τα νύχια της στη ράχη του. Αφού ο Προυστ είπε τόσα, αρκεί να εκτιμηθεί αυτό με ένα γουργουρητό ευχαρίστησης κι όχι με φλύαρα υπομνήματα.
Κάποτε κάποτε οι χελώνες έχουν την ευκαιρία ν΄ακούσουν Μπαχ. Φυσικά αυτό δεν ισχύει για τις αμόρφωτες χελώνες, που επιδιώκουν να κυνηγούν και να δαγκώνουν η μια την άλλη. Οι εκλεπτυσμένες χελώνες με μουσική παιδεία βγάζουν το κεφάλι τους και το κουνάνε πέρα δώθε αργά σαν μετρονόμο. Εάν σε μια βραδιά Μπαχ στο Μέγαρο Μουσικής μπορούσαν να παρευρεθούν αγελάδες, κατσίκες, γάτες, σκύλοι, πουλιά, φάλαινες, χελιδονόψαρα, σαλάχια, ροφοί, δελφίνια, ιππόκαμποι, ελέφαντες, φίδια, γουρούνια, ζέμπρες και χελώνες, θα βλέπαμε πως η μουσική ενώνει διαφορετικούς κόσμους. Εξαιρούνται οι καρχαρίες, γιατί είναι κουφοί και τυφλοί, αλλά και πάλι στερούμαστε υποδομής για αυτήν τη μουσική κιβωτό. Έτσι τα ζώα αδικούνται, διότι δεν έχουν όλα πρόσβαση στον Μπαχ. Γι΄αυτό στον μουσικό τους οίστρο, προτιμούν τις δικές τους αρμονίες. Ας δείξουμε κατανόηση, μιας και μεις δεν έχουμε κάνει όσα οφείλουμε.
Από καθαρή επιπολαιότητα παραβλέπουμε, ότι τα ζώα παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις του πολιτισμού μας και τελευταία δείχνουν ένα διακριτικό αλλά σαφές ενδιαφέρον για την ψηφιακή τεχνολογία. Ίσως μάλιστα οι γάτες να διαβάζουν τη σκέψη και να μην χρειάζονται ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά ευγενή όντα καθώς είναι, δεν το λένε έτσι κατάμουτρα, προτιμούν κάποιον ενθαρρυντικό υπαινιγμό, όπως το ν΄ανεβεί η γάτα επάνω στην οθόνη ανάλαφρα, τη στιγμή ακριβώς που έγραφα τη λέξη "διακριτικό". Μάλιστα κοιτάζοντάς με, μου φαίνεται πως εκφράζει μια κριτική για το γραπτό μου, ότι το ερώτημα δεν το διετύπωσα σωστά, ότι δεν θα ΄πρεπε ν΄αναρωτιέμαι αν τα ζώα μιλάνε αλλά αν χρειάζεται να μιλήσουν και γιατί εμείς που μιλάμε δεν επικοινωνούμε τουλάχιστον μεταξύ μας, κι έπειτα βλέπουμε για τα ζώα. Ή τις πέτρες. Ή τα δέντρα. Ή το νερό. Ή το χώμα. Ή τον ουρανό.