ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΒΓΟ

ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Ο ΔΙΑΣ, ΑΣΠΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ ΜΕ ΜΑΥΡΕΣ ΒΟΥΛΕΣ
ΤΟ ΑΒΓΟ. ΕΝΑ ΑΒΓΟ ΚΟΤΑΣ


ΥΠΟΘΕΣΗ: Μετά από μια πυρηνική καταστροφή, οι μόνοι επιζώντες στην γη μέσα σε μια υπόγεια μονάδα παραγωγής τροφίμων είναι ο σκύλος Δίας κι ένα αβγό. Ο Δίας ψάχνει παντού μυρίζοντας κι ανάμεσα σε χιλιάδες σπασμένα αβγά ανακαλύπτει ένα άθικτο. Το παραλαμβάνει προσεκτικά ανάμεσα στα δόντια του, το στερεώνει μπροστά του και το παρατηρεί.
ΣΚΗΝΗ Α΄: Σκοτεινό υπόγειο. Ένα κερί. Ο Δίας. Μπροστά του το αβγό.
ΔΙΑΣ: Γχμμ... χμ... γφφ... εδώ είμαστε... σιγά, σιγά το αβγό... (βγάζει έναν Ζippo κι ανάβει το κερί), α, μάλιστα, φως! Γφχ! Γεια σου, αβγό! Αβγουλάκι; Καλημέρα! Καλησπέρα! Τί στην ευχή ώρα είναι; Εδώ κάτω χάσαμε τον κόσμο! Α, δε μιλάει... Γφχχ! Καλέ, δεν μιλούν τ΄αβγά; Εμ, πώς να μιλούν; Κλατς! - όταν σπάνε! Τςςςς! - στο τηγάνι! Μπππλπρρ! -στο μπρίκι βραστά! Τσικ, τσικ! - όταν βγαίνει το κοτόπουλο (βάζει τ΄αφτί του κι αφουγκράζεται το αβγό) μπά! τίποτα! Άσπρο, άσπρο και σιωπηλό... ούτε μια καλημέρα! (Το παρατηρεί κοντά στο κερί) Δεν βλέπω τίποτα μέσα... λες νά΄ναι τζούφιο; (Το ζυγιάζει προσεκτικά) Ψωμωμένο φαίνεται!
Γφχχ... άρχισα να βαριέμαι! Νά΄χα ένα τσιγάρο... (ψάχνει τις τσέπες του, βρίσκει ένα στραπατσαρισμένο, το ανάβει) Φφφφφ... ωραία. Καλύτερα. Ξέρετε, κυρίες και κύριοι, μπορεί να με θεωρείτε τυχερό, που επέζησα μιας τέτοιας καθολικής καταστροφής, αλλά, μού φαίνεται, δεν μπορείτε να νιώσετε πόση βαρεμάρα αισθάνομαι ήδη, ολομόναχος, μόνος επιζών, μ΄ένα αβγό για συντροφιά! Κοιτάξτε το! Ορίστε! (Μακρά παύση. Ο Δίας καπνίζει αργά).
Καμμία κίνηση, σας λέω! Βέβαια, να μην είμαι αχάριστος... είναι σχεδόν ρομαντικά, το φως του κεριού... το στιλπνό τσόφλι... λευκό σαν μαργαριτάρι... ταιριάζει με τα δόντια μου... Πφφ! (Ξεφυσά τον καπνό). Όπως και νά΄χει, βαριέμαι φριχτά!
Δεν θά΄θελα όμως να με θεωρήσετε ολότελα αγνώμονα, κυρίες και κύριοι! Εκτιμώ, όσο της αξίζει, την παρέα του αβγού! Είναι καλύτερο από το να μιλώ εντελώς μόνος. Μάλιστα, υπάρχει και φως! Ενός κηρίου, έστω! Βλέπετε, (σβήνει το τσιγάρο) αυτό το αβγό είναι ένας ήρωας, ο μοναδικός διασωθείς από το ναυάγιο των αβγών, όταν κατέρρευσε το ορνιθοτροφείο με τις κότες του και τα εκκολαπτήρια και όλα. Πφ, τρομερό, και τώρα όλα τα σπασμένα αβγά βρομάνε φριχτά, καλά που έφυγα γρήγορα από κει πέρα, μαζί με τον... την... το... ένα όνομα χρειάζομαι... μαζί με τούτο το αβγό, τελοσπάντων!
Αυτό το εξαίρετο μονόπρακτο, που εμπνεύστηκα πριν μερικούς μήνες, διακόπτεται απότομα, διότι με είχαν πάρει τηλέφωνο να πάμε για ποτά, κάποιος γιόρταζε, δεν θυμάμαι, κι η έμπνευση πέταξε ανεπιστρεπτί! Το βρήκα όμως στα χαρτιά μου ξεχασμένο και το παραθέτω για να φρίξετε και σεις!
Α! Βγήκε ο ήλιος μετά τη μπόρα! Έφυγα!

ΒΑΛΕ ΜΟΥ ΔΥΣΚΟΛΑ!



ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΥΣΚΟΛΙΑΣ

Υπάρχουν
Απαντήθηκαν Σωστά
Ποσοστό

Εύκολη
7
3
42.86%

Μέτρια
10
6
60.00%

Δύσκολη
3
3
100.00%

Μαζεύω τα μαλλιά μου απ΄το πάτωμα!


Έκανα βιαστικά για δοκιμή ένα δείγμα τεστ γνώσεων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το αποτέλεσμα βγήκε 60% σωστά. Άρα μάλλον κόπηκα. Αλλά όταν είδα τ΄αναλυτικά... Δηλαδή στα εύκολα και τα μέτρια τα κάνω ρόιδο και στα δύσκολα πιάνω 100%!!


Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες ερωτήσεις είναι ανείπωτες βλακείες.




Τώρα τί κάνω; Θα κοπώ μόνο και μόνο γιατί δεν είμαι μια μετριότης!

ΠΟΔΗΛΑΤΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ


Αγαπητοί bloggers κι όσοι κάνετε το απονεννοημένο να διαβάζετε το blog μου. Σήμερα είπα να μη χαλαλίσω τη μέρα μου με τον κερατά τον PC μου κι έτσι σερφάρω απροβλημάτιστα σε ίντερνετ καφέ. Ελπίζω ότι χθες τού ξερίζωσα τα κέρατα και του άλλαξα τα πέταλα, ούτως ώστε να μπορέσω να επανεγκαταστήσω τα υπόλοιπα προγραμματάκια, αυτά που έχω κι αυτά που έχασα και θα ξαναψάξω να βρω, ότι θα βάλω τη γρήγορη σύνδεση, όταν δεήσει ο ΟΤΕ να μού δώσει τους κωδικούς (α, πέρασαν τρεις μέρες, θα πάρω τηλέφωνο), ότι θα είναι και ασύρματη (ονειρεύομαι, αλλά έχω πάρει ειδικό CRYPTO tsoutsouni, δηλ. stick που τσιμπάει το δίκτυο που ίπταται), ότι θα βάλω καινούριο αντιβιωτικό, ελπίζω ακόμη ότι θα μπορέσω να δώσω εξετάσεις για μια πιστοποίηση Η/Υ, της οποίας οι ενέργειες γίνονται αποκλειστικώς ηλεκτρονικά κι ότι θα κάνω κι ένα σωρό άλλες χαμαλοδουλειές μέχρι το dead line 6.09!

Αφού έχω φίλους, γνωστούς και συγγενείς τεχνοφρικιά, γιατί κάθομαι και βασανίζομαι μόνη μου και δεν φροντίζω και το απαράδεχτο μανικιούρ μου; Γιατί δεν πήρα ένα τηλέφωνο; Γιατί γράφω τον πόνο μου στο blog, αντί να βάλω έστω μια ηλεκτρονική αγγελία "νέα γάτα μόνη ψάχνει για χάκερ γατούλη"; Διότι είναι Αύγουστος! Και μάλιστα τέλη Αυγούστου! Τα υπόλοιπα εννοούνται!

Όμως φαίνεται ο PC ζήλεψε. Δεν μού΄χε βγάλει ξανά τέτοιες ζήλειες, ομολογώ. Σού λέει, γιατί, κυρία μου, άλλαξες τα πέταλα και την πεταλιέρα και πεταλάρεις ολημέρα με το ποδήλατο, και γω που, τί σου ζητάω, και μ΄ανοίγεις χωρίς κλιματιστικό το καλοκαίρι, και γίνετ΄η οθόνη σόμπα, δεν μού΄χεις κάνει μιαν αναβάθμιση, αλλά θες να μ΄αφήσεις και να πάρεις φορητό, που αν δεις νά΄χεις φράγκο, εμένα σβήσε με, θα δεις, θα ψωνιστώ κι εγώ μ΄έναν ιό, έναν αλήτη, να με ψάχνεις, θέλω και γω αλλαγή τα πέταλα!

Τό΄πε και τό΄κανε! Αλλά και γω τον παράτησα, κι αυτόν και τη γκρίνια του την τριήμερη και πήγα στα ίντερνετ καφέ, να κάτσει να σκεφτεί την άθλια συμπεριφορά του!


Πάμε παρακάτω. Πιάσαμε σήμερα την κουβέντα μ΄ένα ζευγάρι ποδηλάτες, έλληνες που ζουν στη Ζυρίχη. Ο άνδρας ήθελε να μάθει πως είναι να κάνεις ποδήλατο στην Αθήνα και τού λέω φυσικά, φρίκη! Εκείνος έκανε στην περιοχή του Λυκαβηττού παλιότερα, τη δεκαετία του ΄60. Τώρα πηγαίνει στη δουλειά του καθημερινά, 16 χλμ. Κάνει ψοφόκρυο και βρέχει αλλά έχουν ποδηλατόδρομους και πολλά ποδήλατα στην πόλη. Τον χρόνο πληρώνουν κάπου 4 Ε ποδηλατο-φόρο.

Τού λέω, κοίτα, η Αθήνα είναι κόλαση και για τους πεζούς ακόμη, εγώ σαν ποδηλάτις έχω ένα βασικό αίτημα: Ντουζιέρες στο χώρο εργασίας! Να πηγαίνω στη δουλειά μου νωρίτερα ένα τεταρτάκι, δηλαδή να ξυπνάω απ΄τις 6.15΄ αντί 6.30΄, με την συγκοινωνία τον ίδιο χρόνο ή και πιο πολύ κάνω, και να πηγαίνω ποδηλατάδα με το πρωινό δροσό, αλλά να κάνω ένα ντουζάκι με αφροσάπουνο εκεί (!), πού να φτάσουν τ΄αποσμητικά με τόσο ιδρώτα, να πίνω και κανένα καφέ και μετά αι υποχρεώσεις! Αμ πώς!

ΔΟΚΙΜΗ ΝΟΥΜΕΡΟ ΤΡΙΑ

Έχω σιχαθεί τη ζωή μου. Έχω κλειστεί μέσα. Βλέπω πουλάκια. Μάνα, γιατί δεν μ΄έκανες χάκερ, να χαίρεσαι.
Ο υπολογιστής αναβόσβηνε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ανά τρία λεπτά. Έκανα κάτι ρυθμίσεις, ανώφελες. Τελικά ξανακάνω επανεγκατάσταση του λογισμικού. Θα τον κάψω στο τέλος. Σβήνω τον διαμορφωμένο χώρο C και τον επαναδιαμορφώνω. Μού πήρε δυο ώρες αγωνίας, διότι είμαι κι άσχετη. Κι αν έκανα πατάτα; Ε, τότε τόσο το χειρότερο. Θα τον πετάξω από το μπαλκόνι, αμαδά!
Τελοσπάντων, τώρα βρίσκομαι στην τρίτη δοκιμή. Είμαι δέκα λεπτά στο ίντερνετ και ακόμη δεν έσβησε. Βέβαια παρουσιάζει αποτυχία στην αποθήκευση του post αλλά μπορεί να φταίει η σύνδεση, που σέρνεται.
Έφαγα και τα νύχια μου...

Ο ΓΙΑΠΗΣ KAI ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ

Πήγα προχθές σ΄ένα ίντερνετ καφέ να κάνω κάτι ηλεκτρονικές δουλίτσες σαν άνθρωπος. Έξω λαύρα και κάψα και θάνατος. Απτόητη βέβαια, κυκλοφορούσα με το ποδήλατο κι άκουσα κι ένα σωρό χυδαιότητες από ηλίθιους καψωμένους, τις οποίες ανταπέδωσα καταλλήλως και διασκέδασα με τα μούτρα τους. Χαχαχα! Μες το κοχλάζον καζάνι της κολάσεως, ντάλα μεσημέρι, οι μόνοι που κινούνταν φυσιολογικά και χαμογελαστά ήταν οι μαύροι. Mama Africa is here, man!


Λοιπόν εισέρχομαι στον κλιματιζόμενο χώρο. Παίρνω ένα παγωμένο τσάι και αποφασίζω να μην το κουνήσω δυο τρεις ώρες. Κάθομαι στον υπολογιστή νούμερο ένα στη τζαμαρία. Προσπαθώ να μπω στο Γιαχού. Τίποτις. Να μπω στο Γούγλ. Τίποτις. Δεν κουνιόταν φύλλο. Συγγνώμη, λέω στον διπλανό, είναι φορτωμένο, ε; Ναι, μου λέει...μάλλον γύρισαν όλοι. Του λέω, κοιτάξτε και χθες το βράδυ, απ΄το σπίτι με πετούσε ανά τρία λεπτά έξω. ΙΟΣ!!!! γυρίζει και μ΄απαντάει.


Χλώμιασα. Ήπια μια γουλιά τσάι. Άναψα ένα τσιγάρο. Αλήθεια, του λέω, και το πρωί, έτσι κι έτσι, κόλλησα πράγματι έναν ιό, και μετά έκανα φορμάτ. ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΤΟ ΦΟΡΜΑΤ!!! ακούστηκε δυσοίωνη η φωνή της κρίσης. Τον κοιτάζω. Ανησυχώ. Ήταν ένας τύπου γιάπι με άσπρο πουκάμισο. Ωχ, σκέφτομαι, κάτι ξέρει, κάτι ξέρει! Εντωμεταξύ είχαμε πιάσει την ψιλοκουβέντα, κι οι σελίδες άσπρες, cannot be displayed.


Δηλαδή, τον ρωτάω, τί άλλο χρειάζεται; Μπορεί, μού απαντά εμβριθώς, να έχουν βλάψει τον σκληρό οι ιοί και χρειάζεται καθαρισμό, αποκεράτωση! Τί;;; Καλά, του λέω, φχαριστώ! (Κέρατα και βερνίκια, σκέφτομαι, θα σε δείρω παλιογιάπη, μού ΄κανες την καρδιά περιβόλι ανθισμένο)!


Σηκώνεται, φεύγει ο κερατάς. Ίντερνετ ανενεργό. Μες το καφέ οι μαντραχαλοπιτσιρικάδες παίζουν παιχνίδια και δεν δίνουν μία. Πηγαίνω στο μπαρ: Ξέρετε, δεν έχουμε σύνδεση, μού λένε, μας πήραν μόλις τηλέφωνο απ΄τον ΟΤΕ, κάνουν έργα, έχει πρόβλημα όλη η περιοχή. Αχά, και θα αποκατασταθεί σύντομα; Μας είπαν σε κανένα τέταρτο...


Είπα να περιμένω μήπως και, διότι καύσωνας και διότι ήθελα να πιω το τσάι μου, είχα αφυδατωθεί. Την αράζω λοιπόν και ανοίγω κι ένα βιβλίο χαλαρά. Στο δεκάλεπτο με ειδοποιεί ο e-μπαρμαν, πήρα τον ΟΤΕ, ξέχνα το! Καλά, του λέω, να σε ρωτήσω κάτι, μια αποκεράτωση... Με κοιτάει, τί΄ν΄αυτό; Δεν ξέρω, εμείς με φορμάτ, είμαστε ΟΚ. Τί να πω, γεια χαρά.


Μέχρι να γράψω αυτήν την ανάρτηση, ο υπολογιστής μου έσβησε μόνος του και ξανάναψε πέντε φορές! Ταχύτητα ελάχιστη. Κάνει έργα ο ΟΤΕ; Κάνει έργα η ΔΕΗ; Φταίει η κουζίνα που ψήνει το φαί; Μήπως ο υπολογιστής μου είναι κερατάς;


ΓΙΑΣΕΜΙ

Ανεβαίνοντας την Χαριλάου Τρικούπη νύχτα

φτάνοντας ορθοπεταλιά προς το τέλος

μπουκωμένη από το καυσαέριο των ταξί

και τους ανοιχτούς κάδους

με περίμενε μια έκπληξη, που κόντεψε να μού φύγει το τιμόνι από τα χέρια

στο οικόπεδο δεξιά, σχολείο υπό ανέγερση προσεχώς

κι έκανα τον υπόλοιπο δρόμο με την αναπνοή κομμένη

μέσα σε όνειρο -






το γιασεμί!






Και υπό τύπον μαντινάδας


Μυριστικό μου γιασεμί

τι ευωδιά σκορπίζεις

κορμί μαζί και λογισμό

και την καρδιά να ορίζεις



φεγγαροφώτιστο κλωνί

τ΄ονείρου μου ελπίδα

ελίγωσα κι εχάθηκα

μία στιγμή ότε σ΄είδα


δροσάτε μου βασιλικέ

γλυκιάς αγάπης κρίνο

κι αφράτε μου λεμονανθέ

δεν είστε σαν εκείνο











Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

Βασανίστηκα δυόμισι ώρες, πρωί πρωί. Το γεγονός ότι γράφω στο blog μου από τον υπολογιστή μου αυτή τη στιγμή, είναι ένα μικρό θαύμα. Διότι κόλλησα έναν ιό, κι έγινε το ηλεκτρονικό χάος.
Ξαφνικά βγαίνει ένα μεγάλο παράθυρο, μια διαφήμιση. Δεν έκλεινε. Κλείνω την σύνδεση, το παράθυρο εκεί. Πάω στον σκληρό, βρίσκω τα απρόσκλητα αρχεία, τίποτα. Δεν διαγράφονταν, γιατί το πρόγραμμα ήταν λέει σε λειτουργία και ήθελε απεγνωσμένα να συνδεθεί με το ίντερνετ.
Ωραία, λοιπόν, κόλλησα έναν ιό. Αλλά τί ιό; Μήπως άνοιξα επικίνδυνο mail; Όχι. Μήπως μπήκα σε πονηρό site; Όχι. Τί ήταν αυτό το παράθυρο, αν είναι δυνατόν, ήταν η διαφήμιση ενός antivirus των Windows XP, του οποίου τα αρχεία εγκαταστάθηκαν αυτόματα, δεν διαγράφονταν και σε υποχρέωνε να κάνεις έλεγχο για ιούς στον υπολογιστή σου (μού΄βγαλε κάπου δυόμισι χιλιάδες!). Κατόπιν ζητούσε σύνδεση στο ίντερνετ, όπου έβγαινε η σελίδα με το προϊόν, να το αγοράσεις με πιστωτική, 49,9 ντάλλαρς!
Ε, αυτό πια παραπάει! Είπαμε, επιθετικό μάρκετιγκ, αλλά τέτοιο κόλλημα!! Δηλαδή, γιατί ρε κυρία εταιρεία μου, που δεν είσαι και κυρία, είμ΄εγώ υποχρεωμένη, είτε ν΄αγοράσω το προϊόν σου, είτε να διαλύσω το software μου και το πρωινό μου; Εκτός κι αν δεν είναι η συγκεκριμένη εταιρεία αλλά κάποια μαϊμού, που το πήγαινε αλλού, αλλά πού, δεν τό΄ψαξα. Και δεν συγκράτησα την επωνυμία της μαϊμουδοεταιρείας, κάτι με Spyware, ναπαναχαθεί.
Αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετά, θυμήθηκα, ότι κάπου πρέπει να είχα ένα CD εγκατάστασης των Windows XP. Κάποιος φίλος, μου τό΄χε δώσει πριν χρόνια. Ψάχνω, ψάχνω και το βρίσκω! Λέω, ας κάνω φορμάτ, έτσι κι αλλιώς δεν έχω να χάσω πια τίποτα. Είναι η τέταρτη επανεγκατάσταση, που γίνεται στον υπολογιστή μου, αλλά δεν τό΄χα κάνει ποτέ εγώ. Τελικά όλα πήγαν καλά. Έχασα μερικά αρχεία, τα ΧP έχουν κάποιες διαφορές από τα HOME, χρειάζονται ορισμένες ρυθμίσεις και εγκαταταστάσεις προγραμμάτων, παραταύτα το PC λειτουργεί.
Με την σύνδεση έχω ένα πρόβλημα, δεν βρίσκω τον κωδικό της προηγούμενης, βρήκα μιας εταιρείας, απλή, που είχα τον κωδικό και βολεύομαι προς το παρόν, ώσπου να κάνω μιαν ασύρματη. Τώρα τραβάω ένα καλώδιο 11μ., βγάζω το ασύρματο τηλέφωνο, βάζω το καλώδιο του ίντερνετ, τηλέφωνο off, κι όταν βγω απ΄το δίκτυο, ξανατυλίγω το καλώδιο...αηδίες. Αφού το σπίτι την εποχή των Πρώτων Βαλκανικών, που χτίστηκε, δεν έχει βέβαια προδιαγραφές για πλυντήριο, όχι για ίντερνετ...
Αυτά, πάω να κάνω ένα ντουζάκι, γιατί είμαι μες την αθλιότητα...

TERRACE CAFE

Είναι πλέον διαπιστωμένο! Κάτι συμβαίνει, όταν η Πουπέτ παραγγέλνει παγωτό. Χρόνια τώρα, έχω τρομάξει. Φράουλα, καρύδα και σιρόπι σοκολάτα θα πει; Μια πιρόγα κρέμα, σοκολάτα και δύο ξεφλουδισμένες μπανάνες θα έρθουν! Σικάγο θα ζητήσει; Τρεις μπάλες φυστίκι θα έρθουν!
Στην ταράτσα στην Πλάκα χθές το βράδυ, τα είδαμε όλα. Είχαμε ξεκινήσει με την ιδέα του παγωτού, τελικά εγώ πήρα κρέπα. Ανεβαίνουμε πάνω και ήταν όλα τα τραπέζια γεμάτα. Κάνουμε να φύγουμε, αλλά η Πουπέτ αναφωνεί: Α, φεύγουν. Πράγματι, ένα τραπέζι άδειασε. Καθόμαστε. Περιμένουμε κανένα δεκάλεπτο. Είχα ψοφήσει της δίψας και κοίταζα γύρω γύρω για τον σερβιτόρο. Ήταν τρεις, απολύτως αποσυντονισμένοι.
Παρατήρηση της Πουπέτ: Έχει αλλάξει η διεύθυνση.
Θυμάμαι τυπικούς ηλικιωμένους σερβιτόρους με άσπρες μπλούζες. Ο ένας ήταν τύπος. Φορούσε ένα περουκίνι και στεκόταν μονίμως στην ταράτσα παίρνοντας παραγγελίες και εφοδιάζοντας τα τραπέζια με νερό. Οι παλιοί σερβιτόροι θα βγήκαν στην σύνταξη, άλλαξε η διεύθυνση και επήλθε το χάος.
Κάποτε έρχεται ένας μελαγχροινός με δυο ποτήρια νερό. Θέλετε κατάλογο; Ναι, φέρνει έναν. Αποφασίζω κρέπα και μια μπύρα, η Πουπέτ παγωτό. Μετά από κανένα τέταρτο ξανάρχεται να πάρει την παραγγελία. Του λέω, μια κρέπα αλμυρή με τα εξής... Πόσα υλικά μου λέει...σκέφτομαι, πέντε του λέω. Σημειώνει στο κομπιουτεράκι. Λέω τα υλικά. Γράφει άλλα. Του τα ξαναλέω. Ξεχνάει το αβγό! Και αβγό! Κάτι μπερδεύτηκε. Τα ξαναλέω. Και αβγό. Ξέχασες τα μανιτάρια λέει η Πουπέτ. Θα έβγαιναν έξι τα υλικά. Άστα μανιτάρια, της λέω. Και μια μπύρα κορόνα. Το είπα τρεις φορές.
Παραγγέλνει κι η Πουπέτ. Παγωτό σοκολάτα, φυστίκι και γλυκό βύσσινο αποπάνω.
Περιμένουμε κανά δεκάλεπτο. Έρχεται η κορόνα με το λεμόνι. Πιάνει η Πουπέτ τη μπύρα: Αααχ, τι μπύρα είναι αυτή; Ελαφριά, της λέω. Δεν πίνω μπύρα με πειράζει, μου λέει, και κατεβάζει δυο καλές γουλιές. Να παραγγείλω κι άλλη; Οοοόχι, μου λέει, και κατεβάζει ακόμη μια καλή. Άμα πιω Άμστελ, μού χαλάει το στομάχι! Ε, τότε πάρε μια τέτοια. Μπα, μπα, άστο.
Αρχίζω να πίνω την αρχινισμένη κορόνα σιγά σιγά. Πάνω που τέλειωνε η μπύρα, ξαφνικά, γιατί τό΄χαμε και ξεχάσει, έρχονται δυο πιάτα! Τα έφερε ένας ξανθός. Το ένα ήταν ένα πιάτο μεγάλο με γλυκό κουταλιού βύσσινο μέσα. Διαμαρτυρία Πουπέτ: Ένα παγωτό, έτσι κι έτσι και το βύσσινο αποπάνω! Ο ξανθός αφήνει μπροστά μου μια ορθογώνια κρέπα.
Κοιταζόμαστε με την Πουπέτ. Περιμένω να κρυώσει η κρέπα. Ψάχνω μαχαιροπίρουνο. Πουθενά. Ξανακοιταζόμαστε.
Πίσω μου ακουγόταν ένα τσικ τσικ. Γυρίζω λίγο, ήταν ένα ζευγάρι, ο άνδρας βαρύς χτυπούσε το κομπολόι, η γυναίκα βαμμένη ξανθιά καθόταν και κοίταζε με απόγνωση. Μπροστά τους δύο ποτήρια νερό. Κάθησαν περίπου τρία τέταρτα και κάποια στιγμή σηκώθηκαν να φύγουν. Φεύγοντας, πέφτουν πάνω στον μελαγχροινό, που έφερνε δύο παγωτά. Τα παγωτά τους! Αλληλοκοιτάχτηκαν με έκπληξη! Ο σερβιτόρος έμεινε σαν τη θεά με τα φίδια, αποσβολωμένος με τα παγωτά στα χέρια, ενώ το ζευγάρι έστριβε προς την έξοδο. Νευρικά γέλια μ΄έπιασαν.
Ξανάρχεται ο ξανθός. Φέρνει το μαχαιροπίρουνο, το παγωτό, ένα μεγάλο κουτάλι και το πιάτο με το γλυκό! Τρώω την κρέπα. Κάτι έκανε χρουτς χρουτς στα δόντια. Κάτι πράσινο! Πράσινη αντί για κόκκινη πιπεριά. Never mind.
Στην θέση του ζευγαριού που έφυγε, έρχεται ένα άλλο, νέοι, ξένοι. Περιμένουν, έρχεται ο ξανθός με μια κανάτα. Πάει να βάλει νερό στα ποτήρια των προηγούμενων! Του εξηγούν. Παραγγέλνουν κάτι ούζα. Τα ούζα ήρθαν express!
H Πουπέτ είχε αρχίσει να κατασκοπεύει τους σερβιτόρους. Είναι αλλού ντ΄αλλού, μου λέει. Κοιτάω, καμμιά δεκαριά τραπέζια, χαλαρά, ησυχία. Δεν τα είχανε μοιράσει καλά.
Η Πουπέτ έκανε συστάσεις στους σερβιτόρους. Εγώ άφησα φιλοδώρημα. Γιατί άμα πιω μπύρα με άδειο στομάχι, αποκτώ κάποιο χιούμορ.

ΒΑΘΙΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
Τον τελευταίο καιρό ξυπνάω κατά τις πεντέμισι το πουρνό σαν τσοπάνος. Μαξιλάρι, σεντόνι και στρώμα όλα μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχω βάλει το κρεββάτι μου στη μέση μέση του δωματίου φάτσα στο μπαλκόνι, μόνο που δεν βλέπω πορτοκάλια, ούτε το παιδί που τρώει τα πορτοκάλια, αλλά την οχταόρωφη, που έκοψε τον Λυκαβηττό. Κλιματιστικό; No, merci! Το έδωσα πίσω στη μάνα μου, να το βάλει αντικριστά με το άλλο να παίζουν στέρεο.
Δεν είμαι καθόλου πρωινός τύπος. Συνήθως βρυκολακιάζω. Αλλά να, που σηκώνομαι πρωί πρωί και μπαίνω μες το ντους και μετά φτιάχνω καφέ μες την καλή χαρά! Ανεξήγητον!
ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΠΙΝΕΛΟ
Προμηθεύτηκα τα πάντα. Και καμβάδες και πινέλα, κοντά, μακριά, ψιλά, χονδρά, πλακέ, και σπάτουλα και λάδια και νέφτι (λείπει η παλέτα, δε μ΄άρεσαν του εμπορίου, θα φτιάξω). Όμως... δεν κάνω τίποτα. Φταίει η ζέστη; Μήπως βαριέμαι; Μήπως μπούχτισα απ΄το βάψιμο της κουζίνας;
Ο σκοπός ήταν να μουτζουρώσω, να δουλέψω λίγο το λάδι. Γιατί δεν το κάνω;
Φωνή απ΄το υποσυνείδητο: "Βούτα, μωρή, το πινέλο"!

Ο ΣΙΜΟΣ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΑΠ΄ ΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

Απορώ πώς έκανα ποδήλατο ενάμισι χρόνο! Εντάξει, ο Σίμος (το ποδήλατο, μού το βάφτισε η Garfield) πάντα του λεβέντης ήτανε, αλλά τώρα έγινε και ζωγράφος. Πετάει και ζωγραφίζει με αερογράφο! Τού΄χα πει του άλλου μάστορα, κάτι δεν πάει καλά, μπα, μού΄λεγε δεν έχει πρόβλημα. Ο μάστορας δεν είχε πρόβλημα, αλλά είχα εγώ. Κι επειδή παλιά κυκλοφορούσα με κουρσάκι (ένα μερσιέ αλουμίνιο κι ένα πεζώ χάλκινο, αναπαλαιωμένα) και ο Σίμος είναι τύπου MTB και πιο χαμηλοκώλης, λέω αυτό θα φταίει. Ουχί, ήταν αηδία το σύστημα.
Αλλάζω λοιπόν μεσαία τριβή, πεταλιέρα και πετάλι και τώρα, αν τον αφήσω αμολυτό, θα φτάσει Λάρισα χαλαρά. Διότι είναι Λαρισαίος. Όταν μπήκα στο ποδηλατάδικο, μού λέει ο μάστορας, απ΄τη Λάρσα είσ΄; Όχ΄του λέω! Το πουδήλατ΄ όμς απ΄τη Λάρσα είν! Εκεί τα΄φτιαν! Ωραία λοιπόν, έμαθα και την καταγωγή του, Λαρισαίος με χτήματα στην Ταιβάν!
Κατάλαβα τη διαφορά, όταν έκανα χθες την πατάτα κι αντί να στρίψω από την Ηλία Ηλιού στην Ηλιουπόλεως να βγω Σύνταγμα, πιάνω την Βουλιαγμένης (!) και πήγαινα πήγαινα πήγαινα. Κι επειδή μού΄χε τελειώσει το νερό, είχα σκεφτεί στο πρώτο περίπτερο να σταματήσω. Φτάνω σε μια πλατεία. Παίρνω νερό, τρομάζω την περιπτερού με το άλιεν κράνος και κάθομαι σ΄ένα παγκάκι να ξεφουσκώσω. Παίρνω και την Πουπέτ, την αδελφή μου τηλέφωνο, που την είχα στήσει στο Σύνταγμα, να μη φύγει, σε δέκα λεπτά έρχομαι! Λέω θ΄ακούσω την Τραβιάτα, γιατί είναι πριμαντόνα, αλλά είχε βρει κάτι μαγαζάκια και χάζευε.
Σκοτάδι είχε πέσει από ώρα αλλά η πλατεία είχε κόσμο. Να δω μωρέ, ποια πλατεία είν΄αυτή, γυρίζω και τί να δω; Το μετρό! Α, καλέ, το μετρό! Αλλά ποια στάση; Δεν το πίστευα! Είχα φτάσει στη Δάφνη, στη Δάφνη, όπου τόσες φορές έχω βγει με παρέα για φαγητό, για καφέ, αλλ΄από την άλλη μεριά! Αντιλήφθηκα την πατάτα τη ζεστή με μπόλικο τυρί. Άντε πάλι πίσω. Δαφνοστεφανωμένη!
Βγαίνω Ηλιουπόλεως. Ευτυχώς κατηφόρα (την ανηφόρα την είχα ήδη φάει, χώρια το καυσαέριο). Πλησιάζοντας στους Στύλους βλέπω έναν παππού στην αριστερή λωρίδα, τσούκου τσούκου ποδηλατούσε στην τελευταία ανηφόρα. Πήγα να τού πω "παππού, φωτάκια", γιατί ήταν σκοτεινός, αλλά δεν μπόρεσα λόγω κίνησης.
Η αναμονή της Πουπέτ αμείφθηκε με μακαρονάδα και παγωτό!
ΥΓ. Τριάντα χρόνια στην Αθήνα, λίγο έλειψα, και ψάχνομαι σαν τουρίστας. Την άλλη φορά είχα ξεχάσει πώς πάνε Παγκράτι! Μήπως είμαι Λαρισαία και δεν το ξέρω;

ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΟΚΑ - ΦΡΑΟΥΛΑ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ VOGUE
BNF PARIS ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2007




ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: ΜΑΣΤΟΡΕΜΑΤΑ

Η αποφράδα ημέρα συσσωρευμένης ατυχίας πέρασε και τα πράγματα βαίνουν καλώς. Βεβαίως βαίνουν με τα πόδια, διότι χθες τ΄απομεσήμερο άφησα το ποδήλατο σ΄έναν μάστορα της προκοπής για βελτιώσεις. Είχα θυμώσει με κάτι άλλους ανάγωγους και ψαχνόμουν. Βρέθηκα λοιπόν σε μια terra incognita και χάζευα τον κόσμο. Περνάνε κάτι μπόμπιρες με ποδήλατα: "Ρε παιδιά, τους λέω, κανένα κατάστημα δω κοντά με ποδήλατα και ανταλλακτικά έχει;" Στην αρχή με κοίταξαν περίεργα, αλλά αμέσως προθυμοποιήθηκαν να με διαφωτίσουν: "Ναι, αμέ, λίγο πιο κάτω". Πάω να δω, και σκεφτόμουν, μήπως κάνω άδικο κόπο μες τον ήλιο. Πηγαίνω, μια χαρά, δεν πίστευα στα μάτια μου, ευγενέστατοι, να το δούμε, μου έδειξαν εξαρτήματα, πρότειναν λύσεις και τιμές, τα συζητήσαμε, μέσα σ΄ένα τέταρτο διάλεξα τί θέλω και το άφησα να το πάρω σήμερα. Κι επειδή είχανε καλό τρόπο, αποφάσισα να ξοδέψω και κάτι παραπάνω για καλύτερο αποτέλεσμα.


Ορίστε τελοσπάντων κι ένας έμπορος συνειδητοποιημένος. Χωρίς πίεση, με ανοιχτή κουβέντα, προθυμία, να σε κάνει ν΄αγοράσεις και να ξαναπάς, εφόσον εξυπηρετείσαι. Από ελεεινούς δεν θα πάρω ποτέ, ουδεπώποτε, ούτε σαμπρέλα, τέλος!



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΡΩΣΙΚΟΣ ΦΡΑΠΕ

Ένας από την παρέα δύο ζευγαριών Ρώσων ήθελε φραπέ. Μάλλον τον είχε ξαναδοκιμάσει αλλά δεν ήξερε να τον ζητήσει. Η ρωσίδα σερβιτόρα του έλεγε "φρρα-πεέ" κι εκείνος - ένας θεόρατος καστανόξανθος- επαναλάμβανε "φρια-πιέι", κατόπιν οι άλλοι τρεις, "φρέ-πιι", "φράπγιε", φράπ-ια". Τελικά ήρθε ένας κινγκ σάιζ "φριά-ππιιι"!


Με τη σερβιτόρα ξεραθήκαμε στα γέλια!



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ: ΙΝΔΙΚΗ ΓΡΑΝΙΤΑ

Ο Ινδός παρήγγειλε γρανίτα φράουλα. Φέρνει η κοπέλα, όχι η ρωσίδα, ελληνίδα, τη γρανίτα. Της λέει ο Ινδός στ΄αγγλικά: "Γιατί δεν είναι γεμάτο ως πάνω; Θέλω να το γεμίσετε!" (Έλειπε μισό χιλιοστό για να ξεχειλίσει). Η κοπέλα παίρνει το ποτήρι και το ξαναφέρνει γεμάτο στα 3/4! Φρίκη ο Ινδός! Επεμβαίνω, της εξηγώ, το θέλει γεμάτο, να είναι έτοιμο να χυθεί. Το φέρνει επικίνδυνα φουλαρισμένο. Μετά ήρθε ο καφές μου με αφρόγαλα. Της λέω: "Α, τί ΄ν΄αυτά τα χάλια, πάρτε το πίσω, να το γεμίσετε κι άλλο!" Ψαρώνει η κοπέλα, τί να γεμίσει, λέει, "Βεβαίως, να το πάρουμε πίσω, να..." Δεν κατάλαβε το αστείο απ΄τη θολούρα της δουλειάς (γινόταν χαμός) και τη βλακεία του Ινδού. Τρόμαξα να της πάρω από τα χέρια τον καφέ μου!

Μπορεί να μην ξέρει καλά αγγλικά και μάλιστα με ινδική προφορά. Αλλά θα έπρεπε να ξέρει μερικές καλές βρισιές στ΄αγγλικά.

ΧΑΛΙΚΙΑ

Χτες κάποιος μ΄είχε σίγουρα φτύσει. Τη μία ατυχία ακολουθούσε η άλλη. Τόσες αηδίες μαζεμένες δεν μού΄χουν ξανατύχει. Κόντεψα να σκοτωθώ και να σκοτώσω σε τροχαίο. Στην τουαλέτα που μπήκα να καθαριστώ κάπως, έγινε γενικό μπλακ άουτ στο κτίριο λόγω έργων στους ανελκυστήρες. Έμεινα με τις βρεμμένες πετσέτες στο χέρι μπροστά στους νιπτήρες. Από τα WC βγήκαν αλλόφρονες κυρίες. Στων ανδρών κάποιος είχε χάσει κάτι.
Εξαντλήθηκα γυρίζοντας χρωματοπωλεία και σιδηρικά, ψάχνοντας κάτι απλό, που δεν βρήκα, και οι έμποροι κακόκεφοι, ρωτούσα, έχετε αυτό, (ένα παξιμάδι και μια κόλλα!!!), μόνο που δε μ΄έβρισαν. Ύφος περιφρόνησης. Τελοσπάντων, ας μού πουν, όχι, απλώς! Ψάχνω κάτι καταστήματα, γύρω γύρω σαν την κατάρα, μέχρι να διαπιστώσω ότι η περιοχή έχει αλλάξει, έχουν κλείσει και έχουν ανοίξει άλλα στη θέση τους, που πουλάνε κινητά.
Μια άλλη ταλαιπωρία με την αδελφή μου, η οποία πήγε σε μια τράπεζα, όπου είχε παραδώσει πνεύμα το σύστημα, χρειαζόταν χρήματα και δώσαμε συνάντηση να τη σώσω.

Κατάληξη: με πετροβόλησαν! Πώς έγινε αυτό; Μπήκα στο Πεδίο του Άρεως από το άγαλμα του Κωνσταντίνου, γιατί είχα μπουκώσει απ΄το καυσαέριο. Φθάνοντας στην πλατεία με τα περίπτερα, διαπιστώνω, ότι δεν πάει παραπέρα. Τό΄χουν κλείσει. Έλειπα από Αθήνα, δεν έτυχε μετά να περάσω, και δεν τό΄ξερα. Είχα δει βέβαια, ότι έχουν κλείσει πίσω από το άγαλμα της Αθηνάς, όμως δεν γνώριζα την έκταση της απόφραξης! Το σκοτάδι έπεφτε. Βάζω στο ποδήλατο φωτάκια.


Ψάχνω διέξοδο απ΄τους Ταξιάρχες. Λίγο τσιμέντο, κλειστά δεξιά με πράσινα πανιά, αμμοχάλικο και χωματόδρομοι. Προσπαθώ να βγω στο δρόμο, παρά τα φωτάκια μου σκότος πηχτό, πάω σιγά σιγά, κουδουνίζοντας. Πίσω μου κολλάνε δύο αγόρια με ποδήλατα χωρίς φώτα, γελάνε και βρίζουν που δεν έχει λάμπες. Είμαστε σαν τα ποντίκια στο λαβύρινθο. Γύρω ακαθόριστες φιγούρες.


Κάνω κύκλο και βγαίνω στην πάνω πλατεία. Εκεί παίζουν παιδιά, κόσμος κάθεται στην καφετέρια, κάθομαι κι εγώ σ΄ένα πεζούλι, κοντά σε κόσμο. Έχει ημίφως. Ένα κοριτσάκι στέκεται αριστερά και φωνάζει σε δύο αγοράκια κάτι σχετικό με το παιχνίδι τους. Εκείνα, από μακριά, της μιλάνε και... μού έρχεται μια βροχή από χαλίκια και χώμα! Προσγειώνεται στο κεφάλι μου και κατάμουτρα. Προφανώς προορίζονταν τρεις τέσσερις χούφτες για το κοριτσάκι, δώρο απ΄τ΄αγρίμια.


Τους βάζω αγριοφωνάρα: "Πέτρες πετάτε, ρε;". Με κοιτούν ένοχα. "Φυγέτ΄αποδώ!". Κάνουν επιτόπου μια πονηρή χεσμένη μεταβολή δίπλα δίπλα και πάνε μερικά βήματα. Έπειτα συνέχισαν το παιχνίδι τους. Ο μικρότερος πήγε να ξαναπετάξει χαλίκια, αλλά το σκέφτηκε. Με κοίταζε πλαγίως. Μανάδες, μπαμπάδες, θείοι, γιαγιάδες δίπλα... κανείς, λέξη. Υποθέτω για να μη βρουν μπελά.


Φεύγοντας ένιωθα στα δόντια μου άμμο. Τα γυαλιά μου χτυπήθηκαν στο δεξί φακό. Το γόνατό μου είναι μωλωπισμένο σαν το φεγγάρι.


Κάτι δεν κατανοώ.






ΦΟΝΙΚΟ ΟΠΛΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΔΥΟ



Το ξέρω ότι το καλάθι της νοικοκυράς ολοένα ακριβαίνει. Όμως σήμερα παραλίγο να στοιχίσει τόσο, ώστε να μην ξεπληρώνεται. Ήμουν στην Γκύζη και Αλεξάνδρας και περίμενα στο φανάρι. Με το ποδήλατο, δεξιά. Ανοίγει το φανάρι. Φεύγω, κατηφόρα, μέτρια ταχύτητα, ίσια, να κατεβώ την Ιπποκράτους.
Την βλέπω! Τη γραία την ανόητη. Με το που ανάβει το πράσινο για τ΄αυτοκίνητα, εκείνη επιλέγει να διασχίσει με το καρότσι το συρμάτινο της λαϊκής την Ιπποκράτους, στην αρχή της, από αριστερά προς τα δεξιά. Είναι δύσκολη αυτή η διάβαση, το ξέρω, πρέπει να περιμένεις πότε θα περάσεις, γιατί μόλις κόψει το ρεύμα της Γκύζη στρίβουν από την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Να περιμένει. Να πει στον μανάβη εκεί να την βοηθήσει. Να κάνει κύκλο. Όχι να περάσει αμέσως με το που πέφτει η καρμανιόλα!
Περνάνε μπροστά της δυο αυτοκίνητα, ατάραχη συνεχίζει, ευτυχώς το καρότσι ελαφρύ, μια σακουλίτσα είχε μέσα. Δυο αυτοκίνητα αριστερά μου κόβουν και σταματάνε, με κίνδυνο καραμπόλας, μην τη λιώσουν. Χάος πίσω. Κόβω και γώ, διότι πιο μπροστά στα δεξιά, λίγο πιο πάνω απ΄τη στροφή, στην λεωφορειολωρίδα, είχε σταθμευμένο. Αριστερά τ΄αυτοκίνητα, πιο πάνω δεξιά το σταθμευμένο, μπροστά η γριά! Έχω κόψει, σχεδόν σταματήσει, και την ώρα που είναι να περάσει από μπροστά μου, έχω σταματήσει. Επειδή ήταν στροφή και διάβαση, ούτε να πιάσω πεζοδρόμιο δεξιά γινόταν.
Ισορροπώ ακίνητη, ισορροπώ, λόγω κίνησης δεν έκοψα απότομα να κατεβώ, περνάει σιγά σιγά, και μπλέκει ελαφρά στην μπροστινή ρόδα το καρότσι! Ισορροπώ, παλατζάρω και...πέφτω... Φυυυύγε, της φωνάζω, ν΄ανεβεί στο πεζοδρόμιο, γιατί ήταν πια παράλληλα σ΄εμένα, και τραβούσε το καρότσι, παρά τρίχα πέφτοντας δεξιά, να πέσω πάνω της!!
Ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο. Ανεβάζει το καταραμένο καρότσι. Βγαίνουν ο μανάβης, ο χασάπης, ο κουρέας, η κοπέλες τους φωτοτυπικού, του καταστήματος με τις τσάντες, ο κινέζος με τα ρούχα. Σκατά. Σηκώνομαι, μαύρα χέρια, μαύρα πόδια. Της λέω: "Μην ξαναπεράσετε με κόκκινο!! (Της δείχνω το ρεύμα Γκύζη). Γιατί περάσατε με κόκκινο;! Θα σας έλιωναν τ΄αυτοκίνητα!" Και τί μού λέει: " Μα δεν έβλεπες τ΄αυτοκίνητο (το σταθμευμένο), πού πας, θα πήγαινες να πέσεις πίσω του;" Γουρλώνω τα μάτια: "Τί λέτε; Σταμάτησα με κίνδυνο, για να μην πέσω πάνω σας! Ευτυχώς που δεν πήγαμε μαζί κι άλλοι πόσοι στο ΚΑΤ".
Το σταθμευμένο απείχε, απλώς μού έκλεινε τη λωρίδα. Και τώρα πού το σκέφτομαι, αντί η γριά-δημόσιος κίνδυνος να περάσει τουλάχιστον ευθεία τον δρόμο, πήγε με κλίση για να συνεχίσει κάτω προς Αλεξάνδρας, αντί απλώς να περάσει από μπροστά μου, που περίμενα ... πείσμα!
Η αλήθεια είναι πως ήξερε ότι έχει λερωμένη της φωλιά της. Κι έτσι έφυγε γρήγορα γρήγορα. Σχεδόν τρέχοντας! Δεν ήταν ανήμπορη! Ξεροκέφαλη, ναι. Μπορεί να λέει ότι πήγε να τη σκοτώσει ένα ποδήλατο. Αλλά η ψυχούλα της το ξέρει...
Ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο, συμμαζεύομαι. Χτύπησα το δεξί γόνατο τρανταχτά, έγδαρα δεξί αγκώνα και αριστερή παλάμη. Φτηνά την γλιτώσαμε όλοι. Και προσέχω πάντα τόσο πολύ στη στροφή αυτή. Όμως άλλη φορά θα φροντίζω να περνώ απ΄ τη διάβαση πεζή.
Πήγα βρήκα μια καφετέρια, πλένομαι, βάζω πάγο και πίνω καφέ και νερό να συνέλθω. Η φίλη Garfield παρατήρησε, ότι πρέπει από δω και μπρος τα καροτσάκια να βάλουν πινακίδες!

ΣΟΥΛΤΑΝΕΣ



Σκαλίζοντας τα πολύτιμα φωτογραφικά μου αρχεία από φωτογραφίες τραβηγμένες μ΄ένα πολύπαθο κινητό και μεταφερμένες μία μία με κόπο και πείσμα στον υπολογιστή μέσω υπέρυθρων, ανακάλυψα την τουρκάλα σωσία μου, ας την πούμε Ραχάτ Κετέ, να απολαμβάνει τον μεσημεριανό της υπνάκο μέσα σε μια μαρμάρινη γούρνα μπροστά σε τούρκικο κατάστημα με πετσέτες για χαμάμ και σεντόνια. Όσο οι φίλες μου ψώνιζαν διάφορες πετσέτες και πεσκίρια, εγώ έκανα γνωριμία με την Ραχάτ. Ήταν πιο άγρια αλλά και πιο βαριεστημένη. Δυστυχώς δεν φαίνεται πολύ καλά, διότι μάλλον από αντίδραση στους τουρίστες δεν έπαιρνε πόζα.


Θυμάμαι μια άλλη γάτα, που καθόταν πάνω σ΄ένα περβάζι, κι άμα την χαιρετούσες, ακόμη και επαναλαμβανόμενα, "merhaba! merhaba", απαντούσε πάντοτε, "meeuh! meeuh"! Κι άλλη μια Αγκύρας, σ΄ένα εστιατόριο, με κόκκινο λουράκι, κι ένα ροζ γατάκι που έπαιζε από κατάστημα σε κατάστημα.










Αυτό που διαπίστωσα είναι, πως στην Τουρκία, τουλάχιστον στα μικρά μέρη, τις γάτες τις έχουν σαν σουλτάνες. Αλλά και τα αδέσποτα σκυλιά που είδα, ήταν θρεμμένα και ήρεμα. Όμως τις γάτες τις έχουν περί πολλού. Παχουλές και ναζιάρες, κάθονται έξω από καταστήματα και καφενεία και δέχονται τα χάδια, ιδίως των γέρων, που φορούν αυτό το χαρακτηριστικό άσπρο καλπάκι στο κεφάλι. Παίζοντας τάβλι και πίνοντας τσάι δεν διώχνουν τη γάτα που τρίβεται στο μανίκι τους, αλλά την καλοπιάνουν.
Ίσως πράττουν κατά την προτροπή του Προφήτη τους "ποτέ μην ενοχλείτε την γάτα", και λέγεται ότι και ο ίδιος είχε προτιμήσει να κόψει το φαρδομάνικό του για να μην χαλάσει τη ζαχαρένια μιας γάτας που κοιμόταν επάνω!

ΘΗΣΕΙΟ

Πήγα Θησείο μετά από καιρό, δηλαδή μ΄έβγαλε ο δρόμος, ή μάλλον ο ανύπαρκτος ποδηλατόδρομος και έδωσα εκεί ραντεβού για καφέ. Στην αναμονή παρήγγειλα έναν φρέντο καπουτσίνο μέτριο, μια σαλάτα "γαλλική", δηλαδή μπόλικη ντόπια πρασινάδα, τράβηξα την αμφιβόλου ποιότητος φωτό που βλέπετε και πήρα καναδυό φίλους τηλέφωνο.
Μετά νύχτωσε κάτω απ΄τις ομπρέλες και δεν βλέπαμε το μενού να ξαναπαραγγείλουμε. Σκέφτομαι να πάω και σήμερα λόγω πανσελήνου!
Μήπως ξέρει κανείς κάτι για τα WC με τις διαφανείς πόρτες; Διότι εγώ μεν δεν τις είδα αλλά σε δύο τουλάχιστον καφετέριες που βρέθηκα στο Μοναστηράκι και το Θησείο, φίλοι διαπίστωσαν, ότι υπάρχουν τουαλέτες με διαφανείς πόρτες, όπου διακρίνεται αμυδρά ο κύριος ή η κυρία που είναι μέσα! Τί μόδα! Σι θρου! Το αστείο είναι ότι το ανακάλυψαν αφού βγήκαν!
Στην Ερμού δυο σκύλοι ράτσας yellowshire με ταυτότητα και τουπέ ερεθίστηκαν από τις ρόδες του ποδηλάτου και με περικύκλωσαν γαβγίζοντας, ενώ η παρέα μου κοιτούσε βιτρίνες. Εγώ έκανα πτς! πτς! στα σκυλιά. Μια άλλη παρέα από τρεις κοπέλες με σορτσάκια έσπευσαν να αποσπάσουν με γέλια και φωνές την προσοχή των σκύλων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν τελικά μάλλον για ρόδες και όχι για πόδια. Κάποια στιγμή κυνήγησαν ένα αγόρι με κρεμαστό τσαντάκι. Μετά μας ακολούθησαν μέχρι το Σύνταγμα να γαβγίσουν κανένα αυτοκίνητο στη διάβαση.
Απόσπασμα της στιχομυθίας των σκύλων μεταφρασμένη από την γαβγικήν:
- Μήτσο, ποδήλατο!
- Πάμε να το γαβγίσουμε να περάσει η ώρα!
- Μην κολλήσουμε όμως και πολύ, δε λέει!
- Πάμε μια!
(γαφ γουφ γβββ γαφ αφφ ββγγγ!)
- Άστο ρε, δεν τρομάζει, να, πάμε στα μπουτάκια!
(γφμπχ γφχμπχ!)
- Μην ξαπλώνεις κάτω ρε, δεν είπαμε πάμε πλατεία;

FERRARI

Εχθές ανέβηκα τη Σκουφά με το ποδήλατο και λίγο πριν την πλατεία σταμάτησα να χαζέψω λίγο και να πιω και κανένα δροσιστικό. Κοιτάξτε λοιπόν πού το έδεσα! Για να βγάλω τη φωτογραφία με το κινητό κρύφτηκα πίσω από τα φύλλα ενός δέντρου, διότι απέναντι ήταν ένας που εκτελούσε χρέη παρκαδόρου και αγριοκοίταζε. Αργότερα που γύρισα, τη θέση της φερράρι είχε πάρει ένα κουβαδάκι.
Τώρα που η Αθήνα είναι άδεια, χαίρομαι ποδήλατο. Πηγαίνω από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη σε χρόνο dt! Κι άμα κάθομαι για καφέ, κοιτούν το ποδήλατο, όπως θα κοιτούσαν μια φερράρι! (Πάει, την ψώνισα!)

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ


Συνεχίζοντας ακάθεκτα το καλοκαιρινό διάβασμα χωρίς να υπολογίζω την λίστα βιβλίων του Μπάκιγχαμ, όπως κάνει η βασίλισσα της Βρεττανίας every summer, άρχισα να ροκανίζω την στίβα των βιβλίων που μού δάνεισε η Sulpice, και διάβασα κατά σειρά εμφανίσεως το Αχ, αυτές οι βασίλισσες! του Χρήστου Ναούμ και το Παλιά, πολύ παλιά, του Πέτρου Μάρκαρη.

Οι βασίλισσσες διαβάζονται άνετα, έχουν χιούμορ μπλεγμένο με τραγικές καταστάσεις και ευφάνταστα περιστατικά, μόνο που με κούρασαν κάποιες επαναλήψεις στην ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Αλλά είχα την αίσθηση σαν να τους είχα γνωρίσει προσωπικά, καθέναν με το πάθος του, και θα ήθελα να δω αυτό το βιβλίο σε σίριαλ ή ταινία.

Για ταινία προσφέρεται και το αστυνομικό του Μάρκαρη, που εκτυλίσσεται στην Πόλη. Όμως για να γυριστεί ταινία, θ΄ανοίξουν διμερή και διεθνή ζητήματα... Ο Χαρίτος κι ένας Τούρκος αστυνομικός στα ίχνη μιας γριάς από τον Πόντο, που αποφασίζει να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς προσφέροντας εκπληκτική χειροποίητη τυρόπιτα, με την οποία στέλνει άλλους στον κήπο των απολαύσεων του Αλλάχ κι άλλους (με την προσθήκη στα υλικά παραθείου) στο πυρ το εξώτερον. Δεν λέω περισσότερα για να μην χαλάσω το σασπένς! Μού άνοιξε και η όρεξη πάλι να πάω στην Κωνσταντινούπολη... και να διαβάσω σχετικά.

Το τρίτο βιβλίο το άρχισα σήμερα κατά τις εφτά τ΄απόγευμα, πάνω που άστραφτε, μπουμπούνιζε κι ετοιμαζόταν για νεροποντή. Το ανοίγω και διαβάζω την πρώτη φράση: "Ένα υγρό αυγουστιάτικο απόγευμα...". Αμέσως μεταφέρθηκα στο Παρίσι, πλέον η υγρή ζέστη του δωματίου μου παρέπεμπε στην αίσθηση της ατμόσφαιρας του παρισινού μετρό μια βροχερή μέρα. Άναψα ένα τσιγάρο και διαπίστωσα, ότι λόγω της έντονης υγρασίας είχε διαφορετική γεύση. Διαβάζω λοιπόν την ιστορία της Δεσποινίδος Βικτορίν, γνωστής ως Ολυμπιά, στον πίνακα του Εντουάρ Μανέ, από την Debra Finerman.

Ο ΣΩΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΠΕΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΖΑΚΕΤΑ


Περίεργα μού συνέβησαν εκεί που κάθησα να πιω έναν καφέ... είχα μαζί και διάβαζα τη βιογραφία του Τσάτουιν. Κι όπως σηκώνω κάποια στιγμή τα μάτια μου και κοιτάω απέναντι, νάτος! Ο σωσίας του μακαρίτη; Ο δίδυμος αδελφός του, το στοιχειωμένο άλτερ έγκο του; Σίγουρα αυτό θα ενθουσίαζε τον ίδιο τον Τσάτουιν, που έγραψε μιαν ιστορία για διδύμους και που μιλούσε συχνά στη "σκιά" του. Ο νεαρός απέναντι, ξένος άραγε, έμοιαζε κατευθείαν από αγγλικό κολλέγιο, με άσπρο ριγέ πουκάμισο, καφέ παντελόνι τζιν, μαύρες κάλτσες και καφέ σκαρπίνια, ψηλός, αδύνατος, ξανθός, η μπροστινή φράντζα φερμένη προς τα πίσω, κάπως δυσκοίλιο ύφος, καθόταν στους μη καπνιστές, έπινε φραπέ και διάβαζε κάτι. Τον κοίταζα επίμονα, εντελώς αδιάκριτα και τον συνέκρινα με τις φωτογραφίες του βιβλίου. Μόνο τα μάτια διέφεραν, δεν ήταν γαλάζια αλλά καστανά. Σκεφτόμουν να τού πω να διορθώσει το πρόβλημα με φακούς επαφής στην μελλοντική ταινία, όπου θα ενσαρκώσει τον Τσάτουιν! Έπρεπε να τού μιλήσω, προβάριζα έφοδο με το βιβλίο ανά χείρας, εκσιούζ μι, δεν είμαι μουρλή, είστε ολόιδιος!

Ξαφνικά σηκώνεται βιαστικός (ήταν τελικά πολύ ψηλός), και κατευθύνεται προς το μπαρ, ίσως να ρωτήσει κάτι, τον χάνω από το ξεδιάντροπο οπτικό μου πεδίο, και πάνω που αναλογιζόμουν να τον συλλάβω, όπως θα έφευγε... τότε αντιλαμβάνομαι μια ξανθή κοπέλα παραδίπλα να θέλει κάτι να μού πει. Μάλλον να μού δώσει. Να, μού λέει, πάρτε το, γιατί δεν το θέλω...ε..εε.. αλλιώς θα το αφήσω εδώ! Σχεδόν μού πέταξε ένα βιβλιαράκι. Τί είναι; της λέω. Ε..ε.. τα ανάλεκτα.. αλλά δεν το θέλω... δεν... δεν... κοιτάξτε μέσα να καταλάβετε...

Κι είχε μιαν έκφραση απέραντης απέχθειας και φόβου, τόσο, που έπιασα και κοίταζα το βιβλίο, λες και περιείχε ενεργό άνθρακα...

Ήταν Τα γαστριμαργικά ανάλεκτα του κυρίου Schott.

H κοπέλα φόρεσε μια πράσινη ζακέτα. Μετά από λίγο έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Ο σωσίας είχε εξαφανιστεί.