ΒΥΘΟΣ

εμείς θα ζούμε
υπόγεια
δυο θάλασσες τα μάτια
κι ο ουρανός θολός
θα στάζει τη βροχή του
σαν δάχτυλα που κρέμονται αμήχανα
πόσες φορές να σου το πω
δεν έχει σημασία
αν περπατάς ή κάθεσαι
ω
το νερό φθάνει ως το στήθος
κι ύστερα
εκρήξεις ηλιακών ανέμων
θραύουν τα φρύδια
του ιδανικού ορίζοντα
δεν έχω θάρρος
μόνο σπανίζω
πέρα απ΄τα φύκια
και τα κοράλλια

(Μη δίνετε σημασία, προϊόν σκέτου διπλού ούζου ήταν αυτό!)

ΚΛΕΙΝΟΝ ΑΣΤΥ

Εκτός από το γεγονός ότι αυτό το μπλογκ έχει εξελιχθεί σε πωρωμένο ποδηλατικό ημερολόγιο, υπάρχουν κι άλλες ενδείξεις, ότι έχω ποδηλατοπωρωθεί. Αν είμαι κουρασμένη, βιαστική και με περιμένει δρόμος, παραταύτα κοιτάω τα μηχανάκια με πλήρη αδιαφορία, και δεν σκέφτομαι, α, καλύτερα θα ήταν να πήγαινα τώρα με μια μηχανή, αντίθετα μου έρχεται ναυτία στη σκέψη αυτή, καθώς και φρίκη αναμεμιγμένη με αίσθημα ασφυξίας στην πιθανότητα να μπω σε αυτοκίνητο ή μέσο συγκοινωνίας, τότε αυτό είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα, ότι η ποδηλατομανία μου έχει φτάσει στον μυελό.
Ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄την Ιπποκράτους χθες ποιος το είδε; Ποιος πηγαίνει για καφέ και αφήνει το όχημά του δίπλα, όχι σαν εμπόδιο αλλά σαν στολίδι; Ποιος φθάνει σε είκοσι λεπτά σε έναν προορισμό που με ταξί θες τρία τέταρτα, και αν το βρεις αμέσως; Ποιος δεν ενδιαφέρεται για απεργίες, ωράρια και μπλόκα; Ποιος χαίρεται την ομίχλη, ποιος νιώθει τη δροσιά πηγαίνοντας παράλληλα στο Πρώτο Κοιμητήριο επιφανών και αφανών, ποιος βλέπει την Ακρόπολη εκτός απ΄τους τουρίστες, ποιος ακούει τα τριζόνια;
Πάνω στο ποδήλατο μπορώ να χαμογελάω μέσα στην κίνηση και οι καθημερινές μου διαδρομές να είναι σαν κυριακάτικος περίπατος σε μια πόλη, της οποίας η ομορφιά έχει σκοτιστεί από τον θόρυβο, την ασυδοσία και το άγχος.
Καλημέρα καλημέρα!

SATIE CYCLISTE

Ας μου συγχωρέσει ο "ωραίος εκκεντρικός" το άτσαλο και βιαστικό σκιτσάκι, δεν άντεξα να μην του κολλήσω ένα ποδήλατο!




"...Έχω ζήσει πολύ καιρό ... με τα ζώα,... έχω όμως... συναναστραφεί πολύ... και τα παιδιά...
...Κάποτε...υπήρξα, και γω ο ίδιος...παιδί - δύσκολο να το πιστέψει κανείς - ένα πολύ μικρό παιδί,...πάρα πολύ μικρό,...όπως αυτά που συναντάμε ακόμα σήμερα... ...θέλω να πω δεν ήμουνα...ούτε πιο μικρός...ούτε πιο μεγάλος ... από κείνα..."
Ερίκ Σατί, Εκτός ήχου

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΕΣ



Tα βράδια μ΄αρέσει να βασανίζομαι με ηλεκτρονικούς μπελάδες. Απόψε συνέδεσα το μπλε δόντι, κοινώς bluetooth, και το εγκαινίασα με μια φωτογραφία που θα κάνει τους επαγγελματίες φωτογράφους να κρεμαστούν με το λουρί της φωτογραφικής τους μηχανής! Ο τίτλος της καλλιτεχνικής φωτογραφίας είναι "φωτοποδήλατο" και η βιτρίνα που βλέπετε είναι του "Ναυτίλου". Γυρίζοντας προ ημερών από το σινεμά, κατά τις μία το βράδυ, μιλούσα στο τηλέφωνο και σταμάτησα να κοιτάξω τα βιβλία, μες το βιβλιοπωλείο σκότος, αλλά φαίνεται είναι διανυκτερεύον, διότι να, δυο σκιές υλοποιήθηκαν και βγήκαν στην πόρτα και με χάζευαν, ίσως μάλιστα επειδή εκείνη τη μέρα το ποδήλατο ήταν φορτωμένο δυο τόνους βιβλία, που προσπαθούσα κάπως πως να τα βολέψω στο σάκκο πίσω!


Έχω κι άλλη μια αναμνηστική φωτογραφία με το ποδήλατο δεμένο πάνω στο καγκελάκι, στο οποίο καθόμουν και χτύπησα το κεφάλι μου πέφτοντας πίσω, τότε το ποδήλατο ήταν λυμμένο δίπλα, και μπορεί κανείς να διακρίνει τον επιστήμονα με την ιατρική μπλούζα δια παν δεχόμενον! Προσθέτω την απίστευτη λεπτομέρεια, ότι μετά τρεις μέρες βρήκα εκεί το τσιγάρο, που έπεσε μαζί μου!
Αλλά τώρα θα σας καλημερίσω κι ας είναι ακόμη ο ουρανός μπλε παγωμένος σκούρος!

ΒΟΥΤΥΡΟ

Δεν χορταίνω τα καινούρια λεπτά λάστιχα του ποδηλάτου μου! Ανεβαίνω τις ανηφόρες, όπως απλώνεται το μαλακό βούτυρο πάνω στο ζεστό ψωμί! Το απόγευμα ανέβασα το όχημα στο σπίτι για κάτι μερεμετάκια και να το πλύνω. Εντωμεταξύ ο αέρας σάρωνε τις βεράντες, διέλυσε τις τέντες και στράβωνε τις κεραίες. Γύρω ακούγονταν πράγματα που έπεφταν κι έσπαγαν. Σκέφτηκα λοιπόν, πως μάλλον δεν θα κάνω ποδήλατο, ας το πλύνω τουλάχιστον, το μισό άσπρο απ΄τον ασβέστη και το υπόλοιπο μαύρο από λάσπη και γράσα. Σιγά που δεν θα έκανα ποδήλατο! Αφού ίσιωσα ένα στραβωμένο πετάλι με την πένσα, έστρωσα τη σέλα που αλλοιθώριζε, άλλαξα τα φωτάκια, έβγαλα κάτι αυτοκόλλητα και καθάρισα την κόλλα και τα γράσα με ... ζιπέλαιο, πλύθηκα εγώ τελικά, πήρα το ημιβρόμικο ποδήλατο στον ώμο και βγήκα!
Ο αέρας είχε κόψει, δεν έβρεξε, όλα ωραία! Η σκοτούρα που είχα, άργησε να περάσει, αλλά τελικά πέρασε με κόκκινο κρασί και πολλά λόγια και πολλά γέλια! Είναι αυτά τα άτιμα κρυώματα, πείτε μου σας παρακαλώ, γιατί σε ορισμένα μέρη ανοίγουν τον κλιματισμό στο ζεστό ή το κρύο στο φουλ αδιακρίτως; Ή πολύ κρυουλιάρηδες ή πολύ θερμόαιμοι είμαστε, μέση κατάσταση δεν έχει!
Όταν σταματάω για να εφοδιαστώ με καύσιμα, ως γνωστόν το ποδήλατο είναι ενεργοβόρο, πίνει πολύ νερό, καφέ, τσάι, γάλα, χυμούς και ρούμι, χωριστά ή όλα μαζί, επίσης τρώει σοκολάτα, γιαούρτι, φρούτα, φυστίκια, σαλάτες, χωριστά ή όλα μαζί, όταν λοιπόν αφήνω το βουτυρένιο μου πετάλι διαβάζω, και τώρα μεταξύ άλλων τις μικρές αναμνήσεις του Σαραμάγκου, ο οποίος στην αυτοβιογραφία των παιδικών και εφηβικών του χρόνων δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη του τακτική ν΄αρχίζει την πρόταση στην Πορτογαλία και να βάζει τελεία στη Βραζιλία, αλλά γράφει με κανονικές μικρές προτάσεις, αν είναι δυνατόν, δεν το περίμενα. Κι εκεί που περιγράφει, πώς ψάρευε μικρός, λέει, "οι ώρες κυλούσαν μάταια, μάταια βέβαια δεν ήταν, γιατί, χωρίς να το καταλαβαίνω, "ψάρευα" πράγματα, που στο μέλλον θ΄αποδεικνύονταν πολύ σημαντικά για μένα, εικόνες, μυρωδιές, ψιθύρους, θροΐσματα, αισθήσεις".
Υστερόγαμον: Μπείτε αμέσως στους ποδηλάτες να δείτε τι έχουν πάθει οι δύσμοιροι ποδηλάτες με τις αέρινες ποδηλάτισσες, χαχαχαχαχα!!!
Ακόμη: Αύριο το Alleycat, από τους Λόκαλ, έναρξη στη Δεξαμενή! Ποδηλατάκι και αδιαβροχάκι!

EL SUEÑO

Αύριο είναι η μέρα που το ποδήλατό μου θα φορέσει τα χειμωνιάτικά του, δηλαδή θ΄αλλάξει τα τρακτερωτά λάστιχα με σλικ, πόλης, συν ένα μεγαλύτερο φτερό πίσω, γιατί το δελτίο καιρού λέει για κατά τόπους έντονα καιρικά φαινόμενα, βροχές και καταιγίδες. Το σκέφτηκα, το συζήτησα και με το μάστορα. Δεν μπορεί, παλιά που είχα κουρσάκι με λεπτά λάστιχα, έβγαινα σε βρεγμένους δρόμους και συχνά υπό βροχή και ποτέ δεν γλίστρησα, και τώρα έχω φάει με το καλημέρα σας δύο σούπες, όλες δικές μου! Φταίνε τα τακάκια στα χοντρά λάστιχα, άμα πάρω λίγο φάλτσα κανένα εξόγκωμα στην όλο αποτυχημένα λίφτινγκ άσφαλτο, με πετάει πριν πω κίμινο. Βέβαια, στα σκαμμένα, τα γαρμπίλια και το γδαρμένο οδόστρωμα καλά ήταν τα τρακτερωτά, και η αλήθεια είναι ότι σ΄αυτήν την πόλη κανένα λάστιχο δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο, πάντως για το βρεγμένο δρόμο καλύτερα ίσια λάστιχα πόλης με αυλακώσεις, διότι έπαθα και έμαθα.
Κάτι συμβαίνει με την εμφάνισή μου ή ο Πέτρος δεν βλέπει καλά, ή μάλλον και τα δύο. Γιατί στην πλατεία της Ν. Σμύρνης σήμερα, και κρίμα που δεν είχα χρόνο να καθήσουμε για κανέναν καφέ, ο Πέτρος που έχει μισό χέρι κι μισό μάτι, Αλβανός εξ Αλβανίας και ποιος ξέρει σε τι νάρκη θα ΄πεσε ή τι έγινε, μου είπε γεια σου ρε φίλε! Ο φίλος τώρα, δηλαδή εγώ, βιαζότανε να πάει να καταθέσει μια αίτηση και δεν στάθηκε να λύσει την παρεξήγηση.
Η αίτηση αφορά στο λαμπρό μέλλον μου! Είναι η τρίτη φορά που επιδιώκω να πάω για δουλειά λίγα χρόνια σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, Βραζιλία κατά πρώτον και κατόπιν Αργεντινή, Μεξικό, Περού, Βενεζουέλα και Χιλή. Δήλωσα και ευρωπαϊκές χώρες, αλλά εδώ δεν άνοιξε η θέση στο Σάο Πάολο, που ήμουν δυο φορές συνεχόμενες πρώτη στη λίστα, θα με πάρουν στας Ευρώπας; Παραταύτα, η αίτηση μου έφτιαξε το κέφι, και στα πουφ να πάει, απέκτησα λατινοαμερικάνικο αέρα, σι! (Α, είχα γράψει κι ένα ποστ παλιότερα, όταν έφαγα την πρώτη απόρριψη- "οι τροπικοί μπορούν να περιμένουν"!). Για να εξηγούμαι, τη δεύτερη φορά δεν ήμουν πρώτη αλλά δεύτερη, όμως ο πρώτος ήθελε το Βέλγιο, άρα, σκέφτηκα, θα πάει εκείνος στη μούχλα κι εγώ στους τροπικούς. Και οι δύο τελικά μείναμε στ΄αβγά μας, καμμιά θέση δεν άνοιξε! Ή τις φυλάνε για κάποιον εκλεκτό, που να ψάχνω χαυλιόδοντες, άσε ήσυχους και τους ελέφαντες και τα δόντια τους. Εντωμεταξύ το θέμα εμπνέει καλές συζητήσεις. Αλήθεια, θες να πας στη Βραζιλία; Σι! Και ξέρεις πορτογαλικά; Νο! Ούτε καν γαλλικά! Και τι θα κάνεις; Καποέιρα και ποδήλατο! Και θα δω τον Βελόσο! Μα θα πρέπει να μάθεις τη γλώσσα! Α, σι, σερταμέντε!

ΑΣΠΡΑ, ΜΑΥΡΑ, ΡΟΖ

Πίνοντας καφέ στο Κολωνάκι παρατηρώ μια ποικιλία τύπων και μια πασαρέλα μοντέλων. Μάλιστα, απίστευτο, τελευταία συχνάζω στο Κολωνάκι! Μπορείς να δεις ταυτόχρονα να περνούν ένας νεαρός με δίχρωμο καπέλο πράσινο-κόκκινο και ένας κύριος με κοστούμι, κόκκινο παπιγιόν με βούλες άσπρες και μουστακάκι, μια κυρία με ασπρόμαυρο ταγιέρ, ασπρόμαυρο καπέλο και ασπρόμαυρο σκυλάκι και έναν κύριο με κόκκινο μαντίλι με βούλες μπλέ, να καπνίζει πούρο μεγέθους κορμού δένδρου και να διαβάζει τον Monde, ενώ στο διπλανό τραπέζι μια άλλη κυρία με ένα μαντίλι στο κεφάλι κόκκινο σκούρο με μπλε λουλούδια μιλάει με έναν παχύ κύριο με τιράντες κόκκινες με άσπρες ρίγες. Και γω πάλι έχοντας αφήσει ένα ζευγάρι κόκκινα ποδηλατικά γάντια πάνω στο τραπεζάκι, ένα άσπρο κράνος πάνω στην κόκκινη καρέκλα και φορώντας κόκκινα παπούτσια, ρολόι με κόκκινο λουράκι και κάλτσες με μπλέ και άσπρες ρίγες, με ύφος οχτώ καρδιναλίων, που ως γνωστόν φοράνε κόκκινα, ρωτάω τον σερβιτόρο, που ευτυχώς φοράει μαύρο κοστούμι και άσπρο πουκάμισο, αν υπάρχει εκτός από λευκή και μαύρη ζάχαρη... Φυσικά, υπάρχει, γιατί αλλιώς πώς θα έπινα τον καφέ μου, αν δεν υπήρχε;
Άλλοτε πάλι τέσσερις κοπέλες ντυμένες στα μαύρα πίνουν από ένα ποτήρι λευκό κρασί και τις χαιρετάει ένας κύριος με μπεζ κοστούμι και κόκκινη γραβάτα με μαύρα σχέδια και δίχρωμα παπούτσια, άσπρα-καφέ με τρυπίτσες. Από την πλατεία θα περάσει ένας νεαρός με μαύρο τζιν, άσπρη μπλούζα κι έναν σκύλο άσπρο με μια μαύρη βούλα στο αριστερό μάτι. Με αγωνία ψάχνουν χώρο να σταθμεύσουν άσπρα και μαύρα λαντρόβερ, τη στιγμή που μια κοπέλα με άσπρες ψηλοτάκουνες μπότες, άσπρο παλτό και άσπρο κινητό θα περνάει μιλώντας βιαστικά τη διάβαση. Ωστόσο εμφανίζεται και μια κυρία με χρυσό κολλητό φόρεμα και μια άλλη με ροζ πανωφόρι, ροζ καπέλο και γόβες μαύρες με άσπρα λουλούδια.
Ναι, κυριαρχούν τα μαύρα γιάπικα κοστούμια (ακόμη και στον καύσωνα το καλοκαίρι) αλλά και τα ροζ και λαχανί πουλοβεράκια και πουκαμισάκια και τα σκυλάκια με ροζ και καρώ φορμίτσες. Κι άμα πιάσει καλά το κρύο και οι βροχές περιμένω να δω ομπρέλες άσπρες, μαύρες και ροζ, κασκόλ άσπρα, μαύρα και ροζ και σκούφους άσπρους, μαύρους και ροζ.

ΣΙΝΕΜΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος κι αυτό δεν ήταν καλό. Διότι εμένα με πιάνουν νευρικά γέλια με την πρώτη αφορμή. Πόσο μάλλον να είμαστε και ο ένας πάνω στον άλλον. Τσάντες, πανωφόρια, κράνος, μπύρες τι να πρωτοκρατήσεις... Το έργο, Ιl Divo, δεν είχε αρχίσει καλά καλά, και μέσα στο σκότος ακούμε ένα χρρρρ...! Ο τύπος μπροστά είχε ήδη κοιμηθεί! Το κακό συνεχίστηκε ως το τέλος. Σε κρίσιμα σημεία ακουγόταν ένα σπηλαιώδες χχχρρρργγγφφφχχχ! ή ένα κοφτό κχχ! και η αίθουσα σειόταν απ΄τα γέλια. Όμως ο κύριος άλλαζε ταχύτητα και συνέχιζε τον μακάριο ύπνο του. Αν ήρθε για να κοιμηθεί, γιατί κάθησε μπροστά μπροστά; Αλλά πιθανότερο, τον είχε σύρει η σινεφίλ γυναίκα του με το ζόρι, και κείνος επωφελήθηκε από την μουσική της ταινίας να πάρει ωραιότατους ύπνους! Kάποια στιγμή στο πρώτο μέρος μαύρισε η οθόνη, άναψαν λίγο τα φώτα, ο κοιμώμενος είπε ένα, ε; Κατόπιν όμως τα φώτα έσβησαν πάλι, η ταινία συνεχίστηκε και ο μακάριος τράβηξε ακάθεκτος τον ύπνο. Αυτός ήταν il divo!
Θυμάμαι άλλον έναν σε θερινό σινεμά, ο οποίος δεν κοιμόταν, δεν ροχάλιζε, γκρίνιαζε. Τον είχαν κουβαλήσει με το στανιό γυναίκα και κόρες να δουν μια ταινία, όπου ο πρωταγωνιστής ήταν λέει πεθαμένος και ως άγγελος μιλούσε στην κοπέλα του στον ύπνο της, όμως εκείνη δεν τον άκουγε. Η αλήθεια, ψιλοβαριόμασταν, αλλά τελικά περάσαμε καλά, διότι πεθαίναμε στα γέλια με τη γκρίνια εκείνου, και σχόλια όπως, ναι, ναι, κοίμησέ την τώρα μ΄αγγελικά τραγούδια! Σε ξέχασε κακομοίρη!
Άλλο σκηνικό σε σινεμά, που θυμάμαι να τα χρειάστηκα από τα γέλια σε θρίλερ υποτίθεται, ήταν στο Δωμάτιο Πανικού, Panic room, μετάφραση επί της οθόνης Πανικός Δωματίου! Ήταν κάποια χρόνια πριν και υπήρχαν επαναλαμβανόμενα μπλακ άουτ στη γειτονιά μου για ώρες. Έτσι είπαμε με την αδελφή μου να πάμε να δούμε ο, τιδήποτε, και πήγαμε στο Ιντεάλ. Τώρα, μπλακ άουτ στο σπίτι και πανικός δωματίου στο σινεμά δεν ήταν το καλύτερο αλλά να, η οθόνη έκανε ένα τςςςς... και άρχισε να καίγεται το φιλμ από το κέντρο προς τα έξω, κόντεψα να κατουρηθώ από τα γέλια. Αποκαθίσταται η βλάβη, προχωρά η ταινία, και λίγο αργότερα πάλι τςςςφφφ, να καίγεται η οθόνη, λύθηκα, τόσο γέλιο σε θρίλερ δεν έχω ξανακάνει.
Τα θερινά σινεμά είναι πιο πλούσια σε απρόοπτα. Ας πούμε ακούς ένα συγλονιστικό τάνγκο και είναι η σκηνή, όπου ο δάσκαλος του τάνγκο χορεύει με την πρωταγωνίστρια, την οποία ζηλεύει θανάσιμα, και τότε οι πολωνοί αρχίζουν έναν καβγά τρικούβερτο στο μπαλκόνι αποπάνω, ενώ παράλληλα το σκουπιδοφόρο βρυχάται και κοπανιέται απέξω. Ή άλλο πάλι, με έναν εφαψία, ποτέ δε λείπει το είδος, είδα ένα χέρι από πίσω ανάμεσα στις καρέκλες να πλησιάζει, και όταν εμφανίστηκε ολόκληρο, το πιάνω, γεια σας, τι κάνετε; Ο νεαρός στην είσοδο πρόλαβε να δει μια σκιά να τρέχει!
Αξέχαστες βέβαια είναι και ορισμένες ατάκες στο σκοτάδι. Η πρωταγωνίστρια τρέχει με τα κρινολίνα μέσα σε χαλασμό, ξιφομαχίες και ανατινάξεις. Φωνή εκ του κοινού: Πού πας, μωρή, με τα καλά σου; Και σε έργο με κάτι δράκουλες: Παναγιά μου!! Γιώργο, δεν τα μπορώ αυτά, πάμε να φύγουμε!

ΤΡΤ ΤΡΤ ΤΡΤ!

Η εβδομάδα που μας πέρασε ήταν ποδηλατική βέβαια για μένα, όπως πάντα, αλλά υπήρχε μια διαφορά. Το ποδήλατό μου δεν ήταν ποδήλατο. Ήταν σεζ λονγκ. Δεν εννοώ ακριβώς την άνεση. Εννοώ την κλίση. Ποδηλατούσα ανάσκελα. Ταυτόχρονα άκουγα ένα τρτ τρτ τρτ.
Σήμερα επιχείρησα να ξανακάνω την σεζ λονγκ ποδήλατο. Έλυσα τη μπάρα της σέλας, κοινώς παλουκόσελο και της έδωσα με το σφυρί και κατάλαβε. Φυσικά αυτή είναι βάρβαρη μεταχείριση του ποδηλατικού εξαρτήματος. Όμως ήθελε δεν ήθελε ήρθε στα ίσια της (ξεσήκωσα τη γειτονιά).
Με τον μάστορα το ΄χαμε ψάξει το θέμα. Μου είπε, δέχτηκε βάρος η σχάρα και στράβωσε καμπόσο η κάθετη μπάρα. Η σχάρα μου κρατιέται μόνο από τη μπάρα, σαν γλώσσα ή φτερό, και είχε κλίση προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να χτυπάει στο φτερό, εξού και το τρτ τρτ τρτ. Την ανέβασα πιο πάνω, αλλά μ΄ενοχλούσαν τα βιδάκια, χώρια που αχρηστευόταν κι ένα φωτάκι. Κάνω να σφίξω πιο καλά το ένα βιδάκι, πετάει τις στροφές και η σχάρα χαλαρή πέρα δώθε, σαν ουρά... Πάω στο μάστορα για βιδάκι, μου λέει, μην αλλάξεις μπάρα, αν στραβώσει κι άλλο, τότε. Ε, του λέω, η σχάρα αυτή έχει όριο 9 κιλά, τρία τέσσερα βιβλία έχω βάλει το πιο πολύ, άρα; Κάποιος και βαρύς χόρεψε καντρίλιες πάνω στη σχάρα ή ανέβηκε ν΄αλλάξει μια φανταστική λάμπα, εκεί που το δένω.
Ξεκινάω το απόγευμα με το ποδήλατο αλλά εκνευρίστηκα. Τρτ τρτ τρτ. Δεν άντεχα να είναι μπάρα και σχάρα σαν ανάποδο λ. Ο μάστορας μου είπε να μην την χτυπήσω με το σφυρί. Ε, και; Ή που θα ίσιωνε ή που θα γινόταν χειρότερα. Κατάλαβε όμως το συμφέρον της και άλλαξε στάση. Για το καλό της!
Αισίως λοιπόν συνεχίζω τον ποδηλατικό μου τουρισμό. Ενδιάμεσα πρόλαβα να πάω και στο κομμωτήριο για να φτιάξω ένα πολύ ποδηλατικό μαλλί, ο κομμωτής αποδείχθηκε ποδηλάτης. Δίπλα μου καθόταν μια κοπέλα, που κατάφερα να τρομοκρατήσω, γιατί είπε ότι η βαφή της φέρνει φαγούρα, κι εγώ παρατήρησα με πολύ σοβαρό ύφος, ότι έτσι είναι, και χρειάζεται προσοχή, γιατί έχουν γίνει έρευνες, ότι με τις συχνές βαφές επηρεάζεται και ο εγκέφαλος ακόμη. Άρχισε ν΄ανησυχεί και γω ζήτησα την μαρτυρία και της κοπέλας επί των βαφών, η οποία συμφώνησε ότι η βαφή είναι πολύ βλαπτικό πράγμα. Κατόπιν ήρθε ο άλλος κομμωτής, όχι ο ποδηλάτης, και της πρότεινε να ανοίξει το χρώμα κι εκείνη του έλεγε μήπως καλύτερα να τα κόψει μόνο λίγο, να το ξανασκεφτεί για το βάψιμο. Ο κομμωτής την αγνόησε, της έφερε ντεκαφεϊνέ εσπρέσσο, και η κοπέλα των βαφών ψύχραιμη επιτέθηκε με το πινέλο βουτηγμένο σε ανοιχτόχρωμη βαφή. Τα δικά μου μην τα ρωτάτε. Ραπανάκι με κράνος!
Ήμουν ένα ραπανάκι πτώμα. Παραταύτα πήγα στο σταθμό του Θησείου, όπου είχα δώσει συνάντηση με τρεις ανθρώπους με φυσιολογικά μαλλιά και φυσιολογική καράφλα. Ίσα που κάθησα σ΄ ένα πεζούλι, ακούω πίσω έξι εφτά ζητάδες να ετοιμάζονται, κάτι λέγανε για διαδήλωση, Παρασκευή βράδυ (!), ταυτόχρονα ένα βουητό ερχόταν από την Αεροπαγίτου ψηλά, και σε λίγο φάνηκε ένα πανώ που έλεγε στα ελληνικά για τα δικαιώματα των μεταναστών και καμμιά διακοσαριά πακιστανοί, που κατέκλυσαν το χώρο. Δεν φώναζαν όμως συνθήματα, πεντέξι απ΄αυτούς έλεγαν κάτι με κοφτές κραυγές στους υπόλοιπους. Βρίσκομαι τότε ανάμεσα σε δεκάδες πακιστανών, να με κοιτάνε να τους κοιτάω χαλαρά, πέρναγαν γύρω μου σαν κύμα, οι ζητάδες ανέβηκαν πιο πάνω και έκλεισαν τον πεζόδρομο πίσω τους. Πήρα τηλέφωνο τους φίλους και τους είπα να κατεβούν Σύνταγμα, να πάμε αλλού, γιατί δεν ήξερα πως θα κατέληγε το πράγμα, πολλοί κρατούσαν χοντρά ξύλα και δοκάρια. Στο Σύνταγμα που πέρασα μετά είχαν έρθει κλούβες και κατέβαζαν τα ματ.
Διέπλευσα το δεύτερο κύμα και βγήκα στην πλατεία. Ωραία. Στέκομαι λίγο, ως άγαλμα του τρελού ποδηλάτη, κι εκεί που χάζευα τον χάλκινο έφηβο πασαλειμμένο με πορτοκαλί μπογιά, πλησιάζει ένας τύπος με τελείως απίθανο παρουσιαστικό, γοριλοειδείς διαστάσεις, λαχανί πουκάμισο, τεράστιο καρώ παντελόνι κι ένα σάκο που θα χώραγε μέσα όλη τη Μεγάλη Βρεττάνια, και μου λέει, είσαι από δω; Τον κοιτάω. Με κοιτάει. Τι; του κάνω με το χέρι. Κολλάμε μύτη μύτη. Εί-σαι α-πό ε-δώ; Νο, Ga-la-pan-gos! Ακόμη φεύγει...

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΠΑΙΖΩΝ

Άκουσα το απόγευμα στο ραδιοφωνάκι μου με τ΄ακουστικά την συγκλονιστική φωνή του Μάνου Κατράκη σε μια απαγγελία. Το πρόσωπο του Κατράκη μου ΄φερνε πάντα σε κάτι μεταξύ Ελ Γκρέκο και Δον Κιχώτη. Αλλά τότε που τον είχα συναντήσει, ήταν Προμηθέας κι εγώ μια σουσουράδα, που του έτρωγε το συκώτι. Ήμουν δεν ήμουνα τεσσάρων, ξέρω γω, και πάνω στο πλοίο της γραμμής όλος ο θίασος πήγαινε στην Κέρκυρα ν΄ανεβάσει Δεσμώτη. Ο πατέρας μου ήταν οδηγός στο πούλμαν τότε, νομίζω και στα φώτα. Απ΄όλο εκείνο το ταξίδι μόνο ο Κατράκης μού΄χει μείνει στη μνήμη, ένα δυο στιγμιότυπα, όλα τ΄άλλα κουνημένα.
Σ΄ένα πλαϊνό κατάστρωμα καθιστός και πάνω στα μακριά του πόδια εγώ, κι εκείνος να γελάει καθώς μου κολλούσε στο μέτωπο ένα κοίλο πλαστικό καπάκι πορτοκαλάδας, το οποίο έβγαινε μετά μ΄ένα φλοπ! Έπειτα εγώ τρέχω γύρω γύρω στο καράβι κι εκείνος από πίσω στα τέσσερα και με ξετρυπώνει. Από μέσα του φωνάζουν, έλα Μάνο, θα κουραστείς, άσε τα παιχνίδια! Και σε μένα, άσε το Μάνο, βρε πιλάτο! Αλλά εκείνος μ΄έλεγε σουσουράδα και με κυνηγούσε μέχρι να σκάσουμε απ΄τα γέλια.
Στην τραγωδία ήταν λέει δεμένος πάνω σ΄ένα βράχο και έβγαζε φωνές και κατάρες. Ρωτάω, τι κάνει εκεί πάνω ο Μάνος; Γιατί δε φεύγει; Να, είναι ο Προμηθέας, κι έκλεψε τη φωτιά απ΄το Δία, τώρα πρέπει να τιμωρηθεί σαν επαναστάτης και να του τρώει το σηκώτι ο γύπας! Αλλά τότε εκείνος εκεί είναι ένας άλλος, δεν είναι ο Μάνος! Αποκλείεται να κάθεται δεμένος!
Τότε έμαθα ότι υπάρχει και συνέχεια, που λύνεται, αλλά έχει χαθεί. Δεν ήταν σωστό! Θύμωσα.

ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

Το βράδυ της Κυριακής πήρα τα κατσαβιδάκια, τα κλειδάκια, τα αλενάκια και κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας να δω, γιατί το ωραίο μου ποδήλατο έκανε ένα γφφγρρρτκ! Κόλλαγε το μπροστινό φρένο, το ένα τακάκι πάνω στη ζάντα. Ανακαλύπτω επίσης, ότι είχε φύγει το παξιμαδάκι κάτω από το πυράκι στην αντίστοιχη μανέτα. Τα καλά του οδοστρώματος. Τραντάζομαι τόσο σε ορισμένους δρόμους, που φεύγουν οι βίδες και τα παξιμάδια, και πέφτουν τα λάστιχα. Ξαναδένω το ποδήλατο, πάω πάνω στο σπίτι, να βρω παξιμάδι. Είναι ένα τσίγκινο κουτί με αρχαία, τα αραδιάζω πάνω σε μια εφημερίδα, βρίσκω δύο παξιμαδάκια να ταιριάζουν και μια ροδελίτσα. Ωραία. Κατεβαίνω πάλι, βάζω το βιδάκι, το σφίγγω, εντωμεταξύ μπαινοβγαίνανε διάφοροι και βλέπανε μια μουρλή με πιτζάμες ροζ με άσπρα προβατάκια και καλτσάκια μαύρα να πασαλείβεται με τα γράσα. Γιατί στη συνέχεια, έτσι βρόμικο που ήταν το ποδήλατο, τα άσπρα πρόβατα γίνανε μαύρα σε μαύρο λιβάδι. Το φρένο δε δούλευε, και γω δοκίμασα τα πάντα, σε σημείο να διαλύσω όλο το μπροστινό φρένο σε βίδες και συρματάκια, που πετάγονταν κιόλας και δεν τάβρισκα πάνω στο μωσαϊκό. Ευτυχώς που ήταν πια αργά και δεν είχε πολύ κόσμο, γιατί θα έβλεπαν την εν λόγω μουρλή με τις πιτζάμες κι ένα ποδήλατο, γονατιστή με μια σκούπα χωρίς κοντάρι να σκουπίζει κάθε τόσο γύρω γύρω να βρει τα βιδάκια, τα ροδελάκια και τα παρατρεχάκια, στον παλιοφωτισμό της εισόδου.
Απελπισία. Κάποιος ροχάλιζε. Κάποιος άλλος έβλεπε τηλεόραση. Οι μαύροι άκουγαν μουσική. Και γω η μαύρη με μαύρα χέρια να μην μπορώ να καταλάβω. Άλλη φορά το είχα ρυθμίσει στοιχειωδώς. Τώρα τίποτα, σε σημείο να ξεμαλλιαστεί και το συρματόσκοινο από τις δοκιμές. Με τα πολλά πείστηκα, ότι έλειπε κάτι ή είχε σπάσει κάτι από πριν. Δυόμισι ώρες μες τη μαύρη νύχτα, νευρίασα, γιατί και το πίσω φρένο δε μου τα ΄λεγε καλά. Αλλά έπιανε. Συναρμολόγησα λοιπόν το μπροστινό, αφήνοντάς το χαλαρό και πήγα να ξεραθώ.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα σαν την κότα τη συνηθισμένη διαδρομή, μόνο με το πίσω φρένο κι ευτυχώς που δεν είχε κίνηση, αλλιώς μ΄έβλεπα να το πηγαίνω στα χέρια και στο τραμ. Ο ποδηλατάς μόλις είχε ανοίξει, τον βρίσκω απέξω και του αφήνω το όχημα να το πάρω το μεσημέρι. Είναι δυο μάστορες κι ο νεαρός καθόταν στο γραφείο και κοιτούσε το κενό. Του λέω, κοίτα, ουτ΄εγώ έχω πιεί καφέ σαν άνθρωπος, απλώς, φρένα!! Μετά μίλησα και με τον άλλον τον μεγαλύτερο, τον πρωινό τύπο, και διαπιστώσαμε ότι μπορεί να έχουν κλείσει, όταν θα πήγαινα το μεσημέρι από τη δουλειά, που είναι κοντά εκεί. Ε, μου λέει, θα στ΄αφήσω στο Γραφείο! Κάνω έτσι να δω, βλέπω πιο πάνω την ταμπέλα. Στο Γραφείο Τελετών; Μπορείτε να μου αφήσετε και το λογαριασμό εκεί, γιατί θα ξαναπεράσω Πέμπτη πια, υπάρχει πρόβλημα; Όχι καλέ, είμαστε φίλοι! Αυτό το τελευταίο, μου το ΄πε χαλαρωμένος, γιατί αρχικά είχε έναν δισταγμό, ίσως σκεφτόταν κάποια αντίδραση. Καλά του λέω, έτσι κι αλλιώς τα Γραφεία παραμένουν ανοιχτά επί 24ωρου!
Τελικά δεν γνώρισα τον τελετάρχη. Παρουσιάστηκε ένα κενό και μπόρεσα να φύγω για λίγη ώρα και να το πάρω. Έτσι αλωνίζω από χθες με καινούργια φρένα. Κι είχα κι άλλα να γράψω, αλλά αυτό το ποστ μου θυμίζει μια έκθεση που έγραψα μικρή με θέμα "Μια μέρα στη θάλασσα", όπου εγώ βγήκα λέει, εκτός θέματος, διότι τέλειωσε ο χρόνος κι είχα γεμίσει δύο σελίδες με τα περιεχόμενα της τσάντας του μπάνιου! Ε, αφού αυτό μ΄έκαιγε, γιατί ήταν μια τεράστια ψάθινη και την κουβαλούσαμε εναλλάξ με τα ξαδέρφια μου, ιεροτελεστία! Άκου, εκτός θέματος!

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΔΕΝΔΡΑ

ονειρεύτηκα τα μικρά δένδρα.
τι έχω να πω γι΄ αυτά;
όχι πολλά πράγματα, δεν είναι ακόμη ορατά
ούτε κι ανύπαρκτα,
ζητούν μια ονειρική προσοχή τη νύχτα
που πέφτουμε για ύπνο
δε θέλουν καν μια υπόσχεση, ότι το κλίμα
θα ΄ναι κατάλληλο, ότι δε θα κοπούν,
δε θα καούν πρόωρα και αθέμιτα
τίποτα, μόνο μια ονειρική παρατήρηση
αφού τα μικρά δένδρα δεν ξέρουμε ακόμη
τι είδους είναι, τι σχήμα θα΄χουν,
εάν θα μοιάζουν με κείνα που γνωρίζαμε

ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΑ

Τα παιδάκια εντυπωσιάζονται πολύ από το ποδήλατό μου. Επειδή είναι μεγάλο, κόκκινο και πάνω του κάθεται κάτι σαν αστροναύτης, η αφεντιά μου. Βγαίνοντας απ΄την πολυκατοικία ένα μεσημέρι με το ποδήλατο, με παρατηρούσε καλά καλά ένα αγοράκι, του οποίου ο πατέρας φόρτωνε στο αυτοκίνητο το ποδηλατάκι του μικρού, κανονικό ποδήλατο αλλά μικρού μεγέθους. Κι όπως έπιανα τα μπατζάκια του παντελονιού μου με τα φωσφορίζοντα λουράκια, του μικρού είχαν φωσφορίσει τα μάτια του, είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και έτρεμε επί τόπου σαν σκυλάκι από την αδημονία. Φεύγοντας τώρα εγώ ακούω να λέει, μπαμπά, φοράει κι αυτή κράνος! Ναι, ναι, όταν είμαστε στο ποδήλατο φοράμε κράνος κτλ, ο μπαμπάς, οδική κατήχηση.
Έπειτα θυμάμαι ένα κοριτσάκι σε μια διάβαση, ήθελε να αγγίξει το ποδήλατο, μα πήγε να πιάσει το βρωμερόν λάστιχον, οπότε αναγκάστηκα να του πω να μην το κάνει γιατί θα μουτζουρωθεί. Ως απόδειξη της έδειξα τα χέρια μου, που τύχαινε εκείνη τη στιγμή να είναι χάλια. Απογοητεύτηκε... Κι ένα μωρό κοριτσάκι με τον παππού του στην πλατεία, με φορμίτσα ολόσωμη, δεν περπατούσε ακόμη καλά και μιλούσε μια δικιά της γλώσσα, ζαχάρωνε το ποδήλατο, και ζάλισε τον παππού της, πότε θα μπορέσει να ανεβεί και να ποδηλατήσει και κείνη, και έδειχνε εμένα, να, γιατί αυτή κάνει ποδήλατο κι εγώ δεν κάνω; Βέβαια ο παππούς ως παππούς υποσχέθηκε ποδήλατο στην εγγονή.
Στα τελευταία ένας σπόρος το απόγευμα επιχείρησε να με τρακάρει. Μάλιστα, κόβοντας από τον παράδρομο μεταξύ Ζαππείου και Βοτανικού, βλέπω μπροστά μου μια κυρία μ΄ένα μωρό στο καρότσι και προφυλακή ερχόταν ο Ντένις με το ποδήλατό του και τις βοηθητικές του, το κράνος του, όλα του. Πάω λίγο πιο αριστερά να αυξήσω την απόσταση, έρχεται και κείνος πιο δεξιά και ετοιμαζόταν για μετωπική κάνοντας λυσσασμένα πετάλι. Κάνω προς τα δεξιά ανοιχτή στροφή να τον αποφύγω, στρίβει κι αυτός, εντωμεταξύ πήγαινα με μηδενική ταχύτητα, είχαμε πλησιάσει και σκόπευε να με εμβολίσει. Κι η μάνα του παραπίσω να του φωνάζει, γραμμένη την είχε. Οπότε στρίβω λίγο ακόμη, σταματάω εντελώς και του λέω, εεεεεεπ! στην τρίχα, και ξύπνησε, όταν κατάλαβε πια ότι θα πέσει πάνω μου. Ήθελε να με ανταγωνιστεί; Να με εξαφανίσει; Να συντομεύσει το διάστημα που τον χώριζε από ένα μικρό ποδήλατο με βοηθητικές σε ένα ψηλό με δυο μεγάλες ρόδες; Να κάνει μια επίδειξη παράτολμου θάρρους και ανεξαρτησίας στη μαμά του; Τι να κάνει, συνεχίζει με θιγμένη αξιοπρέπεια και πιάνει την άλλη άκρη, σταματάει, η μάνα του από απέναντι να μου ζητάει συγγνώμη και να τον μαλώνει, εγώ να προσπαθώ να μη γελάσω για να τον παγώσω, και του λέω έτσι πολύ σοβαρά, ίσια θα πηγαίνεις!
Εμπνευσμένο! Για το ντουβάρι ίσια μπροστά δεν του είπα τίποτα...

ΚΑΜΠΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ

Το πρωί ξύπνησα με μία φοβερή κράμπα στο αριστερό πόδι. Χρόνια είχα να πάθω κράμπα. Αφού ήπια καφέ και άρχισε να λειτουργεί το μυαλό μου, κατάλαβα το λόγο. Η Αθήνα τον τελευταίο καιρό έχει πάθει κράμπα και μου τη μετέδωσε. Η κατάσταση είναι ελεεινή. Δεν μπορεί να κυκλοφορώ αποκλειστικά με ποδήλατο και να κάνω τον διπλάσιο σχεδόν χρόνο για τις συνηθισμένες μου διαδρομές. Χθες ανά μισό μέτρο σταμάτα - ξεκίνα. Το μεσημέρι η Αρδηττού αδιάβατη. Γεμάτη φορτηγά με σίδερα και πέτρες, και ψυγεία, χώρια τα τουριστικά πούλμαν, ροζ, άσπροι και μπλε τυραννόσαυροι. Ώρα αιχμής πρωί ή μεσημέρι και στο κέντρο σχεδόν της Αθήνας φορτηγά και μπετονιέρες; Πηγαίνει τώρα μπροστά μια πλατφόρμα, χύμα πάνω πέτρες, ολόκληρο νταμάρι. Και να κολλάει στην κίνηση και να ταλαντεύεται. Σταματάω σ΄έναν παράδρομο να φύγουν τα μαμμούθ. Περιμένω πάνω από δέκα λεπτά. Τίποτα, παρέλαση. Μετά τις πέντε, σκέφτηκα, θά 'χει χαλαρώσει. Πώς το ήθελα; Η Πανεπιστημίου απεικόνιση σε πραγματικό χρόνο της μεγάλης έκρηξης. Ποιο CERN, ποιος επιταχυντής και κουραφέξαλα. Εδώ νά΄ρθουνε να δούνε την σύγκρουση των πρωτονίων, τη μαύρη τρύπα και το χάος. Ο ένας πάνω στον άλλον, ένα περιπολικό είχε βάλει τη σειρήνα, αλλά δεν πήγαινε πουθενά και γω να βρίζω τον εαυτό μου, πως έμπλεξα κει μέσα, δεν ανέβαινα απ΄το Λυκαβηττό καλύτερα. Αυτοκίνητα εγκάρσια στο δρόμο και πέντε τρόλεϊ στη σειρά σαν κάμπιες. Τα πεζοδρόμια αδιάβατα. Όταν μετά από ανεκδιήγητο σλάλομ, μπροστά εγώ πίσω τα μηχανάκια, έφτασα μπροστά, βλέπω τον οδηγό πάνω στο τρόλεϊ, που έκοβε τα δύο τρίτα του δρόμου στραβοσταματημένο, να προσπαθεί να βάλει τον τρολέ. Κι εκεί, Πανεπιστημίου και Χαριλάου εικόνες της αποκαλύψεως, θειάφι, πυρ και ατμίδα καπνού.
Πρώτα πρώτα, το περιπολικό που λύσσαξε, κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του, δηλαδή να στριμωχτεί εκεί ακριβώς και επιτέλους να κλείσει την σειρήνα. Τέσσερα πυροσβεστικά οχήματα στέκονταν στη σειρά, χμ, όχι σαν κάμπιες, ας πούμε σαν κόκκινα μυρμήγκια. Πιο πάνω τρεις κλούβες, σαν μαύρα μυρμήγκια. Και περιπολικά και δύο ασθενοφόρα και κατά τα άλλα ... χαλαρά. Είδα ότι δεν έτρεχε πια τίποτα και πέρασα αριστοκρατικά την κορδέλα. Γκαζάκια, μου λέει ο φρουρός. Μμμ. Και τραπεζάκια. Γύρω γύρω πίνανε καφέ στις καφετέριες. Ψηλά, δυο τρία μαύρα παράθυρα καπνίζανε. Σ΄όλη την σχεδόν άδεια Χαριλάου έκανα τον άγγελο κακών: μην περιμένετε! έλεγα στον κόσμο στις στάσεις του λεωφορείου.
Σήμερα το απόγευμα πάλι, για μια διαδρομή που συνήθως κάνω σε μισή ώρα, άντε σαράντα λεπτά, έκανα μία ώρα και ένα τέταρτο! Δεν με απασχολεί η ταχύτητα, πηγαίνω ήρεμα. Αλλά αν δείτε στις ειδήσεις μια μουρλή να τρέχει πάνω σε καπώ αυτοκινήτων με το ποδήλατο στον ώμο, εγώ θα είμαι!
Γιατί έγραψα όλα τα παραπάνω; Για να γκρινιάξω; Ουχί! Για να καταλάβετε εξ αντιθέσεως την απόλυτη ευδαιμονία, τη χαρά, την άνεση και την ηδονική ελευθερία, που ένιωσα απόψε μετά τα μεσάνυχτα γυρίζοντας από σχεδόν άδειους δρόμους, κρίμα που δεν ξέρω ηλεκτρική κιθάρα, να μετατρέψω αυτήν την αίσθηση σε χαρντ ροκ μπαλάντα! Ουσιαστικά, κρίμα που δεν έχω ηλεκτρική κιθάρα, γιατί με τέτοια κέφια, μάλλον η μπαλάντα θα ΄βγαινε μόνη της...
Και τώρα, κυρίες και κύριοι, έχω την τιμή και την χαρά να αναγγείλω, ότι η αγαπητή Sulpice αποφάσισε να αγνοήσει την αργόσυρτη σύνδεση, που την παιδεύει σαδιστικά και άσπλαχνα, ν΄αφήσει οποιαδήποτε άλλη δικαιολογία, να καθήσει τον ποστεριέρ της χάμω και να φτιάξει ένα μπλογκ, με την επωνυμία του πρώτου, που είχε πριν ένα χρόνο και κάηκε στις τρεις αναρτήσεις: ΒΟUREK! Εύχομαι έμπνευση και επιτυχία στο νέο ιστολόγιο! Να μεγαλώσει, να σπουδάσει, να πάει φαντάρος, να πάρει μια καλή κοπέλα και να κάνει πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, και να τους λέει, ήμουν και γω κάποτε μπλογκ!

ΑΙΜΑ

παράτολμο

το τόλμησα

το είπα

σ΄ αγαπώ

σεισμός ανοίχτηκαν

της γης τα σωθικά

να περπατάς στις όχθες

που βγαίνει ο υάκινθος


αψήφιστο

μα θα το ξαναπώ

τ΄ άστρα λοξοδρομούν

φωτιά σπαρτή ο ήλιος

το φεγγάρι μια γροθιά

πυρσοί πηγάδια οστά

σπασμένα σβόλοι αίμα

σ΄ αγαπώ

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΔΙΠΛΟ ΣΚΕΤΟ!

Κάτι γίνεται μάστορα... εντάξει, βίδωσα και λάδωσα κι έκανα τα πρέποντα στο κόκκινο ποδηλατάκι, να ΄ναι έτοιμο για αύριο. Κι αφού έχω τελειώσει με κάτι βαρετά που μου κλείσανε όλο το απόγευμα, είπα να φιλοτεχνήσω μια ανάρτηση, να μη δώσω σημασία στο κεφάλι μου, που λέει τα δικά του, και για περισσότερη έμπνευση άνοιξα το ράδιο...ζαλάδα εδώ, ζαλάδα εκεί, άφησα κάπου τη βελόνα και μετά από λίγη ώρα συνειδητοποίησα πού! Σε καφροσκυλολαϊκά άσματα, θρήνοι, βαριά, ασηκώτου... αυτά θέλει ο εγκέφαλός μου τώρα!
Με το χτύπημα άλλαξε η συχνότητα! Όχι πια ποιοτικά! Όχι κουλτούρα και διανόηση! Βαριά και καψούρικα, απ΄αυτά που πρέπει νά ΄χεις πιει ένα μπουκάλι ουίσκι, για να τ΄ακούσεις. Δηλαδή, έκανα κεφάλι πια και ακούω μόνο βαριά λαϊκά!
Για του λόγου το αληθές, τί ακούω τώρα; Είσαι εφιάλτης που με κυριεύει, σ΄αγαπώ κι ας είσαι μαύρη συμφορά... Και πιο πριν; Πάλι με άφησες απέξω, μέσα στο αυτοκίνητο κοιμήθηκα... Αμ, το άλλο; Έχω έναν άσσο στο μανίκι, μωρό μου, εγώ είμ΄απ΄τη Θεσσαλονίκη! Πάει, σας λέω άλλαξε η συχνότητα!
Η αλήθεια η μαύρη είναι, ότι αυτό με τα σκυλοτράγουδα έχει ένα μικρό παρελθόν. Όταν είχα πάει στο νησί, ειδικά στην αρχή, δεν υπήρχε μουσική, έξω από κάτι αμανέδες τούρκικους, που έπιανα στο ραδιοφωνάκι, άντε και κανένας φίλος με λαπτόπ, κι όταν βγαίναμε, τα πίναμε με πέντε σκυλάδικα, τα ίδια και τα ίδια μέχρι το ξημέρωμα. Στην πρώτη μου επίσκεψη στην Αθήνα, είχα αφήσει ασυναίσθητα το ράδιο σε κάτι τέτοια επιπέδου, έρχεται η αδελφή μου, η οποία, είπαμε, είναι της Λυρικής, και βγάζει μια τσιρίδα, Κοκοοοοοό, τί ακοοούς; Όχι πως ενέκρινε ό τι άκουγα μέχρι τότε, ροκ και ηλεκτρονική και κάτι άλλα ψαγμένα, κι από λαϊκά επιλεγμένους αοιδούς, αλλά με τα καψοτράγουδα το ακουστικό της τύμπανο ξεχείλισε... και της λέω, αυτά ακούω τώρα!
Θυμάμαι που τσακωνόμουν άσχημα μ΄έναν συμμαθητή μου στο Λύκειο, γιατί εκείνος άκουγε Καρρά κι εγώ Τρύπες. Εγώ του έλεγα, τι ΄ν΄ αυτός ο αναστενάρης, που ακούς, κι εκείνος έλεγε στους άλλους, μα δεν είναι δυνατόν, τι θα πει, η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄την κόλαση, αηδίες, αποτρόπαια πράγματα! Πάω στοίχημα, ότι από τότε που είχαν πρωτοεμφανιστεί οι Τρύπες, μέχρι τώρα, ο τύπος θα έχει γίνει ροκάς κι εγώ πια σκυλοφέρνω, ακούω βαρύγδουπα λαϊκά, ποιοτικά και μη!
Από ποδήλατο, νταλίκα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη νυχτερινό, και στο παρμπρίζ χαϊμαλιά και κουρτινάκια! Η πόλη νύσταξε, και ονειρεύεται, ως το πρωί θα πούμε ό τι δε λέγεται, άδειοι οι δρόμοι και έν΄αστέρι, ότι ζητήσεις θα σου το φέρει...
Δεν είμαι καλά, μάστορα!

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΟΜΠΕΡ

Αν προσπαθήσω να μεταφράσω την σωματική μου κατάσταση αυτή τη στιγμή με πολιτικούς όρους, θα έλεγα ότι πάσχει η αριστερά σε πολλά κρίσιμα σημεία, το κέντρο υπολειτουργεί υπνοβατώντας και η δεξιά αδυνατεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ο φτωχός λαός συνεχίζει το ποδήλατο χωρίς ουσιαστική επικοινωνία με τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Είμαι ένα μαστουρωμένο ζόμπι. Πάνω στο ποδήλατο νιώθω καλά. Μάλλον διότι εν κινήσει χαλαρά αιματώνεται το ξερό κεφάλι. Καθισμένη νιώθω σαν να φοράω μια κατσαρόλα, απ΄αυτές τις παλιές βαριές χύτρες ταχύτητος. Είναι φανερό, δεν έπρεπε να καθήσω, ιδού, ότι μου βγήκε σε κακό! Με χαλάει να κάθομαι! Η Sulpice μου χάρισε τον μικρό Ρομπέρ, ευελπιστώντας, όπως και γω, ότι θα μάθω γαλλικά. Την ευχαρίστησα λέγοντάς της, ότι είμαι σαν να μου έπεσε στο κεφάλι ο μεγάλος Ρομπέρ μαζί με τον Λαρούς. Τον μεγάλο. Μου θύμισε, ότι στο τηλέφωνο της είχα πει, πέφτω. Όλα έγιναν σε αργή θεαματική κίνηση. Cut!
Κινούμαι αργά σαν τον Άρμστρονγκ στο φεγγάρι και σέρνω ένα βλέμμα, που οι ρομαντικοί θα χαρακτήριζαν ονειροπόλο κι οι ρεαλιστές χαμένο. Στα Εξάρχεια με κοιτούσαν κάποιοι με νόημα. Σου λέει, νάτα, ποιος ξέρει τι πίνει κι αυτή... Είμαι ένα συννεφάκι.

ΜΑΓΙΟΝΕΖΑ

Το μέλλον είναι αβέβαιο και ο βίος βραχύς, όμως για ένα πράγμα βεβαιώθηκα πια, ότι κάποια στιγμή θα σκοτωθώ με γελοίο τρόπο. Είχα ακούσει έναν μύθο, ότι τάχα ο Αισχύλος σκοτώθηκε σε μεγάλη ηλικία, όταν εκεί που καθόταν και χάιδευε τα γένια του, έπεσε στο καραφλό του κεφάλι μια χελώνα από πολύ ψηλά, την οποία κουβαλούσε ένας αετός, και ο μέγας τραγωδός έμεινε στον τόπο. Τελικά δεν είναι απίθανο. Γιατί εγώ ίσως σήμερα να σκοτωνόμουν καθιστή, στα καλά καθούμενα που λένε. Κι ούτε καν με χελώνα και αετό, που όσο να΄ναι δίνει μια αίγλη μυστηρίου στην υπόθεση.
Το πρωί ήμουν σε καλά κέφια, χαλαρή και άνετη. Από το μεσημέρι και έπειτα νιώθω χτυπημένη σαν μαγιονέζα. Πώς έγινε αυτό;
Πράξη πρώτη: πουρνό πουρνό στην ήσυχη σχεδόν έρημη πλατεία της Νέας Σμύρνης, έχω φτάσει χωρίς κόπο και άγχος, και κόβω σιγά σιγά μέσα από την πλατεία. Φτάνω στα έβερεστ, σκεπτόμενη να σταματήσω για καφέ ή σκέτο νερό, τελοσπάντων σταματάω μπροστά στο μαγαζί, όπως μερικές άλλες φορές. Δηλαδή δεν σταμάτησα. Με την ελάχιστη δυνατή ταχύτητα, πατάω λίγο τα φρένα και ωπ, κάνω διπλό λουπ, πέφτω, χτυπάω αριστερό ώμο, γόνατο, αστράγαλο και δίνω και το κεφάλι μου πάνω στη μηχανή του παγωτού γκλοόν!, αλλά δεν είχε γάλα μέσα, αλλιώς θα ΄βγαινε το παγωτό αμέσως. Φορούσα βέβαια το κράνος και σηκώθηκα αμέσως, με πιάσανε και νευρικά γέλια. Εντωμεταξύ πετάχτηκε ο κόσμος, οι κοπέλες, κι ένας όρθιος που διάβαζε εφημερίδα δίπλα μου στο σκαλί με κοίταζε με τα γυαλάκια της πρεσβυωπίας επιτιμητικός και αμίλητος. Του λέω, εξτριμ σπορ, πρωί πρωί, ε; Τίποτα εκείνος, μούγγα. Πάω μέσα, τελικά χρειαζόταν ένας καφές. Τώρα, γιατί έπεσα; Το είδα μετά, αφήστε τα ρούχα μου. Διότι είχαν ρίξει νερά πάνω σε λάδια, μάλλον από τα φορτηγά της τροφοδοσίας, και τα πλακάκια είχαν γίνει παγοδρόμιο. Εδώ ταιριάζει το ρητό ενός παλαίμαχου ποδηλάτη αθλητή, κανείς ποδηλάτης δεν βγήκε ποτέ κερδισμένος πατώντας το φρένο!
(Τώρα διαβάζω το παραπάνω κι έχω ξεραθεί στα γέλια)
Πράξη δεύτερη και δραματικότερη: Μετά από μια εξουθενωτική ημέρα και τον ήλιο που με χτύπησε κατά διαστήματα κατακούτελα, βγήκα να λύσω το ποδήλατο και να φύγω σιγά σιγά. Λύνω το ποδήλατο κι επειδή ζεσταινόμουν κάθησα στη σκιά, πάνω στο σιδερένιο πι, που το είχα δέσει, αυτό ήταν χαμηλό, κάπου μισό μέτρο και κάτι. Πιάνω και το τηλέφωνο, με πήρε η Sulpice να ρυθμίσουμε υποθέσεις... Μες την καλή χαρά εγώ, ανάβω και τσιγάρο...τι έγινε μετά δεν ξέρω...είχα και τα δύο πόδια κάτω, ήταν πολύ χαμηλά, το είπαμε, πώς κάνω έτσι και σηκώνω το ένα πόδι απ΄το έδαφος, κάπως πως, χάνω την ισορροπία, πάω προς τα πίσω, κρατιέμαι ένα δευτερόλεπτο από τη μπάρα, λικνίζομαι με χάρη και σκάω κάτω πίσω, πλάτη και κεφάλι πάνω στο τσιμέντο...
Απόλυτη ησυχία...
Πιάνω με το ένα χέρι το τηλέφωνο, με το άλλο το κεφάλι μου, της λέω, κλείσε, χτύπησα. Κάθομαι λίγο κάτω, σηκώνομαι, έρχονται δυο κοπέλες από κει δίπλα που κάθονταν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς έπεσα. Ευτυχώς δεν ζαλίστηκα, αλλά ήταν καλό τράνταγμα. Η αριστερή ωμοπλάτη πονούσε περισσότερο και γδάρθηκε κιόλας και κόλλησε η μπλούζα πάνω. Το κακό ήταν, ότι δεν είχα φορέσει ακόμη το κράνος...
Περνάει και μια συνάδελφος απ΄τη δουλειά που φεύγει αργά, με βλέπει, την κοιτάω σαν χαζή, μου λέει τι έχεις, της εξηγώ, να πάω σπίτι της, να κάτσω εκεί, να της αφήσω το ποδήλατο, να πάρω ταξί, να πάω στο νοσοκομείο...τίποτα, καλά ήμουν, έμεινα κανένα δεκάλεπτο συνήλθα και έφυγα, ενώ το καρούμπαλο μεγάλωνε... η συννεφιά και λίγος δροσερός αέρας μου έκαναν καλό.
Πράξη τρίτη: Το βράδυ βγήκα και πέρασα πολύ ωραία. Γυρίζοντας από την Χαριλάου Τρικούπη, ξαφνικά λίγο μετά το Χημείο, αντιλαμβάνομαι μια οξεία επίθεση στα ρουθούνια μου και κατόπιν λαιμό και μάτια, που άρχισαν να κλαίνε για τα χάλια της Αθήνας. Γνωστή μυρωδιά, υπερβολικά έντονη...δακρυγόνο...πιο πάνω ομάδες ματ με πράσινες φόρμες, σταματάω, ρωτάω έναν που φαινόταν επικεφαλής, τι συνέβη, τιν΄αυτά, ρίξατε χημικά; Μου κάνει μια κίνηση δείχνοντας προς τα κάτω, φασαρίες λέει, κι άλλη μια κίνηση με κεφάλι και χέρια, λυπάμαι... Και γω, λυπάμαι, δεν βλέπετε που κλαίω... Στρίβει αμήχανα τα χείλια του... Κάπου προς την Αλεξάνδρας πια καθάρισε κάπως, ήπια κι ένα γάλα μετά να πάει κάτω.
Πονάει η ωμοπλάτη μου. Πονάει η σπονδυλική μου στήλη. Πονάει το γόνατό μου. Πονάει ο ώμος μου. Πονάει το μηρόκωλο, αλλά κυρίως όλο το κρανίο μου... είμαι χαρούμενη ωστόσο. Πιο ξερό δεν υπάρχει!
Καλημέρες, καλό σαββατοκύριακο, καλό μήνα!